Χάρτης 31 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-31/klimakes/ta-xamogela-toy-akakioy
«Μια νεανική μου φιλοδοξία ήταν να τυπωθούν χιουμοριστικά σκίτσα μου σε ταχυδρομικά δελτάρια. Έτσι το 1909, στην Κέρκυρα, επρότεινα στους Αδελφούς Ασπιώτη, οι οποίοι είχαν εκδώσει τότες μια σειρά δελτία με τοπία και τύπους της Κέρκυρας, να εκδώσουν και μια σειρά δικών μου ευθυμογραφικών σκίτσων κερκυραϊκών σκηνών, που είχα ετοιμάσει επί τούτου. Δεν τα βρήκαν όμως, με το δίκιο τους, της αρεσκείας τους και η επιθυμία μου αυτή δεν έγινε τότε…».
Τα λόγια αυτά του Ηλία Κουμετάκη (1889 - 1979), ενός από τους πρωτομάστορες της ελληνικής γελοιογραφίας, είναι καταγραμμένα στο λεύκωμα «Ο σκιτσογράφος Ηλίας Κουμετάκης» (εκδ. ΑΓΡΑ/Ε.Λ.Ι.Α., 1998), ένα συλλογικό έργο με κατατοπιστικά κείμενα της κόρης του, Αγγελικής Κουμετάκη-Παπαδοπούλου, του γελοιογράφου Αρχέλαου και του συναδέλφου του, Κώστα Μητρόπουλου, καθώς και των Δημήτρη Πόρτολου, Οδυσσέα Δημητρακόπουλου και του ποιητή / βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου (1939). Η επιθυμία που περιέγραφε ο Ηλίας Κουμετάκης δεν πραγματώθηκε τότε. Σηματοδότησε όμως την μετέπειτα δημιουργία μιας σειράς ευθυμογραφικών δελταρίων που έφεραν τη –συντομογραφική–υπογραφή του: Η.Κ.
Το «αστέρι του χιουμοριστικού στερεώματος» σύμφωνα με τον ομότεχνό του, Αρχέλαο, μεσουράνησε την εποχή του μεσοπολέμου. Αυτοδίδακτος, δημοσίευσε τις πρώτες γελοιογραφίες του το 1910 στο Ημερολόγιο του Σκόκου. Ο ίδιος είχε πει για εκείνη τη –σημαδιακή- συνεργασία: «Πρωτάρχισα από το Ημερολόγιο του Σκόκου. Νεαρός ακόμα είχα φιλοδοξήσει να εμφανισθώ κι εγώ γελοιογραφικός συνεργάτης σ’ αυτό το πανελληνίου φήμης περιοδικό κι έγραψα, από την Κέρκυρα, στον μακαρίτη Κ. Σκόκο, τέλη του 1908, προσφέροντάς του συνεργασία. Εδέχτηκε ευχαρίστως και τα πρώτα μου σκίτσα εδημοσιεύοντο στον τόμο του 1910 (ο οποίος έτυχε να είναι και πανηγυρικός) μαζί με τη φωτογραφία μου συνοδευόμενη με κάμποσα κολακευτικά λόγια για το “μικρό συνεργάτη”. (…) Στο Ημερολόγιο του Σκόκου χρωστάω το μεγαλύτερο μέρος της φήμης μου ως γελοιογράφος».
