Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-30/pyxides/kameroyn-leptomereies-diamonhs
«Τα κουνούπια είχαν ήδη αναλάβει να τους ρουφήξουν το αίμα και να σταλάξουν κατευθείαν στις φλέβες τους φαρμάκια που δεν τα ξεφορτώνεσαι πια με τίποτα...»
ΣΕΛΙΝ, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας
Η ακριβή λιχουδιά, η λαχταριστή γαρίδα έγινε όνομα κράτους. Άλλη μια φορά οι απόγονοι των αρχαίων ονοματοποιών προσδιόρισαν τα πράγματα σύμφωνα με τις επιταγές της βουλιμίας τους: όταν το 1472 οι πεινασμένοι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι είδαν έκθαμβοι για πρώτη φορά ένα τεράστιο ποτάμι γεμάτο υπερμεγέθεις γαρίδες να χύνεται στον κόλπο της Γουινέας, τον βαφτίσουν αμέσως «Rio dos Camaroes», που πάει να πει «Ποτάμι με τις γαρίδες». Ακολούθησαν τα παιχνίδια της γλώσσας. Μετά από λίγο ο κόσμος πείστηκε ότι όντως η χώρα αυτή είναι το Cameroon ή, όπως το θέλουν οι φίλοι μας οι Γάλλοι, Cameroun.
Ο Κανέτι ισχυρίζεται ότι ο φόβος μάς υποχρεώνει να εφευρίσκουμε συνεχώς ονόματα για περισπασμό. Ή μήπως και για λόγους εκδίκησης; Ίσως η περίπτωση της αυθόρμητης ονοματοδοσίας του Καμερούν να συνιστά μια από τις λίγες εκείνες φορές που η πηγαία, η ανακουφιστική χαρά, που καμιά άλλη δεν της μοιάζει, χαράζει λέξεις για πάντα.
Ο ωκεανός εισχωρεί όσο βαθύτερα μπορεί στον ηπειρωτικό κορμό. Εκεί που σταματάει, αρχίζουν οι παραλίες του Καμερούν. Οι περιγραφές όσων πέρασαν από εδώ και θέλησαν να τις παραδώσουν στο χαρτί συναγωνίζονται η μια την άλλη σε κοσμητικά επίθετα και καταχρηστικές εξάρσεις. Δεν ένοιωσα ούτε μια στιγμή ξένος εδώ κι ας ήταν η πρώτη αφρικανική μου εμπειρία. Απροετοίμαστος, με το μυαλό στραμμένο αλλού, η ήπειρος αυτή ήταν η τελευταία που θα μπορούσα να σκεφτώ τον χειμώνα του 2004, τον οποίο πέρασα ολόκληρο στην Αθήνα. Δεν ήθελα όμως και πολύ για να ντυθώ έναν άλλο ενθουσιασμό, όταν έμαθα το νέο μου προορισμό: υποσαχαρική μοίρα. Και δύο βαλίτσες με κοντομάνικα, δύο ελαφριά, πολύ ελαφριά κουστούμια, τρία – τέσσερα βιβλία, σαντάλια και αντιηλιακά της υψηλότερης προστασίας. Αλλά και μια έντονη περιέργεια, σαν αυτή ακριβώς του παιδιού που θέλει να εξερευνήσει το ημιφωτισμένο δωμάτιο, αυτό που είναι δίπλα στην κρεβατοκάμαρά του, το οποίο για άγνωστους λόγους τού το κρατάνε πάντα κλειστό∙ μια χαραμάδα όμως τού λέει ότι για την ώρα έχουν ξεχάσει να κλειδώσουν την πόρτα.
Η εξοικείωσή μου με τα δεδομένα της καμερουνέζικης ταυτότητας, αν και δεν οδήγησε κατ’ ανάγκην στην πλήρη αφομοίωσή μου από την πανίσχυρη, επιβλητική της φύση, με έφερε όμως πολύ κοντά στις αλήθειες και στους μύθους της, οι οποίοι την συγκροτούν κατά τρόπο μοναδικό και αδιάπτωτο. Θα θεωρούσα μάλιστα την προσέγγιση του καταιγιστικού εκείνου διάκοσμου ότι απετέλεσε μια πρώτη εισαγωγή στη γραμματική του αφρικανικού φάσματος. Ομολογώ πάντως, χωρίς περιστροφές, ότι η ιδιαίτερα επιτυχής, τετραετής και πλέον μεταφύτευσή μου στην αφρικανική ενδοχώρα ήταν υπόθεση δημιουργικών ανταποκρίσεων και συσχετισμών ποικίλων γεωγραφικών παραγόντων, οι οποίοι έκαναν το παν για να με βεβαιώσουν ότι είχα και παλαιότερα συνυπάρξει μαζί τους. Ότι ήταν ένα ταξίδι επιστροφής, μια αναμενόμενη επάνοδος. Ένα κείμενο που υπήρχε στην άκρη παλαιοτέρων εμπειριών.
