Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/afierwma/la-voix-du-reve
Ι
Ο Επίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσού) της Κύπρου Λεόντιος έγραψε το έργο Βίος και Πολιτεία του αββά Συμεών, του δια Χριστόν επονομασθέντος Σαλού. Ανάμεσα στα πολλά που έπραττε για να βγει από το «βρότειον φύραμα», ο Σαλός «... βαλλίζων και κροταλίζων...», συνέβαινε και το έξης: «... κατά την της σελήνης γέννα εποίει εαυτόν εις τον ουρανόν θεωρούντα και πίπτοντα και λακτίζοντα». Και ο Σαχτούρης «εσάλιζε». Μπορεί να μην αγαπούσε το αεροπλάνο όμως τραγούδησε ότι «πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό», (Το ποίημα «Το αεροπλάνο»). Άλλου έγραψε για ένα ουράνιο ταξίδι:
«Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό / ποτέ μου δε συνάντησα τον αστροναύτη / συνάντησα όμως το Θεό / με τους χρωματιστούς αγγέλους [...]», (Το ποίημα «Ουράνια απάντηση»). Πονούσε κι αυτός στην γέννα της Σελήνης: «Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας / καθώς στριφογυρνάει δαιμονισμένα / μέσα στο φωσφόρο / σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά του / Καθώς και μεις στριφογυρνάμε στο σκοτάδι μας / σκορπώντας δεξιά κι αριστερά τα κόκαλά μας / δε φταίει το φεγγάρι για τους λεμονανθούς / δε φταίει το φεγγάρι για τα χελιδόνια / δε φταίει το φεγγάρι για την Άνοιξη και τους / σταυρούς / δε φταίει αν πάνω στα μάτια μας φύτρωσαν δόντια», (Το ποίημα «Κοιτάμε με τα δόντια»).
ΙΙ
Στο αλλόκοτο ποιητικό σύμπαν του Σαχτούρη ο Θεός απουσιάζει. Άλλωστε όλα είναι παροδικά και το βλέμμα ανασυνθέτει, όπως έμψυχη κινηματογραφική μηχανή.
«'Ολα φεύγουν, όλα φεύγουν / που να πάρει ο διάβολος!», (Το ποίημα «Θα φύγουνε»). Ωστόσο η απουσία του Θεού, δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, την κατάληξη στην ντετερμινιστική «βεβαιότητα» ότι ο Θεός έχει πεθάνει. Η βιαστική και βεβιασμένη αυτή απώθηση, που εκπηγάζει από τα μεταπολεμικά προτάγματα, μάλλον δεν αφορά στον Σαχτούρη. Μπορεί να πλάθεται ποιητικά μέσα σε μία πρώτη νεότητα όπου τα πάντα γύρω γκρεμίζονται και παρασύρονται από το μεθυσμένο αίμα του φονικού στις μυλόπετρες της ιστορίας, ωστόσο πληρώνει με το δικό του αίμα την κατάρρευση και ανασημασιοδοτεί την απουσία του Θεού ως προϋπόθεση και αίτημα παρουσίας. 'Ετσι, στο σπαρακτικό ερώτημα « [...] Κύριε, είστε παγωμένος - Κύριε, έχετε πυρετό- Κύριε, είσαστε νεκρός;» (Το ποίημα «Κύριε»), η καθημαγμένη συνείδηση στροβιλίζεται στον τυφώνα των εικόνων για να σκεπάσει το κενό της: «[...] Όταν η νύχτα έμπαινε στην κάμαρά σου /Ι άναβε το μαύρο άστρο / άναβε ο ήλιος / πέφτανε / τα λέπια του όλα / λαμπερά / κι άναβε / η ρόδα η μαύρη
[...]», (Το ποίημα «Το μαύρο άστρο»). Ο Pound είναι εκείνος που για τους ιμαζιστές, χρησιμοποιεί τον λατινικό όρο Vortex. «Σύμφωνα με τον Κουμανούδη, δίνη, η των ανέμων, του ύδατος η της φλογός συστροφή». (Πρβλ. Β. Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του Υπερρεαλισμoύ, σσ. 33, 34).
Ο μεταπολεμικός άνθρωπος, δέσμιος των δογμάτων τα οποία όρισαν τις απαρχές της ύστερης νεωτερικότητας, νοσταλγεί τον Θεό, αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια της φαινομενολογίας και γι’ αυτό επιχειρεί να γεμίσει το κενό με προϊόντα και ολοκαυτώματα των αντιτιθεμένων. Επειδή δε, φοβάται την δυναμική της εμπειρίας, περιπίπτει στην αντιφατικότητα των νοητικών διελκυστίνδων του τύπου «Είναι ή δεν είναι ο Θεός;», με τρόπο τελείως αντίδρoμo από την εμπειρική διακινδύνευση της μετοχής στην ιερότητα μιας σχέσεως. Μια διακινδύνευση που μόνο στο εύρος διατυπώσεων όπως «Γνώσις, οδός λεπτοτέρα πάσης γνώσεως» (Ισαάκ ο Σύρος), μπορεί να καρπίσει.
