Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/afierwma/o-synadelfos-kai-filos-giwrgos-xeimwnas
Όταν άρχισα την ειδικότητα του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου (τότε ήταν ενιαίες οι ειδικότητες) φρόντισα να μετατεθώ στην Πανεπιστημιακή Νευρολογική κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου γιατί παρείχε εκπαίδευση υψηλοτέρου επιπέδου, αλλά κυρίως γιατί εκεί υπηρετούσε ως επιμελητής τότε, το 1975, ο Γιώργος Χειμωνάς τον οποίο θαύμαζα από τα βιβλία του. Έτσι φρόντισα να πάω στο τμήμα του, μια μικρή κλινική που κατέβαινες κάτι σκαλάκια, σχεδόν τριτοκοσμικού επιπέδου. Ο Χειμωνάς δεν είχε δικό του γραφείο και έτσι συνυπήρχαμε σε κοινό γραφείο στο ισόγειο όλοι μαζί, από τον διευθυντή έως τον τελευταίο ειδικευόμενο, που ήμουνα εγώ. Η εικόνα του μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο χαρακτηριστικός τύπος του διανοούμενου. Λεπτός, ψηλός, ωραίος με μακριά μαλλιά, χτενισμένα με μεγάλη ατημέλητη επιμέλεια και ντυμένος με κουλτουριάρικα ρούχα γαλλικής προελεύσεως. Και πάνω από όλα αυτή η μακριά μαύρη μπέρτα που την είχε εισάγει στο Αιγινήτειο ο θρυλικός καθηγητής Σπύρος Σκαρπαλέζος, άνθρωπος μεγάλης κουλτούρας, που είχε φέρει στην Ελλάδα για διαλέξεις τον Λουί Αραγκόν, τον Άλμπερ Καμύ και άλλες διασημότητες, μαζί με τον άλλο, γαλλικής κουλτούρας και αυτός, καθηγητή Νευρολογίας Άγγελο Κατακουζινό, που έτυχε να γνωρίσω στο νοσοκομείο «Παμακάριστος», όπου έκανα τον πρώτο χρόνο ειδικότητας. Οι καθολικές καλόγριες και όλο το προσωπικό τον έβλεπαν σαν θεό, λόγω της πριγκιπικής καταγωγής του από το σόι των Κατακουζινών της Κωνσταντινούπολης. Όπως ο Σκαρπαλέζος έτσι και ο Κατακουζηνός λάτρευε τον Χειμωνά. Για να φορέσει τη γαλλική ιατρική του στολή, χρειαζόταν πάνω από ένα τέταρτο της ώρας, και έπρεπε να τον βοηθάμε εγώ και η συνάδελφος Σταυρούλα Γιανίτση, δένοντας πίσω ζώνες, μανδύες και παραζώνες, σε μια αληθινά κομψή αλλά περιττή ιεροτελεστία. Συχνά μου ανέφερε το όνομα του Χειμωνά και με παρότρυνε να συνεχίσω εκεί κοντά του.
Με την μπέρτα λοιπόν στους διαδρόμους του Αιγινήτειου νοσοκομείου με εκείνο το ιδιαίτερο μεγαλοπρεπές βάδισμα, την ίδια μεγαλοπρέπεια, γεμάτη ναρκισσισμό, που είχε και η φωνή του, υπόκωφη και επιβλητική με έναν εξεζητημένο μεταλλικό στόμφο, με κινήσεις γεμάτες ναρκισσιστική νωχέλεια. Ένας μεγαλοπρεπής Εστέτ, που πολλοί αναρωτιούνταν τι γυρεύει αυτός ο νωχελικός σιωπηλός πρίγκιπας εδώ.
