Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/afierwma/skepseis-gia-thn-praxh-xwris-logia-1-toy-samioyel-mpeket
«Σκέφτεται [...] Σκέφτεται […] Σκέφτεται […]»
Στο έργο Πράξη χωρίς λόγια 1 ο Μπέκετ υποδεικνύει τις δράσεις του Άντρα πάνω στη σκηνή. Ωστόσο περιγράφει και τις «δράσεις» της σκηνής σε σχέση με τον Άντρα. Αυτός είναι μόνος του σε μία έρημο φωτισμένη εκτυφλωτικά. Πώς βρέθηκε εκεί; Ποιος είναι; Τι στόχους έχει; Δεν υπάρχει καμία εξήγηση. Ευθύς εξαρχής καταργούνται τα τρία πιο κρίσιμα ερωτήματα στην υποκριτική: ποιος είναι ο ρόλος; Πού είναι; Τι θέλει; Παρόλα αυτά γνωρίζουμε ποιος είναι ο χώρος: η σκηνή. Γνωρίζουμε επίσης τι υποδεικνύει ο χώρος: μία έρημο. Επίσης αναγνωρίζουμε απ’ την αρχή του έργου ότι ο χώρος είναι «συμπαίκτης», είναι ρόλος υπό μία έννοια, μιας και διαρκώς δίνει ερεθίσματα στον Άντρα, να δράσει. Να πράξει. Και ο Άντρας πρέπει να το κάνει, γιατί κατ’ αρχάς οφείλει να θέλει, λαμβάνοντας υπόψιν τις υποδείξεις του Μπέκετ, να φύγει από αυτήν την σκηνή/έρημο. Ένα σφύριγμα από τη δεξιά κουίντα τον καλεί σε μία «απελευθέρωση» από τα δεσμά της σκηνής/ερήμου. Ωστόσο πέφτει ξανά μέσα στη σκηνή. Αυτή η δράση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές ωσότου αντιληφθούμε ότι τελικά ο Άντρας από μόνος του πέφτει ή ρίχνεται ξανά και ξανά μέσα στην σκηνή. Είναι επιλογή του να βρίσκεται σε μία έρημο/σκηνή, χωρίς εμφανή ελπίδα διαφυγής. Ένα δέντρο κατεβαίνει από τον «ουρανό». Ένας υπαινιγμός όασης. Σταδιακά εμφανίζονται από κάπου «επάνω» ένα ψαλίδι, ένα σχοινί, ένας κύβος και – κυρίως, για έναν άνθρωπο παγιδευμένο στην έρημο – μία καράφα με νερό. Από εκεί και πέρα οι δράσεις επικεντρώνονται, ως επί το πλείστον, στο πώς ο Άντρας θα φτάσει την καράφα με το νερό. Και ο συγγραφέας διαρκώς τον γελοιοποιεί, τον αποδιοργανώνει, τον ακυρώνει, περιγράφοντας μία σειρά δράσεων ανόητων, επιπόλαιων και ανούσιων. Και ανάμεσα σε αυτές τις δράσεις/πράξεις, δεκάδες «σκέφτεται». Ο συγγραφέας γράφει συνέχεια για τον ήρωά του: «σκέφτεται». Δηλαδή; Πώς σκέφτεται; Πώς σκέφτομαι ως ηθοποιός δείχνοντας πειστικά και κατανοητά ότι το κάνει ο ρόλος που υποδύομαι; Και μάλιστα πρέπει να δείξω ότι ο ρόλος μου σκέφτεται ανάμεσα σε πράξεις των οποίων το αποτέλεσμα τον γελοιοποιεί. Γιατί ο Άντρας σκέφτεται; Αφού καμία πράξη που έπεται της σκέψης του δεν έχει νόημα (φαινομενικά τουλάχιστον), σε τι χρησιμεύει η σκέψη του; Και μάλιστα τόσο εξαντλητικά επαναλαμβανόμενη ως πράξη η ίδια η διαδικασία της σκέψης; Αλήθεια είναι πράξη η σκέψη; Τι περιμένει από εμένα ο συγγραφέας υποδεικνύοντάς μου συνεχώς ότι ο Άντρας σκέφτεται; Ως ηθοποιός, με μεγάλη αγάπη στην παντομίμα και τους μίμους, θα κάνω ότι σκέφτεται ξύνοντας το κεφάλι μου. Όμως ένα τόσο στερεοτυπικό σκέφτεται πώς δικαιολογεί τις δράσεις που έπονται αυτής της σκέψης και δεν έχουνε καμία σχέση με στερεότυπα; Το αντίθετο μάλιστα. Ο συγγραφέας περιγραφεί μία σειρά δράσεων που ένας κλόουν θα μπορούσε να κάνει στο τσίρκο, όμως δεν υπάρχει το κλασικό γκαγκ με το σκαμνάκι, με την σφυρίχτρα, με τις κωλοτούμπες κλπ. Ο Μπέκετ, στην πραγματικότητα, περιγράφει έναν απελπισμένο κλόουν που βρίσκεται κάπου, που ενώ επιλέγει να βρίσκεται εκεί, το κάνει επειδή δεν γνωρίζει πού άλλου θα μπορούσε να βρισκόταν. Και αυτός ο άνθρωπος – καθ’ υπόδειξη του συγγραφέα – δεν θέλει ουσιαστικά να δραπετεύσει από την έρημο, θέλει να φτάσει την καράφα με το νερό. Θέλει να επιβιώσει μέσα σε «αυτό» που του έλαχε, και δεν θα το άλλαζε με οτιδήποτε άλλο. Και ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του κλόουν/μίμου, δεν είναι κιόλας. Οπότε εγώ πρέπει να δείξω ότι ναι μεν ο ρόλος σκέφτεται ως μίμος/κλόουν, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να προετοιμάσω το έδαφος για τις δράσεις/πράξεις που έπονται και που ξεπερνούν την παντομίμα ή το τσίρκο.
