Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/afierwma/myooi-kai-istories-ston-poro
Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου του 1919, πέθανε το 2005. Κατάγεται από την Ύδρα και είναι δισεγγονός του ναυάρχου, της Επανάστασης του 1821, Γιώργη Σαχτούρη, δισεγγονός του Γιώργη Σαχτούρη του αγωνιστή του ’21 και γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους Δημητρίου Σαχτούρη. Ο πατέρας του, που τον πίεσε να σπουδάσει Νομικά, πέθανε το 1937. Το 1939, σε μια κρίση, διαβάζοντας για το πτυχίο και συγχρόνως συνθέτοντας τη Λησμονημένη, σαν τον μπουρλοτιέρη προππάπο του, ο ποιητής έβαλε μπουρλότο στα βιβλία και εγκατέλειψε τη Νομική. Η μεγάλη επαναστατική πράξη του εγγονού ήταν αυτή και η πλήρης αφοσίωση στην Ποίηση ήταν η συνέπειά της.
Το 1943 γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη που και εκείνος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, χωρίς απλώς να βάλει φωτιά στα βιβλία. Ο Ελύτης που στα Ανοιχτά Χαρτιά (σ. 300) κατατάσσει τον Σαχτούρη στους «πιο σημαντικούς» του «ανανεωμένου επιτελείου» των Νέων Γραμμάτων και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Έχει τιμηθεί με τρία Κρατικά Βραβεία, αλλά και με το βραβείο «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές», το 1956 από την Ιταλική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Ποιήματά του, μεταφρασμένα από τον Κίμωνα Φράιερ, κυκλοφόρησαν το 1968, στην Ουάσιγκτον, από τις εκδόσεις Charioteer Press. Το 1977 μαγνηφωνήθηκε και εκδόθηκε απαγγελία 43 ποιημάτων, με επιμέλεια του Μάνου Ελευθερίου, από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra. Συλλογική έκδοση των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη έγινε από τις εκδόσεις Κέδρος σε δύο τόμους.
Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα των ετών 1945-1971 και ο δεύτερος τα ποιήματα των ετών 1980-1998. Συνολική επανέκδοση έγινε το 2014. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Συχνές στα ποιήματα του Σαχτούρη είναι οι αναφορές άλλων ποιητών, με τα ονόματά τους, τόποι και χρώματα, καθώς επίσης και πρόσωπα στα οποία αφιερώνει ποιήματα. Μια απλή έρευνα στα Άπαντά του θα μας καταδείξει του λόγου το αληθές. Οι αναφερόμενοι δεν είναι μόνο ποιητές, αλλά και εκπρόσωποι άλλων τεχνών, ζωγράφοι και μουσικοί. Από τους ποιητές αναφέρονται οι Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Κώστας Καρυωτάκης, Διονύσιος Σολωμός, ο πεζογράφος Ν. Γ. Πεντζίκης, ο Νίκος Καχτίτσης, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Άρης Αλεξάνδρου. Από τους ζωγράφους οι Νίκος Χατζηκυριάκος- Γκίκας, Γιώργος Μπουζιάνης, από τους μουσικούς οι Νίκος Σκαλκώτας, Γεώργιος Σκλάβος και πολλοί ακόμα Έλληνες και ξένοι. Και, βέβαια, η αναφορά στα ονόματά τους δεν είναι τυχαία. Τον συνδέει μαζί τους η εκλεκτική συγγένεια που τους καθιστά ομοτράπεζους στον υπερρεαλισμό, είτε συγκλίνοντας / αποκλίνοντας, είτε γιατί φέρουν και αυτοί το σημάδι της μοίρας πάνω τους, οπότε καθίσταται «συγγενής» και συνοδοιπόρος τους. Όλα τα «πρόσωπα» όμως, ενώ αυτονομούνται μέσω του ονόματός τους, προσαρμόζονται ή αφομοιώνονται στο σαχτουρικό ποιητικό κλίμα. Έτσι στο ποίημα «Ο Νεκρός της ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν Δ’ Αρκόζι», το οποίο αφιερώνεται στον Νίκο Εγγονόπουλο, ο μνημονευόμενος ήρωας πράττει παράλογα και κλαίει παράλογα, εφόσον σκοτώνει ό,τι επιθυμεί να έχει. Συγχρόνως στέλνει μήνυμα ο Σαχτούρης αφενός στον Εγγονόπουλο, αλλά και στον αναγνώστη, σχετικά με το κωδικοποιημένο περιεχόμενο του ποιήματος.