Ο Χειμωνάς ήξερε ότι είχα εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, μέσω του φίλου μου Μανόλη Αναγνωστάκη (αδελφός της Λούλας Αναγνωστάκη, γυναίκας του Χειμωνά) και του Τάκη Σινόπουλου. Έτσι με υποδέχτηκε με τυπική εγκαρδιότητα. Και ξαφνικά εκεί που μιλούσαμε, απροειδοποίητα έφυγε, κάτι που διαπίστωσα ότι ήταν πάγια συνήθειά του. Εκεί που έστεκε και μιλούσε με κάποιον, έβγαζε σχεδόν ταχυδακτυλουργικά απ’ το πακέτο που είχε στην τσέπη ένα τσιγάρο, χωρίς να κοιτάζει. Με τον ίδιο τρόπο έβγαζε και τον αναπτήρα και άναβε το τσιγάρο στο στόμα του, σαν όλες αυτές τις κινήσεις να τις έκανε κάποιος άλλος, γιατί ο ίδιος συνέχιζε να μιλάει και ούτε ένας μυς του προσώπου του δεν είχε σαλέψει. Και όλα αυτά με μηχανική κομψότητα και ακρίβεια σα να έπαιζε με απίστευτη πειστικότητα τον ρόλο του σε θεατρική σκηνή. Ήταν κάτι μεταξύ φαιδρότητας και μεγαλοπρέπειας, αλλά ήταν τόσο επιβλητική η παρουσία του που κανείς δε γελούσε. Αντίθετα, μόλις προσπερνούσε έστρεφαν και τον κοίταζαν με αμήχανο θαυμασμό, σα να είχε βγει μόλις από την αίθουσα κάποιου θεάτρου. Άκουσα αρκετές φορές από συναδέλφους ή ασθενείς να λένε ότι παίζει τον Άμλετ του Σαίξπηρ, τον οποίο λάτρευε όντως ο Χειμωνάς και τον οποίο μετέφρασε.
Μια μέρα μου διηγήθηκαν οι αδελφές νοσοκόμες ότι του έπεσε μια αρμαθιά κλειδιών του γραφείου του και του σπιτιού του. Έστρεψε λίγο λοξά και προς τα κάτω το κεφάλι, τα είδε στο πάτωμα του μεγάλου διαδρόμου, αλλά δεν έσκυψε να τα πάρει. Το προσωπικό του Νοσοκομείου το ήξερε αυτό και σε λίγο του τα πήγαν στο γραφείο του. Τα πήρε με απίστευτη στοϊκότητα σαν κάτι μηδαμινό και ρωτούσε με ειρωνική έκπληξη: «Ώστε μου έπεσαν;». Και συνέχιζε αδιάφορος την δουλειά του, σίγουρος πως όσες φορές και αν του έπεφταν, θα του τα έφερνε το προσωπικό. Μάλιστα μερικοί έλεγαν πως το κάνει σκόπιμα.
Όταν είχε παρουσίαση στο θρυλικό αμφιθέατρο του Νοσοκομείου γινόταν το αδιαχώρητο. Είχε μετεκπαιδευτεί στην Γαλλία (στο νοσοκομείο Σερπατιέρ μέσω Σκαρπαλέζου) στις Αφασίες και στον Λόγο. Πήγαιναν ακόμη και ψυχίατροι, επιμελητές και ειδικευόμενοι, όπου καθηγητής ήταν ο μετέπειτα πρόεδρος της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, Κώστας Στεφανής, που έκανε τη μεγάλη ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, και του οποίου υπήρξα μαθητής, συμμετέχοντας σε αυτή τη μεγάλη Αποασυλοποίηση που έφερε το όνομα «Ψυχαργός».
Ο λόγος του Χειμωνά ήταν ασύλληπτος. Με εκείνη τη βαθειά υποβλητική τέλεια άρθρωση. Οι περισσότεροι έρχονταν, όχι για να ακούσουν αυτά που λέει, αλλά για τον μαγικό τρόπο της ομιλίας του. Γινόταν απόλυτη σιγή στο υπερπλήρης αμφιθέατρο. Είχε κανείς την αίσθηση ότι απαγγέλλει Αρχαία Τραγωδία ή ένα σκοτεινό ποίημα για τον Λόγο, τις αφασίες ή τον ορυκτό πλούτο του λόγου των σχιζοφρενών ασθενών, όπως συνήθιζε να λέει.
Ήταν και αυτό μια εντυπωσιακή παράσταση για την οποία προετοιμαζόταν μέρες όπως μου είπε κάποια στιγμή. Σχεδόν κανείς δεν άκουγε το περιεχόμενο της ομιλίας του. Άκουγε έναν μεγάλο ηθοποιό να απαγγέλλει Αισχύλο ή Σαίξπηρ. Στο τέλος της παράστασης το χειροκρότημα ήταν έντονο και παρατεταμένο. Ο Χειμωνάς είχε ξανά θριαμβεύσει!
