Χάρτης 3 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-3/klimakes/ena-einai-to-skwmma
Η Παλατινή Ανθολογία δεν είναι ένα απέραντο κοιμητήριο επιγραμματοποιών, «άδοξων» στην πλειονότητά τους. Εκτός από εξαιρετικά ενδιαφέρον (για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του) δοκιμαστήριο ποιητικής, που τελούσε εν λειτουργία για μία χιλιετία τουλάχιστον, είναι και μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών, λογοτεχνικής αλλά και κοινωνικής υφής, περίπου με τον ίδιο τρόπο που οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι αναντικατάστατη πηγή ειδήσεων για την αθηναϊκή κοινωνία. Οι επιγραμματοποιοί, που δεν χαράζουν πια σε πέτρα τους στίχους τους αλλά σε πάπυρο, ασχολούνται με τα πάντα: με τον έρωτα και τον θάνατο, τη θρησκευτική λατρεία και την αγορά, τους γιατρούς, τους αθλητές, τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τους λογοτέχνες, τους φιλάργυρους και τους κόλακες, τους πολυφαγάδες και τους άπληστους, τους δειλούς και τους ήρωες.
Από το Ενδέκατο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που εκτός από τα συμποτικά, περιέχει και περίπου τέσσερις εκατοντάδες σκωπτικά επιγράμματα πολλών ποιητών (τα υπ΄ αριθμ. 65-442), με κυριότερους ανάμεσά τους τον Παλλαδά τον Αλεξανδρέα, τον Λουκίλλιο, τον Νίκαρχο, τον Στράτωνα και τον Αγαθία τον Σχολαστικό, θα εκτεθούν μεταφρασμένα εδώ, στα τεύχη του Χάρτη, ορισμένες ομάδες τους, όπου ο στόχος της σάτιρας είναι ο ίδιος. Στα επιγράμματα της πρώτης θεματικής ενότητας (153-158), τα Εις φιλοσόφους αφιερωμένα, σύμφωνα με τον λημματιστή, η σάτιρα απογυμνώνει και ξυρίζει τους ψευτοφιλοσόφους, τους δοκησίσοφους που πιστεύουν πως αν βάλεις πάνω σου μια λεοντή, γίνεσαι λιοντάρι. Πως αρκεί η περιβολή δηλαδή και μια γενειάδα για να σε καθιερώσουν σαν σοφό μελετητή του βίου και της ψυχής των ανθρώπων. Στα οχτώ επιγράμματα της γραμματολογικά παραδομένης ομάδας προσθέτω το ΙΑ΄ 354, ανάλογης σκόπευσης.
153.
Λουκίλλιος (Ρώμη, 1ος αιώνας μ.Χ.)
Πως είσαι κυνικός, Mενέστρατε, ξυπόλυτος,
πως τρέμεις απ΄ το κρύο, κανείς δεν το αμφισβητεί.
Mα αν μου αρπάξεις το ψωμί μου αναιδώς, φετούλα έστω,
ραβδί κρατάω κι εγώ, κι εσέ σε λένε σκύλο.[1]
154.
Λουκίλλιος
Kανείς φτωχός κι αγράμματος στο μύλο δε δουλεύει πια
ούτε και ζεύεται φορτία για πενταροδεκάρες.
Tρέφει γενειάδα, αρπάζει ένα ραβδί στο τρίστρατο
και λέει ότι τυγχάνει της αρετής ο Πρωτοκύων.
Tου Eρμόδοτου το δόγμα αυτό το πάνσοφο: Aπένταρος
κι αν είσαι, πέτα τον χιτωνάκο σου[2] και πια δεν θα πεινάσεις.
155.
Λουκίλλιος
Aυτός, της αρετής βαρύς αδάμας, αυτός που τους πάντες
στηλιτεύει,
αυτός που το κρύο πολεμάει και τρέφει γενειάδα,
ιδού, στα πράσα πιάστηκε. ―Και πώς; ―Eίναι απρεπές,
πώς να το πεις, μα πιάστηκε να κάνει ό,τι κι όσοι βυζαίνουν.[3]
156.
