Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/afierwma/o-komistas-poihths
«Λες ένα κίτρινο χρυσό/ λαμπερό / να βάψει αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο/ που το τρυπούν σκληρά / τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων», γράφει το 1948 ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «Καφενεία και Κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα».
Σ’ αυτήν την απορία του Εγγονόπουλου, του ζωγράφου-ποιητή, απάντησε με το σύνολο του έργου του ο Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005). «Μεσ’ στην καρδιά μας/ καίει μία κατακόκκινη πληγή/ απ’το παλιό χρυσάφι», έγραψε, μεταξύ άλλων ο ποιητής της «ακραίας οδύνης με το άκρως αισθητικό προσωπείο», για να θυμηθούμε τα λόγια της Νόρας Αναγνωστάκη που σηματοδότησαν τη δεκαετία του ‘60 την στροφή στην κριτική πρόσληψη του Σαχτούρη.
Η εικαστική ποιότητα του Σαχτούρη, ο εξπρεσιονισμός της γραφής του, η χρήση των χρωμάτων και η ανάδειξη της ιδεοπλαστικής εικόνας στα ποιήματά του είναι ερμηνευτικά σχήματα που έχουν αναλυθεί επαρκώς μέσα στα χρόνια. Θέλοντας να αποφύγω την ξερή επανάληψη, ευελπιστώ να αξιοποιήσω τα ευρήματα της κριτικής δοκιμάζοντας μία νέα πρόταση ανάγνωσης του Σαχτούρη. Μία ανάγνωση βασισμένη στην τεχνοτροπία της εικοναφήγησης, δηλαδή των κόμικς.
Στην μελέτη του Γιάννη Δάλλα για τον Σαχτούρη (εκδ. Κέδρος, 1997) διαβάζουμε πως τα δομικά στοιχεία του σαχτουρικού ποιήματος είναι τρία. Η ιστορία-«μήνυμα», η «σκηνική» διάρθρωση και η «ιδεοπλαστική» εικόνα.Δηλαδή, η ιδέα και η έκφρασή της.
Πλησιάζοντας και παρατηρώντας με μεγαλύτερη επιμονή το μεγάλο ταμπλό της ποίησης του Σαχτούρη, σκέφτομαι πως απέναντί μου έχω ένα “storyboard” από την γλώσσα των κόμικς. Πολλαπλά διαδοχικά καρέ σ’ ένα γραφιστικό προσχέδιο που διηγείται ιστορίες.
Όπως στα δύο ποιήματα της «Πορτοκαλιάς» από τη συλλογή Όταν σας μιλώ, του 1956.
Τα παραθέτω:
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας!Ένα
πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι.Ένα ξερό δέντρο, ένα
φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού.Ένα δέντρο με πορτοκάλια
πιο πέρα.Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι
σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε
Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά.
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας.
——— ≈ ———
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά.
Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί
να κρατήσει τα χρόνια. Όμως τα χρόνια φεύγουν
τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της
τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται
και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.
Στα ποιήματα του Σαχτούρη η σχέση κάδρου και λόγου είναι άρρηκτη. Αυτό που έχουμε ονομάσει ποίηση δωματίου, αλλά και παράθυρο πίσω από το οποίο ο ποιητής κοιτά και περιγράφει, μοιάζει να είναι ένα καρέ σε τέσσερις τοίχους. Τετράγωνα και κείμενο με στατικές στιγμές που οδηγούν σε μια δυναμική αλληλουχία. Με αίσθηση κίνησης κι ένα προχώρημα σε χρόνο παροντικό που συντελείται μονάχα στο μυαλό του αναγνώστη. Κι μ’ ένα σύστημα αξιών αδιαπραγμάτευτο στο έργο ενός μεταπολεμικού, underground ποιητή με ισχυρή και συστηματικά οραματική, τρομώδη φαντασία.
