Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/afierwma/o-polyshmantos-kosmos-ths-ekdromhs
Όλα ξεκινούν μ΄ έναν αφανή θάνατο. Το πένθος συμπυκνώνεται σ’ ένα πολυσέλιδο ξόδι. Του συγγραφέα για τον νεκρό πατέρα του. Ο Γιώργος Χειμωνάς με εφαλτήριο το προσωπικό πένθος κατακερματίζει τον θάνατο, τον μεταπλάθει σε οδοιπορικό, κάθε πρόσωπο ένας σταθμός, ένα αφηγηματικό ορόσημο, διάσπαρτες εγκάρσιες τομές σε μια α-χρονική πορεία που στήνουν είδωλα και κάτοπτρα καμπυλώνοντας τον μυθοπλαστικό χωροχρόνο, όπου ο συγγραφέας δοκιμάζει τις ραφές της γλώσσας, τις συρραφές της συνοχής, τον ορθολογισμό της σύνταξης, το περίγραμμα των εννοιών.
Ο Γιώργος Χειμωνάς αναζητά το μύχιο ορμώμενος από ένα βαθύ σκοτάδι, από τη σαθρότητα του σώματος που νοσεί εν τη γενέσει, επιχειρεί να συλλαβίσει το τρεμάμενο φως, να ορίσει τις φωτοσκιάσεις που ενδημούν στις χαραμάδες, με το νυστέρι της γλώσσας ψηλαφίζει το κείμενο, όπως ο εραστής το σώμα, και ανατέμνει το άρρητο και το τραύμα, οι λέξεις ξεπηδούν, αναβλύζουν βίαια και αβίαστα, παρατάσσονται σε ονειρικές, φαντασιωσικές, εφιαλτικές εικόνες που συνομιλούν με την άβυσσο του υποσυνείδητου, και σκιαγραφούν τον φόβο, τη φθορά, την ανημποριά, το ακατανόητο της ανακυκλούμενης ύλης, σωματοποιώντας το.
Όλα περιστρέφονται γύρω από τον θάνατο, οι λειψές, μετέωρες λέξεις, φράσεις που μοιάζουν να κόπηκαν πρόωρα, η προφορικότητα που ενέχει τη βιάση επιχειρώντας να προλάβει το απευκταίο, η αμεσότητα που ξεγυμνώνει την εσωτερικότητα, η έλλειψη στίξης που φανερώνει τη ματαιότητα, γιατί ο θάνατος εξισώνει τα πάντα στο διάβα του, τους χρόνους, τους τόπους, τους αφηγητές, τις αναξιόπιστες αναμνήσεις τους και τις κατεπείγουσες, λυτρωτικές ιστορίες τους. Μένει μονάχα σαν απαύγασμα, το συναίσθημα μιας συγκρατημένης απόγνωσης που φανερώνεται μέσα από την ποιητικότητα των θρυμματισμένων εικόνων, αφού οι λέξεις από μόνες τους δεν μπορούν να ορίσουν ούτε το «άυλο» ούτε την τραγικότητα του κόσμου· μια ελιά στο πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας θρέφει τον έρωτα ενός άνδρα που καρπώνεται τον καρκίνο της, ένας χειρουργός ταγμένος στη μάχη για ζωή παύει τον θάνατο επισπεύδοντάς τον, ένας ψαράς καμακώνει ένα ψάρι που σπαρταρά στραφταλίζοντας στο κέντρο της σφύζουσας από ζωή πόλης, καταμεσής μιας πύρινης καλοκαιρινής ημέρας· λέπια σαν γυάλινα πρίσματα τυφλώνουν τον αναγνώστη αντανακλώντας την πολυσημία τους.
Όσο προσωπικός κι αν είναι ο θάνατος στο προσωπείο του καθρεφτίζεται η κοινή ανθρώπινη μοίρα, και η κάθε απουσία είναι πρόβα μιας προσωπικής και οικουμενικής απώλειας. Ο συγγραφέας-αφηγητής, ως άλλος μεσολαβητής ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα σ’ εκείνους –γνωστούς και αγνώστους– που τον στοιχειώνουν με την παρουσία τους και τον νεκρό πατέρα, τον οποίο μοιρολογεί συντάσσοντας με τρόπο πρωτόγνωρο τις λέξεις, προσκαλεί όλα τα πρόσωπα της Εκδρομής να τον συνοδεύσουν σε μια εκδρομή, ωστόσο οι μόνοι που καταδέχονται να τον ακολουθήσουν είναι εκείνοι που μετείχαν στον θάνατο και τον κατέγραψαν ως βιωμένο γεγονός, οι νοσοκόμες, ο γιατρός και ο νεκροθάφτης. Ίσως, γιατί είναι εξοικειωμένοι με τον θάνατο, ίσως γιατί είναι οι μόνοι που είδαν την ύλη να αδρανοποιείται και να αποσυντίθεται, ίσως γιατί εγκλωβίστηκαν σε μια αέναη σπείρα που μάχεται να παραβγεί τον χρόνο σ’ έναν προκαθορισμένο αγώνα δρόμου.
Ο Γιώργος Χειμωνάς βαδίζει μόνος του, διανύει το οδοιπορικό του πένθους, αυτόν τον μη-γραμμικό, άναρχο, άχρονο, κατακερματισμένο ερημότοπο, όπου συγκατοικούν το ευκταίο με το απευκταίο, το όνειρο με τον εφιάλτη, ο φόβος με την επιθυμία, όπου τη φύση μπολιάζει ο σπόρος της φθοράς. Σ’ αυτό το ταξίδι που ομοιάζει με τη φυγή, ο αφηγητής ξεκινά μόνος, ωστόσο, ο ακαθόριστος φόβος που γιγαντώνεται σαν σούσουρο, η υποψία μιας ανθρώπινης τραγωδίας που διαποτίζει την ατμόσφαιρα παρακινεί τον κόσμο να συμπορευτεί προς μια γενικευμένη έξοδο, ο καθένας βαδίζει μόνος του και όλοι μαζί, άλλοι εκπορεύονται από τον θάνατο κι άλλοι πορεύονται προς τον θάνατο, ο κάθε θάνατος μια εν συνόλω προβολή του σώματος που φθίνει με κάθε ζωογόνο αναπνοή.