Μερικά Στιγμιότυπα
Ήταν πολύ φίλος με τον συνάδελφό του νευρολόγο Δημήτρη Βασιλόπουλο. Τον πλησιάζει ένα μεσημέρι ο Χειμωνάς και του λέει: «Δημήτρη, εφημερεύω σήμερα μέχρι αύριο το πρωί. Επειδή έχω μια δουλίτσα το απόγευμα, μπορείς σε παρακαλώ να καθήσεις στην εφημερία για 2-3 ώρες, και θα ’ρθω μετά να συνεχίσω μέχρι το πρωί;». «Και το ρωτάς;», του απαντά ο Βασιλόπουλος (όλο το περιστατικό μας το διηγήθηκε ο ίδιος), «πολύ ευχαρίστως, Γιώργο». Οπότε φεύγει ο Χειμωνάς για τη «δουλίτσα» και όταν επέστρεψε, μετά από δύο ώρες ακριβώς, ευχαριστεί τον φίλο του και του δίνει μια μπομπονιέρα. «Τι είναι αυτό;» του λέει, «πήγες σε κάποιο γάμο»; «Ναι», του απαντά ο Χειμωνάς. «Στον δικό μου γάμο με την Λούλα Αναγνωστάκη». Ο Βασιλακόπουλος, παρ’ ότι τον ήξερε, μένει άναυδος. Του λέει «γιατί δεν μου το είπες να κάτσω όλη την εφημερία; Θα περάσεις την πρώτη νύχτα του γάμου σου στο νοσοκομείο;» «Ναι», του λέει, «Δημήτρη, δεν έγινε και κάτι κοσμογονικό. Η ζωή συνεχίζεται, δεν τις μπορώ τις συμβάσεις».
Έτσι φερόταν σε όλα τα συμβατικά πράγματα. Μια άλλη φορά, λόγω του ότι εκείνος δεν είχε ποτέ του αυτοκίνητο, ούτε έμαθε να οδηγεί, τον πήρα με τον σκαραβαίο της Volkswagen για το σπίτι του στην Πατριάρχου Ιωακείμ, στο Κολωνάκι. Περνώντας από την Υψηλάντου στον Ευαγγελισμό, θυμήθηκα ότι έπρεπε να πάρω ένα έγγραφο για την υπηρεσία μου, κάπως επείγον. Του λέω, «Γιώργο, θα πεταχτώ μέχρι την Γραμματεία για να πάρω ένα έγγραφο που είναι έτοιμο και σε 3-4 λεπτά επιστρέφω». Αφήνω το αυτοκίνητο με αναμμένη τη μηχανή και ανεβαίνω τα σκαλιά. Έλειψα περίπου 3-4 λεπτά. Επιστρέφοντας βλέπω τον σκαραβαίο με ορθάνοιχτες και τις δυο πόρτες σαν έτοιμο να πετάξει. Τρέχω γρήγορα και τι βλέπω: Ο Χειμωνάς άφαντος, το αμάξι να δουλεύει και να το κοιτάζει ένα μικρό πλήθος ανθρώπων. Ρωτάω κάποιον, «έφυγε», μου λέει, «ο κύριος με το μαλλί». Την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο, τον ρωτάω «τι έγινε, Γιώργο, χθες;» «Τίποτα το αξιόλογο», μου απαντά, «δεν μπόρεσα να γράψω ούτε μια αράδα». Του λέω «με το αυτοκίνητο να δουλεύει…» «Α, ναι», μου λέει, «με εκείνο το αφοπλιστικό του ύφος», έπρεπε να φύγω...
Μια άλλη του συχνή αντίδραση ήταν όταν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα στην κλινική (πιο πιθανόν κάποιο δικό του υπαρξιακό πρόβλημα), πήγαινε κατευθείαν στον μέντορά του Σκαρπαλέζο και υπέβαλλε την παραίτησή του (ξέροντας με βεβαιότητα πως δεν θα γινόταν αποδεκτή). Και η απάντηση του Σκαρπαλέζου, που επιθυμούσε ν’ ακούσει για να κατευνάσει τις ανασφάλειες του Χειμωνά: «Προς Θεού, Γιώργο μου, και ποιος θα σε αντικαταστήσει; Ποιος θα μιλήσει για τον Λόγο και τις Ασάφειες; Είσαι αναντικατάστατος. Όχι Γιώργο μου, η παραίτησή σου δεν γίνεται αποδεκτή». Και ο Χειμωνάς έφευγε ευχαριστημένος αφού ήταν αναντικατάστατος, καθώς ο εφυής Σκαρπαλέζος ήξερε ότι αυτό περίμενε να ακούσει.