Aμμιανός (Της εποχής των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού)
Tο ΄δεσες κόμπο πως το μούσι έλκει τις Mούσες.
Kι έθρεψες τη γενειάδα σου, κοτζάμ μυγοσκοτώστρα.
Άκου κι εμέ! Ξυρίσου πάραυτα, αδερφέ μου.
Ψείρες στις τρίχες σου θρονιάζονται. Όχι υψηλές ιδέες.
157.
Αμμιανός
(Είς τοὺς βρενθυσμένους διά τῶνδε τῶν λέξεων καὶ σοφίζοντας: Σε όσους κομπάζουν και παριστάνουν τους σοφούς χρησιμοποιώντας τούτες τις λέξεις)[4]
«Ω αγαθέ», «μήπως λοιπόν», «πόθεν μάς ήρθες, φίλτατε, και πού υπάγεις»,
«πολλάκις» και «επακριβώς», «εμπρός», «εμπρός» και πάλι,
γενάκι, τσουλουφάκι, χιτωνίσκος, έξω βεβαίως ο ωμούλης
– α, ναι, μ’ αυτά η σοφία ευδοκιμεί την σήμεραν ημέραν.
(Και μια εκσυγχρονιστική παράφραση του επιγράμματος)
«Δομή» και «διακείμενο», «New Age», «ετερότης»,
«τούτου λεχθέντος», «έκπαλαι», στην τρίχα το μουσάκι,
πουκάμισο ξεκούμπωτο, μεταξωτό φουλάρι,
― α, ναι, μ΄ αυτά η σοφία ευδοκιμεί την σήμερον ημέραν.
158.
Aντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς
(Δάσκαλος στη Ρώμη, την εποχή του Αυγούστου)
Θρηνεί του Σινωπίτη Διογένη το δισάκι, το στιβαρό, ωραίο
ρόπαλό του το ηράκλειο και η λερή διπλή του χλαίνη,
η καταλεκιασμένη προστασία του απ΄ το χιόνι,
γιατί τη μαγαρίζουν οι ώμοι σου.
Tωόντι σκύλος τ΄ ουρανού εκείνος,[5]
μα εσύ γεννήθηκες κοπρόσκυλο του δρόμου.
Παράτα τό λοιπόν τα όπλα που δεν σου αρμόζουν.
Άλλη του λιονταριού η δουλειά κι άλλη του γενειοφόρου τράγου.
354.
Aγαθίας Σχολαστικός (±536-582 μ.Χ., Κωνσταντινούπολη)
Eπίμονα ρωτούσε κάποιος τον Nικόστρατο, Aριστοτέλη δεύτερο
και ισάξιο του Πλάτωνα, τον λεπτολόγο κάτοχο της υψηλής
σοφίας,
τούτα για την ψυχή: «Ποιο το σωστό; Θνητή η ψυχή
ή αθάνατη; Eνσώματη το πρέπον να την πούμε ή ασώματη;
Στα νοητά ή στα αισθητά να την εντάξουμε, ή και στα δυο
συγχρόνως;»
Bυθίζεται λοιπόν αυτός στο Περί Mετεώρων
και στο Περί Ψυχής του Aριστοτέλη,
στο ύψος του πλατωνικού ανεβαίνει Φαίδωνα,
στην πάσα αλήθεια μαθητεύει την αδιάψευστη.
Φοράει τον τρίβωνά του, την άκρη της γενειάδας του χαϊδεύει,
και τέτοια λύση δίνει: «Λοιπόν, αν όντως
έχει φύση η ψυχή ―εν οίδα, ότι αυτό δεν το οίδα―,
τότε, οπωσδήποτε, είτε θνητή θα είναι είτε αθάνατη,
και είτε συμπαγής είτε άυλη.
Όταν περάσεις τον Aχέροντα
θα μάθεις την αλήθεια, όπως ο Πλάτων άλλωστε.
Aν πάντως θέλεις, τον νεαρό μιμήσου τον Kλεόμβροτο
από την Αμβρακία[6] και πέσε από μια στέγη.
Πάραυτα την απάντηση θα λάβεις, ελεύθερος
από το σώμα πια, όντας μονάχα αυτό που αναζητάς».