Χάρτης 3 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-3/klimakes/xarths-oalasshs
Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.
Από τη Λα Γουάιρα της Βενεζουέλας πήρα το πλοίο για Κούβα. Διάλεξα αυτό που ακολουθούσε καθαρή πορεία, δηλαδή, εσωτερικά της Καραϊβικής, μακριά από παρθένους νήσους, εξωτικά νησιά, παραδείσια νησιά και φορολογικούς παραδείσους. Αποβιβάστηκα, βεβαίως, στην Αβάνα, το μεγάλο λιμάνι, τη μεγάλη πόλη με τα πολύχρωμα σπίτια και τους φιλόξενους ανθρώπους, τη βασίλισσα της Καραϊβικής.
Ίσως γι’ αυτό, όπως δεν άργησα να διαπιστώσω, πολλές γυναίκες έφεραν το όνομα Ρέινα, βασίλισσα. Ρέινα, φώναζε κάποιος και γυρνούσαν προς το μέρος του πέντε γυναίκες του δρόμου. Ρεϊνίτα, φώναζε η γεροδεμένη μιγάδα και μια κοπελίτσα έτρεχε στην αγκαλιά της. Μάμα Ρέινα, χαιρετούσαν οι περαστικοί τη γερόντισσα που καθόταν στο πλατύσκαλο και τύλιγε ένα πούρο κυλώντας το πάνω στον μηρό της. Αλλά κι εγώ μια Ρέινα αναζητούσα. Μου είπαν πως θα την έβρισκα στην οδό Άνιμας. Ρώτησα στην αρχή του δρόμου και μου έδειξαν μακριά μια ταράτσα. Η απορία επιβράδυνε το βήμα μου κι όταν, επιτέλους, έφτασα, ο θυρωρός μού ανακοίνωσε: «Η κυρία Ρέινα Μαρία Ροδρίγες σας περιμένει. Μου ζήτησε να σας συνοδεύσω ως επάνω». «Με περιμένει;
Πώς…;» Και πριν ολοκληρώσω την ερώτηση, ο άντρας μού απάντησε: «Ένα παιδί με ειδοποίησε». Οι τοίχοι της σκάλας ήταν γεμάτοι φωτογραφίες. Τις κοίταζα, καθώς ανέβαινα ακολουθώντας τον θυρωρό, και προσπαθούσα να καταλάβω. «Έφυγαν όλοι» με αιφνιδίασε εκείνη από την κορυφή. «Μου έμειναν μόνο τα καδράκια τους στους τοίχους. Μια διαρροή που δημιουργεί πολύ μεγάλο κενό. Δεν μπορώ να αντικαταστήσω τους ανθρώπους γιατί οι άνθρωποι είναι αναντικατάστατοι».
ένα παράξενο πλάσμα ήρθε
να μοιραστεί το δωμάτιό μου στο σπίτι…
ένα κορίτσι τρελό σαν τα πουλιά.
Ντύλαν Τόμας
χώρος της πόρτας μου
ένα τρελό κορίτσι μπαίνει στο δωμάτιό μου
δεν είμαι πια εγώ
του δανείζω τούτο το κεφάλι
ένα κεφάλι μαυρισμένο στη λιμνούλα του καθρέφτη.
είναι αυτό που έρχεται;
με μια αλλαγή καπέλου θ’ αγγίξει τα φτερά
την ηρεμία του τη θλίψη του.
χώρος της πόρτας μου
ανάμεσα στον λαβύρινθο και στην αντιστροφή βρισκόμουν μόνη
γι’ αυτό χρειάστηκε να το επινοήσω
να του φορέσω τούτα τα παπούτσια
και να το κάνω να βαδίζει πάνω μου.
η εικόνα από την οποία γεννιέται κανείς είναι ο μόνος τρόπος
για να γεννηθεί δύο φορές.
