Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/moysikh/h-lotte-lenya-sto-metoo
Σε ένα βιαιοκρατούμενο σύμπαν, η μόνη πιθανότητα να επιβιώσεις είναι να συνεταιριστείς με τους βίαιους και να ασκήσεις με τη σειρά σου τη βία που σου αναλογεί απέναντι στους ανήμπορους αυτού του κόσμου ή στους αποφασισμένους να απέχουν απ’ το παιχνίδι. Χτίζεται έτσι μια πυραμίδα μετακυλιόμενης βίας, που, στο διηνεκές, επιτρέπει στα μεγάλα ψάρια να καταπίνουν τα κάπως μικρότερα. Η νομιμοποιημένη βία του αρσενικού, καθώς κι η βία της εξουσίας –όπως εσχάτως τη γνωρίσαμε μέσα απ’ τις διαχεόμενες ακαθαρσίες της καλλιτεχνικής κιβωτού, η οποία, αφού εξόκειλε στην κορυφή του όρους Αραράτ κι αφού επέστρεψε το περιστέρι με το λιόκλαδο, φανερώθηκε πως ταξίδευε με ένα αποχετευτικό σύστημα προ πολλού αχρηστευμένο– ήρθε, αυτή λοιπόν, η βία, να μας εθίσει στην κόλαση που, χιλιοστό το χιλιοστό, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο, κατακυρίευσε κατά τη διάρκεια του πολλαπλού εγκλεισμού τους εύφορους ψυχικούς τόπους των πατρογονικών. Κι αυτό, ενόσω εμείς κοιμόμασταν στα αμπάρια. Κι αυτό, για να κάνουν ανεμπόδιστα τη δουλειά τους κάποιοι που κανονικά, σε μια δίκαιη κοινωνία, θα έσπαζαν πέτρες στο πιο βαθύ λαγούμι• κι αυτό, χαριστικά.
Το #MeToo κίνημα υπήρξε μια ανακουφιστική ίσως προσπάθεια εξισορρόπησης, και μαζί μια υπενθύμιση προς τους πιο προσεκτικούς από μας πως η βία ποτέ δεν είναι έμφυλη, όπως μια μερίδα διαμαρτυρομένων διατείνεται, μα υπέρφυλη, έκφυλη, διάφυλη και επιμένουσα. Η συνειδητοποίηση τώρα σε κάπως πλατύτερα στρώματα ότι βρισκόμαστε σε μια νέα κοινωνία, στους λαβυρίνθους της οποίας οι παλιοί τρόποι δεν λειτουργούν με την κανονικότητα που ξέραμε, καθόλου δεν σημαίνει την εξάλειψη της αγυρτείας. Παράλληλα, η μέθοδος του οριζόντιου αποκεφαλισμού των αγυρτειών που προεξέχουν απ’ την επιφάνεια του μέσου όρου δεν είναι κατά τη γνώμη μου η ενδεδειγμένη, ούτε η πλέον αποτελεσματική, παρότι ένας κάποιος φόβος κατοχυρώνεται εσχάτως ως απαραίτητος, για να φυλά τα έρμα.
Παρά τα παραπάνω φλύαρα, πρέπει να παραδεχτούμε πως μέσα στους αιώνες η καταπιεσμένη ψυχή –αρσενική ή θηλυκή, αδιάφορο– έβρισκε πάντα τρόπο να ξεσκεπάζει τη χύτρα λίγο πριν εκραγεί, με αποτρόπαια προς τα έξω ή προς τα μέσα αποτελέσματα. Κι όποτε ο Θεός, ή η συγκυρία, δεν επέτρεψαν την εκτόνωση αυτής της οριακά διαστελλόμενης γαστέρας της εγκυμονούσας καταστροφής, η καταστροφή θα αποδεικνύονταν οριστική, μόνιμη, συνώνυμη μ’ αυτό που λέγαμε θάνατο• και δεν μιλούμε ασφαλώς για έναν απλό, ανώδυνο, αναμενόμενο, θάνατο.