Τα χρόνια όμως περνούσαν μέχρι που ο Σκαρπαλέζος βγήκε στη σύνταξη και τον αντικατέστησε καθηγητής Νευρολογίας εξ Αμερικής. Λίγο διάστημα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, πηγαίνει ο Χειμωνάς (για τους γνωστούς λόγους) και υποβάλει στο νέο καθηγητή την παραίτησή του… Τον ρωτά ποιος είναι ο λόγος, κάτι ψελλίζει ο Χειμωνάς και εκείνος χωρίς περιστροφές του λέει: «Μάλιστα, κύριε Χειμωνά, η παραίτησή σας γίνεται αποδεκτή». Ουδείς αναντικατάστατος. Ο Χειμωνάς μένει εμβρόντητος, κάνει μεταβολή και φεύγει σωστό ράκος. Όμως το πρόβλημα ήταν μεγάλο γιατί τα οικονομικά του ήταν ο μισθός του. Βίωσε ένα μεγάλο σοκ. Επισκέπτεται τον Σκαρπαλέζο και εκείνος τηλεφωνεί στον κλινικάρχη ψυχιατρικής κλινικής στην Κηφισιά κύριο Σινούρη, να προσλάβει τον Χειμωνά ως πρωινό ψυχίατρο στην κλινική του (ας σημειωθεί ότι ήταν ακραιφνής Νευροφυσιολόγος). «Ευχαρίστως, Σπύρο μου», λέει ο Χαρ. Σινούρης στον Σκαρπαλέζο, που του έστελνε χρόνια ασθενείς, «πες του να έρθει αύριο το πρωί κιόλας». Ο Σινούρης υποδέχεται τον Χειμωνά με μεγάλη ευγένεια. «Είναι τιμή μας, ένας Χειμωνάς, διάσημος συγγραφέας και γιατρός, να υπηρετήσει στην κλινική μας», κτλ. Όμως στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης ο ευφυής και παμπόνηρος Σινούρης του πλέκει το εγκώμιο: Αλλά πώς μπορεί μια διασημότητα, με μεταπτυχιακό στη Γαλλία, να ασχολείται με σχιζοφρενείς σε διέγερση, με μανιακούς και υστερίες σε κρίση, να εφημερεύει και να πλαγιάζει στο υπόγειο όταν χρειάζεται… ένας σωστός πρίγκιπας... είναι κρίμα από τον Θεό. Θα τα κανονίσω εγώ με τον αδελφικό μου φίλο, τον Σπύρο (Σκαρπαλέζο), και θα σου βρούμε το ταχύτερο μια αξιοπρεπή θέση»! Ο Χειμωνάς έφυγε «ευχαριστημένος» απο τον ύμνο του Σινούρη, πάντα αγέρωχος και μεγαλοπρεπής, όπου έκρυβε τις ανασφάλειές του. Ο χειρισμός του Σινούρη ήταν τέλειος, καθώς είπε ύστερα στους γιατρούς του: Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει ένα διεγερτικό άρρωστο; Για όνομα του Θεού. Θα ήταν σκέτη φύρα. Κι ύστερα είναι νευροφυσιολόγος, για τον Λόγο λέει, και άλλες σαχλαμάρες. Και ούτε έχει ιδέα από κλινική ψυχιατρική. Τα είπα στον Σκαρπαλέζο και δεν έβγαλε άχνα.
