Χάρτης 3 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-3/klimakes/enas-kenos-toixos-sto-berolino
Πρώτη φορά ταξίδεψα στο Βερολίνο στις 4 Μαΐου 1976 με τραίνο από το Μόναχο –όπου είχα φθάσει από την Αθήνα, οκτώ μήνες πριν, επίσης με τραίνο–. Νύχτα ανοιξιάτικη με καλή αστροφεγγιά. Πεντακάθαρο, καλά θερμαινόμενο βαγόνι. Ύπνος ευχάριστος σε άνετη κουκέτα. Λίγο μετά το Μπράουνσβάιγκ βραδεία κίνηση του συρμού μέσα από την τότε Ανατολική Γερμανία. Ουδεμία ενδιάμεση στάση. Σιδηρόδρομος με εκατέρωθεν φράχτες. Κάποια στιγμή ξύπνησα και όσο μπορούσα από το ύψος της κουκέτας παρατηρούσα ερευνητικά από το παράθυρο φευγαλέες όψεις του τελείως επίπεδου, σχεδόν αφώτιστου βόρειου τοπίου. Στις εφτά και μισή άφιξη στο σταθμό της Φρίντριχστράσσε. Απότομη έξοδος στο κρύο. Όχι άνετο πέρασμα στον Ανατολικό Τομέα. Εξακόσια μέτρα περπάτημα προς τη Νησίδα των Μουσείων. Εικόνες ενός πάλαι ποτέ ωραίου αστικού τοπίου, βαριά δοκιμασμένου από τον πόλεμο και την κρατική ανεπάρκεια. Τοίχοι νεοκλασικοί με παλιές βαθιές πληγές από ριπές πυροβόλων. Επί τέλους είσοδος στις αίθουσες των αρχαίων της Μεσοποταμίας και της Ιωνίας. Πλήρης αποζημίωση για κάθε έως εκεί ταλαιπωρία.
Στις 12 Απριλίου 1982, ταξίδευα προς το Δυτικό Βερολίνο με αεροπλάνο από την Αθήνα. Η πτήση ήταν ευχάριστη, χωρίς καθυστερήσεις, ο καιρός ήταν αρκετά καλός και η προσγείωση στο αεροδρόμιο του Τέγκελ, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα δυτικά του Κέντρου, τελείως ομαλή. Όμως, ό,τι περισσότερο με εντυπωσίασε ήταν η μορφή του αερολιμένα και κυρίως το χαρακτηριστικό εξάγωνο κτήριο υποδοχής αεροσκαφών
και αυτοκινήτων. Αργότερα, έμαθα τον αρχιτέκτονα: Meinhard von Gerkan. Χωρίς πατέρα από το 1942, είχε το 1964 μόλις περατώσει τις σπουδές του, όταν μετά από διαγωνισμό ανελάμβανε την μελέτη κατασκευής αυτού του τόσο εξαίρετου έργου. «…Το σπουδαιότερο της Γερμανίας…», λένε ακόμη όσοι βλέπουν πρώτα την ποιότητα και μετά το μέγεθος.
Αναβάλλοντας την καλύτερη γνωριμία του αερολιμένα για την ώρα αναμονής της πτήσης επιστροφής, κατευθύνθηκα με το πρώτο λεωφορείο προς το κέντρο του Δυτικού Βερολίνου και από εκεί συνέχισα προς το Ντάλεμ. Την άλλη μέρα μίλησα στα μέλη της εκεί Αρχαιολογικής Εταιρίας για τον Προ-Παρθενώνα. Μια μικρή αναγγελία θυμίζει ακόμη εκείνη την διάλεξη, όπως άλλωστε και ο ετήσιος
απολογισμός της Εταιρίας. Την επομένη, καθώς ο χρόνος ήταν μετρημένος, πήγα πρωί-πρωί στη Νόυε Νατσιονάλγκαλερί.
Μιλώντας για τα επιτεύγματα της αρχιτεκτονικής, ο δάσκαλος που περισσότερο θαύμασα και θαυμάζω, τόνιζε ότι όταν αυτά είναι διάσημα και η φήμη τους προηγείται της άμεσης εμπειρίας, κατά κανόνα απογοητεύουν τον μέσο επισκέπτη –που κακομαθημένος από την ευκολία κατανάλωσης εικόνων θέλει κάθε φορά κάτι περισσότερο–. Έτσι, ελάχιστα μόνο κτίσματα αντέχουν αυτή την άδικη δοκιμασία και τελικά δεν απογοητεύουν τον επισκέπτη, έστω και αν εκείνος έχει ήδη ακούσει γι’ αυτά, έως ενοχλήσεως, πολλά εγκώμια. Ως κορυφαίο παράδειγμα τέτοιας αντοχής ξεχώριζε ο Μπούρας την Αγία Σοφία και δη μετ’ εμφάσεως, ενώ ακολούθως προσέθετε και ολίγα άλλα. Εννοείται ότι το φαινόμενο της ασυμμετρίας φήμης και άμεσης εντύπωσης δεν περιορίζεται ειδικά στην υποδοχή και εκτίμηση της αρχιτεκτονικής. Κάθε άλλο! Η λαϊκή ρήση «…όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι…» δε γεννήθηκε από εκεί. Πολύ περισσότερο σχετίζεται με όλα, όσα εκ φύσεως είναι επιδεκτικά πρακτικής, αισθητικής, ηθικής ή άλλης αξιολογικής κρίσης, ειδικότερα δε με την αληθινή κοινωνική συναναστροφή και την φήμη του ενός ή του άλλου ατόμου. Με αυτή την χρήσιμη προς περαιτέρω ανάπτυξη παρατήρηση, ας επιστρέψουμε στο αντικείμενο.
Η Neue Nationalgalerie, όχι τυχαία συνομήλικη με τον αερολιμένα του Τέγκελ, ανήκει κατ’ εξοχήν στα έργα μοντέρνας αρχιτεκτονικής που δεν απογοητεύουν τον επισκέπτη, ακόμη και τον αχάριστο. Χάρη στην απλότητά της, χωράει σε λίγες μόνον λέξεις: ντυμένο με γρανίτη, εξωτερικά συμπαγές, τετράγωνο άνδηρο δέκα στρεμμάτων με επ’ αυτού ακριβώς τετράγωνη αίθουσα πλευράς 50μ, έχουσα γυάλινους τοίχους και μαύρη, εκτάσεως τεσσάρων στρεμμάτων, μεταλλική οροφή τύπου εσχάρας διασταυρούμενων κιβωτιοειδών δοκών κατασκευασμένων με ηλεκτροσυγκολλημένα ελάσματα, προέχουσα εξ ίσου σε όλες τις πλευρές και φερόμενη από οκτώ μόνον στύλους, ιστάμενους περιμετρικά σε σχηματισμό οκταγώνου.
