Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/metafrash/tessera-epigrammata-toy-16oy-aiwna
Εἰς τὸ εὐαγγελικὸν ῥητόν, «Ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, διψήσει πάλιν, ὁ δὲ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος, οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ γενήσεται αὐτῷ ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» [Ἰω., 4.13-15]
Μέχρι τίνος καμάτοισιν ἀλιτροτάτοισι νόοιου,
θυμέ, ἀπαντλήσεις αὐαλέης πίδακος,
δίψος ἀειμένεον διζήμενος ἀκλεέεσσιν
ἀμπαύειν κακίης ἔργμασ’ ὀλεθροτόκοις;
Δεῦρ’ ἄγε, καλλιρόοιο προσίζεο ἄγχι ῥεέθρου
παγᾶς ἀθανάτου, νάμασιν οὐρανίοις.
Καῦμα δ’ ἀπὸ κραδίης ἀποπέμπεο ἀμπλακιάων,
ἐνστάσσων γλυκερὴν ὕδατος ὑγροσύνην,
ὕδατος ἁλλομένοιο βίου μενέοντος ἐς ἄκρον,
κλύζοντος νοερὰν φυταλιὴν μακάρων.
Ὧς ἄρα διψαλέος γ’ οὐκ ἔσσεαι οὔποτε, βλύζον
ἐκ κρυερᾶς λιβάδος νᾶμα ποτιζόμενος.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Στο ευαγγελικό ρητό: «Όποιος πίνει από το νερό αυτό θα διψάση και πάλιν. εκείνος όμως που θα πιη από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω, θα γίνη μια εσωτερική πηγή νερού που θα αναβρύη εις ζωήν αιώνιον» (Ιω., 4.13-15)
Ως πότε θα μοχθείς, ψυχή, με λογισμούς της σάρκας
κι από πηγή θα παίρνεις το νερό σου ξεραμένη,
ζητώντας ν’ αποσβήσεις την ασίγαστή σου δίψα
με πράξεις άσημες, κακές, που τον χαμό γεννάνε;
Έλα λοιπόν, γονάτισε, σίμωσε στο ποτάμι,
απ’ όπου ρέει τ’ αθάνατο ποτό του Παραδείσου.
Τις αμαρτίες τις φλογερές απ’ την καρδιά σου διώξε,
κι ενστάλαξε τη γλυκερή δροσιά που σου προσφέρει
ο πίδακας με το νερό που αιώνια σε ποτίζει,
καθώς τα νοητά φυτά του θεϊκού αμπελώνα.
Ποτέ σου πια δεν πρόκειται να νιώσεις διψασμένη,
κοιλάδας φρέσκιας πίνοντας το νάμα που αναβλύζει.
Εἰς τὸν Ἰωάννην Βαπτιστὴν Πώναν, τὸν ἐκ Βερώνης φιλόσοφον ἰατρόν τε καὶ ποιητὴν περισημότατον, καὶ σοφώτατον
Τίπτε ἀπὸ βλεφάρων θερμὸν δάκρυ μῦσται ἀγαυοὶ
οὐρανίης σοφίης χεύετε ἀφθονέως,
χὔμμες ἀκεστορίης κλεινοὶ γόνοι, ἱπποκρατείων
βίβλων ἀτρεκέσιν δόγμασιν ἑπόμενοι,
οἵ τ’ ἀπὸ κασταλίης μελιηδέα ᾄσματ’ ἀείδειν
λάχετε, μουσάων ἴδμονες εὐκελάδων;
Ἦρα γ’ ἐπ’ οἰχομένῳ ὀλολύζετε ἀνέρι θείῳ
τοίαις ἀγλαΐαις, ἔξοχ’ ἀειδομένῳ;
Λήγετε, οὐρανίωνας ἀφίπτατο αἰὲν ἐόντας,
αἶψα ἑῆς σοφίης ἆθλ’ ἀποληψόμενος,
Πώνης, ὃς μακάρεσσιν ὁμοίϊα τῇδε βιῶσας
ὄλβιος ἐν θνατοῖς ἔσται, ἰδ’ ἀθανάτοις.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Στον Ιωάννη Βαπτιστή Πώνα, τον επιφανέστατο και πολυμαθή φιλόσοφο, γιατρό και ποιητή από τη Βερόνα
Με δάκρυα άφθονα, καυτά, τι βρέχετε τα μάτια,
της γνώσης της ουράνιας οι μύστες οι σπουδαίοι.
κι οι γόνοι της ιατρικής, τρανοί, που ακολουθείτε
τα αλάνθαστα διδάγματα των τόμων του Ιπποκράτη.
κι εσείς οπού σας έλαχε γλυκούς σκοπούς να λέτε,
τι με τις Μούσες γίνατε στην Κασταλία φίλοι;
Μήπως θρηνείτε τον θεϊκό τον άνδρα που ’χει φύγει,
εκείνον που τραγούδησαν όσο κανέναν άλλο;
Μα φτάνει πια, τι πέταξε, στον ουρανό έχει φτάσει,
τα τρόπαια της γνώσης του γοργά να παραλάβει.
Τον Πώνη, λέω, που έζησε σαν τους ευλογημένους
και που θνητοί κι αθάνατοι τον λεν ευτυχισμένο.
[ Στον θάνατο του Ιωάννη Καλβίνου (27/5/1564) ]
Καλβῖν’, ὅσσος ἔης, πόντου πόροι, αἶά τ’ ἀπείρων,
μάρτυρες, ἀκτίνων σῶν ἵκετ’ ἔνθα σέλας.