Η περίπτωση του ψυχικά άρρωστου ποιητή
Αρρωσταίνει σοβαρά ένας πρωτοπόρος ποιητής και οι Σαββίδης, Μαρωνίτης και Σινόπουλος παρεμβαίνουν για να νοσηλευτεί στο Αιγινήτιο όπου θα τον αναλάβει ο Χειμωνάς. Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη (ποτέ δε βιαζόταν γιατί βιαζόταν ανυπόφορα), ενημερωμένος για το πρόβλημα του ποιητή, από τους παραπάνω κυρίως, ανεβαίνει στο θάλαμο όπου νοσηλεύεται ο ποιητής, μαζί με άλλους 7-8 ασθενείς, βαρέως πάσχοντες. Ο Χειμωνάς, φορώντας πάντα τη μπέρτα του, με ύφος αγέρωχο, ρωτάει ποιος είναι ο κύριος τάδε, φωνάζοντας το όνομά του. Ο ποιητής απαντά σε ημιδιεγερτική κατάσταση, «Μάλιστα, εγώ είμαι, εσύ ποιος είσαι»; Ο Χειμωνάς ευθυτενής δίπλα στην πόρτα απαντά με στόμφο: «Εδώ Γιώργος Χειμωνάς»! Οπότε ο άρρωστος ποιητής βγάζει μια κραυγή σαν άγριο θηρίο και του λέει: «Στα .......... μου», κάνοντας και τη γνωστή χειρονομία. Ο Χειμωνάς χλωμιάζει, μένει ακίνητος για δευτερόλεπτα και με προσποιητή αδιαφορία κάνει μεταβολή και φεύγει χωρίς να βγάλει λέξη. Το τι επακολούθησε μέσα στον θάλαμο των ψυχωτικών είναι απερίγραπτο. Όλοι επαινούσαν την αντίδραση του ποιητή γιουχάροντας τους ψυχιάτρους. Την επόμενη μέρα με βρίσκει και με παρακαλεί να αναλάβω εγώ τον άρρωστο ποιητή. «Μα, Γιώργο», του λέω, « είμαι ανίδεος, έχω μόλις τέσσερις μήνες ειδικότητα, πώς θα μπορούσα να ανταποκριθώ»; «Θα μπορέσεις, Μανόλη», μου λέει, «δυο ποιητές τα βρίσκουν πάντα». Έχοντας τις πλάτες του δασκάλου μου στην ψυχιατρική Νίκου Βαϊδάκη ανέλαβα το περιστατικό. Το τι επακολούθησε δε λέγεται. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που ίσως τη γράψω σε άλλη ευκαιρία....
——— ≈ ———
Εκείνο τον καιρό ο Χειμωνάς είχε βγάλει τους Χτίστες, βιβλίο που μου άρεσε και όταν του είπα με ενθουσιασμό την άποψη μου, τον είδα πρώτη φορά να γελάει φυσιολογικά όλο του το πρόσωπο με αυθεντικό τρόπο, παραμερίζοντας εκείνη την αιώνια εκζήτηση που αφαιρούσε κάθε πηγαία μιμική του προσώπου του. Μόνο το νευρικό ανοιγοκλείσιμο των ματιών του παρέμεινε, υποδηλώνοντας έναν αφοσιωμένο τρόμο.
Είναι αλήθεια πως η γραφή του με είχε επηρεάσει εκείνο το διάστημα. Κυρίως η γλώσσα του, οι απόκρημνοι συνειρμοί του και ο μοντερνισμός των συνειρμών του. Εκείνο τον καιρό είχα γράψει τη Λιβιδώ, για την οποία εκφράστηκε πολύ κολακευτικά, λέγοντάς μου ότι από το τρίτο βιβλίο βρίσκει ο συγγραφέας τον δρόμο του. Όμως το επόμενο βιβλίο, Η Παραλοϊσμένη, και το μεθεπόμενο, Γενεαλογία, είχαν αρκετές επιδράσεις από τη γραφή του Χειμωνά, κάτι που ως τότε προσπαθούσα να το κρύψω. Του έστειλα την Παραλοϊσμένη (γιατί κατά διαστήματα έλειπε λόγω μεγάλων καταθλίψεων). Με αναζητούσε μέρες στο τηλέφωνο και όταν επιτέλους με βρήκε τον άκουσα πρώτη φορά ενθουσιασμένο. Η Παραλοϊσμένη σου, μου είπε, δείχνει ποιητή με όραμα, μεγάλης εμβέλειας! Ήταν ολοφάνερο ότι είχε δει την επίδραση της γραφής του στο βιβλίο μου και επαινούσε το συνεχιστή του... «Γιώργο», του λέω, «χρωστάω πολλά στο δικό σου έργο, στη γλωσσική σου ιδιοφυία» κτλ. Παρ’ ότι σήμερα θεωρώ το βιβλίο μου «πειραματικό και ανολοκλήρωτο», αν και μου άνοιξε τον δρόμο για την ποιητική πρόζα.