Τρεις ευρύτατες μνημειώδεις κλίμακες οδηγούν από τα βόρεια, τα νότια και κυρίως από τα ανατολικά στο υψηλό, στρωμένο με τέλειες γρανιτόπλακες δάπεδο του ανδήρου. Η πορεία συνεχίζεται μέσω δύο γυάλινων θυρών προς την αίθουσα, που είναι διαφανής και πρακτικώς κενή, με σκούρο γρανίτινο δάπεδο. Τούτο διακόπτεται μόνο σε δύο σημεία, όπου δύο σκάλες οδηγούν σε ένα απέραντο κάτω πάτωμα, κρυμμένο στο εσωτερικό του ανδήρου. Ό,τι υπάρχει εκεί, εκτός από το δάπεδο είναι τελείως λευκό. Τοίχοι που χωρίζουν κλειστές αίθουσες, κατάλληλοι για άνετη ανάρτηση ζωγραφικών έργων και απλές επίπεδες οροφές με τα αναγκαία συστήματα φωτισμού. Προς τα δυτικά το άνδηρο διακόπτεται από εξωτερικά αθέατη, κατάλληλη για υπαίθριες εκθέσεις αυλή, μήκους σχεδόν εκατό μέτρων, προς την οποία οι οιονεί υπόγειες αίθουσες διαθέτουν συνεχή τζαμαρία.
Ο δημιουργός του αριστουργήματος, ο ποιητικότατος Mies van der Rohe, πρωτοπόρος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, ακολουθεί και εδώ, στο τελευταίο έργο του, τρόπους της κλασικής αρχιτεκτονικής, συνδυασμένους με πλήρη απουσία διακοσμήσεων. Ο ίδιος είχε υιοθετήσει και συχνά χρησιμοποιούσε την ρήση less is more! Η συνέπεια του έργου του προς αυτόν τον όχι πάντοτε ορθό ισχυρισμό είναι προφανής όσο και παραδειγματική. Η ιδέα είναι φυσικά αρχαιότατη: Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ (, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ).
Με όλα αυτά κατά νουν ένοιωθα πολύ τυχερός όταν επί τέλους βρέθηκα για πρώτη φορά σε αυτό που από παλιά θαύμαζα. Κινούμενος γύρω από το σιδερένιο στέγαστρο στάθηκα σε διάφορα σημεία του ανδήρου, μακρινά και κοντινά, είδα τις κύριες γραμμές και σύντομα αντιλήφθηκα την απλότητα των σχεδιαστικών βημάτων: Οι αρμοί του δαπέδου έξω και μέσα από την τζαμαρία σχημάτιζαν τετράγωνα τεσσάρων ποδών… αυτό το έβλεπα χωρίς καν να μετρήσω, πόσω μάλλον που το έδειξε και η προσεκτική δοκιμή με το μήκος των υποδημάτων μου. Καθώς λοιπόν τρεις πλάκες ισοδυναμούσαν με δύο υαλοπίνακες, αυτοί είχαν πλάτος οργιάς. Τα αξονικά διαστήματα των δοκών, ως διπλάσια των υαλοπινάκων, ήταν όσο δύο οργιές. Ακολούθως η απόσταση εκάστου στύλου από το μέσον και το άκρον κάθε πλευράς της οροφής ήταν οκτώ και δέκα οργιές, αντιστοίχως, ενώ το μέτωπο των δοκών, χωρίς την απλούστατη κορωνίδα, φαινόταν να έχει ύψος μιας οργιάς, δηλαδή οι δοκοί είχαν μήκος 36 φορές μείζον του ύψους! Το τετράγωνο των υαλότοιχων είχε πλευρά 28 οργιών, το άνδηρο, όπως έδειχναν οι αρμοί του δαπέδου, ήταν 60 επί 58 οργιές, η ανατολική κλίμακα είχε πλάτος είκοσι οργιών και οι δύο άλλες όσο πέντε οργιές και μισή. Οι βαθμίδες, γενικώς είχαν βάθος όσο πόδι και ένα τρίτο, ενώ ανά πέντε αντιστοιχούσαν στο ύψος κάθε μιας από τις 5 ακέραιες σειρές πλακών της επένδυσης του ανδήρου…όλα αυτά μπορεί να παρατηρηθούν σε ένα μόνο πεντάλεπτο, όμως, λόγω περισπασμών της προσοχής μου –υπήρχαν τόσα άλλα ενδιαφέροντα στο άμεσο περιβάλλον– εγώ τα κοίταζα επί μισή σχεδόν ώρα.
Με αυτές τις χρήσιμες παρατηρήσεις ένοιωθα ήδη πολύ ευχαριστημένος, όμως τα θερμικά μου αποθέματα είχαν ξοδευτεί και ήδη έπιανα τον εαυτό μου αφηρημένο να θαυμάζει και κρυφά να ζηλεύει μια νέα Γερμανίδα με τροχοπέδιλα, που ήδη συμπλήρωνε τρία τουλάχιστον χιλιόμετρα γοργής περιφοράς γύρω από την γυάλινη αίθουσα, με ζωηρά πανέμορφα περάσματα και ελιγμούς, πότε μπροστά και πότε πίσω από τους οκτώ σιδερένιους στύλους. Το ζεστό κολάν, τελείως ταιριαστό στο αγαλμάτινο σώμα της, το παχύ μάλλινο πουλόβερ, σταχτί με χοντρή πλέξη, ο σκούφος με παρόμοια απόχρωση, αλλά λεπτότερη πλέξη, το πρόσωπο κατακόκκινο από το κρύο και τη ζωογόνα κίνηση, οι τεταμένες αέρινες ισορροπιστικές θέσεις των χεριών, ή το λειτουργικό και μαζί αρμονικό μάζεμα του ενός πίσω από τη μέση, οι απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, με παρεμβαλλόμενες πιρουέτες, οι γοργές επιταχύνσεις και οι ταχύτατες στροφές έξω από τις γωνίες της αίθουσας με τολμηρή κλίση του σώματος, κοντά στις 60 μοίρες, ενάντια στη φυγόκεντρο, οι μακρινές απόψεις της τροχοπεδιλοδρομίας και οι κοντινές, με την χορεύτρια να πλησιάζει προς το μέρος μου, να με προσπερνά και να απομακρύνεται προς τις εσχατιές του ανδήρου, πάντοτε αναδεικνύουσα το κάλλος, το σφρίγος και τη χάρη της, η επανάληψη των αυτών τροχιών επί σειρά διαδοχικών περί το κτήριο περιφορών… τι ωραία εμπειρία … για την οποία τότε ίσως δεν μάντευα ότι θα την θυμάμαι για πάντα… την ίδια επίσης στιγμή τελείως αυθόρμητα, όπως ακόμη θυμάμαι, είχα φέρει στη σκέψη μου, ίσως ως αντίδοτο στην υπερδόση ομορφιάς που ατένιζα, τον προ πολλού εκλιπόντα δημιουργό του κτηρίου, φυλαγμένο στη μνήμη μου από φωτογραφίες που τον δείχνουν στα χρόνια αυτού του έργου ή λίγο πριν, καλοντυμένο, αρχοντικό, κάπως ευτραφή και ήδη σε προχωρημένη ηλικία, με έκφραση ικανοποίησης (αλλά) και ένα πούρο στο χέρι, ενίοτε άνετα καθισμένο σε πολυτελές κάθισμα, σχεδιασμένο από τον ίδιο, σε στάση κάπως αποκρύπτουσα την κόπωση από το βάρος πολλών και δύσκολων δεκαετιών, αλλά με έκφραση ελαφρώς προδίδουσα σωματική εξασθένιση από έναν ορισμένο τρόπο ζωής.