Μέχρι την οικειοθελή –και οριστική– αποχώρησή του από το επάγγελμα του σκιτσογράφου, λόγω της δικτατορίας του Μεταξά, ο Ηλίας Κουμετάκης ανέδειξε το μεγάλο ταλέντο του, με φινετσάτο στιλ και χιουμοριστικές συνθέσεις. Οι γελοιογραφίες του δημοσιεύονταν στις εφημερίδες Χρόνος, Αθήναι και Πρωία, στα Παναθήναια του Γ. Βλάχου, στο Ρωμιό του Σουρή, στο σατιρικό Σατανά κ.ά. Πολυτάλαντος και πολυπράγμων, πειραματίστηκε με την ανάπτυξη μιας χιουμοριστικής ιδέας σε περισσότερες της μιας εικόνες, προσεγγίζοντας (πρώιμα για τα ελληνικά δεδομένα) τους κώδικες των κόμικς. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη διαφήμιση δημιουργώντας τη μακροβιότερη διαφήμιση στην Ελλάδα, που έγινε διαχρονικό σλόγκαν. Το «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι Μίσκο», με τον ομώνυμο καλόγερο καβάλα στο γαϊδουράκι του να φεύγει από το μοναστήρι για ψώνια, και τον ηγούμενο να του φωνάζει τη θρυλική παραγγελία, αποτυπώθηκε στο υποσυνείδητο των καταναλωτών για έναν ακόμα λόγο. Λέγεται ότι η επιλογή των μοναχών για να διαφημίσουν μακαρόνια βασιζόταν στη λαϊκή αντίληψη ότι στα μοναστήρια έτρωγαν καλά, άρα ήξεραν τι να ψωνίσουν. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι αυτή η διαφημιστική γελοιογραφία είχε παλαιότερες ρίζες και αφορούσε κάποιο άλλο προϊόν που επίσης είχε διαφημίσει ο Ηλίας Κουμετάκης. Σε εκείνη την αρχική εκδοχή τα μακαρόνια ήταν τσιγάρα, αντί της Μίσκο ήταν η καπνοβιομηχανία Γιαννουκάκη και ο (αμετάβλητα καλόγερος) Ακάκιος, λεγόταν σε εκείνη τη διαφήμιση Ονούφριος. Άγνωστο παραμένει αν το κάπνισμα εντασσόταν, επίσης, στις εμπειρικές γνώσεις των μοναχών.
Εκτός από τη διαφήμιση, το πενάκι του Ηλία Κουμετάκη «γέννησε» μια σειρά από ευθυμογραφικά ταχυδρομικά δελτάρια. Η πρώτη, αποτυχημένη απόπειρά του, το 1909 στην Κέρκυρα, έμελλε να δικαιωθεί είκοσι χρόνια αργότερα. Ο ίδιος είχε γράψει σχετικά: «…Έπειτα από κάμποσα χρόνια, ο εκδότης Γ. Παπαδημητρίου (ο οποίος τότε μαζί με τον ευθυμογράφο Δ. Γιαννουκάκη, γιο του καπνοβιομήχανου Μιχ. Γιαννουκάκη, και τον συγγενή του, ζωγράφο Περιβολαράκη, διευθυντή του λιθογραφίου ΕΛΚΑ, εξέδιδε το περιοδικό Σατιρικό στο οποίο συνεργαζόμουν) μου εζήτησε να του κάμω μια σειρά από 25 ευθυμογραφικά δελτάρια πάνω σε στίχους του Δ. Γιαννουκάκη. Με την πρόφαση ότι εριψοκινδύνευε, επέτυχε να του τα κάμω σε μια τιμή πάρα πολύ χαμηλή. Εκυκλοφόρησαν κατά τα Χριστούγεννα του 1928 – Πρωτοχρονιά 1929. Άρεσαν πολύ κι είχαν καταπληκτική κατανάλωσι. Εν τούτοις, ο τσιγκούνης ο εκδότης δεν επροθυμοποιήθηκε να μου δώσει ένα συμπλήρωμα της χαμηλής αμοιβής μου».
Τα σκίτσα εκείνα που αποτυπώθηκαν στα ευθυμογραφικά ταχυδρομικά δελτάρια, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα μιας λαϊκής σάτιρας οι χαρακτήρες της οποίας κυκλοφορούσαν ήδη στις γελοιογραφίες του τύπου, στις θεατρικές επιθεωρήσεις και στις πρώιμες, βουβές ακόμα, κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο μουρντάρης, ο κερατάς, το πονηρό θηλυκό, ο κουτεντές, η γλωσσοκοπάνα και πολλοί ακόμα τύποι πήραν σχήμα από το γελοιογραφικό πενάκι του Ηλία Κουμετάκη. Με σημερινά κριτήρια το χιούμορ αυτό θεωρείται παρωχημένο και εν πολλοίς σεξιστικό. Άνθιζε, πάντως, στην εποχή του Κουμετάκη και συνεχίστηκε ακμαίο μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με γελοιογραφίες των επιγόνων του (Π. Παυλίδης, Μ. Αναστόπουλος, Αρχέλαος, Β. Χριστοδούλου, Στ. Πολενάκης κ.ά.) που δημοσιεύονταν στα λαϊκά περιοδικά της εποχής εκείνης.
Μεταξύ των διαφόρων σατιρικών τύπων που σκιτσάρισε ο Ηλίας Κουμετάκης υπάρχει κάποιος που μοιάζει με γρίφο. Όσο ανερμήνευτος είναι στις μέρες μας ο «φιφτυτού» γάιδαρος του ταχυδρομικού δελταρίου, τόσο ευεξήγητος ήταν στα μάτια του κοινού την εποχή του Κουμετάκη. Επί ενός θέματος, μάλιστα, που ξέφευγε από τα τετριμμένα, προσδίδοντας στη σάτιρα μια ταξική χροιά. Στο βιβλίο του Χαρίλαου Πατέρα 1000 και… γραφικοί τύποι της παλιάς Αθήνας («συλλογές» Αργ. Βουρνάς, 1999) αναφέρεται ότι οι «Φίφτυ-του» ήταν ένας κλειστός κύκλος που δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από 52 μέλη της αθηναϊκής αριστοκρατίας, που δεν ήθελαν να έχουν σχέση με τους «χυδαίους» της λαϊκής μάζας. Μια άλλη εκδοχή για την προέλευση της ονομασίας «Φίφτυ-του» ήταν οι 52 δραχμές που στοίχιζε τότε το ανδρικό κοστούμι στο πολυτελές κατάστημα του Κασδόνη, που έντυνε τους έχοντες και κατέχοντες της αθηναϊκής κοινωνίας. Μέλη του κύκλου των «Φίφτυ-του» ήταν κάποιοι άεργοι που έτρωγαν από τα έτοιμα, κοσμικοί τεμπέληδες και σνομπ αριστοκράτες. Ευνόητο είναι γιατί ο Κουμετάκης έδωσε τη μορφή του γαϊδάρου στον κομψεπίκομψο πρωταγωνιστή του σκίτσου.
Τα σατιρικά αντανακλαστικά του Ηλία Κουμετάκη ενεργοποιήθηκαν μια ακόμα, τελευταία φορά, το Πάσχα του 1929. Η θεματολογία της νέας του σειράς ήταν επικεντρωμένη στη συγκεκριμένη περίοδο, με τον ίδιο να αναλαμβάνει και το ρόλο του εκδότη. Το εγχείρημα αποδείχθηκε σκέτη αποτυχία, χωρίς να φταίνε για αυτό τα καλοδουλεμένα σκίτσα. Στην προσωπική μαρτυρία του που παρατίθεται στο λεύκωμα της έκδοσης ΑΓΡΑ/Ε.Λ.Ι.Α, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό μ’ ερέθισε και μ’ έκανε να επιχειρήσω να γίνω ο ίδιος εκδότης και να βγάλω μια σειρά από έξι Πασχαλινά δελτάρια για το επόμενο Πάσχα. Η επιχείρηση πήγε κατά διαβόλου. Τυπώθηκαν με καθυστέρησι, η εποχή ακατάλληλη, τα στιχάκια, που ηθέλησε να μου φτιάξη ο καλός μου φίλος Γ. Φακίρης, διευθυντής τότε του λιθογραφείου Γ. Εργίνου, στο οποίο ετυπώνοντο τα δελτάρια, μάλλον αποτυχημένα και, και… εταλαιπωρήθηκα μ’ αυτή την υπόθεση δύο χρόνια. Ευτυχώς όμως, με ανώδυνο για την τσέπη μου τέλος».
(Στις προσωπικές μαρτυρίες του Ηλία Κουμετάκη διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Εικονογράφηση: αρχείο Άρη Μαλανδράκη)