Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/afierwma/o-g-beltsos-apenanti-apo-to-spiti-toy-g-xeimwna-sthn-kabala
Ο Γιώργος Βέλτσος αποφάσισε να έρθει στην πόλη, που γεννήθηκε ο Γιώργος Χειμωνάς, για να μιλήσει για τον ίδιο, εννιά, περίπου, χρόνια μετά τον θάνατό του και με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Οutre tombe-«Αλληλογραφία»με τον Γιώργο Χειμωνά». Στάθηκε στο Ιμαρέτ, περίπου κοντά ή μπορεί και απέναντι από το σπίτι της γέννησής του (άδηλο κατά τον ίδιο τον Χειμωνά, που πιθανολόγησε ότι κατεδαφίστηκε) και εμπνεύστηκε από το κλίμα της περιοχής, για να πατήσει στις λέξεις του συγγραφέα-φίλου του. Τον δικαίωσα για την επιλογή του αυτή, αφού θυμήθηκα, αντίστοιχα, πόσο με είχε βοηθήσει η περιδιάβασή μου στο Δουβλίνο (πορεία του Λ. Μπλουμ) για να ολοκληρώσω τον «Οδυσσέα» του Τζόις, απροσπέραστο, για μένα, αναγνωστικό κάβο μέχρι τότε. Η υγρασία του τόπου είναι άραγε μυθοποίηση ή μήπως ενεργή επιρροή;
Ο Βέλτσος ήρθε όχι για να αποτίσει φόρο τιμής σ’ ένα νεκρό λογοτέχνη, αλλά γιατί θεωρούσε τον Χειμωνά ένα θρύλο, αλλά κι ένα ταμπού μαζί της ελληνικής διανόησης και λογοτεχνίας μας. Και σαν ταμπού συγκινεί, προκαλεί και παράγει απόπειρες ερμηνείας του. To έργο του Χειμωνά στέκει εκεί, απέναντι, ενάντια στο φως της ερμηνείας, αγέρωχο, απογυμνωμένο από δικαιολογίες, ένα έργο κάθετο, ανόθευτο, εωσφορικό, με τις εικόνες της επιείκειας να λιώνουν και να φανερώνεται η αλήθεια του, χωρίς προβολείς, μαύρη στο σκοτάδι, αντίδραση και πάλι κόντρα στις συμβάσεις, αφηγηματικές, ανθρώπινες, μεταϊστορικές. Κανείς δε μίλησε για το πνεύμα της αντίδρασης στον Χειμωνά, ποιες διαστάσεις παίρνει ο ενάντιος εαυτός και ποιες φανερώσεις, μακριά από την καλλιέπεια και την ωραιοποίηση. Αν δεν φώτιζε η ποίηση, θα ήταν η αναπαραγωγή του αποτρόπαιου.
Όμως το έργο του Χειμωνά ακόμη γυρεύει μιαν αποτίμηση από την κριτική της εποχής του, αλλά και την σημερινή κριτική και όσοι αναφέρονται σ’ αυτό πιο πολύ μιλούν για την σχέση τους με τον άνθρωπο Χειμωνά, παρά για τις διαστάσεις του έργου, τις συγγένειες και τις αρδεύσεις από την διεθνή και ελληνική λογοτεχνία, τις διαφοροποιήσεις του από αυτές, τις ρήξεις και το νέο αέρα, που κουβαλά, τον όγκο και τη σημασία, τους επιγόνους που άφησε πια. Έτσι μνημονεύω, τη δουλειά του Δημήτρη Μαρωνίτη, το χρονολόγιο βίου και έργου του Ευριπίδη Γαραντούδη στα Πεζογραφήματα, την σπαρακτική εισαγωγή του Α. Ίσαρη στα χειρόγραφα του Αδελφού, τις Μικρές εξιστορήσεις–το τέλος του Μύθου του Γρηγόρη Πεντζίκη.