μάρτυς δ’ ἑπταλόφοιο δράκων Ῥώμης τρικάρηνος,
ὁ Στυγὸς αἰνοβαρὴς ταρταρέοιο γόνος.
ὃν σὺ δάμνας πληγαῖσιν ἀεικέσιν, ὁππότ’ ἀέθλους
ζώων παντοδαποὺς ἀν’ χθόνα γ’ ἐξετέλεις.
νῦν δ’ ὃ σ’ οἰχομένου σμερδνὸν λόφον ὑψόσ’ ἀείρει,
φωλεοῦ ἐξαναδύς, εὐρὺ δ’ ἔχῃνε φάρυγξ
ποιμνίῳ ἀμφὶ τεῷ, ὀλοὸν τέρας, ἀλλὰ μέμνησο
Ἴλιον Ἡρακλέους ὡς ἑάλω βέλεσιν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
[ Στον θάνατο του Ιωάννη Καλβίνου (27/5/1564) ]
Καλβίνε, η θάλασσα κι η γη, που οι ακτίνες σου φωτίζαν,
να ομολογήσουν, ναι, μπορούν, πόσο σπουδαίος ήσουν.
το ξέρει κι ο τρικέφαλος ο δράκοντας της Ρώμης,
της υποχθόνιας Στυγός το τρομερό το τέκνο,
που κατατρόπωσες εσύ χτυπώντας με μανία,
ενόσω ζούσες κι έκανες στη γη μας τόσους άθλους.
Και τώρα που δεν είσαι εδώ σηκώνει τον αυχένα,
βγαίνει, φριχτός, απ’ τη φωλιά, μ’ ορθάνοιχτο το στόμα,
τον όλεθρο σκορπώντας στους πιστούς σου. Μα θυμήσου:
την Τροία την κατέλαβαν με του Ηρακλή τα βέλη.
Εἰς Ἰσαάκιον Κασαύβωνα ὑπερεπαινέσαντα τὸν Πόρτον
Καί κε τὸ βουλοίμην, Ἰσαὰκ φίλε, καί κε τὸ κέρδος
ἦν ἂν τοῖς μουσέων ἔργα μετερχομένοις,
ὅρμον ἐμόν γ’ ἀνέμων σκέπας ἴσχειν, ἐσθλὸν ὄνειαρ
εὐρυχανεῖ σοφίης πλαζομένοις πελάγει.
Ἀλλὰ σὺ Πηγασίδος κρήνης πλέος, ἔνθεος ἤδη,
χοιράδας ἐξαίρεις ἄντυγ’ ἐς οὐρανίην.
Χαῖρ’ οὖν, ὅττι τόσον τοὺς μηδένας οἶδας ἀέξειν
θελξινόοισι τεῶν ἀγλαΐαις ἐπέων.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Στον Ισαάκιο Κασαύβωνα, όταν υπερεπαίνεσε τον Πόρτο
Θα το ’θελα, καλέ μου Ισαάκ, και θα ήταν βέβαια κέρδος,
γι’ αυτούς που καταπιάνονται με των Μουσών τις Τέχνες,
λιμάνι να είμαι απάνεμο, και στήριγμα γενναίο
για τους περιπλανώμενους στο πέλαγος της γνώσης.
Μα εσύ που το νερό, θεϊκέ, της Ιπποκρήνης ήπιες,
τα βράχια που ίσα φαίνονται στα ουράνια εξυψώνεις.
Χαίρε λοιπόν. τους άσημους πώς να δοξάζεις ξέρεις,
με τα θεσπέσια θέλγητρα των όμορφών σου στίχων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ευχαριστώ τον κ. Ιωάννη Κωνσταντάκο, καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, για τις γόνιμες παρατηρήσεις του στην πρώτη μορφή αυτών των μεταφράσεων.
2. Ο Μάξιμος Μαργούνιος, πολυμαθέστατος λόγιος της εποχής του, γεννήθηκε στην Κρήτη περί το 1549. Στη Βενετία ίδρυσε τυπογραφείο, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Κυθήρων. Υπήρξε από εκείνους που πίστευαν στην ένωση των Εκκλησιών υπό προϋποθέσεις. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μόνασε στην Κρήτη. Τα επιγράμματα που μεταφράζονται εδώ ελήφθησαν από την έκδοση των ποιημάτων του σε ελεγειακὸ δίστιχο (1592) – στις σ. 8 και 24 αντίστοιχα. Η απόδοση του ευαγγελικού ρητού στον τίτλο του πρώτου ποιήματος προέρχεται από τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος (δ΄ έκδ., Αθήνα 1977).
3. Ο Φραγκίσκος Πόρτος, σημαντικός λόγιος και φιλόλογος της εποχής του, γεννήθηκε στην Κρήτη το 1511. Αρχικά δίδαξε στην Ιταλία και στη συνέχεια στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Γενεύης (1561). Υπήρξε υποστηρικτής των ιδεών της Μεταρρύθμισης. Τα δύο επιγράμματα που μεταφράζονται ελήφθησαν από τη μελέτη: Ν. Παναγιωτάκης, «Φραγκίσκου Πόρτου επιγράμματα», στο: O. Reverdin – Ν. Παναγιωτάκης, Οι ελληνικές σπουδές στην Ελβετία του Καλβίνου, Αθήνα 1995, σ. 108 και 112 αντίστοιχα.
4. Για το ποίημα 4: Ο σπουδαίος φιλόλογος Ισαάκιος Κασαύβων (Isaac Casaubon, 1559-1614) υπήρξε μαθητής του Φραγκίσκου Πόρτου στο πανεπιστήμιο της Γενεύης.