Η συνειρμική αυτή εκτροπή της σκέψη μου –όπως τόσες άλλες φορές πριν και μετά– σε μια αντιπαράθεση νεανικού και γηραιού, σφρίγους και φθοράς, προοπτικής και απολογισμού, προσδοκίας και εκπλήρωσης, ήταν κάθε άλλο παρά πρωτότυπη. Ως κεντρική ιδέα βρίσκεται πίσω από πάμπολλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, του θεάτρου και του κινηματογράφου και εν τέλει είναι εύκολα προβλέψιμη, αν όχι τετριμμένη. Όμως, τούτο ουδόλως ακυρώνει την δύναμη και την επικαιρότητά της, εάν οι περιστάσεις το θέλουν.
Σκέψεις όπως αυτές έρχονται και φεύγουν κάθε τόσο, περιμένοντας μια καλύτερη στιγμή για να ωριμάσουν περισσότερο. Όμως, τέτοια στιγμή δεν μπορούσε τότε να υπάρξει. Το κρύο την απέτρεπε και γρήγορα πέρασα στο εσωτερικό, όπου περισσότερο εκτίμησα την καλή του θέρμανση, παρά τα λιγοστά πολυτελή εκθέματα που έτυχε γοργά να αντιπαρέλθω. Έτσι χωρίς καλά να το καταλάβω κατέβηκα από την αριστερή σκάλα στο κάτω πάτωμα και πολύ σύντομα η χαρά μου ήταν πάλι πολύ μεγάλη. Τότε ακόμη, εκτός από τα έργα των μοντέρνων του 20ού αιώνα, επί το πλείστον λίαν αξιόλογα, υπήρχαν στην έκθεση και πολυάριθμα έργα καλού ρομαντικού κλασικισμού, κάποια από αυτά μικρά αριστουργήματα του Caspar David Friedrich. Έμεινα μπροστά τους επί μακρόν, θα έλεγα με κατάνυξη.
Μετά κινήθηκα διερευνητικά προς άλλα μοντέρνα έργα, όχι αδιάφορα, και καθώς προσπερνούσα το μέσον της μεγάλης αίθουσας, θυμάμαι ακόμη, ήδη βιαζόμουν να φθάσω στο άλλο άκρον της, όπου μια ανοικτή θύρα μου ερέθιζε την περιέργεια… άλλωστε ο μεγάλος τοίχος στα αριστερά μου ήταν στα τελευταία δεκαπέντε μέτρα του μήκους του τελείως άδειος. Τελείως! … Όντως; … Μα τότε γιατί μπροστά του υπήρχαν στο δάπεδο κάποια στοιχεία από δαπανηρό ακρυλικό σε σχηματισμό χαμηλού φράγματος, του είδους που συχνά βλέπουμε στις πινακοθήκες, μπροστά από πίνακες στους οποίους δεν πρέπει να πλησιάζουμε πολύ; Αυτό ήταν λοιπόν… Είχα βρει δουλειά! Κοίταξα προσεκτικά τον τοίχο, αλλά δεν έβλεπα τίποτα άξιο προσοχής.
Ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή το μόνο σενάριο που υπέθετα ήταν ότι σε αυτό το μέρος του τοίχου ήταν προ ολίγου κάποιοι πίνακες που για τους συνήθεις λόγους είχαν μετακινηθεί στις αποθήκες ή αλλού, ώστε σύντομα άλλοι να λάβουν τη θέση τους. Τι πιο λογικό; Έτσι γίνεται στις πινακοθήκες. Από την άλλη, γνώριζα ότι μόνον η μεγάλη γυάλινη αίθουσα ήταν ο εκ προορισμού χώρος των περιοδικών εκθέσεων. Επομένως η μετακίνηση που υπέθετα δεν έπρεπε να ανήκει στη διαδικασία μιας περιοδικής εκθέσεως, αλλά μάλλον υπηρετούσε απλώς μια ορισμένη αναδιάταξη των μόνιμων εκθεμάτων, ίσως μετά από πρόσφατη απόκτηση κάποιου ή κάποιων νέων.
Σκέψεις μου αυτού του είδους παρελαύνουν εύκολα και τακτικά χωρίς να συνοδεύονται από κάποια προσωπική προτίμηση, επιθυμία ή ανάγκη επιβεβαίωσης. Συνήθως το τι ακριβώς ισχύει μου είναι μάλλον αδιάφορο. Ωστόσο το ελάχιστο που επιθυμώ είναι απλώς η πληρότητα των δυνατών εκδοχών, δηλαδή η μη διαφυγή κάποιου σεναρίου, έστω και απίθανου. Η απουσία προτίμησης, όταν μου έρχονται τέτοιες σκέψεις, έχει ως συνέπεια να είμαι μάλλον χαλαρός, ακόμη και απαθής, με αποτέλεσμα την ίδια με αυτές στιγμή να ασχολούμαι αδιάφορα και με κάτι άλλο. Στην προκειμένη περίπτωση έβλεπα μερικούς επισκέπτες να κινούνται στο βάθος, ενώ ταυτόχρονα έστρεφα κάθε τόσο το βλέμμα και προς τον τοίχο, που τώρα τον είχα στα δεξιά μου, κοιτάζοντας πίσω, προς το μέρος από το οποίο είχα πλησιάσει μόλις πριν. Η μηχανική αυτή χρησιμοποίηση του βλέμματος, μέρος μακράς άσκησης και αυτή, δεν είχε άλλο σκοπό παρά μόνο την εκμετάλλευση μιας τυχόν ευνοϊκότερης κατεύθυνσης του φωτισμού που θα άφηνε καλύτερα να φανούν στον τοίχο οι αναμενόμενες «σκιές» των πινάκων που υπέθετα. Όμως τέτοιες σκιές δεν φαίνονταν επειδή δεν υπήρχαν. Θυμάμαι να δικαιολογώ αρχικά την αδυναμία μου αναγνώρισης αυτών με το γεγονός ότι το φως παραήταν διάχυτο, … θυμάμαι όμως επίσης, σαν να ήταν τώρα, να εντοπίζω μεθοδολογικό παράπτωμα στην μέσω εύκολης δικαιολογίας υπεκφυγή μου από την δοκιμασία, υπεκφυγή που άλλωστε δεν θα έπρεπε να υπαγορεύεται από φόβο αποτυχίας, δεδομένης της ουδετερότητας που πάντοτε κρατώ απέναντι σε τέτοιες δοκιμές της συνδυαστικής φαντασίας μου – μια φορά αναζητώντας και συνθέτοντας θραύσματα μαρμάρου ανάμεσα σε εκατοντάδες διάσπαρτα σε έκταση πολλών στρεμμάτων, είχα ήδη ενώσει επτά, χωρίς κανένα από αυτά να περιέχει την αναζητούμενη γλυπτική μορφή!