Ο Γιώργος Βέλτσος υπήρξε φίλος του Γιώργου Χειμωνά και θραύσματα της σχέσης τους (κυρίως τα γραπτά του ενός για τον άλλο) μας είχε αποκαλύψει, επιλεκτικά, στο Outre tombe. Στο ακροατήριο της Καβάλας δεν απέκρυψε πως υπήρξε και ασθενής του ψυχαναλυτή Χειμωνά, ο οποίος, είναι αλήθεια ότι, αρνείτο να επιδοθεί με ζήλο, επαγγελματικά, στην ψυχανάλυση-ψυχοθεραπεία, στης οποίας τα αποτελέσματα δεν πίστευε ζωηρά, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος των σοβαρών ψυχικών ασθενειών. Μάλλον την είχε απομυθοποιήσει για λόγους που δεν θα αναλυθούν στο παρόν. Για χρόνια διακήρυττε πως αποδεχόταν τις κατακτήσεις της κλασικής ψυχιατρικής επιστήμης στον τομέα του φαρμάκου και ότι με τα σωστά κοκτέιλ φαρμάκων βελτιώνονταν και σώζονταν ζωές, ενώ οι ψυχασθενείς κέρδιζαν μια ομαλή ένταξη στην καθημερινότητα. Στον τομέα της επιστήμης του ήταν κλασικός και καθόλου εναλλακτικός, όπως εξέπεμπε και συχνά έδινε την εντύπωση, ώστε να γίνεται πόλος για τους αναλυόμενους, ιδίως του καλλιτεχνικού χώρου, που επιζητούσαν την κρίσιμη γνώμη του ή την διάγνωσή του για τα όρια της ασθένειάς τους. Ο Χειμωνάς αναγνώριζε την συμβολή της επιστήμης του, της ιατρικής, στην λογοτεχνία του, όχι όμως και της ψυχιατρικής-νευρολογίας σε αυτήν. Αυτή η επαγγελματική του ιδιότητα επέδρασε ωστόσο τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή της γραφής του.
Ο Βέλτσος μάς αποκάλυψε πως η ψυχανάλυση ξέρασε τον Χειμωνά, ως αναλυόμενο, όπως και το ίδιο συνέβη και μ’ εκείνον. Δεν ευτύχησε στις αναλύσεις του, ούτε ακόμη και στις συνεδρίες, που επιχείρησε με τον Χειμωνά, ως ψυχαναλυτή. Άραγε εκ προοιμίου καταδικασμένες; Και είναι αλήθεια ότι ο Χειμωνάς δεν είχε την θέληση να επιμένει στην ψυχανάλυση, γιατί ο ίδιος οπλισμένος με την απαράμιλλη ευφυΐα και γνώση κατέληγε γρήγορα στα συμπεράσματα για τον απέναντί του ψυχαναλυόμενο, χωρίς να χρειασθεί να προσφύγει στις μεθόδους της κοπιώδους και ενεργοβόρας ανάλυσης.
Ο ίδιος ο Χειμωνάς, είπε ο Βέλτσος, θεωρούσε ότι έπασχε από μια γαϊδουρινή ψύχωση και ότι η ψύχωση αυτή —«ονολογική» κατά τον Βέλτσο, παίρνει την χροιά, με την προσθήκη του κρίσιμου ταυ στο ονολογικό, της οντολογικής ψύχωσης— είχε τα χαρακτηριστικά της λευκής ψύχωσης των μειζόνων συγγραφέων, όπως του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα, του Τζόις. Στον Χειμωνά μπορεί να μην εκδηλώθηκε ποτέ. Και δεν εκδηλώθηκε, γιατί ως ανάχωμα για την μη εκδήλωσή της λειτούργησε η λογοτεχνία και η παραγωγή αυτού του τόσο προσωπικού έργου, που αποτιμήθηκε ως το αποκορύφωμα του πεζογραφικού νεωτερισμού-μοντερνισμού στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Η σύνδεση με την περίπτωση του Χειμωνά γίνεται σε χρόνο που αφορά τον ομιλητή Βέλτσο, ο οποίος αποκαλύπτει ότι ευρέθη στο όριο της ψύχωσης κι ο ίδιος και πριν διαβεί το ανάχωμα, πριν περάσει στην αντίπερα όχθη της ψυχοπάθειας, από όπου δεν έχει γυρισμό, σώθηκε χάρη στην προσφυγή του στην τέχνη και ειδικά στην ποίηση. «Η ποίηση σέσωκέ σε» λοιπόν, όπως φαίνεται να έκανε και στην περίπτωση Χειμωνά, που πρόσφερε όλο το βάλσαμο του κόσμου, για να μην νιώθεται η πληγή. Μάλλον ρομαντική άποψη για την καθαρτική λειτουργία της ποίησης, αλλά ποιος είπε πως ο Γιώργος Χειμωνάς δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ύστερος μεταρομαντικός και ο Γιώργος Βέλτσος ένας ακόλουθός του;