Κι όμως η νίκη και η ήττα, όπως κι αλλού έλεγα, διαλέγουν τυφλούς παράδρομους για να κάνουν τη δουλειά τους. Έτσι, κάποιες συγκλονιστικές γυναικείες φιγούρες γαντζώθηκαν στην ιστορική μνήμη, υπογραμμίζοντας το ακαταμάχητα διατρητικό τάλαντο ενός λεπτεπίλεπτου θηλυκού ήθους, που από πάντα του ήξερε να κατατροπώνει, με τον πλέον αυτονόητο τρόπο, τόνους αρσενικής ασημαντότητας. Και το ήθος ήταν από καταβολής τραγωδίας με την πλευρά των θεών, ή οι θεοί ήσαν με την πλευρά του ήθους. Κι έτσι, μέσα απ’ τα πρώτα κιόλας σημάδια της γραφής, μας παραδόθηκαν μορφές λαξευμένες σαν δράκοι υποβρυχίων σπηλαίων, και σαν τροχιοδεικτικά μες στο πηχτό σκοτάδι του ψυχικού μας βυθού. Η Αντιγόνη ήρθε πρώτη. Και ακολούθησαν η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, η Μήδεια και, ύστερα μου φάνηκε, μια κάποια Κομνηνή, και, πριν καλά καλά το καταλάβω, βρέθηκα με μια δρασκελιά μπροστά στη Μπουμπουλίνα και πλάι στη μαυροφόρα με το τσεμπέρι, που αγκαλιάζει με μιαν αδιάτρητη προσευχή τον γιο της, την ώρα που αυτός κινάει για το μέτωπο.
Έπεσα έτσι προχτές, απρόσμενα κι ανεπαίσθητα, καθώς που συμβαίνει με τα θαύματα, μια ακόμα φορά πάνω στην «Τζένη των Πειρατών», του Κουρτ Βάιλ και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, το διάσημο τραγούδι απ’ την Όπερα της Πεντάρας που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της το 1928, για να φτάσει ως τις μέρες μας, πλήρης δύναμης και ερωτισμού – κορίτσι πάνω στην άνθιση του πολύγλωσσου κάλους του. Το τραγούδι ευτύχησε πολυάριθμων εκτελέσεων, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας, συνήθως στην απόδοση του Παύλου Μάτεσι. Όμως εδώ θα αφήσω μοναχά τις δύο πρώτες εντυπώσεις που εγώ είχα απ’ αυτό:
Η πρώτη ήταν απ’ τη Λότε Λένια, τον μεγάλο έρωτα και δύο φορές γυναίκα του Κουρτ Βάιλ, που ντύθηκε τον ρόλο της Τζένη στην Όπερα, και που για πάντα κράτησε το προνόμιο να έχει διδαχθεί κάθε λέξη του κειμένου απ’ τον ίδιον τον Βάιλ κι απ’ τον ίδιον τον Μπρεχτ. Στην πράξη μπορούμε να υποθέσουμε πως ο ρόλος κυοφορήθηκε βαθιά μέσα στη μυστηριώδη μήτρα αυτής της ίδιας της φωνής της. Έτσι, κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, δώρο, μιαν αγκαλιά από σκοτεινά άνθη, μια φούχτα μύχιες προθέσεις του νεαρού συνθέτη, καθώς και μια ερμητική στιγμή της παράξενης σχέσης των δύο εραστών.
Η δεύτερη εντύπωση ήταν απ’ τη Μαρία Φαραντούρη, απ’ το πολυχαραγμένο, κάτω απ’ τη βελόνα του πικ-απ, βινύλιο του 1979, με τίτλο: Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει Μπρεχτ.
Αντιγράφω εδώ την απόδοση του Παύλου Μάτεσι, σημειώνοντας εξαρχής πως την ηχητική δύναμη τού πρωτοτύπου στα γερμανικά δύσκολα θα την κατόρθωνε μια απόδοση, ας ήταν κι η πιο τυχερή:
Κύριοί μου καλοί, με πληρώνετε εδώ
και σας κάνω όλα τα γούστα
και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ
στο φτηνό ξενοδοχείο, στη φτηνή την προκυμαία
και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε
μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε.
Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνι
κι όλοι λέν: βουητό ήταν αυτό;
Και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω
κι όλοι λέν: αυτή γιατί γελάει;
Κι ένα μαύρο καράβι
με πενήντα κανόνια
στο λιμάνι έχει μπει.
Κύριοί μου καλοί, σας λυπάμαι καθώς
παζαρεύω ποιόν θα πάρω για νυχτιά,
γιατί σε κρεβάτι απόψε δε θα κοιμηθεί κανένας
μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά
που δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ
που δε μάθατε ποια είμ’ εγώ.
Και μέσα στη νύχτα ουρλιαχτό στο λιμάνι
κι όλοι λέν: τι είναι αυτό το ουρλιαχτό;
Και ορμάω στο παράθυρο με γέλια
κι όλοι λέν: τι πανηγυρίζει;
Και το μαύρο καράβι
κατά πάνω στην πόλη
τα κανόνια γυρνά.