θα έρθει κάποιος αργότερα και θα το πάρει;
θα αναπηδήσει από το βάθος όπου κρύβεται
αυτό που θα επιζήσει και πάλι
αυτό που ήρθε και δεν ξέρει πού βρίσκεται;
το κορίτσι που άρχισε εντός
τελείωσε τον χρόνο του σκοπού του:
αυτός ο σκοτεινός θάλαμος αυτή η στιγμή όπου πίσω από τον φακό
ή ανάμεσα στον φακό και σ’ εμένα
ήταν το μάτι του η πραγματικότητα ποτέ ούτε η βεβαιότητα
γι’ αυτό χρειάστηκε να το επινοήσω
χωρίς να ξέρω δίχως να θέλω.
χώρος της πόρτας μου
έχω τα δάχτυλα άγρια πηγαίνοντας τόσο κόντρα στο νερό
για να στηρίξω αυτό που καίει και φλέγεται
θα έρθει επιτέλους; Μπορώ να πλάσσω αυτή την επινόηση
για να καθίσω και πάλι μπροστά στα πουλιά μου
ένα τρελό κορίτσι στον καθρέφτη.
ας το αφήσουμε να προσποιηθεί
κινείται με πείθει
αφήστε το να τρέξει και νεκρή η σκιά του κόντρα στο ποτάμι
που αυτό δημιουργεί και που εμφανίζεται και φεύγει
θα με οδηγήσει άραγε ως το τέλος;
αποκοιμήθηκε πάνω στο γόνατο και στον μύθο του
έτσι είναι. στο μέρος που βρήκα έπεσα πάνω
στο φόρεμα που άφησε άδειο
και το ξανάφερα
χωρίς εμένα χωρίς αυτή που υπήρξα.
χώρος της πόρτας μου
δανεικός λαβύρινθος. εγώ σπάω καρύδια με τα πόδια.
ξαναφέρ’ το κύριε και να μοιάζει
μ’ αυτό ακριβώς που ήθελα όταν το επινοούσα.
κοίτα τα και μην τα παραβλέπεις.
τα νησιά είναι κόσμοι φανεροί.
κυλάνε στη μοναξιά τους από στεριά χωρίς ρίζα.
στη σιωπή του νερού μια κηλίδα
έχοντας αγκυροβολήσει μονάχα εκείνη τη φορά
και εναποθέσει τα υπολείμματα της τρικυμίας και τις ριπές
πάνω στα κύματα.
εδώ τα κοιμητήρια είναι μικρά και όμορφα
και βρίσκονται πέρα από τις τελετές.
έκανα μπάνιο για να καθίσω στη χλόη
είναι η περιοχή της ομίχλης
όπου συμβαίνουν οι αντικατοπτρισμοί
και ξαναγελάω.
δεν ξέρω αν είσαι εδώ ή αν είν’ ο κίνδυνος
αρχίζω να είμαι ελεύθερη ανάμεσα σ’ αυτά τα όρια
που εναλλάσσονται:
σίγουρα θα ξημερώσει.
τα νησιά είναι κόσμοι φανεροί
που καλύπτουν την κούραση στους υποκινητές της ηρεμίας
ξέρω πως μόνο μέσα μου υπήρχε η πραγματικότητα εκείνη τη φορά
ένα διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χρόνους
κομμένα στη θάλασσα
είμαι ριγμένη σ’ ένα μέρος ακόμα πιο αμυδρό
τα κορίτσια που θα ξαναγίνουν νέα
ενάντια στη σοφία και την ακαμψία όσων γέρασαν
χωρίς τις κινήσεις και τις συσπάσεις της θάλασσας
τα νησιά είναι κόσμοι φανεροί κηλίδες αλατιού
άλλη γυναίκα ριγμένη καταπάνω μου που δε γνωρίζω
μονάχα τη μικρή ζωή
τη χωρίς βιασύνη ευγνωμοσύνη των νησιών εντός μου.
Ι
Δεν ήταν ο πατέρας μου με τα φαρδιά του παντελόνια από λευκό λινό.
