Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/klimakes/berona-troizhna-parisi-poros-staseis-ston-dromo-epidayroy-londinoy-pros-ta-synora
Οι Έλληνες επαναστάτησαν το 1821 για την Ελευθερία θαυμαζόμενοι από τους φίλους της, αλλά και από τους συνταγματολόγους για το Α΄ Σύνταγμα που συντάχθηκε στην Επίδαυρο στις αρχές του 1822 και για τα επόμενα. Στη Διακήρυξη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης ως εδαφικός χώρος της «επικράτειας της Ελλάδος» αναφέρονται τέσσερις γεωγραφικές περιοχές και ένα «κ.τ.λ.»: «Ανατολική χέρσος Ελλάς, Δυτική χέρσος Ελλάς, Πελοπόννησος, Νήσοι κ.τ.λ.». Αυτό το «κ.τ.λ.» ίσως είναι από τότε ένας εμβληματικός γεωγραφικός ορισμός ανείπωτων οραμάτων, επιθυμιών αλλά και της αντίληψης των Ελλήνων περί του χώρου ―ιδιωτικού και δημόσιου. Μήπως όμως θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς; Όταν μετά το «κ.τ.λ.», προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, οι επαναστατημένοι Έλληνες έστειλαν από το Άργος την άτυχη Διακήρυξή τους στο Συνέδριο της Βερόνα, γίνονται πιο συγκεκριμένοι γεωγραφικά, πλην των ασαφειών περί Θεσσαλίας και Ηπείρου, «Ποταμοί αίματος έρρευσαν έως σήμερον, αλλ’ όμως η του ζωοποιού Σταυρού τροπαιοφόρος σημαία, υψωθείσα, κυματίζει ήδη εις τα ωχυρωμένα τείχη της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Εύβοιας, της Βοιωτίας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας, εις το πλείστον μέρος της Θεσσαλίας και Ηπείρου, εις την Κρήτην και εις τας νήσους του Αιγαίου Πελάγους». Η διατύπωση αυτού του γεωγραφικού ορισμού, στα τέλη του 1822, δίνει το επιχείρημα στον παθιασμένο φιλέλληνα Blaquiere να υπαγορεύσει και εκδώσει χάρτη το 1824 μιας συνοριακής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που ετοίμασε η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας, ένθετο στο βιβλίο του για την Ελληνική Επανάσταση ―Hall, ο δημοφιλής χαρτογράφος και καινοτόμος χαράκτης του χάρτη. Στον χάρτη αυτόν, με βάση τη θεωρία των φυσικών στρατηγικών συνόρων ασφαλείας, οι ποταμοί Αξιός και Δρίνος προτείνονται ως ηπειρωτικά σύνορα, ενώ στο νησιωτικό σύνολο περιλαμβάνεται το Αιγαίο, η Κρήτη και η Κύπρος. Το 1823 στο Άστρος ―άπ’ όπου και η απαρχή της εμφύλιας διαμάχης― δεν γίνεται καμία γεωγραφική αναφορά περί των ορίων της «επικρατείας της Ελλάδος», ενώ το 1827, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, το θεωρούμενο από τους ειδικούς ως σημαντικότερο της επαναστατικής περιόδου, υπάρχει για πρώτη φορά ιδιαίτερο κεφάλαιο περί «Ελληνικής επικρατείας» και μάλιστα το Β΄ κεφ., με τρεις σύντομες φράσεις: «Η Ελληνική επικράτεια είναι μία και αδιαίρετος.» / «Σύγκειται από επαρχίας.» / «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Ο γεωγραφικός χώρος στερείται τις ονοματολογίες της Επιδαύρου και του Άργους αποκτώντας, μια πενταετία μετά, αφηρημένο ηρωικό περιεχόμενο, μάλλον πιο κοντά στο «κ.τ.λ.» της Επιδαύρου. Τώρα βρισκόμαστε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση που θα καλέσει τον Καποδίστρια την Άνοιξη του 1827, ως τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, με τον Ιμπραήμ ήδη δύο χρόνια στην Πελοπόννησο. Ο Καποδίστριας λοιπόν θα έλθει να κυβερνήσει μια χώρα η γεωγραφική έκταση της οποίας ορίζεται από τα εδάφη των οποίων οι πληθυσμοί, «Έλαβον και θα λάβουσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Αυτή ήταν η πρόσληψη της γεωγραφικής επικράτειας που είχαν οι Έλληνες σε έναν μάλλον μνημονικό χάρτη (τον χάρτη του νου τους δηλαδή) παρά σε έναν αληθινό. Όμως με αληθινούς χάρτες διαλέγονταν, διαπραγματεύονταν, σχεδίαζαν, αποφάσιζαν και συμβιβάζονταν οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις ―Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία― υπό την επίμονη πίεση ενός Έλληνα, του Καποδίστρια. Ίσως του μόνου, που ενώ γνώριζε και εξέφραζε σθεναρά τους ηρωϊκούς μνημονικούς και αφηρημένους χάρτες των Ελλήνων, γνώριζε επίσης και αντιλαμβάνονταν τους αληθινούς χάρτες και τη σημασία τους στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκηνή.
