Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/afierwma/baoytera-apo-thn-kanonikh-domh-ths-yparxhs-mikro-sxolio-sto-oxi-egw
(μτφ. Γ. Σ.)
Σκηνή σκοτεινή αλλά το ΣΤΟΜΑ στα δεξιά του κοινού, περίπου 8 πόδια πάνω από τη σκηνή, ελαφρά φωτισμένο από μπροστά και από κάτω, το υπόλοιπο πρόσωπο στη σκιά. Αόρατο μικρόφωνο.
ΑΚΡΟΑΤΗΣ, στο προσκήνιο από την αριστερή πλευρά των θεατών, ψηλή όρθια φιγούρα απροσδιόριστου φύλου, τυλιγμένη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια σε μαύρο ύφασμα, με κουκούλα, στέκεται σε ένα αόρατο podium περίπου 4 πόδια ψηλό. Η φιγούρα φαίνεται από τη στάση της μόνο να κοιτάει έντονα διαγωνίως προς το ΣΤΟΜΑ, απολύτως ακίνητη εκτός από τέσσερις σύντομες κινήσεις, όπου υποδεικνύεται. Βλ. Σημείωση.
Καθώς τα φώτα της αίθουσας χαμηλώνουν, η φωνή του ΣΤΟΜΑΤΟΣ ακούγεται ακατάληπτη πίσω από την αυλαία. Τα φώτα της αίθουσας σβήνουν. Η φωνή συνεχίζει ακατάληπτη για 10 δευτερόλεπτα πίσω από την αυλαία. Με το που αρχίσει να σηκώνεται η αυλαία, αυτοσχεδιάζει από το κείμενο για όσο χρόνο χρειάζεται μέχρι να σηκωθεί τελείως η αυλαία και να συγκεντρωθεί η προσοχή των θεατών:
ΣΤΟΜΑ: . . . έξω . . . μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο . . . αυτόν τον κόσμο . . . μικρούλι πραγματάκι . . . πριν από την ώρα του . . . σ’ ένα καταραμ- . . . τι; . . . κορίτσι; . . . ναι . . . μικρό κοριτσάκι . . . μέσα σ’ αυτήν . . . έξω μέσα σ’ αυτήν . . . πριν από την ώρα της . . . καταραμένη τρύπα που ονομάζεται . . . ονομάζεται . . . δεν έχει σημασία. . . . γονείς άγνωστοι . . . δεν ακούστηκαν . . . αυτός εξαφανισμένος . . . καπνός . . . ούτε καλά-καλά το βρακί του δεν κούμπωσε . . . αυτή το ίδιο . . . ύστερα από οχτώ μήνες . . . με ακρίβεια ρολογιού . . . άρα καμιά αγάπη . . . τη γλίτωσε αυτή . . . χωρίς την αγάπη που συνήθως πνέει προς το . . . άφωνο βρέφος . . . στο σπίτι . . . όχι . . . ούτε πράγματι για τον ίδιο λόγο κανενός είδους . . . κανενός είδους αγάπη . . . σε κάθε ακόλουθο στάδιο . . . άρα τυπική σχέση . . . τίποτε αξιοσημείωτο μέχρι τα εξήντα όταν- . . . τι; . . . εβδομήντα; . . . Θεέ μου! . . . φτάνοντας στα εβδομήντα . . . περιπλανιέται σε ένα χωράφι . . . ψάχνει ανέμελα για πασχαλίτσες . . . για να φτιάξει μια μπάλα . . . λίγα βήματα μετά σταματάει . . . κοιτάει στο κενό . . . έπειτα παρακάτω . . . μερικά ακόμη . . . σταματάει και κοιτάει ξανά επίμονα. . . και ούτω καθεξής . . . βολοδέρνει . . . όταν ξαφνικά . . . σταδιακά . . . όλα έσβησαν . . . όλο εκείνο το φως του Απρίλη νωρίς . . . και αυτή βρέθηκε στο- . . . τι; . . . ποια; . . . όχι! . . . αυτή! . . . [Παύση και κίνηση νο. 1] . . . βρέθηκε στο σκοτάδι . . . και αν όχι ακριβώς . . . αναίσθητη . . . αναίσθητη . . . γιατί μπορούσε να ακούει ακόμη το βουητό . . . επονομαζόμενο . . . στα αυτιά . . . και μια αχτίδα φωτός ήρθε κι έφυγε . . . ήρθε κι έφυγε . . . σαν κι αυτή που μπορεί να ρίξει το φεγγάρι . . . βολοδέρνοντας . . . μέσα κι έξω απ’ το σύννεφο . . . αλλά τόσο θολή . . . νιώθει . . . νιώθει τόσο θολή . . . δεν ήξερε . . . σε ποια θέση βρισκόταν . . . φαντάσου! . . . σε ποια θέση βρισκόταν! . . . αν ήταν όρθια . . . ή καθιστή . . . αλλά το μυαλό – . . . τι; . . . γονατιστή; . . . ναι . . . αν ήταν όρθια . . . ή καθιστή . . . ή γονατιστή . . . αλλά το μυαλό- . . . τι; . . . ξαπλωμένη;; . . . ναι . . . αν ήταν όρθια. . . ή καθιστή. . . ή γονατιστή . . . ή ξαπλωμένη . . . αλλά το μυαλό ακίνητο . . . ακίνητο . . . με κάποιον τρόπο . . . γιατί η πρώτη σκέψη της ήταν . . . ω πολύ αργότερα . . . ξαφνική έκλαμψη . . . μεγαλωμένη όπως ήταν να πιστεύει . . . με τα άλλα ορφανά . . . σ’ έναν ευσπλαχνικό . . . [Κοφτό γέλιο.] . . . Θεό . . . [Δυνατό γέλιο.] …
[…]
[Παύση και κίνηση νο. 4] . . . μικρούλι πραγματάκι . . . βγήκε πριν από την ώρα του . . . καταραμένη τρύπα . . . αγάπη πουθενά . . . έκανε οικονομία στην αγάπη . . . άφωνη όλες τις μέρες της . . . κυριολεκτικά άφωνη . . . ακόμα και προς τον εαυτό της . . . ποτέ έξω φωναχτά . . . αλλά όχι εντελώς . . . μερικές φορές ξαφνική παρόρμηση. . . μια ή δυο φορές το χρόνο . . . πάντα χειμώνας ένας περίεργος λόγος . . . τα μεγάλα βράδια . . . ώρες του σκοταδιού . . . ξαφνική παρόρμηση να . . . πει . . . μετά βγαίνει βιαστικά έξω σταματάει στο πρώτο που βλέπει μπροστά της . . . κοντινότερο αποχωρητήριο . . . αρχίζει να τα βγάζει . . . σταθερή ροή. . . τρελά πράγματα . . . τα μισά φωνήεντα λάθος . . . κανείς δεν καταλάβαινε . . . μέχρι να δει τα βλέμματα που τις έριχναν . . . μετά πέθαινε από ντροπή. . . μπουσουλούσε πίσω μέσα . . . μια ή δυο φορές το χρόνο . . . πάντοτε χειμώνας περίεργος λόγος . . . μακρές ώρες του σκοταδιού . . . τώρα αυτό . . . αυτό . . . γρηγορότερα και πιο γρήγορα . . . οι λέξεις . . . το μυαλό. . . τρεμοσβήνοντας μακριά σαν τρελό . . . γρήγορο άρπαγμα και συνέχεια μετά. . . τίποτα εκεί . . . μόνο κάπου αλλού . . . κάνει προσπάθεια