Στο ποίημα «Ζωή» της συλλογής Φάσματα διαβάζω:
Νύχτα
σ’ ένα φαρμακείο
ένα άλογο
γονατισμένο
τρώει
τα σανίδια
ένα κορίτσι
μ’ ένα έγκαυμα
παράξενο
πράσινο
γιατρεύεται
ενώ
το φάντασμα
απελπισμένο
κλαίει
στη γωνιά
Η αλληλουχία των εικόνων γίνεται πιο δραστική στο αριθμημένο ποίημα «Εικόνες» μερικά ποιήματα παρακάτω:
1
Η βροχή
έρχεται
μέσα στο μυαλό μου
πλένει
τα όνειρα μου
2
Ένα αυτοκίνητο
ξεκοιλιασμένο
στο δρόμο
περιμένει
το χασάπη
των Χριστουγέννων
3
Ένα τσιγάρο
δύο τσιγάρα
στο μοναχικό
δωμάτιο
ο άντρας είναι πυγμάχος
η γυναίκα είναι καρφίτσα
4
Φοβερή ιστορία
η μανία
του βοριά
πάνω στο παράθυρο
σταύρωσε μία παιδούλα
5
Ένα φύλλο έπεσε
από το δέντρο
το βράδυ
κι άρχισε
να πηδάει
πάνω στο χώμα
ουρλιάζοντας
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος αναγνώρισε στην ποιητική του Σαχτούρη «μία χαρακτηριστικά κομματιασμένη φόρμα» όπου
«δεν υπάρχει καθολική εικόνα […] αλλά μονάχα ό,τι προλαβαίνει ν’ αρπάξει με την άκρη του ματιού του ένας τρομαγμένος φυγάς». Παρόλα αυτά, τα σαχτουρικά ποιήματα - περίκλειστα κι αιφνίδια - είναι εξόχως παραστατικά και η εικονοπλασία τους είναι «εμπράγματη, ιδεϊκή και συμβολική», όπως διαβάζουμε στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου Μίλτος Σαχτούρης: Η παράκαμψη του Υπερρεαλισμού (εκδ. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας, 1992).
Τα ποιήματα —αυτόνομα αλλά και αλληλένδετα— αισθάνομαι πως μας φανερώνονται ως strip. Κομμάτι-κομμάτι, τετράγωνο-τετράγωνο μίας μεγάλης ιστορίας. Η αίσθηση αυτή γεννιέται από το δεύτερο κιόλας ποιητικό βιβλίο του Σαχτούρη τις «Παραλογαίς» κι ολοένα εντείνεται και βαθαίνει. Ο δίσημος τίτλος, μάλιστα, της συλλογής «Εκτοπλάσματα» του 1986 με προκαλεί να αναφερθώ και στη δεύτερη σημασία της.
Στην ορολογία των κόμικς τα εκτοπλάσματα είναι τα συννεφάκια ή αλλιώς τα μπαλονάκια όπου γράφεται το κείμενο. Τα κόμικς, η ένατη τέχνη με τις βαθιές πολιτισμικές ρίζες που μπορούν να αναζητηθούν στο 15ο αιώνα ή ακόμα και στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα κι άρχισαν να αποκτούν δημοφιλία τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα στην Αμερική, κυρίως μέσα από τις ιστορίες των υπερηρώων. Την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου, στην καθημαγμένη μεταπολεμική πραγματικότητα τα κόμικς καθιερώνονται. Εξελικτικά, περνούν από την αντικουλτούρα, στην μαζική κουλτούρα.
Η συγχρονία της ποίησης του Σαχτούρη με την μεταπολεμική άνθιση των κόμικς στην Ελλάδα είναι ένα ακόμη δελεαστικό σημείο σύγκλισης. Κοινή αφετηρία η ανάγκη ο κόσμος να χτιστεί ξανά από την αρχή. Στα σύμπαντα των μεγάλων, εμπορικών εταιρειών κόμικς πρωταγωνιστούν οι υπερασπιστές των αδυνάτων σε μία προσπάθεια αποτροπής νέων απειλών.