Αφού για την οντoλoγία της ιερότητας, ο Θεός βρίσκεται πέραν του είναι και του μη είναι. Υπερείναι. («Δία το υπερείναι, ως μη είναι εαυτόν λογιζόμενον», λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Κι ενόσω η ζωή έχει στραγγαλισθεί σε θάνατο και απουσία, ταυτιζόμενη με την βιολογία, ο ποιητής του μεταπολεμικού κόσμου, σαλός και αποσυνάγωγος, βουτά στο κενό και δια της εικονοποιίας αναζητά το αρχέτυπο της Εικόνας. Αυτό πληρώνεται με αίμα και με εκούσια ανάληψη του Σταυρού της Ιστορίας: «Σήμερα φόρεσα ένα / ζεστό κόκκινο αίμα / σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν / μια γυναίκα μου χαμογέλασε / ένα κορίτσι μου χάρισε ένα σφυρί / Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο / καρφώνω πάνω στις πλάκες / τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών / είναι όλoι τους δακρυσμένοι / όμως κανείς δεν τρομάζει / όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα / είναι όλοι τους δακρυσμένοι / όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες / και μία ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια / στον ουρανό / Δυό άνθρωποι ψιθυρίζουν / τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; / ναι την καρδιά μας καρφώνει / ώστε λοιπόν είναι ποιητής», (Το ποίημα «Τα Δώρα»). Σολωμός και Καρυωτάκης, Μπωvτλαίρ και Τρακλ, ο Κάφκα ως υπόδειγμα πρόσληψης του κόσμου και του άνθρωπου διά της προσωπικής ενοχής (άρα και διά της προσωπικής ευθύνης) αποτελούν τους πυλώνες εντός των οποίων εκτείνεται η σαχτουρική εξπρεσσιονιστική ιδιόλεκτος. Η ροπή του είναι φυγόκεντρη και άκρως ενστικτώδης κατατείνει συνεχώς προς το προ-γλωσσικό σαι μετα-γλωσσικό τοπίο μιας φρίκης στην οποία ο λυσσαλέος άνεμος που κατακαίει τα πάντα ονομάζεται φόβος και επινοούνται διαρκώς τρόποι για την έξοδο από το τοπίο. «Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου / απλώνω το χέρι ξεριζώνω / τα δέντρα και τους θάμνους του / τους στύλους τους ηλεχτρικούς / αυτά τα πονεμένα δόντια / μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής / Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά / είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα; / μα αυτά δω πέρα πόνεσαν πολύ / κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα [...]», (Το ποίημα «Τρία Δάκρυα του Θεού». Στο ποίημα «Τα πρόβατα» όμως «[...] η θάλασσα μάζευε ξανά / τ’ άγρια τ’ άσπρα της τα πρόβατα / μεσ’ στην πικρή της αγκαλιά να τα κοιμήσει».
ΙΙΙ
Το σύμπαν του Σαχτούρη μας αποκαλύπτεται αδόκητα καθαρό, ευθύς εξαρχής «ο πρώτος Κεραυνός» από την Λησμονημένη (1945). Από κεί και πέρα έχουμε την διαδοχική μας είσοδο από θύρα σε θύρα σε αλληλοδιάδοχα δωμάτια - σκοτεινούς θαλάμους, όπου οι εικόνες εμφανίζονται εμπλουτιζόμενες σε ποικιλία μιας στέρεης αρχιτεκτονικής αλληλουχίας, μέχρι και το Σκεύος (1971). 'Απο τα Χρωμοτραύματα (1980) και μετά, η στροβιλική των εικόνων του κατευθύνεται προς την πλέον πένθιμη και δωρική διαγραμματικότητα, όπως έχει επισημάνει (1990) ο Δ.