Ναι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι επρόκειτο για μια παρατεταμένη παραίσθηση, για ένα συνηθισμένο επιφανειακό μεταίσθημα, αλλά ήταν βεβαιότητα. Η Γιαουντέ υπήρξε για μένα εμφανέστατη προέκταση των υδροχαρών, ρευστών χώρων της Άπω Ανατολής, που γνώρισα ως τυχερός των οριζόντων, ελάχιστα χρόνια πριν, και οικειοποιήθηκα όσο στάθηκε δυνατόν. Εννοώ όλα εκείνα τα τοπία που δεν άργησαν με τη σειρά τους να με μυήσουν στην τέχνη της μεταμόρφωσης των ορατών σε ινδάλματα μιας διαρκούς απόλαυσης.
Εννοείται ότι προετοιμάστηκα εγκαίρως για ό, τι τελείως διαφορετικό με περίμενε από πλευράς κλιματολογικών συνθηκών στα ενδότερα του άλλου Καμερούν, του σκληρότερου, του αντιφατικού, το βορειότερο τμήμα του οποίου, μια σουβλερή μύτη, εισέρχεται στο διακεκαυμένο Τσαντ, για να συγκαεί μαζί του κάτω από έναν σκληρότερο ήλιο. Ραγδαίες αλλαγές, νεκρές ζώνες, επικράτειες του μηδενός, αλλά και αιφνιδιαστικές μεταμορφώσεις των αποξηραμένων εδαφών σε μικρές παρήγορες οάσεις. Η βροχή ρυθμίζει ασφαλώς τα πάντα, από το καθημερινό όνειρο των ανιμιστών για μια ατομική δικαίωση μέσα στο Πάνθεον του υλοζωισμού τους έως τις πολύτιμες σοδειές των καπνών και των φρούτων.
Συνάντησα φυλές που καίνε συστηματικά τα υπολείμματα του χορταριού, που αποψιλώνουν τα πάντα γύρω τους, που επιβιώνουν με το παρ΄ ολίγον τίποτα, περιμένοντας την περίοδο των βροχών, που θα μετατρέψει τον εφιάλτη της αφυδατωμένης γης σε λιβάδι ζωής. Όπως ακριβώς εμείς καθαρίζουμε το σπίτι μας πριν από μια γιορτή, περιμένοντας με ανυπομονησία τους καλύτερος φίλους μας, έτσι κι αυτοί καθαρίζουν αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα της περιφέρειας που ελέγχουν για να τα βρει σε λίγο όλα καθαρά ο απέθαντος θεός της βροχής.
Πολλοί περιηγητές κι ευκαιριακοί ταξιδιώτες έφυγαν από εδώ με σπασμένα νεύρα. Ήταν αδύνατον να αντιληφθούν τη σκοπιμότητα των συντριπτικών αυτών μεταλλαγών, την αδιάκοπη πάλη του άγονου τοπίου με το αναγκαστικό δίδυμο του, μια διαμετρικά δηλαδή αντίθετη φύση, που της αρέσει να κρύβεται και να φανερώνεται όποτε αυτή θέλει. Είναι ενδεικτική η αφασία του εκρηκτικού νεαρού, ονόματι Ρενέ Κατράιζε, του Βέλγου εθελοντή που σπαταλήθηκε στο Κογκό, του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος του Ούγκο Κλάους Οι φήμες: «Δεν ήταν διατεθειμένος να αποκαλύψει οτιδήποτε λογικό σχετικά με την παραμονή του στην αφρικανική ήπειρο. Ή μήπως στην κατάσταση που βρισκόταν δεν ήταν σε θέση να κάνει ένα κατανοητό σχόλιο; Φοβούμαι το τελευταίο, διότι σε μία συγκεκριμένη ερώτηση που του έκανα σχετικά με τη μαύρη ήπειρο, και συγκεκριμένα τι άποψη είχε για το δικό μας ρόλο και το δικό μας καθήκον ως ευκατάστατων Ευρωπαίων έναντι των καταπιεσμένων λαών εκεί, απάντησε με μια σειρά ακατανόητων ήχων, οι οποίοι προφανώς σχετίζονταν με αυτό που οι ιθαγενείς ονομάζουν γλώσσα. Εκεί δεν μπόρεσα να βγάλω ζουμί, για να το πούμε λίγο άξεστα. Απτόητος συνέχισα τη συζήτηση στην ίδια γλώσσα, αλλά προσέκρουσα σε τέτοια ισχυρή απροθυμία εκ μέρους του και η όψη του ήταν τόσο μοχθηρή που κατάπια τον τελευταίο ήχο μου».