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο αφιερώνει το ποίημα «Τα χωρισμένα», στο οποίο ο Σαχτούρης ανασυνθέτει με το δικό του τρόπο τον κόσμο του Εμπειρίκου. Υπάρχει πάντα μία γυναίκα, ένας εραστής, άλογα, σπιρούνια και καράβια, αλλά η ατμόσφαιρα δεν έχει τίποτα από την ενθουσιαστική-ερωτική διάθεση του Εμπειρίκου.
Το ποίημα «Περιστέρια του νεκρού» αφιερώνεται στον Οδυσσέα Ελύτη και μοιάζει σαν να δίνει απάντηση στο «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», με εμφανείς τις δημοτικές καταβολές, ενώ στο φόντο ο «νεκρός» «μοιάζει μπαξές που του ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά».
Στο ποίημα «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών» συγκεντρώνει σε ένα μικρό συμπόσιο Σολωμό, Εγγονόπουλο, Μπουζιάνη, Σκλάβο, Καρυωτάκη και Σκαλκώτα, πάχοντες ως φαίνεται από την κοινή μοίρα, την ίδια στην οποία υπάγεται και ο Νίκος Καρούζος, τον οποίο ο Σαχτούρης προσφωνεί «καημένε Νίκο» και προσθέτει την επεξηγηματική φράση «κατατρεγμένος από τους Κατσημπαλήδες», στο ποίημα «Για τον Νίκο Καρούζο». Προφανώς ο Σαχτούρης στρέφεται κατά του κύκλου του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, από τον οποίο κατ’ αρχάς είχαν εξαιρεθεί και ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Το όλο κλίμα είναι βαρύ. Ανοίκεια μοιάζει η οποιαδήποτε «αναπνοή», ανάρμοστη η όποια φλυαρία. Με λιτό λόγο και απλό ύφος ξεπερνάει πάντα την επιφάνεια για να ταράξει τα χθόνια νερά και τον ύπνο των αγαπημένων πεθαμένων του. Η εμμονή με τους πεθαμένους καθιστά την ποίησή του μνημόσυνο ή νεκρόδειπνο. Όπως και να το πούμε το ποίημα είναι «σταυρός» καρφωμένος σε «μνήμα». Λες και οι νεκροί του ζητούν να κάνει το χρέος του. Να μην τους ξεχνάει και να τους αποδώσει αυτό που τους πρέπει. Κι εκείνος, πιστός τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, όχι μόνο αποδίδει αυτό που πρέπει, αλλά περνάει πίσω από τα πρόσωπά τους, ταυτίζεται μ’ αυτά, μεταμορφώνεται σ’ αυτά.
Στα 1948
Εκείνο που ιδιαιτέρως μας κεντρίζει σ’ αυτό το ποίημα είναι ο πεθαμένος μικροπωλητής και ο «άγγελός του» που τρέχει πίσω του. Μια μικρή σύγκριση με το ποίημα «Δεν είναι ο Οιδίποδας», από τη συλλογή Παραλογαίς του 1948, θα μας δείξει έναν παρόμοιο τυφλό γέρο που τον «ακολουθάνε παιδιά», ενώ εκείνος «παίζει μιαν εξαντλητική φλογέρα».