Το συμπέρασμα είναι ότι αξίζει προκειμένου να σωθεί κανείς από την ψύχωση να επιδοθεί μετά μανίας στην λογοτεχνία για να μην διαβεί το ανάχωμα. Σαφείς οδηγίες προς ναυτιλομένους λοιπόν και πρακτικές εφαρμογές αποφυγής της ψύχωσης, που δεν μοιάζει τόσο εύκολη υπόθεση όσο αρχικά φαίνεται. Ούτε είναι εύκολο να ακολουθήσει κανείς τα μεγάλα παραδείγματα των Ντοστογιέφσκι, Τζόυς, Χειμωνά, αν δεχθούμε ότι και οι τρεις έπασχαν από την λευκή ή εμπνευσμένη ψύχωση και κατάφεραν με το έργο τους να υπερβούν την εκδήλωση, τη φανέρωση της ασθένειάς τους.
Και η διερώτηση. Μα καλά είναι τόσο εύκολο;
Στο σημείο αυτό ο Γιώργος Βέλτσος δεν επέμενε, ούτε μας παρέδωσε στοιχεία. Επεκτάθηκε μιλώντας για την γαλλική μαθητεία του Γιώργου Χειμωνά, κοινή με την δική του και στην ίδια περίπου χρονική περίοδο στο Παρίσι, την σύνδεσή του με την γαλλική κουλτούρα, προς την οποία ο Χειμωνάς δεν κατέφευγε τόσο τακτικά και δεν συνομίλησε με αυτήν στο έργο του, τουλάχιστον εμφανώς (αν και η Λούλα Αναγνωστάκη υποστήριζε πως στην περίπτωση που ο Χειμωνάς επέλεγε να γράψει στα γαλλικά, θα είχε καθιερωθεί με το ίδιο έργο, σαν ένας από τους μεγάλους των γάλλων μεταπολεμικών συγγραφέων), όπως το έπραξε απεναντίας ο Βέλτσος.
Οι επιρροές του Χειμωνά από την γαλλική γραμματολογία δεν είναι φανερές. Ο ίδιος σαν επιδράσεις του δεν ανέφερε κανένα γνωστό λογοτέχνη της συγκαιρινής του λογοτεχνίας (ωστόσο ήταν ενήμερος της λογοτεχνίας και θυμάμαι τις παρατηρήσεις του πάνω στον Τόμας Μπέρνχαρντ και την σκοτεινιά του, το απάνθρωπο, που εξέπεμπε), αλλά μετατόπιζε τα ενδιαφέροντά του σε κείμενα αρχέτυπα, όπως ο λόγος των Ευαγγελίων, η αρχαία ελληνική γραμματεία, οι προσωκρατικοί, η ποίηση των Κελτών, φτάνοντας μέχρι το Σολωμό και το Μακρυγιάννη.
Εκεί που περιμέναμε να εμβαθύνει ο Βέλτσος ήταν ο πυρήνας του έργου του Χειμωνά μέσα από τις θεωρητικές αναφορές του για το λόγο, τα όνειρα, τις λέξεις, και την γραφή, την επαφή με την φαινομενολογία. Τους Γάλλους σημειολόγους που τους γνωρίζει τόσο καλά. Εκεί που ο συγγραφέας Χειμωνάς γίνεται μεσολαβητής της αφήγησης και των αφηγητών του κι εύκολα μέσα από ένα όνειρο που παρεμβάλλεται αλλάζει πρόσωπο και από το τρίτο υιοθετεί και πάλι το πρώτο. Εκεί που οι σύντομες εξιστορήσεις του βουλιάζουν σε μια εξαφάνιση και αναδύονται φρέσκιες ξανά σε κάθε ανάγνωση, όπως επεσήμανε ο Μαρωνίτης. Κι αυτά δίνουν τον τόνο ενός έργου που δεν εξαντλείται και ανανεώνεται σε κάθε ανάγνωση. Να ανακαλύψουμε την κρυφή ηλακάτη που γνέφει το πολύχρωμο νήμα του στοχασμού, όπως έγραφε ο ίδιος.
Όμως ο Γ. Βέλτσος και ενώ είχε αυξήσει κατακόρυφα την όρεξή μας για μια σημειολογική αναφορά στο δοκιμιακό έργο του Χειμωνά και γιατί όχι σε μια οριστική ή άλλως και μη οριστική ερμηνεία ή κατάταξη του έργου αυτού, εν τούτοις κράτησε κλειστά τα χαρτιά του και δεν μας έδωσε ούτε μια αναφορά, για τον δοκιμιακό Χειμωνά. Μόνο ζήτησε σε μια μελλοντική έκδοση των έργων του Χειμωνά να συμπεριληφθεί όλο του το έργο και τα δοκιμιακά του, αφού – κατά τη γνώμη του –το έργο αυτό συμπεριφέρεται σαν αδιάσπαστο σύνολο.
Η ομιλία του ήταν γεμάτη υψηλής ποιότητας χιούμορ και μέσα από αρκετές πληροφορίες, προσωπικές αναμνήσεις άφηνε να διαφανεί ο θαυμασμός, αλλά και η αμηχανία του ομιλητή εμπρός στην φαντασμαγορία ενός μεγάλου και τόσο προσωπικού έργου. Επέμενε στον ναρκισσισμό του Χειμωνά, τις ενδυματολογικές του προτιμήσεις, το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή, τα δαχτυλίδια, τις ταμπακέρες του, τα αντικείμενά του, που άφηνε ως τρόπαια στα χέρια των συνομιλητών του. Ο τρόπος με τον οποίο ζούσε, ήταν η vanitas προσωποποιημένη και μέρος του έργου του ταυτόχρονα.
Ο Βέλτσος χαριτολογώντας μας πληροφόρησε πως ο Χειμωνάς και ο Βερελής ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι στην Ελλάδα που παραιτήθηκαν, μόνοι τους, από τις δημόσιες θέσεις τους (υπονοώντας την παραίτησή του από την πανεπιστημιακή του θέση). Και το είπε επαινετικά. «Άλλοι δεν υπάρχουν και δεν θα υπάρξουν. Ούτε καν κι εγώ ο ίδιος δεν τόλμησα να παραιτηθώ από τη θέση του καθηγητή στο Πάντειο», σημείωσε αυτοσαρκαστικά.
Και έκλεισε την ομιλία του ως εξής:
— Ο Χειμωνάς επέλεξε να φύγει και, προφανώς, υιοθετώντας την οικειοθελή αποχώρησή του από τον κόσμο αυτό, γιατί πια δεν είχε τίποτα κοινό με την εποχή του και τον κόσμο. Και συνέχισε πως κι εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με τους σημερινούς νέους, όσο κι αν έχουμε την ψευδαίσθηση πως είναι παιδιά μας και τα γνωρίζουμε. Οι σημερινοί νέοι φοβούνται, είναι δικτυωμένοι πέρα ως πέρα, μοναχικοί, βομβαρδισμένοι από κάθε είδους απίθανη πληροφορία, ανίκανοι να ανοιχτούν πέρα από το σώμα τους και δύσκολοι να αφεθούν στους άλλους και στο σεξ. Απέχουν έτη από εμάς και πρόκειται για ένα άλλο είδος, είπε ο Βέλτσος.
Ίσως εν τέλει αν κατατάξουμε το έργο του Χειμωνά στην ποίηση να ξεμπερδεύουμε με την κατανόησή του ή την όποια ερμηνεία του, την οποία ούτε ο ίδιος ο Χειμωνάς πριμοδοτούσε. Μεταφέροντας στα καθ’ ημάς ένα έργο και πριμοδοτώντας το ως ποιητικό παύουμε να το αναλύουμε και το αφήνουμε στα χέρια της έμπνευσης και της τρέλας.
Γιώργου τα φώτα Γιωργούουου τα φώτα Γιωργού.*
*Από την Εκδρομή