Όταν πια προσέθεσα δύο ακόμη, ο αρχικός λίθος είχε πλέον ανακτηθεί σχεδόν ολόκληρος αλλά, δυστυχώς για την επιστήμη, το δύσκολο απόκτημα ήταν μόνον ένα ακατέργαστο μάρμαρο. Θυμάμαι καλά την απάθεια με την οποία παρατηρούσα την άδοξη κατάληξη της εργώδους προσπάθειάς μου. Τη συνύπαρξη προσπάθειας και απάθειας, κατάσταση μάλλον σπάνια, συνειδητοποιούσα και πάλι, στον τρόπο που με απασχολούσε ήδη ο άδειος τοίχος εκεί στη μεγάλη αίθουσα του κάτω πατώματος.
Μετά από αυτά πρόσεχα πάλι τα επί του δαπέδου στοιχεία οριοθέτησης της άβατης περιοχής ή της απόστασης θέασης: μπάρες από ημιδιαφανές ακρυλικό διαμέτρου περίπου ίντσας, καμπυλωμένες στα άκρα για να σχηματίζουν κάθε μια ένα χαμηλό Π ύψους κάπου είκοσι εκατοστών και μήκους ενός μέτρου. Όλες μαζί, περίπου μια ντουζίνα, ήταν στημένες κατά μήκος καμπύλης που άρχιζε και τελείωνε στον τοίχο, απέχουσα από αυτόν στο μέσον της σχεδόν τέσσερα μέτρα…
Πάντως ακόμη και έτσι, η ιδέα, ο κενός τοίχος να είναι το έκθεμα, μου φαινόταν καλή και επομένως ως η μόνη εύλογη κατανόηση αυτού που έβλεπα. Εύλογες επομένως ήταν και οι σκέψεις που ήδη την ακολουθούσαν, ανάμικτες σαν άνθρωποι ή ζώα που δεν χωρούν να βγουν μαζί από μια και μόνη στενή πόρτα, ενώ ταυτόχρονα άρχιζαν να μεταπλάθονται σε εσωτερικό διάλογο, με συμμετοχή υποθετικών συνομιλητών: –αχ να ήταν εδώ ο Βαγγελάκης, ο Γιάννης, ο Μανώλης, ο επιμελητής της έκθεσης ή ο καλλιτέχνης, να το συζητήσουμε!... – νομίζω, χμ…, ότι το πράγμα, χμ…, έχει διάφορες αναγνώσεις: … το κενό ως … εκθέσιμο αποτέλεσμα της άρνησης έκθεσης ορισμένων έργων … ναι, ναι! … ή ως υπαινικτική αναγγελία μιας ήδη προγραμματισμένης έκθεσης, ή ως καλλιτεχνική σκηνοθεσία με θέμα τα πριν την ανάρτηση ενός έργου, ή την προσμονή ενός έργου, ή την καθυστέρηση μιας έκθεσης … ή ακόμη απλώς την απουσία, ως αυτοτελή κατάσταση, ανεξαρτήτως του πριν και του μετά … (σήμερα, βάσει τέτοιων δηλώσεων ή υποθέσεων το κενό με τα προ αυτού υλικά θα το έλεγαν εικαστική εγκατάσταση)… – Aχ… να άλλη μια ιδέα που ήταν κάποτε και δική μου, αλλά να που κάποιος πρόλαβε να την δείξει πρώτος… Nα την είχε άραγε από τόσο παλιά, όσο και εγώ; … Mα τώρα τι σημασία έχουν αυτά; …
Στα χρόνια των σπουδών μας, περί το ’70, οι φίλοι και εγώ συζητούσαμε τέτοια σενάρια όχι ως σκόπιμες καλλιτεχνικές δημιουργίες (δικές μας ή άλλων), αλλά μάλλον ως ίσως αναμενόμενες εξελίξεις των καλλιτεχνικών πραγμάτων, που μάλλον απαξιωτικά κατατάσσαμε σε μια δική μας κατηγορία καλλιτεχνικών εκκεντροτήτων και εξυπναδισμών. Διόλου τυχαία οι συζητήσεις μας αυτού του είδους είχαν συνήθως σκωπτικό χαρακτήρα, όπως οι αστεϊσμοί και τα ανέκδοτα, …όμως, ακριβώς όπως στα τελευταία είναι δυνατή η αναγνώριση ή επινόηση μιας μη αναμενόμενης σοβαρής όψης, έτσι και σε αυτά τα αστεία για την τέχνη βλέπαμε ενίοτε ότι αυτά δεν ήταν απαραιτήτως αστεία… Μερικές φορές, όντως συζητούσαμε την σοβαρή εκδοχή, αλλά δεν δίναμε ικανή συνέχεια για να μη παραβούμε τα όρια της τέχνης στα οποία πιστεύαμε. Τις τελευταίες δεκαετίες, τέτοια πράγματα γίνονται στα σοβαρά από επαγγελματίες καλλιτέχνες που συνήθως δεν αυτοπροσδιορίζονται ως ζωγράφοι, γλύπτες, ή χαράκτες, αλλά προτιμούν μάλλον γενικούς χαρακτηρισμούς, όπως εικαστικός, (εικαστική) εγκατάσταση, εννοιολογική τέχνη κ.ά.). Με αυτά κατά νουν έβλεπα την εντός της πινακοθήκης κατ’ εμέ σκηνοθετημένη κατάσταση ως λίαν διασκεδαστική και με το χέρι στην καρδιά ως όχι μη ενδιαφέρουσα. Αισθανόμενος λοιπόν έτσι θετικά, είχα αρχίσει βραδέως να οπισθοχωρώ, μιας και με ό,τι ήταν να σκεφθώ, ή να κοιτάξω, είχα ήδη τελειώσει. Άλλωστε ένα ολόκληρο πεντάλεπτο εκεί ήταν πολύ περισσότερο από ό,τι άξιζε στον άδειο τοίχο!
