Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/klimakes/alozanfan-h-la-grende-fratellanza
Σ’ ένα μέρος από το χαρτομάνι που μου κληροδότησαν οι ανιόντες μου, το οποίο κατόρθωσα πριν από μερικά χρόνια να βάλω σε λίγη τάξη (και παρέδωσα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη),[1] βρέθηκε μια επιστολή του Άγγλου ιστορικού William Miller προς τον Σπύρο Θεοτόκη, τον «ιστοριοδίφη» αδελφό της νόννας μου, με ημερομηνία 17 Ιουνίου [1927],[2] γραμμένη στα ελληνικά, από την Αθήνα, όπως παρατίθεται και σε φωτοτυπία εδώ.
Ο Miller είχε εντοπίσει στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη τρεις επιστολές του Ύπατου Αρμοστή των Ιονίων Νήσων Sir Henry George Ward (1849-1855), με ημερομηνίες που ξεκινούν από τις 21 Απρίλιου 1850, προς τον τότε πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Lord John Russell, και σκόπευε να τις δημοσιεύσει στην English Historical Review.
Σε μία από αυτές τις επιστολές αναφέρεται μια μυστική οργάνωση με την επωνυμία La Grande Fratellanza (Η Μεγάλη Αδελφότητα), για την οποία κάτι είχε ακούσει ο Miller αλλά δεν γνώριζε τι ακριβώς ήταν. Γι αυτό αναζητεί πληροφορίες από τον έλληνα συνάδελφό του, λέγοντας: «θα σας ήμουν πολύ ευγνώμων αν δύνηστε να μου γράψητε ό,τι ήτον αυτή η μυστική εταιρία».
Δεν ξέρω τι του απάντησε ο Σπύρος Θεοτόκης. Δεν ξέρω αν τον παρέπεμψε, πέραν του Ανδρέα Ιδρωμένου, που αναφέρει ο Miller, και στον Καιροφύλα που είχε καταγράψει ορισμένες σχετικές πληροφορίες σε κείμενο του 1919.[3] Γνωρίζουμε πάντως ότι ο άγγλος ιστορικός δημοσίευσε τις επιστολές αυτές στην English Historical Review
στο τεύχος 170 του τόμου 43, με ημερομηνία 1 Απριλίου 1928, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς σήμερα με μια αναζήτηση στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα του περιοδικού.[4]
Στο μεταξύ, η ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως αρκετά στοιχεία που μας δίνουν μια σχετικά σαφή εικόνα για την οργάνωση αυτή. Είναι όμως μια εικόνα που εκπέμπει μια θλιβερή γοητεία, σαν μια ψηφίδα στην ατελείωτη αλληλουχία απογοητεύσεων που μας έχει δώσει εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε γενικά ως «αριστερό ακτιβισμό», απογοητεύσεων που κατά κανόνα έπονται υπεραισιόδοξων ηρωικών εκτινάξεων, και τρέφουν έναν μελαγχολικό ρομαντισμό – που κατ’ εμέ αποτελεί τον πυρήνα της ιστορίας της «συνειδητής πράξης» στην «εποχή των επαναστάσεων». Και η εικόνα στην περίπτωσή μας έχει κάπως έτσι:
Μετά από αλλεπάλληλες αποτυχίες της επαναστατικής δράσης στην Ιταλία (1815, 1820-21, 1830-31) και την οριστική διάλυση των καρμπονάρων το 1831, έρχεται το επόμενο κύμα εξεγέρσεων το 1848 που καταστέλλονται κι αυτές το 1849. Εξόριστοι ηττημένοι επαναστάτες καταφθάνουν σε διάφορα μέρη εκτός Ιταλίας, και αρκετοί καταφεύγουν στην κοντινή και εν μέρει ιταλόφωνη Κέρκυρα. Ανάμεσά τους και ο συνταγματάρχης Livio Zambeccari που είχε συμμετάσχει στις επαναστάσεις της Νότιας Αμερικής στη δεκαετία του 1820, και ο στρατηγός Antonio Morandi που είχε λάβει μέρος στις εξεγέρσεις στην Ιταλία και την Ισπανία (1820-21), αλλά και στην Ελληνική επανάσταση (μετά το 1825), και είχε διοριστεί μάλιστα ως ένας από τους αρχηγούς της χωροφυλακής στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια στην Πελοπόννησο και στη Σύρο.