Έχοντας προηγηθεί το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης τον Απρίλιο 1826 ―βρετανορωσική συμφωνία για αυτόνομο ελληνικό κράτος υπό την Υψηλή Πύλη― η πολιτική του George Canning έφερε γρήγορα τη Γαλλία σε συναντίληψη με το Πρωτόκολλο το φθινόπωρο του 1826. Τη χρονιά που εκδόθηκε στο Παρίσι, ο τετράφυλλος γαλλικός χάρτης της Ελλάδας του Lapie (1826), στη μεγαλύτερη μέχρι τότε κλίμακα (4 χλμ. εδάφους στο 1 εκ. του χάρτη, έναντι των 8, 6 ή 5 χλμ. πριν). Τον Ιούλιο 1827 με τη Συνθήκη του Λονδίνου οι τρεις Δυνάμεις αποφάσισαν την αυτονομία των Ελλήνων, υπό την Πύλη, χωρίς καθορισμό συνόρων. Οι συζητήσεις όμως των Δυνάμεων για τα σύνορα συνεχίζονται μακρές ―και το 1828― με βάση τις αποφάσεις του 1827 στο Λονδίνο και έχοντας σε κυκλοφορία τον χάρτη του Lapie. Φαίνεται όμως ότι εκείνο το «κ.τ.λ.» της Επιδαύρου, οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί που κατατέθηκαν στη Βερόνα, όπως απεικονίζονται στον χάρτη Blaquiere/Hall, αλλά και η διατύπωση της τρίτης φράσης του κεφ. Β΄ του Συντάγματος της Τροιζήνας δεν έπειθαν τις Δυνάμεις, κυρίως τη Βρετανία. Ο Καποδίστριας είχε αρχίσει τις διπλωματικές προετοιμασίες για κάθοδο στην Ελλάδα, μετά την πρόσκληση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης τον Απρίλιο 1827. Οι ατυχίες του όμως άρχισαν νωρίς. Η πολλά υποσχόμενη επίσκεψή του στο Λονδίνο τον Αύγουστο 1827 ατύχησε, αφού λίγες μέρες πριν πέθανε ο καλής προδιάθεσης για το ελληνικό ζήτημα George Canning. Aκολούθησε αμέσως μετά, η επίσκεψή του στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο, σε επίσημα θερμό κλίμα. Εκεί εξασφάλισε την υποστήριξη της Γαλλίας στο (πέρα από κάθε φαντασία) δύσκολο έργο του, μέσω και της επιρροής του καλού του φίλου από τα παλιά, στρατηγού Λοβέρδου· με αυτόν αρχίζει τη συζήτηση ο Καποδίστριας για τα σύνορα, με τον χάρτη του Lapie φρεσκοτυπωμένο το 1826 ―τον είδε τότε, όπως φαίνεται στην περίφημη επιστολή προς τον φίλο του από την Αγκόνα. Ο Λοβέρδος είχε σαφείς απόψεις περί φυσικών στρατηγικών συνόρων ασφαλείας της Ελλάδας, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, «Ηγωνίσθη με απεριόριστον πατριωτισμόν να πληροφορήση το Υπουργείον ότι, εαν αι σύμμαχοι δυνάμεις επιθυμώσιν αληθώς την ησυχίαν της Ανατολής, πρέπει να δώσωσιν όρια εις το νεοσύστατον κράτος ταις Ελλάδος, τα οποία να είναι, φύσει, οχυρά, και να έχωσιν ανάγκην ολίγης στρατιωτικής δυνάμεως Ελλήνων και Οθωμανών. Επρόσφερε, δια τούτο, προς τον Υπουργόν των εξωτερικών εν σχέδιον οροθετικόν κατασκευασθέν υπ’ αυτού, εις το οποίον συμπεριελαμβάνετο, εις το αρκτικόν μέρος, όλη ή χριστιανική Ελλας χωριζομένη δια ποταμών και δυσβάτων βουνών, εις το μεσημβρινόν, η Κρήτη, εις το Ανατολικόν, αι περί την Σκίαθον και Σκόπελον νήσοι, εξαιρουμένων των πλησιαζουσών σποράδων εις τα παράλια της μικράς Ασίας, εις δε το δυτικόν εξαιρούσε μόνον την επτάνησον, και διευθύνων την οροθετικήν γραμμήν από το Άκτιον, έφθανεν έως εις τας εισβολας του Αχελώου, όθεν, είχεν αρχίσει». Περιγράφει δηλαδή τα βόρεια όρια του χάρτη του Lapie, μέχρι το γεωγραφικό πλάτος των βόρειων πηγών του Αχελώου (κοντά στο Μέτσοβο). Αλλά, όπως συμπληρώνει ο βιογράφος του, «Το σχέδιον τούτο συνωδευμένον με παρατηρήσεις, εις ας ο Λοβέρδος απεδείκνυε την ανάγκην τοιαύτης οροθεσίας, παρεδέχθη ευχαρίστως υπό του Υπουργού των εξωτερικών, αλλ’ ή αγγλική πολιτική, συνήθης εις το να παραλλάσση μορφάς, εματαίωσεν ως προς τούτο τους αγώνας του φιλογενούς συμπολίτου μας». Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι, ο χάρτης του Lapie του 1826 περιγράφει πολύ συγκεκριμένα τη γαλλική δυνητικότητα περί των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους, υπό την επιρροή του Λοβέρδου. Αυτόν τον χάρτη προτείνει άλλωστε ο Καποδίστριας προς άμεση χρήση μέχρι να κατασκευαστεί από τους Γάλλους ένας «αληθινός χάρτης» ―όπως ζητούσε― αλλά και τον εννοεί, ως αφετηρία διαπραγματεύσεων, στις μεγάλες παρεμβάσεις του περί των συνόρων. Από το Παρίσι, λίγες μέρες πριν το Ναβαρίνο και έχοντας υπόψιν του τη θετική τότε προδιάθεση της Γαλλίας, οι απαντήσεις του Καποδίστρια στα ερωτήματα του Βρετανού υφυπουργού Πολέμου Wilmot-Horton περί του «Τί πρέπει να εννοούμε λέγοντες Ελλάδα σήμερον;» και «Ποία θα έπρεπε να είναι τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδος;» είχαν ως βάση το «κ.τ.λ.» της Επιδαύρου, τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς της διακήρυξης στη Βερόνα και την τρίτη φράση του Β΄ κεφ. του Συντάγματος της Τροιζήνας, «Το ελληνικόν Έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την ορθόδοξον πίστην, και την γλώσσαν των πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι» και «Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων φευ αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι πολύμορφοι συμφοραί, ούτε η δορικτησία, ουδέποτε ίσχυσαν να παραγράψουν, διεγράφησαν δε από του 1821 δια του αίματος του χυθέντος εις τα σφαγάς των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και εις τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας, εν ταις οποίαις εδοξάσθη το γενναίον τούτο Έθνος». Αναφέρεται επιπλέον στον γεωγραφικό προσδιορισμό του Στράβωνα περί Ελλάδας, με τη συμπερίληψη της Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας, των νησιών του Αιγαίου και Ιονίου και τη Μικρά Ασία. Να είχε άραγε ο Καποδίστριας στο νου του τη μετάφραση του Κοραή;
Η περίοδος των δύο πρώτων χρόνων διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια (1828-1829) της αναγνωρισμένης ελληνικής αυτονομίας είναι πυκνή σε σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που επηρεάζουν την εξέλιξη των αποφάσεων για τα σύνορα. Η κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου γίνεται τον Απρίλιο 1828, ενώ στο Λονδίνο συνεχίζονται σε μόνιμη βάση οι διπλωματικές συζητήσεις των τριών Δυνάμεων περί των συνόρων. Σε βρετανικό ερώτημα προς τον Καποδίστρια, σχετικά με τη γνώμη του για τα σύνορα, γράφει τον Ιούλιο 1829 προς τον φίλο του Canning πρέσβη στην Πύλη (Stratford, εξάδελφος του εκλιπόντος πρωθυπουργού), «Η φυσικωτάτη οροθεσία, εξ ής μόνης ήθελεν απολάβη η νέα επικράτεια τον προσήκοντα σχηματισμόν προς το φυλάττεσθαι κατά των Τούρκων κλπ. ήθελεν είσθαι, κατά γην μεν γραμμή προϊούσα από των βάσεων του όρους Ολύμπου–Χασιά–Μέτσοβον–Σαμαρίνα–Χόρμοβον–Γαρδίκι–Παλέρμον–Χειμάρρας κατά την Αδριατικήν θάλασσαν». Η γεωγραφική εικόνα που περιγράφει ο Καποδίστριας παραπέμπει πάλι στον χάρτη του Lapie του 1826. Επιχειρηματολογεί γιατί, «Οι κάτοικοι των μερών αυτών ήσαν οι μαχητικώτεροι των Ελλήνων πού πολλαπλώς επολέμησαν και ενίκησαν τούς τούρκους εις τα στενά τής Πίνδου, τον Όλυμπον και Παρνασσόν, ηρωικώτατα υπερεμάχησαν του Μεσολογγίου και της Αραχώβης, αντέσχον κατά των Τούρκων την εσχάτην αντίστασιν εν τη Ακροπόλει των Αθηνών» ―τον Μάιο 1827 πέφτει η Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των τακτικών εργασιών για τα σύνορα της ελληνικής αυτονομίας στο Λονδίνο θα αποφασιστεί και η αποστολή των γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο για την εκδίωξη του Ιμπραήμ. Οι 15.000 Γάλλοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και οι χαρτογράφοι του Dépôt, αποβιβάζονται στη Μεθώνη τον Αύγουστο 1828· τρία χρόνια πριν είχαν αποβιβάστεί εκεί 35.000 στρατιώτες του Ιμπραήμ, χωρίς χαρτογράφους. Ο Σεπτέμβριος 1828 ήταν σημαντικός για το ζήτημα των συνόρων. Οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων στην Πύλη, Canning, Ribeaupierre και Guilleminot συνεδρίασαν στον Πόρο, ως ειδική επιτροπή εντεταλμένη από τη μόνιμη του Λονδίνου για το ζήτημα αυτό. Από τους τρεις, ο Γάλλος Guilleminot, ιδρυτικό μέλος της περίφημης Société de géographie ―ιδρύθηκε το 1821― ήταν διακεκριμένος μηχανικός γεωγράφος στις μάχες της Ουλμ και του Άουστερλιτς (1805) με σημαντική χαρτογραφική πείρα από τη χάραξη των συνόρων στη Δαλματία (1809) και των νέων ανατολικών συνόρων της Γαλλίας (1817)· διοικητής του Dépôt, αναφέρεται η συμβολή του και στα δύο εμβληματικά υπομνήματα των χαρτών του Lapie (1822 και 1826). Οι οδηγίες που είχαν οι πρέσβεις ήταν σκληρές: αυτόνομο ελληνικό κράτος υπό την Πύλη που θα περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο (με τη ζώνη του Ισθμού ―ενδεχομένως μέχρι τα Μέγαρα) και από τα νησιά την Αίγινα, του Αργολικού Κόλπου και τις Κυκλάδες (μέχρι τη Νάξο). Η πρόταση των τριών προστάτιδων Δυνάμεων στον Πόρο αντιστοιχούσε με ό,τι απεικόνιζε ο γαλλικός χάρτης του Dépôt/Peytier (1829-1831) όταν εκδόθηκε στο Παρίσι το (1832) και σταλθηκε σε μόλις 100 αντίτυπα προς χρήση στην Ελλάδα.
Ήταν ένα «αποτρόπαιο» διπλωματικό σχέδιο που αφενός θα ηρεμούσε (κατ’ υπόθεση) την οθωμανική οργή, αλλά και θα τιθάσευε τα οράματα των Ελλήνων, του «κ.τ.λ.» της Επιδαύρου και των διατυπώσεων στη Βερόνα το 1822, της Τροιζήνας και των αντίστοιχων του Καποδίστρια προς στους Βρετανούς το 1827. Η πραγματικότητα ήταν μακριά και από τη δυνητική γαλλική στάση, που απεικόνιζε ο χάρτης του Lapie το 1826, για προς βορράν σύνορα μέχρι τον γεωγραφικό παράλληλο των «βάσεων» του Ολύμπου και του Κισάβου (κοιλάδα των Τεμπών) στη Θεσσαλία και των πηγών του Αχελώου στην Ήπειρο. Η ψύχραιμη αντίδραση του Καποδίστρια στην ψυχρολουσία του Πόρου έγινε σε δύο άξονες. Ο ένας ήταν μια αντιπρόταση δύο οροθεσιών, μιας «φυσικωτάτης» και μιας «συνεσταλμένης» ―όπως ο ίδιος τις ονόμασε― με νοτιότερα όρια η δεύτερη· ο άλλος άξονας ήταν η μόχλευση των φιλελληνικών αντανακλαστικών των πρέσβεων. Η «φυσικωτάτη» οροθεσία αναφερόταν στο βόρειο όριο του χάρτη του Lapie, «Ήθελεν είσθαι κατά τη γην μεν, γραμμή προϊούσα από των βάσεων του όρους Ολύμπου κατά τον Θερμαϊκόν κόλπον δια του όρους Χάσια και Μετσόβου και Χαρμόβου και Σαμαρίνας και Γαρδικίου εις τον Παλέρμον και την Αδριατικήν θάλασσαν». Με τα επιχειρήματα περί φυσικών στρατηγικών συνόρων ασφαλείας που έθετε ο Λοβέρδος, «Η φυσικωτάτη οροθεσία, εξ ης μόνης ήθελε απολάβει η νέα Επικράτεια τον προσήκοντα σχηματισμόν προς το φυλάττεσθαι κατά των Τούρκων». Και συνεχίζοντας την ανάγνωση του χάρτη του Lapie αναφέρεται στην Εύβοια και εμμέσως στην Αττική, «Των δε νήσων η Εύβοια εικότος εντός των ελληνικών ορίων περιλαμβανομένη, θέλει σκεπάζει τα της Αττικής παράλια, παρά τα οποία και μηκύνεται». Η έξοδος του Καποδίστρια από το γεωγραφικό παράθυρο του Lapie γίνεται υπέρ της Κρήτης και των άλλων νησιών του Αιγαίου, που δεν απεικονίζονται στον χάρτη του 1826, «Η δε Κρήτη έστω το έσχατον προς μεσημβρίαν μεθόριον, σκέπασμα των άλλων του Αιγαίου νήσων. Της Κρήτης η παρά των Ελλήνων απαραίτητος φαίνεται προς ασφάλειαν του Αιγαίου και της Πελοποννήσου». Η «συνεσταλμένη» οροθεσία προσδίδει ευρωπαϊκή εμπειρία διαπραγματεύσεων και διπλωματικό ρεαλισμό, εφόσον αφήνει ανοιχτό τον δρόμο και για στενότερη λύση του προβλήματος. Ο Καποδίστριας προσφέρει νοτιότερα σύνορα στο γεωγραφικό πλάτος του Βόλου, χωρίς να δεσμεύει τη διαπραγμάτευση, «Τα μάλιστα