Ήταν ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι
με τα μαλλιά του μαύρα ακόμα, μια φράντζα χτενισμένη προς τα πίσω,
α λα Έλβις.
Χαμόγελο λεπτών χειλιών, πάνω, οι μακριές ίσιες βλεφαρίδες,
η κοκεταρία του.
Περιμένει κάποιος ένα απόλυτο δόσιμό του
και το πρόσωπο, κατόπιν, μας απατά,
γιατί δε φεύγει εκ νέου σε αναζήτηση
εκείνης της Ρωσίδας
(πριν την είχε αναζητήσει στην Πετρούπολη,
τόσο μακριά!
θα σήκωνε όλες τις πέτρες για να τη βρει).
Τώρα, έχει μπαρκάρει ως σερβιτόρος
αποποιούμενος το παρελθόν του και την πίστη του.
Τότε, ανακάλυψα, πως δεν ήταν ο πατέρας μου
-εκείνος θα έφτανε στα πέρατα του κόσμου για τη Ρωσίδα.
Εκείνος, «που όλα τ’ άντεχε από αγάπη», καθώς έλεγε.
Οι τσιγγάνοι συνέχιζαν να τραγουδούν και να χορεύουν με τα κάρα τους
πάνω στην υγρή στέπα:
«Περιμένετέ με! Περιμένετέ με!»
ήταν η τελευταία κραυγή του προσώπου.
Αλλά εκείνοι δε σταμάτησαν
(ούτε κι εκείνη).
Μόνο ο έρωτας επιστρέφει, γυρίζει, με το ίδιο πλοίο
που ταξιδεύει για Αμερική
όπου εκείνη κρύβεται με το πέπλο της και την ομίχλη
του παρελθόντος
κι εκείνος της σερβίρει άλλο ένα ποτήρι σαμπάνια
που μοιράζονται στην πλώρη.
Ο πατέρας μου, τελικά, τ’ αφήνει όλα
-και τη ζωή του, επίσης- και νέος ακόμα,
ξαναβρίσκει κάτω από το νερό
το πάθος του.
ΙΙ
Όμως το νερό ήταν ένα μικρό σκάφος.
Ένα σκάφος (χωρίς καμπίνες) που τραμπαλιζόταν,
με χυδαία μουσική από μπαρ στον βυθό, στο Κοχίμαρ
όπου κωπηλατούσαμε παρά το βαθύ ρεύμα του ποταμού
ο οποίος, ομόφωνα, πάνω στις σταγόνες,
έσερνε βούρκο
χωρίς να μας αντιληφθεί, από τη δαγκωματιά της πράσινης σμέρνας
κρυμμένης στον βράχο
ο πατέρας μου κι εγώ.
Εκείνος ύψωνε τότε τη φωνή του τόσο δυνατά
και μ’ αγκάλιαζε
όταν το νερό έτρεμε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε.
Από τον βυθό, τα ψάρια ζήλευαν το τραγούδι
που λέγαμε
γνωρίζοντας
«ότι η επιθυμία είναι το άγνωστο
και επί του αγνώστου δεν μπορούσαμε να έχουμε
καμιά φιλοδοξία» ούτε εμπιστοσύνη.
ΙΙΙ
Έπειτα, προσαραγμένοι στη δενδρονησίδα
μπαίναμε στη θάλασσα που είχε μια αισθητή γραμμή
ανάμεσα στην καθαρότητα και τη βρομιά του ποταμού
τόσο έντονη στο όριο σαν την ψευδαίσθηση
ότι όλα θα τα κάναμε μαζί στη ζωή
παρά το αλλαγμένο εκείνο χρώμα,
εκείνη την εποχή κυκλοφορίας
(όπως υπήρξαν πάντα οι εποχές κενές).