Μια μέρα τον βρήκα στην κλινική στα κέφια του. «Τι γράφεις τώρα Μανόλη;», με ρωτάει. Αν θυμάμαι καλά του είπα ότι γράφω την Οντοφάνεια· «εξαίρετος τίτλος, μου λέει, αλλά τώρα κάθισε γιατί μπορεί να πέσουν κάτω τα θεμέλια, απ’ αυτό που θα ακούσεις. Γιατί αυτόν τον καιρό γράφω τον «Προμηθέα λυόμενο». Από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, πάω πιο πέρα και γράφω τον «Προμηθέα λυόμενο»!» Βρισκόταν σε έκσταση· «Αν εν τω μεταξύ δεν πεθάνω, γιατί μετά από ένα μεγάλο έργο πεθαίνει ο ποιητής». Σχεδόν παραληρούσε, αλλά το βίωνε αληθινά, είχε συλλάβει την ιδέα, όπως μου είπε, αλλά φοβόταν ότι θα πεθάνει από το μεγαλείο της σύλληψής του.
——— ≈ ———
Οι τελευταίες εικόνες από τον Χειμωνά ήταν όταν πια είχε κουραστεί να παρακολουθεί τη Νανά Καλλιανέση του Κέδρου (αυτή την αρχόντισσα) που έπασχε από προχωρημένη άνοια, και με παρακάλεσε να πηγαίνω εγώ να τη βλέπω. Ας σημειώσω εδώ ότι εξαιτίας της φιλίας μου με τον Χειμωνά, η Καλλιανέση μού έβγαλε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, τα τρία πρώτα μου βιβλία. (Εδώ πρέπει να σημειώσω τη μεγάλη γενναιοδωρία του Χειμωνά. Βοηθούσε οποιονδήποτε του ζητούσε κάτι. Βοήθησε επιμελητές του στα μεταπτυχιακά. Και υπέγραψε τη χάρτα το 1968 για την εισβολή στην Πράγα, ένεκα της οποίας τον απέλυσαν για αρκετούς μήνες). «Μου μίλησε ο Γιώργος για σένα», μου είπε. Η Καλλιανέση του ειχε μια σχεδόν παθολογική λατρεία. Γενικά άρεσε στις γυναίκες, αλλά κυρίως οι μεγάλες γυναίκες τον λάτρευαν. Φαντάζομαι τους ξυπνούσε κάποιο μητρικό ένστικτο.
Ειδικά η Καλλιανέση ήταν τόσο αφοσιωμένη μαζί του που τον έβλεπε σαν παιδί της. Πολύ συχνά κατά τις τρικυμιώδεις μεταπτώσεις του, απελπισμένος, την καλούσε μεταμεσονύχτιες ώρες να έρθει επειγόντως αν θέλει να τον προλάβει ζωντανό. Εκείνη πήγαινε πάντα σε όλες τις κλήσεις του και είχε τον τρόπο να τον παρηγορεί. Αργότερα καλούσε και άλλους φίλους συγγραφείς για βοήθεια, όταν η Καλλιανέση είχε αρρωστήσει. Κάτω από το μεγαλοπρεπές του ύφος βίωνε δραματικά υπαρξιακές αγωνίες με ιδέες αυτοκαταστροφής και αυτοϋποτίμησης. Λόγω του πνευματικού του βάθους τραβούσε τα πράγματα στα άκρα. Χρόνια αργότερα με ειδοποίησαν οι συνάδελφοί μου ψυχίατροι στο Νοσοκομείο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, όπου ήμουν διευθυντής, ξέροντας την φιλία μου με τον Χειμωνά, ότι τον έφεραν στα επείγοντα με ασθενοφόρο. Τον βρήκαν, όπως έμαθα, πεσμένο σε λασπωμένο δρόμο, έχοντας καταναλώσει ποσότητα αλκοόλ και 5 έως 10 Hipnostedon. Είχε αποκοιμηθεί με το τσιγάρο αναμμένο, πήραν φωτιά τα σεντόνια και του προξένησαν εκτεταμένα εγκαύματα στο στήθος, ευτυχώς όχι σοβαρά. Κατέβηκα για να τον δω, παρακάλεσα τους συναδέλφους να τον προσέξουν κτλ. Πλησίασα το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος και βογκούσε ελαφρά. Δεν τόλμησα να του μιλήσω στην κατάσταση που ήταν, γιατί ήξερα πως θα του ήταν δυσάρεστο.