συνεσταλμένα όρια της Ελλάδος ήθελεν είσθαι τα από του κόλπου του Βόλου αρχόμενα». Ο δεύτερος άξονας, που στοχεύει στη διέγερση φιλελληνικών ανακλαστικών, αναφέρεται στους αγώνες, τις θυσίες και τα ιστορικά δικαιώματα των Ελλήνων πέραν των ορίων του χάρτη του Lapie, αλλά και προειδοποιεί για αναστατώσεις, που θα επιβαρύνουν την ασφάλεια και τη διεθνή ειρήνη, υπονοώντας ότι οι Έλληνες των περιοχών που θα παρέμειναν εκτός συνόρων, ως «Ούτοι στρατιώται πολλοί, ουδέποτε θέλουν απελπισθεί ούτε της επανακτήσεως των πατρίων αυτών εστιών, ούτε τα όρη αυτών, ούτε την τέχνην των όπλων θέλουσι παρατήσει, εγκλειόμενοι υπό συνθήκης εις τα στενά όρια έξω της γενεθλίου γης. Αλλά και τα όρια θέλουσιν υπερβεί και τον κατά των Τούρκων πόλεμον θέλουσιν επισυνάψει, οπότε θέλει νομίζεσθαι τελελεσμένον το περί την Ελλάδα ειρήνευμα». Η τρίτη φράση του Β΄ κεφ. του Συντάγματος της Τροιζήνας γίνεται απειλητικό επιχείρημα «.... και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Η επίκληση θεμάτων διεθνούς ασφάλειας θυμίζει σημερινές διαπραγματεύσεις διεθνούς πολιτικής και σχέσεων. Στην προφανώς καθ’ υπόδειξη απάντηση των πρέσβεων διά ερωτημάτων εφ’ όλης της ύλης, ο Καποδίστριας δεν αποθαρρύνεται. Απαντά τον Οκτώβριο 1828 και επαναφέρει ―εντυπωσιακά― τα επιχειρήματα του Λοβέρδου περί φυσικών στρατηγικών συνόρων ασφαλείας, «Αρκεί να ακολουθήσωμεν το σύνορον όπερ αυτή η φύσις φαίνεται αποδείξαι εις τους Έλληνας» επιμένοντας στα βόρεια όρια του χάρτη του Lapie. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτόν τον χάρτη με τίτλο CARTE Physique, Historique & Routière DE LA GRÈCE ο Lapie κάνει αναφορά στον παρόντα στον Πόρο πρέσβη Guilleminot ως κύριο πάροχο δεδομένων για τη σύνταξή του, κάτι που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ο Καποδίστριας επανέρχεται επιθετικά προσθέτοντας και άλλους τόπους, ιδίως νησιά ―δύο με ιδιαίτερη σημασία― «Περί δε των νήσων, εκ τε της ιστορίας και εκ των μνημείων και των των λοιπών πάντων μαρτυρείται ομοίως ότι και η Κύπρος και η Ρόδος και πολλαί άλλαι νήσοι αποσπάσματα εισί της Ελλάδος». Η Κύπρος είχε άλλωστε εμφανιστεί για πρώτη φορά, ως ένθετη απεικόνιση σε ιστορικό ελληνικό χάρτη, τον οποίο γνώριζε ο Καποδίστριας τουλάχιστον από το 1815 στη Βιέννη· στον πολύ σημαντικό «Πίνακα της Ελλάδος» του Άνθιμου Γαζή (1800).