Όμως, καθώς η μικρή καταληκτική οπισθοχώρηση ήταν έτοιμη να εξελιχθεί σε στροφή και εκκίνηση προς την θύρα που πιο πριν ατένιζα με περιέργεια, κάτι εξακολουθούσε μέσα μου να με τρώει. Προφανώς άφηνα αβασάνιστες κάποιες ανωμαλίες που άλλωστε εξ αρχής είχα παρατηρήσει, παρακάμπτοντάς τες όμως χάριν συντομίας ως αμελητέες: τα επιμήκη ακρυλικά Π ήταν κάπως άτακτα, δύο ήταν πεσμένα και ένα ήταν μετακινημένο προς το μέρος του τοίχου… στον ίδιο τον τοίχο, σε ύψος περίπου δυόμισι μέτρων, υπήρχαν διάχυτες μικροσκιές, αν όχι αμυχές, που αρχικά είχα εκλάβει ως δαχτυλιές ή εμπιέσεις από ξώφαλτσα κτυπήματα σφυριού κατά τη διάρκεια μιας παλιότερης στερέωσης αγκίστρου, από το οποίο όμως δεν υπήρχε ούτε καν ίχνος της οπής του καρφιού… («…μάλλον το έχουν στοκάρει…», είχα σκεφθεί, αποφεύγοντας να εξηγήσω γιατί δεν φαινόταν εκεί κάποια χρωματική διαφορά) … και τότε κτύπησε μέσα μου η μεγάλη καμπάνα!... τότε μόνο καταλάβαινα τι ακριβώς έβλεπα και ξέσπασα σε γέλια μιας ανώτερης πνευματικής ικανοποίησης, για δύο λόγους, που κάθε έναν μόνος ήταν ήδη πολύ καλός! Ο εσωτερικός διάλογος είχε ξαναρχίσει, χωρίς ακόμη να τον προλαβαίνουν οι πριν υποθετικοί συνομιλητές, …ήταν σε ικανό βαθμό μονόλογος, συνοδευόμενος από λέξεις που έλεγα χαμηλόφωνα, μόνο για να λέγονται – μιας και οι λιγοστοί ξένοι, ασχέτως του αν καταλάβαιναν ελληνικά, ήταν αρκετά μακριά: … –Eεε, όχι, δεν είναι δυνατόν! Κοίτα να δεις τι σκέφτηκε ο άνθρωπος (εννοούσα τον καλλιτέχνη), κοίτα να δεις!... Eεε, όχι… Aυτό πάει πολύ!... ναι, ναι! μπράβο του! μπράβο του! και ακολούθως σιωπώντας, συνέχισα τον μονόλογο από μέσα μου: Kαλή δουλειά, αξιοζήλευτη, ναι, ναι, αυτό μάλιστα! Ποιος να είναι, άραγε; Πρέπει να μάθω…
Αλλά όλη αυτή την ώρα, αγαπητέ αναγνώστη, φοβούμαι ότι με παρακολουθείς χωρίς να μαντεύεις τι είχα επιτέλους αναγνωρίσει σε αυτά που έβλεπα. Απλό: ο καλλιτέχνης είχε σκηνοθετήσει όχι την κατάσταση που προηγείται της ανάρτησης ενός πίνακα, αλλά εκείνην, την ομολογουμένως ακραίως σπάνια, κατά την οποία κάποιος ορμά και καταστρέφει έναν ήδη αναρτημένο πίνακα… Eκπληκτικό! … Φαντάστηκα ότι είχε φανταστεί τον φανταστικό άγνωστο να εισβάλλει παρασύροντας ένα τουλάχιστον ακρυλικό Π και με ένα άλλο να ξεσπά στον πίνακα συγκεντρώνοντας μερικά κτυπήματα κοντά σε ένα από τα υπολανθάνοντα ενδιάμεσα ξύλα του σκελετού για να γίνει στο μουσαμά το πρώτο ρήγμα, ώστε μετά τραβώντας τον από αυτό να τον σχίσει πολύ περισσότερο… εννοείται ότι ο σκηνοθετημένος χρόνος περιείχε και την φάση αποκόμισης του βλαβέντος αντικειμένου σε κάποιον υπηρεσιακό χώρο για τα περαιτέρω… «Kαλή δουλειά, δε λέω…», έλεγα μέσα μου, … η μόνη, άλλωστε παράλειψη του ιδιοφυούς καλλιτέχνη ήταν η απουσία μιας «σκιάς» στον τοίχο, με το σχήμα και την έκταση του υποθετικού πίνακα. Αλλά αυτό ήταν ασήμαντο μπροστά στην όλη σύλληψη!