κάπου αλλού . . . όλη την ώρα κάτι ικετεύει . . . κάτι μέσα της ικετεύει . . . ικετεύοντας τα όλα να σταματήσουν . . . δίχως απάντηση . . . προσευχή δίχως απάντηση . . . ή ανεισάκουστη . . . πολύ αχνή . . . και έτσι. . . συνέχιζε . . . προσπαθώντας . . . μη γνωρίζοντας τι . . . τι ήταν αυτό που προσπαθούσε . . . τι να προσπαθήσει . . . όλο το σώμα σαν εξαφανισμένο . . . μόνο το στόμα . . . σαν τρελαμένο . . . και ούτω καθεξής . . . συνέχισε να-. . . τι; . . . το βουητό; ναι . . . όλη την ώρα το βουητό . . . θολός βρυχηθμός σαν καταρράχτες . . . μέσα στο κρανίο . . . και η αχτίδα . . . να ψαχουλεύει . . . ανώδυνη . . . τόσο μακριά . . . χα! . . . τόσο μακριά . . . όλα αυτά . . . εμπρός συνέχισε . . . χωρίς να ξέρεις τι . . . τι ήταν αυτή-. . . τι; . . . ποιά; . . . όχι! . . . αυτή! . . . ΑΥΤΗ! . . . [Παύση.] . . . τι προσπαθούσε . . . τι να προσπαθήσει . . . δεν έχει σημασία . . . συνέχισε [Η αυλαία αρχίζει να πέφτει.] . . . κατάλαβέ το στο τέλος . . . και μετά πίσω . . . ο Θεός είναι αγάπη . . . τρυφερές ευσπλαχνίες . . . καινούργιες κάθε πρωί. . . πίσω στο χωράφι . . . πρωινό του Απρίλη . . . πρόσωπο στο γρασίδι . . . κανείς άλλος μόνο οι κορυδαλλοί . . . σήκωσέ το-
(Η αυλαία πέφτει ολοκληρωτικά. Η αίθουσα σκοτεινή. Η φωνή συνεχίζει πίσω από την κουρτίνα, ακατάληπτη, δέκα δευτερόλεπτα, σταματάει καθώς η αίθουσα φωτίζεται.)
[Σημείωση. Κίνηση: συνίσταται στο να σηκώνονται τα χέρια από τα πλάγια και μετά να πέφτουν, ως χειρονομία ανήμπορης συμπόνιας. Γίνεται όλο και πιο αδύναμη σε κάθε επανάληψη μέχρι που την τρίτη φορά γίνεται μόλις αντιληπτή. Η παύση διαρκεί αρκετά για αυτό το μικρό διάστημα ώστε το ΣΤΟΜΑ να συνέρχεται από την ανυποχώρητη άρνηση του να εγκαταλείψει το τρίτο πρόσωπο.]
Για να τελειώνουμε με την τυραννία του ρεαλισμού…
Αν θεωρήσουμε ότι το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ παρουσιάζει και επιτελεί νέες δομές της ύπαρξης που αντιστέκονται με το δικό τους τρόπο σύνταξης και ανασύνταξης σε έναν κόσμο ανοίκειο και αναυθεντικό, το μονόπρακτο Όχι εγώ από το 1972 δεν είναι μόνο ένα καθαρό αποτύπωμα μιας νέας δια του λόγου πράξης, αλλά επιτελεί τη διάρρηξη των κανονικών δομών του λόγου και της ύπαρξης έξω από την τυραννία του ρεαλισμού.[1] Kαι αν πρόκειται για «το πιο υβριστικό και σφοδρό έργο του Μπέκετ»,[2] πρόκειται και για μια χειρονομία ακύρωσης της κοινωνικής επιθυμίας για υπάκουες και αισθητικά πειθήνιες φωνές.