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς
(Εκτοπλάσματα 1986)
Εδώ ο Σαχτούρης, μπλέκοντας μυθικά πρόσωπα με πραγματικά της εποχής του, βάζοντας στο κέντρο του ποιήματος τον Οιδίποδα, από τον Θηβαϊκό κύκλο, τον Αίγισθο από τον μυκηναϊκό και τον Αχιλλέα από το έπος, με ονόματα Νεοελλήνων που σίγουρα έχουν λάβει μέρος στις ιστορικές στιγμές της εποχής, δείχνει πως το νήμα του δράματος έρχεται από τον αρχαίο κόσμο και φτάνει στις μέρες μας με την απομυθοποιημένη μορφή του ήρωα. Ο τυφλός Οιδίπους θα καταλήξει έκπτωτος βασιλιάς στον Κολωνό, ενώ ο τυφλός Ηλίας της λαχαναγοράς, που «δεν είναι ο Οιδίποδας», βγαίνει στους δρόμους παίζοντας «μιαν εξαντλητική φλογέρα», «είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς». Κοιτάζοντας το ποίημα παράλληλα με την ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, Εdipο Re (1967), ο μύθος της ταινίας όχι μόνο αναπαράγει πιστά τον αρχαίο μύθο, αλλά και τον προεκτείνει στη σύγχρονη εποχή, παίζοντας στη φλογέρα του το «επέσατε θύματα, αδέλφια» (προσέχουμε εδώ τη σημειολογία του ρωσικού, πένθιμου πολιτικού τραγουδιού που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά), ενώ ο συνοδός του, με το σημαίνον όνομα Άγγελος παίζει μπάλα στην πλατεία έξω από τον καθεδρικό με άλλους νεαρούς της ηλικίας του. Η λειτουργία του συγκεκριμένου τραγουδιού είναι προφανής, όπως και ο χρόνος των δρωμένων. Το ποίημα αρχίζει με τα φαντάσματα στο αρχαίο παλάτι και καταλήγει με τον νεκρό Ηλία και τη «θανάσιμη φλογέρα», ενώ τα παιδιά παίζουν σε μια αέναη μεταβολή, όπου όλοι οι μύθοι καταρρέουν, αδιάφορα για ό,τι πέρασε και ό,τι η φλογέρα θρηνεί…
Σαράντα χρόνια μετά, στον Πόρο
Ο Πόρος θα μας απασχολήσει με τρία ποιήματα
ΠΟΡΟΣ 1985
Κι όταν εφάνη στο φλιτζάνι του καφέ μου η γοργόνα η μαύρη
όλη τη νύχτα αδιέξοδα και εξορίες
έξαλλος λέω στίχους του Hölderlin
στίχους του Charles Cros
και πώς λυπάμαι τον άνθρωπο με το καροτσάκι
γυρίζει
πουλάει γλειφιτζούρια –γεωμετρικά τοποθετημένα
το ένα πλάι στο άλλο στη σειρά –
κανένας δεν τα αγοράζει
κι έτσι κι αυτός είναι τώρα χρόνια πεθαμένος
τα ρούχα του έχουν λιώσει πάνω του
και πίσω του τρέχει ο άγγελός του.
Ως εδώ το ποίημα παρουσιάζει ομοιότητες με το προηγούμενο· ο Ηλίας είναι τώρα μικροπωλητής, «χρόνια πεθαμένος», δεν τον ακολουθούν παιδιά παρά μόνο ο άγγελός του που τρέχει πίσω του.
Όμως παρ’ όλα αυτά ο Πόρος υπάρχει
και μ’ όλα τα χαϊμαλιά του
με την παλιά του άγκυρα μπηγμένη στην αμμουδιά
τις όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά πόδια
και πόσους έφαγε το χώμα αυτά τα χρόνια
πάει ο Σκλάβος κι ο Καχτίτσης
ο Ιωάννου, η Μέλπω Αξιώτη
ο Αλεξάνδρου και τόσοι άλλοι.
Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο
ειρηνικό.
(Εκτοπλάσματα1 986)
Στην επιφάνεια του ποιήματος λάμπει ο τουριστικός Πόρος. Πίσω όμως από το φως καιροφυλακτούν τα φαντάσματα εκείνου που σκέπτεται και εκείνων που έχουν προ πολλού πεθάνει. Τα μνημονευόμενα πρόσωπα ποιητών είναι νεκροί που ζουν στον Πόρο, Εκτοπλάσματα, εκεί που ζει και ο ποιητής. Στα αδιέξοδα της νύχτας «κοιτάζει» στο φλιτζάνι του καφέ τη «μαύρη γοργόνα», απαγγέλλει Hölderlin και Charles Cros. Έτσι, πλαγίως δίνει την απάντησή του στο ερώτημα του πρώτου: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;»[1].
