Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/biblia/tria-sygxrona-ellhnika-myoistorhmata-gia-tis-metatopiseis-toy-oanatoy-ths-mnhmhs-kai-toy-anorwpinoy-politismoy
Ο Μεγάλος Σκύλος είναι το τέταρτο και ίσως πιο φιλόδοξο έως τώρα συγγραφικό εγχείρημα της Βίκυς Τσελεπίδου (Καβάλα 1975). Ο θάνατος, ο φόβος του θανάτου, η διαχείριση (το τραύμα, το πένθος, η εξακρίβωση) και η νομική διάστασή του, οι μετατοπίσεις που προκαλεί στη μικρο-κλίμακα της καθημερινότητας ή αντίστοιχα, οι μετατοπίσεις που τον προκαλούν στη μακρο-κλίμακα του ιστορικού χρόνου, όλες αυτές οι πτυχές, βρίσκονται στο επίκεντρο του πεζογραφικού της έργου. Αυτή τη φορά η Τσελεπίδου επιχειρεί να πειραματιστεί και να προσθέσει νέο περιεχόμενο στην κρίσιμη υπαρξιακή σταθερά του θανάτου μέσα από τις ειδολογικές δυνατότητες που προσφέρει το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Η πλοκή δομείται αρχικά σε ένα διακριτό συνεχές το οποίο χωρίζεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο: ο βασικός προβληματισμός του ηλικιωμένου ζεύγους Τζόουνς σχετικά με τη μετά τον θάνατο δυνατότητα ζωής μέσω της κρυοσυντήρησης. Είναι τοποθετημένοι στο παρόν, με διακριτή χωρική αναφορά, τη ζωή τους στο Λονδίνο. Το δεύτερο: Οι απαραίτητες διαδικασίες αυτογνωσίας στις οποίες υποβάλλεται η Μάριον Γουάιτ ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση στη Νέα Εποχή. Πρόκειται για ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι που κρυοσυντηρήθηκε μετά τον πρόωρό θάνατό του και τώρα, σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον ως προς την απόστασή του από το σήμερα, παραμένει σε μια ενδιάμεση και αρκετά αινιγματική κατάσταση. Το τρίτο, το οποίο ωστόσο υπάρχει μόνο ως προοπτική: η Νέα Εποχή και η ζωή στην Κοινότητα. Η Τσελεπίδου με υπομονή και έλεγχο ως προς τη ροή των γεγονότων μας οδηγεί έντεχνα στις βασικές προϋποθέσεις που οδηγούν σε μια δυστοπική κατάσταση χωρίς να περιορίζεται απλώς στην αναπαράστασή της. Ο άξονας της αγάπης και ο φόβος της απώλειας υποστηρίζονται επιτυχώς μέσα από την επιλογή να διερευνηθεί η κοινή απόφαση του ζεύγους Τζόουνς ως προς την κρυοσυντήρησή του. Η οικονομική και η νομική διάσταση διαπλέκονται με λεπτομέρεια και ακρίβεια αναδεικνύοντας τις στρεβλώσεις που δημιουργούνται όταν επιχειρείται να ελεγχθεί και να προβλεφθεί ό,τι ακριβώς διαφεύγει από την επιστήμη και τις υπολογιστικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης ζωής.
Ο Δημήτρης Τανούδης (Αθήνα 1981) καταθέτει αυτή τη φορά ένα μυθιστόρημα, που ωστόσο, δομείται στην ίδια ανθρωπολογική και πολιτισμική αντίληψη που διαπερνά τα δύο προηγούμενα βιβλία του (Σπασμός, 2011 και Χώματα, 2014, και τα δύο από τις εκδόσεις Νεφέλη). Εδώ, υπάρχουν διακριτοί χαρακτήρες. Τα ονόματά τους (όπως για παράδειγμα: Μάρτελ, Ζέλιγκ, Γιόνας, Βόλφρικ) δηλώνουν την αναφορά σε μια ευρύτερη ιστορία της γεωγραφίας και της μυθολογίας. Κινούνται στο βασίλειο ενός πολιτισμού όπου οι βασικές τοποθεσίες, διαδικασίες, τελετουργίες και διαδρομές αποδίδονται με μια σειρά συμβολισμών και αλληγορικών συνδηλώσεων. Υπάρχουν σκέψεις, υπάρχει μια συνεχής αναζήτηση και διερώτηση βασικών σταθερών του ανθρώπινου πολιτισμού: θρησκεία, επιστήμη, μεταφυσική, πολιτική, κοινωνία. Η ιστορία διαδραματίζεται σε πέντε εποχές (όσες και οι ενότητες του βιβλίου). Ο φαινομενικά παράδοξος τίτλος Η ανάγκη του να είναι κανείς Βάρβαρος αποτελεί και τη βασική υπόθεση εργασίας της