Στο ποιητικό σύμπαν των «δύσκολων καιρών» του Σαχτούρη, όμως, όπου το τέλος του πολέμου διαδέχθηκε, όχι η ευφορία της νίκης αλλά ο αλληλοσπαραγμός του ελληνικού εμφυλίου, ο ποιητής μόνος, βαλλόμενος απ΄ όλους, αμύνεται σθεναρά. Σχεδιάζοντας ένα δικό του σύμπαν με αλλόκοτα πλάσματα, ξαφνικές ριπές χρωμάτων, παράλογες καταστάσεις, φόβο, κινδύνους και λογιών λογιών απόκοσμες μίκρο-ιστορίες. Θα γράψει: «Μεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα/ ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα/ όλοι πυροβολούσαν». Η έμφαση δική του.
Κοιτάζοντας αδιάκριτα μέσα στα σκοτεινά παράθυρα του ποιητή βλέπουμε καθαρά όσα πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Τάκης Σινόπουλος για το έργο του Σαχτούρη. «Επιφανειακά ακύμαντο, επιφανειακά όμοιο από συλλογή σε συλλογή το έργο αυτό, περίπου ίδιας ατμόσφαιρας, ενός ζοφερού, συχνά εφιαλτικού κλίματος […] με τον ποιητή έναν μοντέρνο παραμυθά κάτοχο μιας ιδιότυπης αιματηρής εμπειρίας να αφηγείται μικρούς μισοφώτιστους μύθους, μικρά περιστατικά πραγματικής ή φανταστικής ζωής, προβάλλοντας μία εκδοχή της εποχής μας, ή κανακεύοντας μέσα στον περιχαρακωμένο, ιδιόκτητο χώρο του τα ακοίμητα εσωτερικά του θηρία».
Ο εσωτερικός κατακερματισμός του Σαχτούρη αντανακλάται στα επάλληλα καρέ εικοναφηγήσεων για τα οποία μίλησα. Ο Τάσος Πορφύρης στην δική του προσπάθεια επαφής με την ποίηση του Σαχτούρη είδε απευθείας την μεγάλη εικόνα. Την κακή εικόνα ή την Γκουέρνικα της ποίησης. Όπως γράφει, «σε κάθε ποίημα σχεδόν υπάρχει θρονιασμένη μία ολόκληρη καταστροφή».
Το παραμορφωμένο κοσμοείδωλο των ποιητικών εικοναφηγήσεων του Σαχτούρη έχει το δικό του πλήθος ηρώων. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στους λογοτεχνικούς του ήρωες Ντύλαν Τόμας, Κάφκα κι Ανδρέα Εμπειρίκο. Αλλά στον στρατιώτη- ποιητή, τη νυχτερίδα-ευαγγέλιο, το θηρίο, τον τρελό λαγό, το ματωμένο μοσχάρι που φράζει τον ουρανό, το μαύρο άστρο.
Έχει θαμμένα πουλιά μες τα κουτιά, κορίτσια που χάνονται στο σκοτάδι της καρέκλας, την Μαρία που πετά μες το δωμάτιο, την Σοφία σπασμένη συσκευή να κάθεται ψηλά στο δέντρο, την Άγια μαύρη-Πεταλούδα του Μοναστηρίου του Πόρου και την προσωπική μου αγαπημένη Κυρα-Λένη που «όλη μέρα τραγουδάει/ δεν το καταλαβαίνει ότι κλαίει».