Ο συγγραφέας περιγράφει αναπόφευκτες πράξεις. Όχι, δεν ήταν αυστηρός ο Μπέκετ σε σχέση με τις σκηνικές οδηγίες στα έργα του, αναπόφευκτος ήταν. Και ναι, καμία επινόηση δική μου επί σκηνής δεν θα ήταν «καλύτερη» από την υπόδειξη του συγγραφέα, διότι ο Μπέκετ δεν επέμενε στην πιστότητα από ιδιοτροπία. Το αναπόφευκτο μιας πράξης καθ’ όλα συγκεκριμένης ήθελε να υποδείξει. Έτσι και το σκέφτεται ως (σκηνική) πράξη είναι αναπόφευκτο. Και εξίσου μάταιο από τη στιγμή που ο ρόλος δεν παίρνει την απόφαση να φύγει από την έρημο/σκηνή που τον περιβάλλει. Η έρημος είναι δεδομένη. Κάθε προσπάθεια διαφυγής επιβεβαιώνει ότι ναι μεν μου έχει επιβληθεί η έρημος, αλλά εν τέλει την επιλέγω. Την έρημο ως σκηνή και την σκηνή ως έρημο.
Ο μίμος και κατ’ εξοχήν ο κλόουν εκπροσωπούν ένα είδος. Το ανθρώπινο. Το είδος αυτό που εμφανίζεται από το πουθενά σε μία έρημο. Αυτή η έρημος είναι ο κόσμος μου. Και σε αυτόν τον κόσμο συντελείται, μεταξύ άλλων, η απόλυτη πράξη στην οποία το είδος μου ειδικεύεται: το σκέπτεσθαι. Και παρά το «σκέπτεσθαι» καμία πράξη μου δεν έχει νόημα. Ο στόχος των πράξεων είναι η επιβίωση μέσα στην έρημο που δεν επέλεξα αλλά από την οποία δεν δραπετεύω κιόλας. Το νόημα είναι να πράττω κατόπιν σκέψεως. Η σκέψη είναι η πράξη αυτή καθεαυτή. Η μόνη που μπορεί να κάνει το είδος μου. Και καμία άλλη πράξη δεν έχει νόημα από την στιγμή που γνωρίζω ότι ανά πάσα στιγμή το ίδιο φως που εμφάνισε γύρω μου την έρημο, το ίδιο φως θα γίνει σκοτάδι και η έρημος θα γίνει το τίποτα και το πουθενά που προηγήθηκε αυτής. Όμως τουλάχιστον θα έχω σκεφτεί. Πώς όμως θα το έχω κάνει;
Είμαι τεσσάρων χρονών και κάθομαι σε μία πολυθρόνα με βελούδινα «μπράτσα». Πάνω στα «μπράτσα» κάνω σχεδιάκια στο βελούδινο ύφασμα και μετά τα σβήνω και κάνω άλλα σχεδιάκια και ξανά τα σβήνω και ούτω καθεξής. Έρχεται η μαμά και με ρωτάει τι κάνω. Σκέφτομαι, της απαντάω. Αυτή η εικόνα και αυτός ο λόγος είναι η πρώτη μου ανάμνηση. Έκτοτε δεν έχουν αλλάξει πολλά. Συνεχίζω να κάνω «σχεδιάκια» που σβήνω λίγο πριν ολοκληρωθούν για να κάνω άλλα στη θέση τους. Και όλο αυτό συνιστά το πρώτο «σκέφτομαι» που άρθρωσα στη ζωή μου.
Κατά πάσα πιθανότητα στην πράξη «σκέφτεται» στο έργο του Μπέκετ θα έκανα σχεδιάκια στον αέρα, θα τα έσβηνα και μετά θα έκανα ό,τι μου υποδεικνύει ο συγγραφέας. Ο οποίος ναι μεν δεν μου άφησε περιθώρια διαφυγής από την έρημο, ναι μεν δεν μου επέτρεψε να κάνω κάτι άλλο πέραν των δικών του υποδείξεων, αλλά μου άφησε όλη την ελευθερία του κόσμου να «σκέφτομαι» όπως θέλω εγώ. Και να συμπεραίνω με τον δικό μου τρόπο. Και να δείχνω ότι σκέφτομαι συνομιλώντας με το πρώτο «σκέφτομαι» που άρθρωσα ποτέ. Και να συνειδητοποιώ ότι ο συγγραφέας μου παραχώρησε το προνόμιο της πρωτοτυπίας στη σκέψη.