Ο δόκιμος της ζούγκλας ασέλγησε: είδε την κεντρική Αφρική σαν ζώο που έπρεπε να το εξημερώσει ή να το εξολοθρεύσει.
Δύο πρωτεύουσες αφρικανικών κρατών χτίστηκαν γύρω και πάνω σε επτά λόφους, θυμίζοντας αρκετά το αντίστοιχο περίγραμμα της ρωμαϊκής σκηνογραφίας. Η μία είναι της Ουγκάντα, η Καμπάλα, και η άλλη του Καμερούν, η Γιαουντέ, ο επτάλοφος των φυστικόδεντρων. Το όνομά της σημαίνει άλλωστε κατά λέξη «Η πόλη αυτών που αγαπούν τα φιστίκια». Οι δε Μπρανζαβίλ και Κινσάσα, οι πρωτεύουσες της Λαϊκής Δημοκρατίας του γειτονικού Κονγκό και του Ζαΐρ, αντίστοιχα, οι οποίες εκτείνονται στα νότιο-ανατολικά του Καμερούν, ούτε μία ώρα με το αεροπλάνο από τη Γιαουντέ, και η Τζακάρτα, η πρωτεύουσα της Ινδονησίας, στην άλλη μεριά του πλανήτη, βρίσκονται ακριβώς στον ίδιο παράλληλο. Γι΄ αυτό λοιπόν μόλις έφτασα στο Καμερούν, μού δόθηκε αμέσως η εντύπωση ότι επέστρεφα στο καταπράσινο προσφιλές μου Ουμπούντ, το κόσμημα και το προσκύνημα των μυστικιστικών υψιπέδων της νήσου Μπάλι, όπου τόσα καλοκαίρια στο παρελθόν έγινε το δεύτερο σπίτι μου.
Πανομοιότυπη οργιαστική βλάστηση. Η γνωστή θολή, κάθιδρη ατμόσφαιρα. Ταυτόσημες κλίμακες των αποχρώσεων και των διαστάσεων, απόλυτα πειστικές συγγένειες και εμφανείς αλληλουχίες. Ένα αεράκι που ερχόταν τακτικά από το Σανούρ, την Κούτα και το Ντενπάσαρ του Μπάλι μού δρόσιζε το πρόσωπο. Το ιερό νησί των Ινδουιστών, σύμβολο και σύνορο της πολυφωνίας του ταραγμένου αρχιπελάγους, με υποδεχόταν εγκάρδια ακόμη μια φορά. Σε τελείως διαφορετική ήπειρο, σε μια γη που την διατρέχουν διαφορετικές ιδεολογίες, που την αυλακώνουν τόσο παράταιρα βιώματα πρωτόγνωρων για μένα φυλών και ομάδων, μια ισχυρή ινδονησιακή μνήμη επέμενε να εγκατασταθεί μαζί μου στο καινούργιο μου σπίτι, που δυο τριζόνια ήδη το κατοικούσαν, προτιμώντας να απαγγέλλουν το μονότονο ποίημά τους από κάποιες απόκρυφες σχισμές του τοίχου της κουζίνας. Δίπλα στις πανύψηλες χουρμαδιές ένοιωθα τις αξίες χρωμάτων, ήχων και διαστάσεων: ήμουν δηλαδή από την πρώτη σχεδόν στιγμή κι εδώ ευπρόσδεκτος. Το καταθέτω με συγκίνηση αυτό.
Τώρα που γράφω για το Καμερούν, για την κοκκινωπή, απαλή γη του, που θέλει με κάθε τρόπο να σε διαβεβαιώσει ότι είσαι κομμάτι της, ότι μόνον από αυτήν είσαι πλασμένος, έρχεται η εμπειρία της υποδοχής να ξεδιπλωθεί με τη σειρά της στον ιμάντα του παρόντος. Το πρώτο εκείνο σημάδι, το αίσθημα μιας φιλότητας ήταν φυλακτό και πίστη· άλλωστε ό, τι κι αν ακολούθησε στη συνέχεια, όποια ένταση κι αν γέννησαν οι συγκυρίες, πολλές φορές συγκεχυμένες ή πεισματικά διφορούμενες, δεν ακύρωσε τον ήπιο αυτό πρόλογο.