Κύριοί μου καλοί τώρα πια δεν γελάτε
τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρεμίσαν σε μια νύχτα
απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω
κι απορείτε γιατί τ’ άφησαν αυτό;
κι απορείτε γιατί τ’ άφησαν αυτό;
Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη
κι όλοι λέν: ποιος να έμεν’ εδώ;
Και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει
και θα πουν: γι’ αυτήν ήτανε λοιπόν!
Και το μαύρο καράβι
τη σημαία σηκώνει
να με υποδεχτεί.
Και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες
βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν
και θα δέσουν μ’ αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
και δεμένους μ’ αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου
και με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
Και με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι
θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί;
Και θ’ ακούσετε ν’ αποφασίζω: Όλοι!
Και απάνω στα κουφάρια σας θα πω: Έτσι!
Και το μαύρο καράβι
τα πανιά του ανοίγει
και με παίρνει μακριά.
Στη συνέχεια αφήνω τις τρεις εκτελέσεις που κινούν το ελαφρύ ερπυστριοφόρο αυτών εδώ των σκέψεων:
1. Της Λότε Λένια, του 1958, στην πρωτότυπη εκδοχή, στα γερμανικά. Με τη δέουσα αποστασιοποίηση στην αρχή, κορυφώνεται στο ανατριχιαστικό για μένα σημείο του 3:25΄΄ αυτού εδώ του βίντεο, όταν στην ερώτηση των πειρατών “– Ποιος πρέπει τώρα να πεθάνει;” εκείνη απαντάει: “– Alle!”.
Και μετά, όταν τα κεφάλια τους πέφτουν, αφήνει να κυλήσει εκείνο το συγκλονιστικά ειρωνικό, σαν παιδί που πετά το τόπι του στην πλατεία: “–Hopla!”
2. Της Λότε Λένια, του 1966, σε μια τηλεοπτική εκδοχή του τραγουδιού, στα αγγλικά. Το βάζω εδώ μόνο και μόνο για το παραμορφωμένο πρόσωπο αυτής της γυναίκας που εξομολογείται αιώνες κατολισθήσεων βίας, που έχουν τόσο οριστικά την ψυχή της καταπλακώσει ώστε αυτή δεν γίνεται παρά να ξεχειλίζει σαν χείμαρος και σαν ματωμένη μέσα απ’ την κρεατομηχανή του ονείρου σάρκα. Όνειρο λυτρωτικό, όνειρο που κατασπαράζει τον βιαστή και μαζί το θύμα κάθε ταπεινωμένου μες στους αιώνες προσώπου.
Και οι δύο αυτές εκτελέσεις ξυπνούν στην αίσθησή μου εκείνον τον παλαιό υποθαλάσσιο δράκο, εκείνο το ακαριαίο αγκάλιασμα του πόνου που το αναλυτικό πνεύμα ποτέ δεν θα κατόρθωνε, μα που το τραγούδι, λαθραία, θριαμβευτικά, σχεδόν αναιδώς, μας πετά στα μούτρα, σαν λάφυρο θριάμβου, απονευρώνοντας κάθε αντίρρηση. Με ένα “—Hopla!”, του Μπέρτολτ, του Κουρτ, της Λότε. Με ένα “—Hopla!”. Οριστικό, σαν υπογραφή νεκρού.
3. Της Μαρίας Φαραντούρη. Επειδή είναι η πρώτη εκτέλεση που άκουσα. Κυρίως όμως σαν φόρο τιμής σ’ αυτήν την ταυτισμένη με την ανάσα μας φωνή, που ξέρει όταν λέει ”—Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά” να ζωγραφίζει πάνω στον μουσκεμένο καμβά των ήχων τον ίδιο εκείνον άνεμο που κίνησε τα πλοία των Αχαιών απ’ την Αυλίδα ως την Τροία, σαν να μην έχει από τότε ως τα σήμερα φυσήξει άλλος άνεμος, σαν να μην έχει από τότε ως τα σήμερα διαβεί μια μέρα νηνεμίας.
Απ’ την έκδοση του 1958:
https://www.youtube.com/watch?v=42eu4_Ykw2g
Η αγγλική εκδοχή, του 1966:
https://www.youtube.com/watch?v=oZecKsm0Mfw
Με τη Μαρία Φαραντούρη, του 1979:
https://www.youtube.com/watch?v=3nW5cQCjv6Y
Αφήνω εδώ και μια ενδιαφέρουσα εκδοχή απ’ την ταινία του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, του 1930, εκδοχή που, παρά την ιστορική της σημασία, είχαν αρνηθεί ο Βάιλ και ο Μπρεχτ, ως συναισθηματική και ιδεολογικά ασυνεπή στο πρωτότυπο. Στον ρόλο της Τζένη ήταν και πάλι η Λότε Λένια: