Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/pyxides/mikrh-klimaka-giannhs-droygos-ayra-margarith-natasa-siderh-ignaths-xoybardas
H
στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση
που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό
κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα
συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή
συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της
ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
———————— ≈ ————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η λέξη:
«Άκου»
———————— ≈ ————————
Φράγμα
Κοίταξε πρώτα τα χέρια του. Έπειτα κοίταξε το πυκνό δάσος γύρω του και πλάι του εκείνη, ήσυχα κοιμισμένη. Άγγιξε το πρόσωπό της και το έβαψε με τη λάσπη από την παλάμη του, χρώμα μαύρο με μια υγρασία παχύρρευστη, κολλώδη. Προσπάθησε να διακρίνει το κυμάτισμα των μαλλιών της, να εισπνεύσει τη μυρωδιά τους. Είδε δίπλα της το μαχαίρι που άστραψε στιγμιαία. Θυμήθηκε. Έγειρε το κεφάλι του πάνω στα ακίνητα στήθη της κι έκλαψε για λίγο. Θυμήθηκε τη φωνή της. Φωνή σαν ψιλή βροχή στο τζάμι μερικές ώρες πριν. Τα λόγια της, την απόφαση, την παραίτηση, το αμετάκλητο: εισιτήριο για μια διαδρομή χωρίς επιστροφή. Όλα αυτά σκεφτόταν, ώσπου έσκυψε στο αυτί της. Η γλώσσα του κινήθηκε δειλά στον λοβό της, έπαιξε με το σκουλαρίκι της, της ζήτησε συγχώρεση και ήρθε ο χείμαρρος των λέξεων που έσπασε το φράγμα του παλιού εαυτού του. «Τώρα θα είσαι μονάχα δική μου, δεν θα μπορείς να φύγεις, γιατί δεν φεύγουμε απ’ ό,τι αγαπάμε. Άκου πόσο ήσυχη είναι εδώ έξω η νύχτα. Αυτή την ησυχία ήθελα να σου χαρίσω, να ημερέψει τ’ αγρίμι της καρδιάς σου. Νυν και αεί. Άκου!»
Θανατοβάδισμα ή Όταν τα φαντάσματα αγνοούν ότι είναι φαντάσματα
«Άκου! Άκουσες, αδερφούλη μου, τι λένε τα κοράκια;»
«Είναι πτηνά ψεύτες, πλανόδιοι γητευτές. Κλείσ’ το παράθυρο. Ας φάμε προτού κρυώσει η σούπα.»
Μα το κουτάλι από κασσίτερο γλιστρά μες το εκτοπλασματικό του άκρο. Η φάβα στάζει από τον λάρυγγα, λάκκος με λασπόνερα στο πάτωμα. Μάτια σαν αυτόχειροι αστέρες, μανιωδώς αστράφτουν και θολώνουν. Το πρόσωπό του, ωχρή σπουδή στη διπλωπία.
Τον βάζω στο κέδρινο κρεβάτι, το σεντόνι σάβανο να χαϊδεύει το διαφανές του δέρμα.
Τα κοράκια παραμένουν στο παράθυρο. Κορνιζαρισμένα, θαρρείς, σαν παλιά νταγκεροτυπία. Σκαρφαλώνω στο κλαδί τους με την άυλη γοργάδα των φαντασμάτων, κρεμιέμαι απ’ την κούνια που νωχελικά λικνίζει τους νεκρούς.
«Μα τι κατάρα», κρώζουν οι κουρδιστοί οιωνοί μου. «Μα τι ευχή. Να θυμάσαι και να ξεχνάς, να πεθαίνεις και να ξυπνάς.»
Το τέλος της ξηρασίας
Φτάσαμε λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Τα χρώματα του ουρανού μπερδεμένα. Ήταν δική σου ιδέα να φύγουμε από το σπίτι αργά το απόγευμα. «Τουλάχιστον να μην έχουμε τον ήλιο», είπες. Είχα πάψει από καιρό να διαφωνώ, κι έτσι δεν περίμενες να δεις αν θα συμφωνήσω. Στον δρόμο έτρεχες, σχεδόν. Θυμάμαι να λαχανιάζω μερικά βήματα πίσω σου και να αναρωτιέμαι πού βρίσκεις την ενέργεια. Και να αναρωτιέμαι ποιος, και με τι αντάλλαγμα, σου έδωσε νερό κρυφά από εμένα. Και να αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να σε πιάσω από το χέρι ή τα μαλλιά και να γυρίσουμε πίσω, αφού για να ζηλεύω σημαίνει πως κάπου μέσα μου θα πρέπει να ελπίζω ή πιστεύω σε κάποιο μέλλον. Τα ερωτήματα επιβράδυναν το βήμα μου ακόμη περισσότερο. Δε σου άρεσε να με βλέπεις αναποφάσιστο, κι έτσι επιτάχυνα μέχρι να σε φτάσω. Όσο για σένα, είχες ήδη φτάσει. Στάθηκα δίπλα σου και σε βοήθησα να κρεμάσεις τα ρούχα σου στα κάγκελα της γέφυρας, πριν κρεμάσω και τα δικά μου δίπλα σε εκείνα των ζευγαριών που προηγήθηκαν. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι μετά από ποιο αριθμό επαναλήψεων οι μεμονωμένες πράξεις των ανθρώπων μετατρέπονται σε παράδοση. Ήταν λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Ο ουρανός και οι ήχοι της πόλης μπερδεμένοι. Ίσως γι’ αυτό, όταν σου είπα, «Άκου!», στον πρώτο ακόμη τόνο της κλίμακας του μπουμπουνητού, εσύ δεν άκουσες. Γερμένος πάνω στην κουπαστή της γέφυρας, θυμάμαι να αναρωτιέμαι αν πρόλαβες να νιώσεις τις πρώτες σταγόνες της βροχής.
Ένα δεύτερο γυναικείο βλέμμα
Κάθε βράδυ επικοινωνώ μαζί της από το τηλέφωνο. Σήμερα φαίνεται πιο νευρική κι ανυπόμονη. «Άκου!», μου λέει. Φαντάζομαι ότι θα μου μιλήσει για βελούδινα νερά και κρύπτες στο δάσος, όμως ακούω ψύχραιμα τα παράπονά της για μένα. Της προτείνω να πλέξουμε μια φαντασίωση κι όταν έρθει η κατάλληλη ευκαιρία, να την κάνουμε πράξη. Την πιέζω να δεχθεί την πιθανότητα να είμαστε σε ένα δωμάτιο και κάποια γυναίκα να μας βλέπει. «Λυπάμαι που σου το χαλάω», λέει, «είμαι ένας άνθρωπος της αποκλειστικότητας, μόνο έτσι λειτουργώ». Δεν θα μπορούσα να της φέρω αντίρρηση. Αναγνώριζα τον εαυτό μου πριν από μια δεκαετία στα λόγια της. Παραδεχόμουν με θάρρος την αλλαγή μου. Προσπαθούσα τώρα να φαντασιωθώ μια τολμηρή ερωτική σκηνή μαζί της, εμείς οι δύο, μόνο εμείς οι δύο, όπως προτιμούσε. Κι όσο την πίεζα την κατάσταση, παρεισέφρεε το δεύτερο γυναικείο βλέμμα να μας θωρεί.