Η απορία κρίνεται εύλογη: «Αλήθεια», αναρωτήθηκε στρίβοντας το τιμόνι για ν΄ αποφύγει το πτώμα ενός σκύλου. «Γιατί αγαπώ τόσο πολύ αυτόν τον τόπο; Μήπως γιατί εδώ πέρα η ανθρώπινη φύση δεν έχει την ευκαιρία να μασκαρευτεί;». Μιλάει ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκρην The heart of the matter, το οποίο έχει αποδοθεί στη γλώσσα μας ως Ουσία και βάθος. Από την πλευρά μου βέβαια θα απαντούσα καταφατικά. Δεν μού πήρε άλλωστε και πολύ χρόνο για να πειστώ ότι αυτή ήταν η σωστή θέση μπροστά στο σύγχρονο αφρικανικό φαινόμενο.
Το Καμερούν μού φανερώθηκε σ΄ ένα μεγάλο βαθμό μέσα από τους αντιπροσώπους του, οι οποίοι μού χάρισαν τη φιλία τους. Ό, τι νόμισε πως είχα τη δύναμη και το κουράγιο να καταλάβω, η πατρίδα της γαρίδας και του φιστικιού τα διεβίβασε αισίως. Ένα παλίμψηστο ανιμιστικών πεποιθήσεων, μουσουλμανικών αρχών και χριστιανικών αντιλήψεων, το κράτος των δέκα έξι εκατομμυρίων κατοίκων, με τις δικές του παραμέτρους και τα έντονα, ατομικά του γνωρίσματα, μια ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες, που συνιστούν την ευρύτερη αφρικανική ιδιαιτερότητα, συνοψίστηκε σε κάτι εξαιρετικά εύληπτο, σε ένα ανοικτό βιβλίο, που με ήθελε πιστό, απερίσπαστο αναγνώστη του. Μια χώρα που ξετυλίχτηκε μπροστά μου σαν περγαμηνή, ένα ακόμη μεγάλο καστανοπράσινο φύλλο γεμάτο πόρους και ιστορίες. Ένα κείμενο δάσους και απερήμωσης. Σχέδια σαν μονογραφές, χαρακιές φόβων και προσδοκιών, σύμβολα και μηνύματα αυτοχθόνων. Έχουν βεβαίως τα περισσότερα από αυτά αποκωδικοποιηθεί πριν από μένα, από άλλους, περισσότερο έμπειρους της υποσαχαρικής Αφρικής, οι οποίοι συγκαταλέγονται σ΄ εκείνους που σπούδασαν για χρόνια την ξεχωριστή νομοτέλεια που οργάνωσε και οργανώνει αυτές τις εστίες του ανθρώπου.
Ανατρέχω αρκετά συχνά στις εμπειρίες τους, πυξίδες για μένα σε τόπους μυστηρίων και παθών. Οι πρώτες θέσεις στον πάντα πρόχειρο κατάλογό μου ανήκουν ασφαλώς στον ημέτερο Νίκο Καχτίτση, αλλά και στον Γάλλο Σελίν. Οι επεξηγηματικές ανταποκρίσεις του πρώτου από το λιμάνι του Καμερούν, τη βακχική Ντουάλα, η οποία βρίσκεται σε απόσταση διακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιομέτρων από τη Γιαουντέ, μού έδωσαν πολλές φορές το έναυσμα των δικών μου περιπετειών στο εσωτερικό του ανατρεπτικού του μικρόκοσμου. Όσο για τις εκτενείς, κάποτε κωδικοποιημένες αναφορές του δεύτερου για το ίδιο λιμάνι, αλλά και για το εσωτερικό της χώρας, ισχύουν ακόμη όσα με συνεπήραν την πρώτη φορά που τις διάβασα: ρίγος, παραλογισμός, ρήξη – η δυσκολία να συζήσεις με τους αυτόχθονες, χωρίς να αντιληφθείς τι τούς συνέχει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Γκράχαμ Γκρην, Ουσία και βάθος, μτφρ. Βαγγέλης Κατσάνης, εκδ. Ψυχογιός, 1983
Ούγκο Κλάους, Οι φήμες, μτφρ. από τα φλαμανδικά: Γιάννης Ιωαννίδης, εκδ. Καστανιώτη, 1999.
Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Εστία, 2007