Η ειρωνική δήλωση του Μπέκετ ότι ήξερε τη γυναίκα που μιλάει ως Στόμα στο Όχι εγώ, δεν ήταν μόνο μια χλευαστική απαξίωση των όρων του ρεαλισμού, αλλά και μια επίμονη υπενθύμιση ότι το έργο του συγγραφέα «αναπαριστά» τον πραγματικό κόσμο και ταυτόχρονα μιλάει για τους αποσυνάγωγους που δεν συνάδουν με τις δομές ακόμη και των δρόμων του κόσμου αυτού:
Ήξερα αυτή τη γυναίκα στην Ιρλανδία. Ήξερα ποια ήταν –όχι αυτή συγκεκριμένα, μία ανύπαντρη γυναίκα, αλλά υπήρχαν τόσο πολλές από αυτές τις γριές γκιόσες που σκόνταφταν στις λωρίδες των δρόμων, στα χαντάκια, δίπλα στις σειρές των θάμνων. Η Ιρλανδία είναι γεμάτη από αυτά. Και την άκουσα να λέει αυτά που έγραψα στο Όχι εγώ. Πραγματικά τα άκουσα.[3]
Η ποιητική της αντίστασης απέναντι σε κάθε βιο-πολιτική βούληση που επιδιώκει να περιορίσει την ανθρώπινη ζωή σε μια προσδοκώμενη κοινωνική ευταξία, μεταδίδεται στο έργο του Μπέκετ αφενός ως άρνηση κάθε κανονικοποιητικής δομής και πιθανώς ως απόρριψη της ίδιας της θεσμικά διατεταγμένης κανονικότητας. Και δουλεύοντας γύρω από τα ερείπια της Ευρώπης ο Μπέκετ δεν γράφει μόνο για την «ανθρωπότητα σε ερείπια» από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εξής, αλλά παρουσιάζει εμφατικά την «ανθρωπινότητα σε ερείπια» ακόμη και κατά τη δεκαετία του 1970.
Ιστορικά ο Μπέκετ, ερχόμενος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της «ανθρωπότητας σε ερείπια»[4] μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στράφηκε στους δραματουργικούς τρόπους της αφαίρεσης, της υπονόμευσης και της αποδόμησης για να γίνει ο «καλλιτέχνης που έρχεται από το Τίποτε»,[5] και για να «φιλοξενηθεί στο χάος»,[6] δίνοντας σε αυτό το ανθρώπινο χάος μια δυναμική υλική μορφή.
Αναγάπητη, ανευλαβής και ανυπόχρεη σε χαντάκι…
Tο Στόμα παραθέτει την ιστορία μιας εβδομηντάχρονης γυναίκας που βρίσκεται σε ένα είδος κοινωνικής αφασίας και φίμωσης η οποία διακόπτεται μια ή δυο φορές το χρόνο από την ασταμάτητη ροή μιας ομιλίας. Η ομιλία αυτή καθόλου δεν συνάδει με οτιδήποτε κανονικό ως λόγο, αν και γίνεται κατανοητή με την ένταση ενός εμετού ή ενός βιαίως ρέοντος οχετού που έρχεται για να μολύνει τις κανονικές επιφάνειες του αισθητού.
Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν αναγνωρίζει τις λέξεις που ακούει ως δική της ομιλία και αρνείται την κυριότητα της φωνής («δεν ήταν καθόλου δική της. . . όχι καθόλου η φωνή της»), αλλά αναγκάζεται να αναγνωρίσει τη φωνή που ακούει ως δική της, όταν συναισθάνεται τις φυσικές κινήσεις του στόματος από τις οποίες παράγεται ο λόγος: «ξαφνικά ένιωσε. . . σταδιακά ένιωσε. . . τα χείλη της κινούνται. . .».
Λέγοντας μια ιστορία σε τρίτο πρόσωπο, αρνείται να μιλήσει εξ ονόματος του εαυτού της και μιλάει ως ξένη, αρθρώνοντας την απιθανότητα της ορθής εκδήλωσης της γυναικείας φωνής και διεκδικώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα αναφοράς στη γυναικεία εμπειρία ως εφιάλτη της ύπαρξης. Ο λόγος αυτός βρίσκεται βαθύτερα από την κανονικά προσδοκώμενη δομή της ύπαρξης, επειδή εξωθήθηκε και απωθήθηκε εκεί εκβιαστικά από αυτούς που δεν ανέχονταν την παρουσία και τη αλήθεια του.
Στο Όχι εγώ έβλεπα πάντα μια σπαραγμένη από τον κόσμο της γυναίκα. Μια ποδοπατημένη γυναίκα μέσα σε ένα χαντάκι που σκάφτηκε από χέρια αντρών. Την γυναίκα αυτή έχουμε δει όλοι μας. Και ο Μπέκετ στρέφει εμφατικά την προσοχή μας σε αυτές τις ρωγμές του κόσμου απ’ όπου εκβάλλονται αυτά τα Στόματα τα οποία δεν (ξανα)μίλησαν ποτέ έξω φωναχτά...