σκέψης που αναπτύσσεται εντός του έργου. Υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος, πέρα από τον κόσμο όπου ζουν οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα όριο (ένα τείχος) και πέρα από αυτό βρίσκονται οι βάρβαροι. Στο διαρκές ερώτημα, Τι είναι οι βάρβαροι και αν υπάρχουν, προστίθενται διακλαδώσεις: Ποια είναι η σχέση των ανθρώπων με τους βαρβάρους; Τι είναι αυτό που περιέχουν οι άνθρωποι από τους βαρβάρους; Γιατί έχουν οι άνθρωποι ανάγκη τους βαρβάρους και γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει η αγάπη για τους βαρβάρους; Στη νέα ανθρωπότητα που περιγράφει ο Τανούδης ο λόγος δείχνει να οριοθετεί τα πάντα. Υπάρχουν ωστόσο, εκρήξεις της επιθυμίας του σώματος και της επαφής, υπάρχει μια θολή αίσθηση τελικά ως προς τον χρόνο και την ιστορία, υπάρχει ένας φόβος που συνδέεται με τους λόγους αφανισμού της παλιάς ανθρωπότητας. Και τώρα, που υπάρχουν οι Άνθρωποι των Λόγων, ποιο το σχήμα της ανθρωπότητάς τους; Ο Τανούδης επιχειρεί να δώσει μια απάντηση με άξονα την εικασία περί Βαρβάρων. Για την ακρίβεια, αναπαριστά τις μετατοπίσεις του ανθρώπινου κέντρου βάρους δείχνοντας ότι το ρήγμα είναι διαρκώς εκεί και ενεργό.
Ο όρος φαντασμαγορία αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο ίσως τη γραφή της Μαρίας Γιαγιάννου (Αθήνα 1978). Πυκνότητα, χιούμορ, πανδαισία περιγραφών και καταστάσεων, διαδρομές στον χώρο της εικαστικής σκηνής, της ψυχανάλυσης, της αγοράς εργασίας, των προσωπικών σχέσεων, οι τόποι της παιδικής ηλικίας και της οικογένειας, όλα αυτά είναι στοιχεία που συναντούμε και στο νέο της βιβλίο, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, Το μέλος φάντασμα (Μελάνι, 2020). Εδώ, η αποτυχία, που ούτως ή άλλως είναι βασική σταθερά επίσης της ανθρώπινης συνθήκης, αποδίδεται μέσα από τον καινούριο – φασματικό – χώρο που παράγουν οι μετατοπίσεις της μνήμης. Ο βασικός ήρωας είναι ο σαραντάχρονος Γιάννος Μαυρομάτης αλλά τη συμβολική και ουσιαστική πρωτοκαθεδρία την έχουν οι γονείς. Η Γιαγιάννου δομεί ένα πλέγμα μεταφορών που επιτρέπει σε όλα τα βασικά στοιχεία της πλοκής της να έχουν μια δισυπόστατη παρουσία. Το στοιχείο της ενοχής σε συνδυασμό με το στοιχείο της αγάπης οδηγούν στη συγκρότηση παρακαμπτήριων γεγονότων στην προέκταση του πραγματικού. Το άγχος και η αποτυχία επαναφέρουν την οριστικά χαμένη υλική και συμβολική έκφραση των πραγμάτων μέσα από μια ονειρώδη, άλλοτε τρομακτική και άλλοτε λυτρωτική, σε κάθε περίπτωση, εξωπραγματική και πάλι μορφή. Την ίδια στιγμή όμως, το νέο μυθιστόρημα της Γιαγιάννου μπορεί να διαβαστεί και ως αλληγορία ή και παράδοξη πραγματεία πάνω στην επαναληπτικότητα των αφηγήσεων και κυρίως την ανάγκη για επανάληψη (επαναδιατύπωση, επανατοποθέτηση) και επικοινωνία που βρίσκεται στην καρδιά της κάθε αφήγησης. Πάλι; Με αυτόν τον τρόπο ξεκινάει το βιβλίο της Γιαγιάννου. Και συνεχίζει: Οι γονείς λένε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά. Το διάγραμμα ανάλυσης αυτής της επαναληπτικής διάστασης δίνεται ευρηματικά μέσα από τους τίτλους των ενοτήτων και των υποενοτήτων. Η επαναληπτικότητα αποδεικνύεται τελικά σωτήρια και όχι κουραστική, επανορθωτική και όχι καταδικαστική, αρκεί να υπάρχει ένα αίτημα κίνησης και προσανατολισμού: Διαβάζουμε στη σελίδα 82: Περπατούσε προς το οίκημα με βήμα χαλαρό αλλά όταν διαπίστωσε ότι δεν πλησίαζε, αύξησε ταχύτητα κι έπειτα, όταν διαπίστωσε ότι και πάλι δεν πλησίαζε, έκοψε ταχύτητα.