Ν. Μαρωνίτης. Όμως, η πρόκληση την οποία σαν το γάντι μας πετά η ποίηση αυτή, δεν έχει να κάνει τόσο με την επισήμανση των γειτνιάσεών της με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Άλλωστε οι σχέσεις της με τα μοντερνιστικά συμφραζόμενα, (ευρωπαϊκά και αντίστοιχα η συγκαιρινά ελληνικά), μένουν μετέωρες, όσο καταγράφονται έξω από την πολλαπλότητα των σχέσεων με τα, δυνάμει, επαναστατικά για την έκφραση της στοιχεία της καθαυτό δικής της γλωσσικής περιοχής. Μ’ άλλα λόγια, ανοίγεται ως ορίζοντας εξαίρετων, ίσως, ανακαλύψεων η συνάφεια της ποίησης του Σαχτούρη, με εκείνα στα οποία η ίδια μας παραπέμπει: Με την παράδοση των παραμυθιών και με το δημοτικό τραγούδι. Εδώ, φαίνεται ότι έδρασαν ουσιαστικά, αφ’ ενός η σχέση του με τον Νίκο Εγγονόπουλο και αφ’ ετέρου τα ίδια τα καταγωγικά του απηχήματα, μέσα στα όποια, νομίζουμε, ότι, προϊόντος του χρόνου εντάσσει και τις επιρροές από τις επιλογές του της ευρωπαϊκής ποίησης. Ο Γιάννης Δάλλας μίλησε στην πραγματογνωσία της ανάγνωσης που έκαμε στο ποίημα «Του θηρίου» για τον ρυθμό: «Ο ρυθμός υποστηρίζει, σταθερά και υπόγεια, την οργάνωση αυτού του συστήματος, που από σύμπαν γίνεται κόσμος. Και είναι ένας ρυθμός με έμμετρη βάση. Η έμμετρη βάση είναι ο ίαμβος που εδώ σχεδόν θυσιάστηκε και έγινε ανάπαιστος. Θυσιάστηκε και έμεινε απλώς που και που, στην αρχή η στην μέση, σαν υπόμνημα η ανακοπή, η σποραδική παρουσία του. Περίπου έτσι: «Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια / να δεις τα βαπόρια πως τρώνε / τις άγκυρες / πως σπάζουν στα δυό τα κατάρτια / κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες [...]». (Πρβλ. ΓιάννηςΔαλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σσ. 217, 218).
Η ποίηση κατ’ Αριστοτέλη είναι η τέχνη που εκφράζει τα καθόλου. (Πρβλ. Ποιητική 1451β 7-9). Βεβαιότατα τα παραμύθια και —κυρίως— το δημοτικό τραγούδι, «δημιουργούν τις μορφές με τις οποίες διατυπώνεται η συλλογή γνώση και μνήμη, η αντίληψη και η ερμηνεία του κόσμου». (Πρβλ. Γ.Μ. Σηφάκης, Για μία ποιητική του Ελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού, σσ. 22, 23). Στην εποχή που ζει και δημιουργεί ο Σαχτούρης, προφανέστατα η συλλογική συνείδηση (η conscience collective) των κοινωνιολόγων έχει κατακερματισθεί. O ποιητής παραμένει απορφανισμένος συλλέκτης απηχημάτων και λειτουργός της νοσταλγίας μιας καθολικότητας. Κατ' αυτήν την έννοια, τα ίχνη αυτών των απηχημάτων στον Σαχτούρη, αποτελούν συστατικό στοιχείο της ποιητικής του ετερότητας. Καθορίζουν την ιδιοτυπία της φωνής του και δημιουργούν μέσω μιας ενστικτώδους ποιητικής αντίληψης, έναν ολόκληρο κόσμο. Τον δικό του κόσμο: «Φεγγάρι πεθαμένο μου / για ξαναβγές και πάλι / θέλω να δω το αίμα σου / δεν έκαιγες λυχνάρι / φώτιζες / το φοβισμένο πρόσωπο [...]», (Το ποίημα «Η πηγή»). Αλλού, στα δυό ποιήματα για τον στοιχειωμένο τόπο της καταγωγής του, «'Υδρα» (1948) και «Η 'Υδρα» (1956) έχουμε μίαν ισχυρότατη ανέλιξη μεταφορών, συμβόλων και εικόνων μέχρι το χτίσιμο, εν τέλει, δια της μορφής ενός —μέσω του τόπου— ψυχικού τρόπου: «Η Ύδρα είναι μία φραγκοσυκιά / γεμάτη πυρετό όνειρα κι αγκάθια / κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα / και δε μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα [...]». Στα περισσότερα ποιήματα του Σαχτούρη φωλιάζουν εικόνες που, διαθλασμένα η αναδιαταγμένα, έρχονται από την στέρνα της δημοτικής ποιητικής παράδοσης. Μεταμορφώσεις ζώων και πουλιών, συνδυαστικές φυσικών στοιχείων disjecta membra μιας συλλογικής ποιητικής συνείδησης, που περνώντας από τους μεγάλούς μας προγενέστερους ποιητές φθάνουν στο χέρι του καθώς προχωρεί «[...] σε δρόμο σκισμένο από κοφτερά γυαλιά [...]» σαν να σφυρίζει τον δημοτικό στίχο: «Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι», διψώντας ανεκλάλητα Για ουρανό.