Αυτά σκεφτόμουν στο τέλος της παρατεινόμενης παρουσίας μου σε εκείνο το σημείο του κάτω πατώματος της Neue Nationalgalerie… και για μια ακόμη φορά ανακαλώντας όλη την σειρά των σκέψεων είχα αρχίσει πάλι να γελάω, ικανοποιημένος και με τον εαυτό μου που επί τέλους είχα διαβάσει σωστά το «έργο». Αλλά ξαφνικά ενώ γελούσα τόσο άδολα, βρέθηκα σε πραγματικά δεινή θέση. Τρία βήματα αριστερότερα, κοιτάζοντας επίσης προς τον τοίχο, έστεκε ένας άντρας που μόλις είχε πλησιάσει χωρίς να τον αντιληφθώ, περίπου σαραντάρης, ή πλέον, λίαν καλοντυμένος με σκούρο γκρι κουστούμι, καλοφτιαγμένος, μισό κεφάλι ψηλότερος εμού, με χαρακτηριστική ψυχρή ομορφιά, τέλειο χτένισμα, τέλειο ξύρισμα, τέλειο λευκό κολλάρο, τέλεια γραβάτα, τέλεια γυαλισμένα μαύρα υποδήματα και λίαν αυστηρή, επιτιμητική προς το μέρος μου ματιά, με στροφή μόνον της κεφαλής και όχι του σώματος. Τα λόγια του σε τέλεια γερμανική, σύντομα, κοφτά, μετά συγκρατήσεως οργισμένα: «Καλά, …δε μου λέτε, πού βρίσκεται το αστείο; …Είστε τελείως αναίσθητος; … Κάποιοι σαν εσάς θα έπρεπε να μη μπαίνουν σε έναν τέτοιο χώ …», και ξαφνικά ο άνθρωπος σταμάτησε τον λόγο του επειδή οι εκφράσεις του προσώπου μου έλεγαν ότι πρέπει να είχε γίνει κάποια παρεξήγηση…Εκμεταλλευόμενος λοιπόν την στιγμιαία σιωπή του και ανασυντάσσοντας την καταρρακωμένη διάθεσή μου, ψέλλισα:
– Συγχωράτε με! …δεν ξέρω καν γιατί με κατηγορείτε, μέχρι τώρα ακόμη νομίζω, ή μάλλον νόμιζα ότι αυτό που βλέπω εδώ είναι κανονικό … αλλά, από τον τρόπο σας, ξαφνικά υποψιάζομαι ήδη ότι κάτι άλλο συμβαίνει, …παρακαλώ συγχωρήστε με, εξακολουθώ να μη γνωρίζω, …άλλωστε μόλις τώρα έφθασα από την Αθήνα –ως προς αυτό το «μόλις», έλεγα ένα μικρό ψεματάκι, για να θεμελιώσω καλύτερα την «αθωότητά» μου– …
– Τί δεν γνωρίζετε…, και γιατί να σας πιστέψω;… το ξέρει όλος ο κόσμος! Εφημερίδες δε διαβάζετε;…
– Μα σας είπα ήδη, ότι μόλις έφθασα από την Αθήνα… και αμέσως άρχισα τις επισκέψεις των μουσείων με πρώτη την Neue Nationalgalerie. Επί τέλους ο συνομιλητής μου άρχισε να ηρεμεί και η έκφρασή του έδειχνε κάποια μεταμέλεια για τον απότομο τρόπο που μου είχε μιλήσει. Θέλοντας μάλιστα να αποκαταστήσει το επίπεδο της συνομιλίας μας, αλλά και την δική μου ανύπαρκτη πληροφόρηση, με πλησίασε με έκφραση προσώπου σχεδόν θεατρικά θλιμμένου και με εμφανή συγκίνηση είπε:
– Mας κατέστρεψαν τον Newman!... O δράστης, ένας ακτιβιστής, είχε κρυφτεί χθες στο χώρο των υλικών καθαριότητας, όπου περίμενε ώσπου να φύγει το προσωπικό… τώρα είναι στα χέρια της αστυνομίας. Να!, δείτε και την εφημερίδα!, είπε, δείχνοντάς μου μια καλοδιπλωμένη σοβαρή εφημερίδα που έως εκείνη τη στιγμή λάνθανε υπό την αριστερή του μασχάλη.
– Ειλικρινά λυπούμαι κύριε! Λυπούμαι τόσο πολύ! Τι μεγάλη απώλεια…, είπα με φωνή που ως προς την θεατρικότητα μάλλον υπερέβαινε την δική του. Εκείνος πάλι, νομίζοντας ότι όντως ήμουν όσο έδειχνα λυπημένος, θέλησε να με «παρηγορήσει», αλλά και ταπεινωτικά για τον ακτιβιστή να δείξει πόσο υπέρτερη είναι η δύναμη του Συστήματος:
– Μην ανησυχείτε κύριε, έχουμε τους καλύτερους συντηρητές και αυτοί θα κάνουν τον «Newman» όπως ήταν πριν… Αλλά συγχωράτε με, που τώρα πρέπει να συνεχίσω τα δικά μου…
– Παρακαλώ! …Σας ευχαριστώ που μου αφιερώσατε μέρος του πολύτιμου χρόνου σας! … και πάλι σας παρακαλώ να συγχωρήσετε την εκ λάθους απρεπή στάση μου μπροστά στον άδειο τοίχο.
– Δεν πειράζει, πέρασε, πάει, …Σας εύχομαι καλή συνέχεια στην πόλη μας και καλή επιστροφή σας στην Αθήνα.
Πόση ανακούφιση που ήμουν πάλι μόνος! ... Αλλά ακόμη με βασάνιζε η σκέψη ότι άθελά μου είχα φανεί τόσο αγενής. Ταυτόχρονα ανησυχούσα μήπως το ατόπημά μου είχε υποπέσει στην προσοχή άλλων επισκεπτών που βρίσκονταν ακόμη εκεί. Αν έτσι, τότε θα τελούσα, έστω δυνητικά, υπό λίαν δυσάρεστο καθεστώς παρατήρησης, αυτό που άλλως λέγεται: θα ήμουν δακτυλοδεικτούμενος. Με κλεφτές λοιπόν ματιές κοίταζα διερευνητικά σε διάφορες κατευθύνσεις για να εντοπίσω πιθανούς άλλους «δικαστές», αλλά ευτυχώς η ροή της κίνησης των επισκεπτών ήταν καθησυχαστική. Σε δεύτερη μοίρα ερχόταν η τεράστια έκπληξή μου: Η κατάσταση του κενού τοίχου με τα προ αυτού αντικείμενα δεν ήταν η πρωτοποριακή καλλιτεχνική σκηνοθεσία που είχα νομίσει, αλλά απλώς η τελείως ωμή πραγματικότητα που είχα ακριβώς φανταστεί ως περιεχόμενο εκείνης της υποθετικής σκηνοθεσίας, μια πραγματικότητα χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία… Μα τι σύμπτωση και αυτή! Την ίδια ίσως ώρα με την διάλεξή μου στο μουσείο του Ντάλεμ, να γίνεται κάτι τέτοιο στη Νέα Πινακοθήκη!
Σε τρίτη μοίρα ερχόταν η περί Newman πλήρης αμάθειά μου… ποιος ήταν αυτός πάλι; Ο συνομιλητής μου, ειδικός όπως καταλάβαινα, ίσως και μέλος του επιστημονικού προσωπικού αυτού του μουσείου, είχε προφέρει εκείνο το όνομα Newman –και τις δύο φορές– με τρόπο που σήμαινε τεράστια σπουδαιότητα και φήμη… Ιδού πάλι αυτή η φήμη!… Έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω κάτι γι’ αυτόν τον Newman, έλεγα πάλι μέσα μου, κινούμενος πλέον προς την θύρα που εξ αρχής είχα επιλέξει για τη συνέχεια της περιήγησής μου.