Με τις υψηλού διπλωματικού χειρισμού παρεμβάσεις του προς τους πρέσβεις και χάρις στην εικοσαετή φιλία του με τον Canning ―μετά τον Πόρο είχε (προσωρινές) τιμωρητικές υπηρεσιακές συνέπειες― ο Κυβερνήτης ανέτρεψε την αρχική «αποτρόπαια» γραμμή και πέτυχε ευνοϊκότερη πρόταση για τα ελληνικά σύνορα με το Πρωτόκολλο του Πόρου που υποβλήθηκε στη διαρκή επιτροπή των τριών Δυνάμεων στο Λονδίνο τον Νοέμβριο 1828. Προέβλεπε σύνορα από τον Αμβρακικό μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο, με συμπερίληψη των νησιών της Εύβοιας μέχρι και της Σάμου και ενδεχομένως την Κρήτη· μια ευνοϊκότερη εκδοχή ma non troppo της «συνεσταλμένης» πρότασης του Καποδίστρια. Το βρετανικό υπουργείο των Εξωτερικών παρέμενε όμως ανένδοτο και επανέφερε το Πρωτόκολλο, τον ίδιο μήνα, στην «αποτρόπαια» υπόδειξη: Πελοπόννησος – Αργοσαρωνικός – Κυκλάδες, ακολουθώντας τις απόψεις του Wellington, που είχε συνυπογράψει το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης το 1826. Τον οριστικό νικητή του Ναπολέοντα ίσως ερέθιζε η παρουσία του Guilleminot στον Πόρο, με μνήμες της σκληρής πολεμικής αντιπαράθεσης Βρετανών και Γάλλων στην Ισπανία (όπου πρωταγωνίστησαν και οι δύο στρατηγοί) και αργότερα η κίνηση του Guilleminot στο Βατερλό, όταν υπέγραψε την ανακωχή με τον Πρώσο σύμμαχο του Wellington και όχι με τον ίδιο. Από το βρετανικής καταγωγής «αποτρόπαιο» Πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828, που αγνοούσε τις προτάσεις του Πόρου, η Ρωσία αποστασιοποιήθηκε με διακοίνωση τον Δεκέμβριο 1828. Μετά τις επιτυχίες της στον ρωσοτουρκικό πόλεμο και αφού ο Καποδίστριας αρνήθηκε να σταματήσει τις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις στη Στερεά, η Ρωσία δεν είχε λόγο να μην θεωρήσει προσωρινό το Πρωτόκολλο αυτό. Τον Μάρτιο 1829 οι προστάτιδες Δυνάμεις επανήλθαν στις προτάσεις του Πόρου και υπέγραψαν το νέο Πρωτόκολλο στο Λονδίνο, με σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, χωρίς την Κρήτη. Ο Καποδίστριας ενισχυμένος εσωτερικά (Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, Ιούνιος 1829) περίμενε το γρήγορα επερχόμενο νικηφόρο για τη Ρωσία τέλος του πολέμου· η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο 1829. Στη ρωσική νίκη προστέθηκε, λίγες μέρες μετά, η σημαντική επίσης νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία, η τελευταία μετά το 1821. Τον Φεβρουάριο 1829 η Διάσκεψη του Λονδίνου με ένα πρωτόκολλο πέρασε την Ελλάδα από το καθεστώς «αυτόνομου» κράτους σε καθεστώς «ανεξάρτητου» κράτους και αυθημερόν, με δεύτερο πρωτόκολλο, επέλεξε ως ανώτατο άρχοντα του νέου κράτους τον Γερμανό πρίγκιπα Λεοπόλδο. Τα σύνορα όμως στη δυτική Στερεά άφηναν εκτός την Ακαρνανία, ακολουθώντας τη γραμμή Αχελώου – Σπερχειού, με την Εύβοια, Σποράδες και Κυκλάδες. Ο Καποδίστριας σε συνεννόηση με τον Λεοπόλδο επέμενε στα σύνορα Αμβρακικού – Παγασητικού, επιστρέφοντας στη διατύπωση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, «Ανατολική χέρσος Ελλάς, Δυτική χέρσος Ελλάς, Πελοπόννησος, Νήσοι κ.τ.