ΙV
Γνώρισα από κοντά τον Σαχτούρη, εν έτει 1986. Τότε είχε εκδώσει τα Εκτοπλάσματα. Η γνωριμία μου μαζί του, συνέπεσε με την γνωριμία, την ίδια χρονιά, δυό ακόμη αγαπημένων φίλων που τώρα μας σκέπουν από την σιωπή των ουρανών, το έργο των οποίων σφραγίστηκε από την ποίηση του Σαχτούρη: του Λευτέρη Ξανθόπουλου και του Χρήστου Μπράβου. Δεν είναι της παρούσης να μιλήσω για τις αναμνήσεις μιας σχέσης που κραταιώθηκε με την ύστερη παρουσία του καλού αγγέλου των ποιητών, του άρχοντος ιατρού, σεβάσμιου Θάνου Κωνσταντινίδη. Αναφέρω μόνον ένα θεσπέσιο απόγευμα, όπου ο Σαχτούρης με κατέπληξε με τις αναφορές του στον Παλαμά και στην αναπαρθένευση όπου πίστευε —και δικαίως— πως αυτός έκανε στην πλαστική χρήση του επιθέτου, από την οποία —έλεγε—: «Πολύ ωφελήθηκα». Και τα φλιπεράκια, στα μαγαζιά της πλατείας Αμερικής στα οποία κατεβαίναμε για να παίξει ένα παλαβό παιδί. Αφού πρώτα με είχε στείλει να κάνω κέρματα ένα πεντακοσιόδραχμο, για να έχει να βάζει στον κερματοδέκτη του μηχανήματος. «Να μου πάρεις ένα γιαούρτι από την ΕΒΓΑ, και ζήτα τα ρέστα σε τάληρα και δεκάρικα. Μην το πεις πουθενά!». Τις νύχτες γίνονταν ο υποσελήνιος και αστροβάτης Μενέλαος:
Μην το φοβάστε το φεγγάρι με το σίδερο
είπε το πορτοκάλι το σπασμένο μέσα μου
μην τον φοβάστε τον ήλιο τον σκοτεινιασμένο
τα ρημαγμένα φέρετρα
τη μάνα της βροχής με τα βγαλμένα μάτια
μην τις φοβάστε τις μαύρες τις φτερούγεςτου πουλιού
μες στο κεφάλι σας στον ύπνο
και ξάφνου αρχίζει να τις τινάζει λυσσασμένα
και ξυπνάτε
Κοιτάξτε τον Ισίδωρο ψηλά πώς λάμπει!
Πώς κατεβαίνει με σκοινί από το άστρο
Μενέλαο άρρωστο, τονε φωνάζουν κάτω.
Πολύ αργότερα στο Θέριστρον, που εξέδωσα το 2018, μετά από περιπέτεια της υγείας μου όπου ένοιωσα —ακόμη μια φορά— την φτερούγα του θανάτου, αλλά και του Θεού την παραμυθία και την σκέπη, περιέλαβα και δύο ποιήματα συνομιλίας μου με την παρακαταθήκη του.Τα παραθέτω εις επίρρωσιν της προσωπικής μαρτυρίας:
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΡΙΟ
Κάτι δέντρινο φωτίζει το σκοτάδι
κι ο αέρας του θωπεύει με το χάδι
σεντονιού από σεντούκι ξεχασμένο
στου παλιού σπιτιου σου το λησμονημένο
υπόγειο. Και σου μουρμουρίζει ξένο
στο πριονιστήριο που σε κόβουνε κομμάτια.
Με εκείνου του παιδιού τα ἐκπληκτα μάτια
τρέμεις στο αποσκίασμά του φοβισμένος.
Κάτι δέντρινο και κάτι από σκοτάδι
πέφτει αόρατο θυμίαμα στο βράδυ,
το μαζεύεις ν` ταΐσεις το θηρίο,
να ημερώσει γιατί πόνεσε στο κρύο.
Έρχεται με φορτηγό και λεωφορείο.
Γέρνει λίγο στης φωνής σου το φορείο
κι ύστερα, τσεκούρι ηλεκτρικό, ρημάζει.
ΟΔΟΣ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
Μες στην σκότεινη σπηλιά του το θηρίο
τρέμει μοναχό του στην βροχή, στο κρύο,
και χτυπά τα χέρια καταματωμένα
με τα μάτια φλόγινα κι ηλεκτρισμένα.
Γύρω σπαρταρούν διασκορπισμένα μέλη
των αθώων παιδιών που ’χει σπαράξει,
της Σελήνης θρύμματα – όμως θέλει
μια ζεστὴ αγκαλιά, γερτό να κλάψει.
Νύχτα μπαίνω στο παλιό λεωφορεἰο
κι έρχομαι για να σε βρω θηρίο.
Να σου βγάλω απο τα σπλάγχνα τα καρφιά
και ν’ ἀνάψω στην μονιά σου την φωτιά.
Να σου ψάλλω το τραγούδι του Ιωάννη,
να ’ρθει ο Ήλιος μεσονύχτι να σε γιάνει.