Στην Κέρκυρα λοιπόν, με σύνδεσμο στην Αθήνα τον υπέρμαχο της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα Χριστόδουλο Ποφάντη, που είχε εξοριστεί από τους Άγγλους λίγα χρόνια νωρίτερα, οι Ιταλοί εξόριστοι συγκροτούν μια οργάνωση με τον μεγαλεπήβολο στόχο της επαναστατικής κινητοποίησης στην Ιταλία καθώς και στην Οθωμανική επικράτεια, αλλά επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα.[5] Αυτή η οργάνωση είναι η Μεγάλη Αδελφότητα.
Πολύ γρήγορα η δράση της καταδόθηκε στις αγγλικές αρχές, που συνέλαβαν όλους τους πρωτεργάτες αυτής της υπόθεσης. Σύμφωνα με επιστολή του Ιταλού πρόξενου Mosca στις 22 Οκτωβρίου 1849, ο Zambeccari οδηγείται ως κρατούμενος μέσω Μάλτας στην Αγγλία. O Mosca παρατηρεί πώς ίσως αυτό αποτελέσει μάθημα που θα συνετίσει τους άλλους εμιγκρέδες, αν και αμφιβάλλει, ενώ τις ίδιες εκείνες μέρες ο Παπικός πρόξενος σε δική του επιστολή σημειώνει ότι «οι Άγγλοι δεν χωρατεύουν!» (gli inglesi non scherzano!)[6]
Ο Morandi θα καταφύγει στην Ελλάδα, όπου, παρά το φιλελληνικό παρελθόν του, θα συλληφθεί με την αιτιολογία ότι είναι εχθρός της Αυστρίας που αποτελεί φίλη χώρα της Ελλάδας. Η περίπτωση του Morandi είναι πολύ ιδιαίτερη, γιατί το 1848 ενώ βρίσκεται στην Ελλάδα, ως δημόσιος υπάλληλος πλέον, μαθαίνει για την εξέγερση στην Βενετία κατά των Αυστριακών, και ζητά άδεια από την υπηρεσία για να μεταβεί στο εξωτερικό. Η άδεια τού χορηγείται, και ο Morandi, στις 23 Μαρτίου, δηλαδή την επομένη της κήρυξης της επανασύστασης της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου (που είχε καταλυθεί το 1799 από τον Ναπολέοντα), μπαρκάρει για την Ιταλία.
Στις αρχές Μαΐου αναλαμβάνει στρατιωτικά καθήκοντα, αρχίζοντας με την οργάνωση των εθελοντών, που καταφθάνουν στην Βενετία, σε τακτικό σώμα. Όμως, τον Αύγουστο του επομένου έτους το σύντομο αυτό κεφάλαιο της ιστορίας έχει λήξει, οι Αυστριακοί ανακτούν την Βενετία και ο Morandi επανακάμπτει στην Ελλάδα, όπου δεν θα βρει ασφαλές καταφύγιο, καθώς οι Αυστριακοί τον καταδιώκουν και εκεί και πετυχαίνουν τη σύλληψή του από τις ελληνικές αρχές.[7]
Αμετανόητοι losers, λοιπόν, όλοι αυτοί που οραματίζονται κάτι άλλο και συρρέουν σε κάθε εξέγερση που υπόσχεται μια αλλαγή; Πάντα με τους χαμένους στα μεγάλα παιχνίδια της ιστορίας; Ναι, μάλλον. Αλλά κυνηγώντας πεισματικά την «ακατανίκητη αυταπάτη»,[8] η ανωριμότητα αυτή εκπέμπει και μια γοητεία.
Και κάπως έτσι προχωρά το καραβάνι.