Αλλά, στη συνέχειά της, η ζωή μάς χώρισε
αφήνοντάς τον για μια Κυριακή, τον Μάρτιο,
πρόσωπο στην ταινία που τον θυμίζει
ως Ιταλό ηθοποιό
πατέρα κόρης χωρίς πατέρα ή αδερφό,
φίλοι που έφυγαν επίσης με την άμπωτη
κόντρα στο πηγαινέλα μιας μικρής βάρκας
που τη φυλάω χρόνια κάτω από μια μικρή σκιά
προστατεύοντας ακόμα την κόρη μου
για να την αφήσω εκεί, στο ύπαιθρο,
και στην απλωσιά,
στην εγκατάλειψη μιας χώρας που είναι μια βάρκα, ένα νησί,
όπου όλοι φεύγουν χωρίς επιστροφή
όπως στην ταινία.
IV
Έπειτα, δεν ήξερα τι να κάνω με τη νοσταλγία της θάλασσας
(λέξη τρυφερή, λεπτή)
ανίκανη να συνεργαστώ με την πραγματικότητα
που καδράρει σαν θλιβερή κορνίζα, όλα αυτά
με τα οποία οχυρώνεται κανείς και ξεφορτώνεται
κάποιον
χωρίς να είναι τοπίο ή ενατένιση
ανάμεσα σε θολές γραμμές, υπνοβατικά πλοία,
μνήμες
που δε θέλουν να πεθάνουν σαν αυτά τα ψάρια
τα εύθραυστα και κρύα στα πόδια τους.
V
Η πέτρα είχε όψη πολικής αρκούδας από τη μια μεριά
κι έμοιαζε σαπούνι από την άλλη.
Τη βρήκαμε στη Σάντα Φε
μπαίνοντας το καλοκαίρι
ο πατέρας μου, ο αδερφός μου κι εγώ.
Ήταν η τελευταία μέρα που κολυμπήσαμε μαζί
σ’ εκείνη τη βραχώδη παραλία.
Βλέπω ακόμα τον πατέρα μου με τα κύματα ως τα γόνατα
τόσο ευχαριστημένο να μας λέει: «πάντα να έρχονται εδώ
όταν εγώ δε θα είμαι».
Εκείνο το απόγευμα μαζέψαμε την πέτρα που είχε γίνει πλάκα του.
Το σαπούνι διαλύθηκε σε μικρά σωματίδια
λειασμένα
από την επιμονή της χρήσης
και η αρκούδα έγινε ξαφνικά ένα ζώο παράξενο,
αγνώριστο
και ειρηνικό.
Δεν ξαναγυρίσαμε ποτέ στη Σάντα Φε!
Ρέινα Μαρία Ροδρίγες [Reina María Rodríguez] (Αβάνα, 1952). Κουβανή ποιήτρια, κορυφαία της γενιάς της και δικηγόρος. Έχει εκδώσει πάνω από δέκα βιβλία ποίησης. Έχει γράψει, επίσης, πρόζα και μυθιστόρημα. Για το έργο της έχει αποσπάσει τα βραβεία Χουλιάν δε Κασάλ (1980, 1983), Κάσας δε λας Αμέρικας (1984, 1998), Κρατικό βραβείο Κριτικής (1992, 1995, 2000, 2001), Βραβείο Ίταλο Καλβίνο (2004), Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας (2013) και Πάμπλο Νερούδα (2014). Έχει, επίσης, τιμηθεί στην Κούβα με τη Διάκριση για τον Εθνικό Πολιτισμό (1988) και το Μετάλλιο Αλέχο Καρπεντιέρ (2002) και στη Γαλλία με τον τίτλο του Ιππότη Γραμμάτων και Τεχνών (1999).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesía latinoamericana al siglo XXI, εκδ. Difácil, Βαλιαδολίδ, 2007
Dos poemas inéditos de Reina María Rodríguez, LL Journal, PhD Program in Latin American, Iberian and Latino Cultures, The City University of New York
Las azoteas de los escritores, elpais.com/diario/2007/03/03/babelia/1172882350_850215.html