Δεν λείπει, όμως, η μία και μοναδική πινελιά της αισιοδοξίας, κάτι σαν υπογραφή του καλλιτέχνη. Ο κιτρινολαίμης, «το παλιό πουλί που όμως ακόμα υπάρχει και τριγυρίζει μέσα στον κήπο». Μία φιγούρα που ξεφοντάρει εντυπωσιακά στην εικοναφήγηση του Σαχτούρη, όπως στις παραστάσεις του Μαύρου θεάτρου της Πράγας. Παραλληλισμός που ίσως εξελίξω σε κάποια επόμενη επίσκεψή μου στην ποίηση του Σαχτούρη.
Όταν τον Αύγουστο του 2020 είχα την χαρά να βρεθώ στην Ύδρα στην αφιερωμένη στον Μίλτο Σαχτούρη έκθεση δεκαπέντε εικαστικών με τον τίτλο «Κληρονόμος Πουλιών» - στο πλαίσιο εκδηλώσεων που συνδιοργάνωσαν το Εργοτάξιο Τέχνης Ύδρας με πρωτεργάτη τον εικαστικό Αλέξη Βερούκα, ο Δήμος Ύδρας και το περιοδικό «Ο Αναγνώστης», τιμώντας με δράσεις από τον Οκτώβριο του 2019 τα εκατό χρόνια από την γέννηση του Σαχτούρη – διαπίστωσα πως δύο καλλιτέχνες στην σαχτουρική τους συνομιλία ήταν επηρεασμένοι από την τεχνοτροπία της εικαναφήγησης.
Έχοντας εξασφαλίσει την σχετική άδεια παρουσιάζω εδώ τα έργα των Αλέξη Ακριθάκη ( ©️The Estate of Alexis Akrithakis) και Παναγιώτη Ράππα.
Κοντή βιολέτα που είναι η ζωή…
κι εγώ που είχα σκοπό να γύριζα
να γύριζα ολόκληρη Παράδεισο!
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Ταινία animation πάνω στην ζωή και την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη σε σενάριο και σκηνοθεσίτου Παναγιώτη Ράππα. Η ταινία βρίσκεται στο στάδιο της παραγωγής και έχει συγχρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Η ματιά των καταξιωμένων δημιουργών είναι προφανώς σημαντική. Τη δική της σημασία έχει, όμως, και η ψηλαφιστή προσπάθεια των πολύ νέων ανθρώπων, εν προκειμένω μαθητών της περιφέρειας, να προσεγγίσουν το έργο ενός ποιητή. Στην μικρής κλίμακας έρευνά μου, ανακάλυψα την εικονογράφηση του στρατιώτη ποιητή του Σαχτούρη από το 1ο ΕΠΑΛ Τρικάλων και τους μαθητές Αποστόλη και Γιώργο Αναγνώστου το 2019. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο», εκδόθηκε το 1958 και διδάσκεται στη Γ΄ Λυκείου.
Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στον φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Μοιράζομαι εδώ τον σύνδεσμο https://en.calameo.com/read/002651711dba808cc2799 ,ώστε να διαβαστεί το ολιγοσέλιδο comic book, βρίσκοντας την πρωτοβουλία της σχολικής κοινότητας τουλάχιστον συγκινητική στην αμεσότητα και την απλότητα της.
Κλείνω τη συμβολή μου στο αφιέρωμα του Χάρτη, σκεπτόμενη πως για τον Ανδρέα Καραντώνη ο Σαχτούρης ήταν ένας ποιητής χαρισματικά απλοϊκός. Για τον Δημήτρη Μαρωνίτη ένας ποιητής συστηματικός. Ίσως γιατί η ποίηση του Σαχτούρη δεν έχει προαπαιτούμενα. Εισέρχεται κανείς ελεύθερα στο σύμπαν του, στο σύστημά του, με τα ελάχιστα.
Μοναδική σκευή και προϋπόθεση η πάσχουσα ευαισθησία μας που συμφωνεί με τον ποιητή και μετά από αυτόν επαναλαμβάνει: «Κάτι επικίνδυνα κομμάτια/ χάος / είν’ η ψυχή μου/ που έκοψε με τα δόντια του/ ο Θεός».