***
Κι επειδή η μεγάλη κίνηση της ιστορίας καμιά φορά (κι ίσως συχνότερα από ότι θα θέλαμε) αφήνει το αποτύπωμά της και στο κατώφλι του σπιτιού μας, νιώθω κι εγώ μια τέτοια γοητεία να έρχεται από κάποιον μακρινό ανιόντα μου, άλλον ένα που μου φόρτωσε χαρτούρα, ο οποίος βρέθηκε μέσα στα γεγονότα εκείνης της εποχής στην Ιταλία, και συγκεκριμένα το 1830-31.
Είναι ο εκ Ζακύνθου παππούς του παππού μου Δημήτριος Θ. Φραγκόπουλος (1810-1882), που σπούδασε νομικά στην Μπολόνια από 1828 ως το 1831 και στη συνέχεια στην Σιένα από το 1831 ως το 1832, και για τον οποίο ο Ντίνος Κονόμος, ο σημαντικότερος ίσως ερευνητής της ιστορίας της Ζακύνθου, αναφέρει ότι είχε κάποια συμμετοχή στη δράση των Carbonari κατά τα γεγονότα του 1830[9], όταν σε συνέχεια της επανάστασης του στο Παρίσι τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς (που ανέτρεψε τους Βουρβόνους), ξεσπά η εξέγερση κατά των Αυστριακών στην βόρεια Ιταλία και στα παπικά κράτη, όπου και η Μπολόνια. H συμμετοχή του προκύπτει, χωρίς να λέγεται βέβαια ρητά, και από την σωζόμενη αλληλογραφία (στα ιταλικά) του Δημητρίου με τον πατέρα του Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο (1773-1834).
Λίγο μετά την εξέγερση στην Μπολόνια στις 4 Φεβρουαρίου 1831, ο Δημήτριος γράφει στον πατέρα του ότι δεν αισθάνεται ασφαλής στην Ιταλία και ότι θα επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Γαλλία, αν και γνωρίζει ότι ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα. Ωστόσο δείχνει περήφανος για τη συμμετοχή του, μαζί και με άλλους έλληνες φοιτητές, στα επαναστατικά γεγονότα. Σε επιστολή της 20ης Φεβρουαρίου αναφέρει: Ζητείστε από τον κύριο Μερκάτη να διαβάσετε ένα άρθρο που δημοσίευσε ο Δάσκαλός μου […] που μιλά για την επανάσταση και θα δείτε πώς εκθειάζει τους έλληνες που συμμετείχαμε σ’ αυτήν. Θα το είχα στείλει σε σας, αν δεν το είχε ήδη στείλει ο νεαρός Μερκάτης στον πατέρα του. Τότε θα δείτε καθαρά με τι μάτι μας βλέπουν εδώ εκείνοι που πάνω απ’ όλα φοβούνται ότι η επανάσταση γεννιέται εξ αρχής από υπέρμετρο φανατισμό για την ελευθερία.[10]
Λίγες εβδομάδες μετά την ημερομηνία αυτής της επιστολής, ξεκινά η Αυστριακή επίθεση, που αποκαθιστά την εξουσία του Πάππα στις περιοχές που είχαν εξεγερθεί. Η συντριβή του κινήματος των Καρμπονάρων είναι πλήρης. Κι έτσι και ο δικός μας Δημήτριος αναγκάζεται να καταφύγει στη Σιένα, εκτός των Παπικών κτήσεων, για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του.
Θα τις ολοκληρώσει την επόμενη χρονιά – για να επανέλθει ως διδάκτωρ Νομικής στη Ζάκυνθο, όπου θα δικηγορήσει και, κατά καιρούς, θα πολιτευτεί, προσχωρώντας μετά το 1838 στο μετριοπαθές κόμμα των Μεταρρυθμιστών.[11] Τρεις δεκαετίες αργότερα, με την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, θα αποσυρθεί από την πολιτική και κάθε δημόσια εκδήλωση. Βγήκε ελάχιστα από το σπίτι του μετά το 1864 μέχρι το θάνατό του το 1883.[12]