Αλλά φαίνεται ότι η περιπέτειά μου δεν είχε τελειώσει… ενώ έμεναν ακόμη τρία βήματα ως την θύρα, οπότε η οπτική γωνία προς ό,τι ακολουθούσε ήταν πλέον μεγάλη, έβλεπα ήδη, σταματημένους δεκαπέντε βήματα πιο πέρα, τρεις επισκέπτες από εκείνους που λίγο πριν είχαν βρεθεί κοντά στο σημείο του κατεστραμμένου «Newman» και είχαν κοιτάξει αρκετά προς αυτό… ασφαλώς πρέπει να ήταν πληροφορημένοι και, το χειρότερο, ίσως με είχαν δει να φέρομαι σαν να επιχαίρω για το δυσάρεστο συμβάν… ίσως, μπορεί… έπρεπε λοιπόν να τους αποφύγω, … να χασομερήσω λίγο ακόμη έως να απομακρυνθούν… κοιτάζοντας στα δεξιά της θύρας, δυστυχώς δεν εύρισκα πουθενά το απαραίτητο για μια καθυστέρηση πρόσχημα, ένα οποιοδήποτε έκθεμα, έστω και τελείως ασήμαντο…, και αυτός ο τοίχος ήταν επί ικανού μήκους άδειος… Τι απελπισία! …και, ξαφνικά, ιδού από το πουθενά μια μικρή σανίδα σωτηρίας: οι διακόπτες των φώτων ακριβώς στα δεξιά της θύρας… θα μπορούσα να προσποιηθώ ότι τους κοιτάζω με ενδιαφέρον ικανό να δικαιολογεί την καθυστέρηση του περάσματός μου στην επόμενη αίθουσα… αυτό θα ήταν ο λόγος της αποφυγής εκείνων των τριών και όχι τα αισθήματα ενοχής που ίσως ήταν ακόμη ορατά σε όποιον με κοίταζε από κοντά… (σήμερα τέτοια προβλήματα αποφυγής της ζωντανής επαφής με τον συνάνθρωπο δεν υπάρχουν: το κινητό τα καταργεί εύκολα – εκ των πραγμάτων, ή με λίγη προσποίηση).
Περιέργως όμως, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, η δήθεν απορρόφηση της προσοχής μου από τους δύο διακόπτες έγινε αιτία μιας άλλης περιπλοκής… Ίσως για να εναρμονίζονται με την κλίμακα των τεράστιων λευκών χώρων, οι διακόπτες του φωτισμού ήταν επίσης λευκοί και τεράστιοι, με μήκος και πλάτος υπερδιπλάσιο του κανονικού, και δη χωρίς διαίρεση της ενιαίας επιφάνειας σε ακίνητο και κινητό μέρος! Τέτοιους δεν είχα ξαναδεί και έτσι δεν έχανα τίποτα με την εξ ανάγκης στάση μου μπροστά τους.
Δυστυχώς οι τρεις επισκέπτες, που τόσο ήθελα να αποφύγω, δεν προχωρούσαν και εγώ αναγκαστικά, χωρίς να τους χάνω από την περιφερειακή μου όραση μάκραινα επί δύο ή τρία λεπτά την εμβριθή παρατήρηση των διακοπτών… Όμως, ακριβώς τότε, ένοιωσα ξαφνικά ότι κάποιοι ήταν πίσω μου κοιτάζοντας ό,τι και εγώ – αν είναι δυνατόν! Κανονικά έπρεπε να γελάσω με την πιθανότητα ότι οι νεοφερμένοι κοίταζαν τα μεγάλα τετράγωνα του τοίχου επειδή τα κοίταζε ήδη κάποιος πριν από αυτούς. Αυτό μπορεί να συμβαίνει παντού, πολύ περισσότερο σε ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης, οπότε αποκτά και τις κωμικές διαστάσεις, που έχουν τύχει ικανής εκμετάλλευσης (καλόπιστης ή κακόβουλης) και στον κινηματογράφο – σήμερα έχω, εκ προσωπικής εμπειρίας, μεγάλη συλλογή τέτοιων κωμικών περιστατικών. Δυστυχώς όμως, στην κατάσταση που βρισκόμουν, μετά από ό,τι είχε προηγηθεί, δεν με έπαιρνε να διασκεδάσω με την κωμική διάσταση της τελευταίας στιγμής και καθώς στην επόμενη αίθουσα οι προς αποφυγήν τρεις ήδη έφευγαν, μπόρεσα και εγώ να ξεφύγω από τη νέα δύσκολη θέση μου.
Ευτυχώς, στις υπόλοιπες αίθουσες η απασχόλησή μου με τα εκθέματα απάλυνε την αρχική αμηχανία μου. Στο τέλος δεν παρέλειψα να σταθώ στο πωλητήριο, μικρό εν συγκρίσει προς τα αντίστοιχα τωρινά πωλητήρια μουσείων, όπου απλώς αρκέσθηκα σε μια καρτ-ποστάλ με θέμα το άμοιρο έργο του Αμερικανού Barnett Newman: «Ποιος φοβάται το κόκκινο το κίτρινο και το γαλάζιο IV», τεράστιος πίνακας μήκους 6,04,5μ (19,8 αγγλ. ποδ.) και ύψους 2,74,5μ (9 αγγλ. ποδ.), ζωγραφισμένος το 1970: ένα απλό κόκκινο τετράγωνο αριστερά, ένα στενόψηλο γαλάζιο ορθογώνιο στο μέσον, με αναλογία πλευρών 1 προς 5 και ένα απλό κίτρινο τετράγωνο δεξιά!... (Τώρα σκέπτομαι ότι, περιέργως, το ύψος του πίνακα αντιστοιχεί στο εξωτερικό και όχι στο εσωτερικό των μεγίστου ύψους σιδηρών εμπορευματοκιβωτίων και το αυτό συμβαίνει με το μήκος ως προς τα είκοσι ποδών κιβώτια! Είχε φανταστεί ο ζωγράφος έναν τρόπο εύκολης και οικονομικής μεταφοράς του πίνακα εντός ή εκτός ΗΠΑ;).
Λίγο αργότερα, είδα τα υπόλοιπα σε μια εφημερίδα. Το έργο, στα Γερμανικά «Wer hat Angst vor rotgelbblau», συνοδευόμενο από μεγάλη δημοσιότητα και πολλές διχογνωμίες, είχε αγορασθεί για 2,7 εκατομμύρια μάρκα, στις αρχές του έτους (1982) και είχε υποστεί την επίθεση μόλις μετά την ανάρτησή του, πριν ακόμη γίνει η προγραμματισμένη τελετή εγκαινίασης της έκθεσής του. Ο δράστης, φοιτητής του οποίου το όνομα είχα παραλείψει να σημειώσω, είχε δηλώσει ότι το υπέρογκο ποσόν της αγοράς ήταν μια χοντρά άδικη σπατάλη χρημάτων, για ένα τελείως απλοϊκό και προσβλητικό αντικείμενο, και ότι η βίαια μεταχείριση ήταν καλλιτεχνικά τελείως ταιριαστή στον τίτλο «ποιος φοβάται…»
Το άρθρο συμπλήρωνε όσα γνώριζα ήδη εξ εμπειρίας. Μεταξύ άλλων καθιστούσε άχρηστη την παρατήρησή μου για την απουσία της «σκιάς» ενός πίνακα ή άλλων πινάκων στον τοίχο. Για τον νεαρό δράστη, που ήταν μόνο έξη χρόνια νεότερός μου, θυμάμαι ότι αισθάνθηκα κάποιο θαυμασμό, δεδομένου ότι εκείνος, μετά από την παράτολμη πράξη του, είχε σπεύσει να παραδοθεί στην αστυνομία και να διαδηλώσει τα κίνητρά του. Η πράξη του, είδος αυτοδικίας, ανεπίτρεπτο σε μια κοινωνία δημοκρατικών θεσμών, είχε στα μάτια μου μια επικίνδυνα φασιστική απόχρωση, χωρίς όμως να τον θέτει απαραιτήτως σε κάποια ακραία πολιτική πτέρυγα. Θα μπορούσε όντως τα κίνητρα να ήταν μόνον ψυχολογικά-καλλιτεχνικά, όπως συνήθως συμβαίνει και με πράξεις αυτοκτονίας.