λ.» πολύ προσεκτικός στον χειρισμό του «κ.τ.λ.»· ζήτησε επίσης από τις Δυνάμεις τριμερή επιτροπή στρατιωτικών τοπογράφων για τη χάραξη των συνόρων επί του εδάφους, με τη συμμετοχή Ελλήνων και Οθωμανών. Ο Λεοπόλδος, αφού πίεσε για σύνορα στη γραμμή Καποδίστρια, αποσύρθηκε από τις ελληνικές περιπέτειες τον Μάιο 1830 αναλαμβάνοντας σύντομα ανώτατος άρχων του Βελγίου. Ενός νέου ανεξάρτητου κράτους πρώην δίγλωσσων και καθολικών νότιων επαρχιών του βασιλείου των Κάτω Χωρών, που μετά από σύντομη ένοπλη εξέγερση ―με υποστήριξη Γαλλίας και Ρωσίας― αποσχίστηκαν δημιουργώντας νέο κράτος το 1831. Το νέο αυτό κράτος αμέσως μετά την ανεξαρτησία του προφανώς και ίδρυσε ―εντός του 1831― υπηρεσία χαρτογραφήσεων (κατά τα γαλλικά πρότυπα), το Dépôt de la guerre et topographie, μισό αιώνα πριν την ίδρυση της αντίστοιχης ελληνικής.
Ο Καποδίστριας κράτησε πολιτική αναμονής. Δεν αποχώρησε στρατιωτικά από τη Στερεά, ενώ η επιτροπή χάραξης των συνόρων επί του εδάφους δεν έσπευσε να αναλάβει έργο, εφόσον οι μεν Ρώσοι ήταν σε νικηφόρα μεταπολεμική στρατιωτική αναδιάταξη, μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, οι δε Γάλλοι, αν και χαρτογραφούντες στην Πελοπόννησο, ήταν εξουθενωμένοι από τις κακουχίες και τις εργασίες, οι οποίες στην τελική τους φάση πλέον έπρεπε επειγόντως να ολοκληρωθούν. Όσο για τους Βρετανούς, είχαν τώρα νέο υπουργό Εξωτερικών που δεν πίεζε τον Καποδίστρια όσο οι προηγούμενοι. Η οριστική απόφαση για τα σύνορα πάρθηκε μετά από δίμηνες διαβουλεύσεις της μόνιμης επιτροπής, από τον Ιούλιο 1831 μέχρι την υπογραφή του νέου Πρωτοκόλλου του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο 1831 με την υιοθέτηση τελικά του Πρωτόκολλου του Μαρτίου 1829 με τις προτάσεις των πρέσβεων στον Πόρο· όριζε τη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, χωρίς την Κρήτη. Τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είχαν πλέον οριστικά αποφασιστεί στο Λονδίνο, κατά τους εννέα χρόνια πριν γεωγραφικούς προσδιορισμούς της Επιδαύρου, αλλά χωρίς «κ.τ.λ», δεκατρείς μόλις μέρες πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης είχε διεκδικήσει τη χαρτογράφηση ως πρώτη προτεραιότητα και διαπραγματεύτηκε με τις τρεις Δυνάμεις έναν γεωγραφίας αγώνα άγονο: των συνόρων της χώρας. Υπερασπιζόμενος των συγκεκριμένων και αφηρημένων γεωγραφικών «ρημάτων» των Ελλήνων πέτυχε το βέλτιστο. Όμως η χάραξη των συνόρων επί της πραγματικότητας του εδάφους θα καθυστερήσει μέχρι το 1834, ενώ ο δρόμος Επιδαύρου – Λονδίνου θα συνεχιστεί μέχρι το Βερολίνο, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΩΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Επιστολαί Ιωάννου Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος. Διπλωματικαί, διοικητικαί και ιδιωτικαί, γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρις 26 Σεπτεμβρίου 1831. (4 τόμοι), 1841, Αθήνησιν, Τύποις Κωνσταντίνου Ράλλη.
Α. Δεσποτόπουλος. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος. 1η Ανατύπωση, 2008, ΜΙΕΤ, ISBN 978-960-250-125-2.
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.