Να λοιπόν που χρειάζονται. Κι εκεί, στο Πόρο-πέρασμα, ζωντανοί και πεθαμένοι, επώνυμοι και ανώνυμος μικροπωλητής, συνυπάρχουν, και ας τους « έφαγε το χώμα». Φευγαλέα, το μάτι του αναγνώστη περνάει από την «άγκυρα μπηγμένη στην αμμουδιά» (στο χώμα) και ξεγλιστράει στα πόδια των τουριστριών (που πατούν στο χώμα). Δεν είναι ίσως αμελητέο να πούμε πως η μνημόνευσή τους καθώς και η άγκυρα έχουν ομηρική καταγωγή (ο Ελπήνωρ στην Οδύσσεια λ, 75-76, ζητά από τον Οδυσσέα μνήμα στην άμμο και ένα κουπί καρφωμένο πάνω του, να τον θυμούνται) ή σεφερική – οι σύντροφοι τελειώσαν με τη σειρά,/ με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους/ δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι» (Μυθιστόρημα Δ΄, «Αργοναύτες»). Τούτο, αφενός μας μεταφέρει στο μύθο και στην ιστορία του μύθου, αφετέρου συνδέεται την εποχή του, βάζοντας τη θέση των συντρόφων του –Οδυσσέας και αυτός— τους χαμένους ποιητές. Μετά, ρίχνει αστραπιαία ματιά στις «όμορφες τουρίστριες με τα καταπληκτικά πόδια» που πατούν την άμμο, το χώμα, εκσυγχρονίζοντας τον αρχαίο μύθο διαιωνίζοντας το θέμα των αγώνων και των χαμένων συντρόφων, της ζωής που περπατάει φεύγει.
LΥΝΝΕ
Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαιμονισμένα
πορτοκάλια;
στον Πόρο
βρέθηκε
η Lynne
ένα κορίτσι
από τη γηραιά Αλβιόνα
όμως ξαφνικά έκλεισε το μπαρ
βλέπω όνειρα φριχτά
στον Πόρο
μπαρ και μπαράκια
και τα κουμπαράκια.
Αν δεν βρει αλλού δουλειά
Η Lynne
θα γυρίσει πίσω
στα ζώα και τα θηρία της
και την αγαπώ
Lynne, Lynne,
πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος
Πόρος, θερμοκρασία 43ο
κάτι το πρωτοφανές!
Και τότε καληνύχτα σας.
Ο ποιητής, έχοντας μέσα του «το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως»[2] μοιάζει να παίζει. Και παίζει αλλά στα σοβαρά.
Το ποίημα «Lynne» ανήκει στη συλλογή Καταβύθιση του 1990. Η υπόθεση κρατά τις αποστάσεις της από όποιο μύθο και φαινομενικά τουλάχιστον είναι αρπαγμένη από την επικαιρότητα. Υποδηλώνεται όμως μέσα στον τίτλο του ποιήματος, πέρα από το ωραίο και ερωτικό κορίτσι, και το φεγγάρι· Lynne, το κορίτσι, lune — το φεγγάρι. Κορίτσι, φεγγάρι, φως, αλλά και λύκος και μοναξιά και θάνατος. Γιατί, αν, η περαστική από τον Πόρο Lynne, φύγει πίσω στη «γηραιά Αλβιόνα», τότε ο ποιητής «καληνύχτα σας», θα μείνει γέρο-λύκος, μόνος και πεθαμένος.
Με 43ο βαθμούς στον Πόρο, η κλεψύδρα αναποδογυρίζει τον κόσμο. Και η Lynne δεν είναι παρά το στίγμα του καιρού που περνάει και φεύγει σαν να εξατμίζεται. Στον Πόρο, ο Σαχτούρης θα έχει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και συνταρακτική συνάντηση, τη συνάντηση με τον καύσωνα, την καταλυτική φωτιά.
Στο ποίημα «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο», επίσης από τη συλλογή Εκτοπλάσματα, παρακολουθούμε μια ποιητική ιστορία που μεταφέρει ένα μήνυμα μεταφυσικό και ένα αληθινό περιστατικό. Όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως τα είπε και τα ένοιωσε.
Παρακολουθούμε την αφήγηση:
Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
— Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
— Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
Στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του.
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ’ τον θάνατό του.
(Εκτοπλάσματα 1986)
Η ιστορία λοιπόν είναι αληθινή και μας την παραδίδει ο Γιάννης Δάλλας, ο οποίος γράφει πως ο Σαχτούρης γνώρισε τον Εμπειρίκο από τον Ελύτη, την ημέρα της απελευθέρωσης. Ήταν «μανιώδης καπνιστής, με τα τσιγάρα απανωτά, ποτέ δεν έσβηναν (θυμάμαι που του έκαιγαν τα δάχτυλα). Και όμως με μια υγεία θηριώδη και με κάτι γέλια, όταν τελείωνε η συζήτηση, που τράνταζαν». Και συνεχίζει ο Δάλλας: «Μου αφηγήθηκε, λοιπόν, πως ύστερα από χρόνια, σε ένα από τα ταξίδια του τού Πόρου, που συνήθιζε, βγήκε να ψωνίσει κάτι σε ένα από τα τουριστικά της κεντρική πλατείας, και η πωλήτρια —μια σεβαστή κυρία— του είπε: ‘‘Γεια σας, κύριε Εμπειρίκο. Πώς από τον Πόρο;’’ Ή κάπως έτσι. ‘‘Τα ’χασα και βγαίνοντας σ’ ένα πεζούλι ζαλισμένος κάθισα. Έγινε ή το φαντάστηκα; Κι όμως με είπε κυρ Αντρέα και Εμπειρίκο. Εκείνος από την Άνδρο κι εγώ από την Ύδρα, τι δουλειά έχουμε στον Πόρο; σκέφτηκα. Και ο Εμπειρίκος να ’ναι δέκα χρόνια πεθαμένος… Και την ώρα εκείνη πέρασε από μπροστά μου ένα σμάρι από πουλιά και από παιδιά μικρά-μεγάλα, με πολύχρωμα ποδήλατα. Έτσι πήγα κι έγραψα το ποίημα που φέρει τ’ όνομά του».[3]
Ο Σαχτούρης αξιοποιεί το πραγματικό γεγονός, αναπλάθοντάς το, μεταπλάθοντάς το και ελαφρά μεταποιώντας το. Το ποίημα μετατρέπεται σε μνημόσυνο, όπου αντί για κόλλυβα και κεριά έχουμε τσιγάρα. Πολλά τσιγάρα. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι ότι πράγματι ο Εμπειρίκος κάπνιζε πολύ.[4] Όλη η γενιά του τριάντα και όλη η παρέα του κάπνιζε πολύ. Στα ντοκιμαντέρ και τις φωτογραφίες τους, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης και όλοι γενικώς είναι συνεχώς με ένα τσιγάρο στο χέρι. Είναι το διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, αν και ο Εμπειρίκος είχε υγεία θηριώδη, ωστόσο πέθανε από καρκίνο. Ο Σαχτούρης λοιπόν αξιοποιεί στο ποίημα το πρώτο δεδομένο της πραγματικότητας. Τα τσιγάρα. Το δεύτερο είναι ο Εμπειρίκος στον Πόρο, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν ήταν εκεί. Απλώς η πωλήτρια είχε κάνει λάθος· τον Σαχτούρη είδε και νόμισε πως ήταν ο Εμπειρίκος. Άλλωστε ο Εμπειρίκος είναι δέκα χρόνια πεθαμένος. Βρίσκεται όμως ο Σαχτούρης στον Πόρο κι αυτό είναι γεγονός. Το ότι είναι «ζαλισμένος» αποτελεί ένα στοιχείο αξιοποιήσιμο στη διαμόρφωση του κατάλληλου ψυχολογικού ή μεταφυσικού κλίματος για να επιτευχθεί η μυστική επικοινωνία. Σαν να είναι κινημένο από άγνωστες δυνάμεις το λάθος της πωλήτριας, όνομα και τόπος του πεθαμένου ποιητή εγγράφονται στη συνείδησή της και μεταφέρονται στο πρόσωπο του Σαχτούρη. Η πωλήτρια λειτουργεί σαν μέντιουμ, για να φέρει μήνυμα από τον άλλο κόσμο. Και έτσι η συνείδηση του Σαχτούρη βιώνει το εγώ του άλλου. Γίνεται «κυρ Αντρέας και Εμπειρίκος» και, φυσικά, δεν βρίσκεται στην Άνδρο, ούτε όμως και ο Σαχτούρης στην Ύδρα.
Το δεύτερο στοιχείο που αξιοποιείται είναι τα «τρομαγμένα σπουργίτια»:
Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
Που νύχτα - μέρα διασχίζουν τον αέρα
(Πουλιά του Προύθου, 15)
λέει ο Εμπειρίκος και σε δύο στίχους μέσα συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία της ποιητικής του μυθολογίας. Και τα σπουργίτια σαν «λογισμοί» πέταξαν ή τρόμαξαν από το «ωραίο το φοβερό το γέλιο του», γράφει ο Σαχτούρης. Είναι κι αυτό στοιχείο αληθινό. Όμως το άκουσε πράγματι αυτό το γέλιο ο Σαχτούρης ή το φαντάστηκε; Τα πουλιά πάντως αντέδρασαν. Και πώς αντέδρασαν τα πουλιά σε μια σκέψη άηχη του ποιητή;
Τέλος τα παιδιά, που δεν κατονομάζονται, με τα «άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε», γεμάτα από το νεανικό τους σφρίγος, είναι ο χρόνος που παίζει και τρέχει και φεύγει· η ποίηση της ζωής: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου./ Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε», λέει ο Εμπειρίκος. Επομένως, η συνείδηση του Σαχτούρη εγγράφει και κάτι άλλο από την πραγματικότητα του Εμπειρίκου. Τα ποδήλατα, τα παιδιά, τα πουλιά, τα σπουργίτια, έρχονται στο προσκήνιο, για να παίξουν το ρόλο του αγγελιοφόρου. Λείπει βέβαια η αισθησιακή χαρά και ο ενθουσιασμός που θα είχε αυτή η «εκδρομή» στον Εμπειρίκο. Παρουσιάζονται, όμως, την κατάλληλη στιγμή και δημιουργούν μια σκηνοθεσία, στην οποία πρωταγωνιστής ζωντανός και πεθαμένος συνυπάρχουν.
Αξίζει να σχολιαστεί το κόκκινο χρώμα στον Σαχτούρη που έχει χαρακτήρα πένθιμο. Είναι το κόκκινο του θανάτου, το «μαύρο κόκκινο»[5] του αίματος. Είναι «σαν του λαγού το αίμα»,[6] όπως θα έλεγε ο Σολωμός. Τέταρτο και τελευταίο στοιχείο το «ωραίο το τρανταχτό γέλιο του» Εμπειρίκου, ως επίμετρο στο διάλογο. Τι να σημαίνει εκείνο το γέλιο; Ποιο είναι το νόημα του διαλόγου; Τι κοινό έχουν οι δυο ποιητές πέρα από την ποίηση και τον υπερρεαλισμό; Μια απλή απάντηση είναι ότι και οι δύο ανήκουν σε οικογένειες που έχουν σχέση με καράβια και θάλασσα. Και οι δύο απαρνήθηκαν τα οικογενειακά ιδεώδη για την ποίηση, και οι δύο κατάγονται από νησιά με σημαντική παρουσία στον Αγώνα. Και συναντώνται τυχαία, από λάθος της πωλήτριας, στη συνείδηση του Σαχτούρη, στον Πόρο.
— Πώς απ’ τον Πόρο, Ανδρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
— Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
Στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Κανείς από τους δύο δεν είναι στον τόπο που «πρέπει». Κι ο Πόρος είναι τόπος σημαδιακός. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει εκείνο το γέλιο; Μήπως πως ο πεθαμένος ξέρει αυτό που ο ζωντανός δεν ξέρει ακόμα; «έπρεπε να ήσουνα /Στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;», στην ηρωική Ύδρα, που γίνεται η «μάχη» και όχι στον Πόρο (τον «ηδονόπαθο», την «κρεβατοκάμαρα κοκότας», τον «λάκκο της λαγνείας», τον «τόπο για διακεκριμένους διεθνείς ερωμένους»[7] όπως τον αποκαλούσε ο Σεφέρης, λόγω της χλιδής, της νωχέλειας, του αισθησιασιακού πειρασμού, που σε κάνει μαλθακό και άπραγο. Ο Εμπειρίκος του ποιήματος, λοιπόν, φαίνεται να λέει στον Σαχτούρη πως δεν είναι η ώρα του να είναι στον Πόρο. Στην Ύδρα έπρεπε να είναι. Ενώ, ο ίδιος είναι στον Πόρο, στο πέρασμα, εδώ και δέκα χρόνια. Μια μικρή Νέκυια; Ίσως.
Πάντως, το «ωραίο και τρανταχτό γέλιο» ανήκει σ’ αυτόν που ξέρει. Τα «τρομαγμένα σπουργίτια ξύπνησαν την ναρκωμένη από το καλοκαιρινό αποκάρωμα συνείδηση.΄Ετσι έγινε ορατό το αόρατο, μια σκέψη πήρε μορφή. Ένας παρελθών θάνατος συναντήθηκε με έναν μελλοντικό.
Και ο Πόρος, ένα γνωστό νησί του Αργοσαρωνικού, πολύ κοντά στην πελοποννησιακή στεριά, απέναντι από την Τροιζήνα, πήρε συμβολικές διαστάσεις. Σταθμός στη ζωή, πέρασμα ή τέρμα. Κι ο ποιητής εμμένει στα φαντάσματά του, τους αγαπημένους φίλους του, που είναι όλοι σχεδόν πεθαμένοι, αλλά και τόσο ζωντανοί, ώστε να συνδιαλέγεται συνέχεια μαζί τους. Η μνήμη του γίνεται μνημόσυνο και το ποίημα που «ποιεί» είναι το δείπνο που παραθέτει στη μνήμη τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιάννης Δάλλας, Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, εκδ. Κείμενα 1979.
Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, εκδ. Κέδρος 1997.
Δ. Ν. Μαρωνίτης, Μίλτος Σαχτούρης, άνθρωποι- χρώματα- ζώα-μηχανές, εκδ. Γνώση 1980.
Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποιήση, Κείμενα- Ερμηνεία- Θεωρία, εκδ. Επικαιρότητα 1980.
Νόρα Αναγνωστάκη, Μαγικές Εικόνες, εκδ. Νεφέλη 1980.
Αλεξ. Αργυρίου, Διαδοχικές Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών, εκδ. Γνώση 1983.
Θάνος Κωνσταντινίδης, Οι μεταμορφώσεις στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, εκδ. Νεφέλη 1985.
Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το κείμενο, Προτάσεις για την ανάγνωση της Λογοτεχνίας, εκδ. Επικαιρότητα 1990.
Νάνος Βαλαωρίτης,Για μια θεωρία της γραφής, εκδ. Εξάντας 1990.
Ζωή Σαμαρά (επιμέλεια- ανθολόγηση),Μίλτος Σαχτούρης, φωνή από την άλλη ακρογιαλιά, εκδ. Ερμής 1997.
Κώστας Μπαλάσκας, Ανάγνωση Λογοτεχνίας, Μελετήματα, εκδ. Σαββάλας 2001.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Η λέξη, τχ. 4, Μάης 1981, αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη.
Γράμματα και Τέχνες, τχ. 16, Απρίλιος 1983, αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη.
Νέα παιδεία, τχ. 38, Άνοιξη 1986.
Η λέξη, τχ. 103, Μάιος- Ιούνιος 1991.