——— ≈ ———
Οι τελευταίες εικόνες από τον Χειμωνά ήταν όταν έφερε στο Αιγινήτειο τον Μανόλη Αναγνωστάκη, αδελφό της γυναίκας του Λούλας, με ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, και λίγο αργότερα όταν ο ίδιος μπήκε στο διπλανό Αρεταίειο νοσοκομείο με σοβαρά αγγειακά προβλήματα στα πόδια. Είχε αλλάξει πολύ. Διέκρινα στο πρόσωπό του την έκφραση της παραίτησης, μαζί μ’ εκείνον τον αφομοιωμένο τρόμο. Σαν να είχε γεράσει ξαφνικά, γεμάτος ρυτίδες και οιδήματα. Αισθανόμουν ότι δεν του άρεσε να τον βλέπω έτσι, απεριποίητο και γερασμένο. Σχεδόν απέφυγε να με κοιτάξει. «Προχώρα μπροστά», μου είπε, «έχεις κρητικό αίμα». Παρ’ όλα αυτά, λίγο αργότερα, τον παρακάλεσα να μου γράψει μια συστατική επιστολή, αν θυμάμαι καλά για το βραβείο Καζαντζάκη. Ένα κείμενο, σωστό ποίημα. Μ’ εκείνα τα εξαίσια βυζαντινά σπάνιας ωραιότητας γράμματα. Το ψάχνω καιρό αλλά ως τώρα δεν το έχω βρει. Δεν έλεγε όχι σε κανέναν.
——— ≈ ———
Ο Χειμωνάς είναι μεγάλος συγγραφέας. Εκτός το πρωτογενές του έργο, ό,τι έπιανε να μεταφράσει γινόταν έργο δικό του. Κυρίως τους Αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη. Τον Άμλετ και τη Μήδεια.
Στο κυρίως του έργο η γραφή του είναι εντελώς προσωπική. Κατόρθωσε να συνδυάσει την πρωτοπορία και το μοντερνισμό του Τζόις, του Μπέκετ και του Προυστ με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Πειραματίστηκε με τον δικό του μοναδικό τρόπο, και έζησε σε μιαν άλλη διάσταση, θα ’λεγα μυθιστορηματική, αρνούμενος κάθε κοινωνική σύμβαση και νόρμα. Ήταν ένα οραματικό ον, που όλη του η ζωή λες διαδραματιζόταν σε μια μεγαλειώδη σκηνή θεάτρου: Ακόμη και ο εξεζητημένος ναρκισσισμός του έκρυβε κάποιο μεγαλείο. Δεν ξέρω γιατί βλέποντάς τον να περπατά στους διαδρόμους του Αιγινητείου, νόμιζα ότι έβλεπα τον Άμλετ του Σαίξπηρ, τον οποίο λάτρευε. Και μεταφράζοντάς τον, λες περιέγραφε πιστά τον εαυτό του. Αυτή η εικόνα είναι η πιο έντονη από την γνωριμία μας. Κατά βάθος πιστεύω ότι είναι Ποιητής, λόγω του βάρους που είχε πάντα η εκπληκτική του γλώσσα. Στα πρώτα του έργα υπάρχει κάτι ανολοκλήρωτο και πειραματικό. Παρ’ ότι έφερε και σε αυτά ένα καινούργιο εντελώς δικό του τρόπο γραφής. Αλλά τα δυο τελευταία του έργα, Τα ταξίδια μου και Ο Εχθρός του Ποιητή, τα θεωρώ αριστουργήματα. Συν τα εξαιρετικά δοκίμιά του και τη χορευτική του δεινότητα. Ό,τι και αν έκανε, είχε τη μεγάλη σφραγίδα του. Ακόμη και ο μυστηριώδης τρόπος που έφυγε, ως να ήταν η τελευταία παράγραφος των μισοτελειωμένων γραπτών του.