Η πτήση προς το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν ως συνήθως άνετη, με τις γνωστές συναρπαστικές από αέρος εικόνες της ελληνικής γης. Κάποια στιγμή πάντως, που σύννεφα δεν άφηναν πολλά περιθώρια για γεωγραφικές παρατηρήσεις, η σκέψη μου πέταξε πίσω στην Νατσιονάλγκαλερί κατεβάζοντας ξαφνικά μια νέα ιδέα, τόσο λογική όσο και κωμική: εκείνοι που έστεκαν πίσω μου όταν κοίταζα τους τεράστιους διακόπτες, ίσως δεν ήταν τόσο κουτοί για να νομίζουν ότι αυτά που κοίταζα ήταν καλλιτεχνικά εκθέματα, αλλά μάλλον κοίταζαν εμέ διασκεδάζοντας με τη σκέψη ότι ίσως εγώ ήμουν τόσο αφελής, ώστε να εκλαμβάνω αυτούς τους διακόπτες ως έργα τέχνης. Όμως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση κάτι θα τους διέφευγε από την αληθινή αιτία της εκεί παρουσίας μου, ακριβώς όπως και σε εμέ είχε διαφύγει η αληθινή αιτία της περίεργης κατάστασης του κενού τοίχου με τα προ αυτού ακρυλικά Π.
Έκτοτε, αυτά τα ζητήματα με απασχόλησαν αρκετά συχνά, χωρίς να καταλήγω σε μια οριστική εξήγηση, ή κάποια τελεσίδικη θεωρητική θέση για τους δρόμους της τέχνης. Πολύ ευκολότερα, αντιθέτως, συμπλήρωσα τις παρατηρήσεις μου για το κτήριο: πρώτα το μετρικό σύστημα. Η μονάδα που είχα τότε υποθέσει, έξι πόδες ή μια οργιά, ισχύει, αλλά όχι με τιμές αγγλικών ποδών που χρησιμοποιούνται και στην Αμερική, όπου ο Mies van der Rohe είχε επί δεκαετίες την έδρα του, αλλά με την στρογγυλευμένη τιμή των τριών δεκάτων του ισχύοντος και στη Γερμανία Γαλλικού Μέτρου. Όμως, ενώ ο ορισμός της ακριβούς τιμής της μονάδας μήκους είναι επουσιώδης (30 εκ. αντί 30,46 εκ., 180 εκ αντί 182,8 εκ.), καθ’ εαυτό το είδος των μονάδων, «πόδια των 30 εκ.» και «οργιές των 180 εκ.», αντί ακέραιων γαλλικών μέτρων, είναι λίαν ουσιώδες, επειδή ανταποκρίνεται πολύ καλύτερα σε ανθρωπομετρικά δεδομένα. Κατά τους αρχαίους το ύψος του σώματος είναι εξαπλάσιο του αντίστοιχου ανδρικού πέλματος και ίσο με το άνοιγμα των χειρών, δηλαδή την οργιά. Τα στοιχεία αυτά, όπως ενσωματώθηκαν στο έργο του Βιτρουβίου, εικονίσθηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τον Leonardo, στην περίφημη μετρολογική παράσταση του ανθρώπου του Βιτρουβίου, με τα χέρια σε διάπλατη έκταση. Όταν ωστόσο για πρώτη φορά έβλεπα την εφαρμογή αυτών των μέτρων στην Νόυε Νατιονάλγκαλερι, δεν είχα ακόμη ανακαλύψει ότι και στην αρχαιότητα, μεγάλα έργα, όπως κάποιες οχυρώσεις, είχαν μετρηθεί με εξαπλάσια του πόδα, δηλαδή με οργυές.
Αλλά για το κτήριο στο Βερολίνο υπάρχουν πολλά ακόμη άξια μνείας, που ποτέ δεν παρέλειπα να θυμίζω στους νεότερους, κυρίως στους μεταπτυχιακούς του Πολυτεχνείου: εκτός από την υμνημένη ομορφιά του, αξίζει ως παράδειγμα κατασκευαστικής σοφίας και οικονομίας. Στη σύνθεση των δοκών χρησιμοποιήθηκαν σε ορισμένες από αυτές ή σε ορισμένα μέρη αυτών, διαφορετικού είδους και πάχους ελάσματα (χωρίς επιπτώσεις στην εξωτερική εμφάνιση), αντιστοίχως προς την κατά θέσεις αναμενόμενη μεγαλύτερη ή μικρότερη καμπτική και διατμητική καταπόνηση. Επίσης, χάριν αποφυγής της δαπάνης μιας γιγάντιας σκαλωσιάς, η τεράστια μονοκόμματη οροφή, βάρους χιλιάδων τόνων, κατασκευάσθηκε επί του δαπέδου, με κάθε λεπτομέρεια, συμπεριλαμβανομένων των μονωτικών επιστρώσεων και ανυψώθηκε τελείως έτοιμη, εννέα σχεδόν μέτρα ψηλότερα, με ειδικούς ανυψωτήρες, συμπαρασύρουσα και τους οκτώ πανίσχυρους στύλους της, οι οποίο αρχικά εξαπλωμένοι πέριξ αυτής βρέθηκαν στο τέλος κρεμασμένοι κάτω από αυτήν, για να αναλάβουν σχεδόν αυτομάτως τον ρόλο τους. Η εργασία έγινε σε μια μόνο μέρα, τον Απρίλιο του 1967, κατά την οποία ο σπουδαίος δημιουργός, που μετά από δύο χρόνια θα άφηνε την τελευταία του πνοή, παρακολουθούσε τα πάντα με όλη του τη δύναμη, μέσα από ένα λευκό αυτοκίνητο σταθμευμένο σε μία άκρη του έργου.
(4 Ιανουαρίου 2019)