Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/diereynhseis/metaxy-mas-gia-toys-alloys-5
Οι δυσκολίες της μετάφρασης ενός τολμηρού μυθιστορήματος της εποχής του Διαφωτισμού, διατηρώντας το ύφος, αποδίδοντας επιδέξια τη χρονική απόσταση και παραδίδοντας ένα έργο «διαβαστερό» και ελκυστικό για το ευρύ κοινό, σε μια εποχή που το τολμηρό του τότε δεν είναι και τόσο «τολμηρό» δηλ, εμπορικό, στις μέρες μας
Η δυσκολία (;) του συνδυασμού μεταφραστή και εκδότη στο ίδιο άτομο.
Το πλεονέκτημα (ή μήπως μειονέκτημα; - κατ’ άλλους), του μεταφραστή ο οποίος ασχολείται επαγγελματικά και με άλλες τέχνες (ή και επιτηδεύματα ή επαγγέλματα), πλην της γραφής
————————
Louis-Charles Fougeret de Monbron, Μαργκώ, η μανταρίστρα, εκδόσεις Στιγμός 2021
Μετάφραση: Μαρία Γυπαράκη
Στα πλαίσια των συζητήσεων της σειράς Μεταξύ μας. Για τους άλλους,
η οποία, επισημαίνουμε, στόχο έχει να αναδείξει τις στρατηγικές και τις τεχνικές κάποιων καλών μεταφράσεων σε δύσκολα έργα, πεζά ή ποιητικά, μέσα από ερωτήσεις προς το μεταφραστή τους, αντικείμενό μας είναι το έργο του Louis-Charles Fougeret de Monbron Μαργκώ, η μανταρίστρα. Μεταφράστρια είναι η Μαρία Γυπαράκη. Μια συζήτηση μεταξύ μεταφραστών για τη μετάφραση ενός μυθιστορήματος με επίκεντρο τον ερωτισμό στο ερωτικό, ως λέγεται, μήνα Μάιο. Και όχι μόνον.
Δυο είναι τα ιδιαίτερα και από μεταφραστική άποψη ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά αυτής μετάφρασης:
Α. Πραγματοποιήθηκε από την ίδια την εκδότρια του έργου, η οποία έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της Γαλλία και είναι σκηνοθέτις όπερας της εποχής του Μπαρόκ και
Β. Tο έργο, μεταφρασμένο από την ίδια, είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ολκός το 1996.
Το μυθιστόρημα εγγράφεται στην μεγάλη, γαλλική κυρίως παράδοση, του λιμπερτινισμού (libertinage), οποία χαρακτήρισε τον 18ο
αιώνα, ενός κοινωνικού κινήματος σε διαρκή ανοιχτή ή υπόκωφη ρήξη με το πρώιμο απολυταρχικό κράτος της μοναρχικής Γαλλίας της εποχής. Είναι όμως και ένα ευρύ λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο εγγράφονται και πολλά έργα, ερωτογραφήματα σε μια πρώτη ματιά, τα οποία δεν αποβλέπουν σε μια υψιπετή λογοτεχνία με άξονα τον έρωτα και τις αναπόφευκτες εξιδανικεύσεις του αλλά, πολύ συχνά, είναι πρωτότυπα αριστουργήματα ύφους που στοχεύουν στα διευρυνόμενα αστικά στρώματα, έχοντας ως επίκεντρο τον ερωτισμό, ο οποίος, στα πλαίσια του ανερχόμενου ορθολογισμού και του αθεϊσμού της εποχής, και σε ένα ασφυκτικό θεσμικό και κοινωνικό, εν πολλοίς, πλαίσιο, δεν έπαυε να αναζητεί μια θέση στη ζωή των «πολλών», ακόμα και με όχημα πορνείο. Η βιβλίο προσφέρει μια εκτενή παρουσίαση του λιμπερτινισμού και συνοδεύεται από πολύ διαφωτιστικές σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να μπει στο πνεύμα του καιρού της συγγραφής.
Σχετικά με το θέμα, αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο: «… ο Fougeret de Monbron εφαρμόζει τη μέθοδο που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει “ωμότητα του κοινωνικού λιμπερτινισμού”. Δίχως προκαταλήψεις, δίχως κομψές ερωτικές περιπτύξεις αλλά με απερίγραπτο σαρκασμό γυρίζει το νόμισμα από την άλλη όψη. Η Μαργκώ, όπως και κάθε αξιοπρεπής λιμπερτίνος, γνωρίζει όλες στις στάσεις του Αρετίνου και όλες τις διαβαθμίσεις της ηδονής. “Αυτό που φαίνεται απίθανο, σχεδόν ακατόρθωτο είναι πως, δίχως να πάρει ανάσα μ’ έκανε τρεις φορές, τρεις φορές απανωτά, να νιώσω τις χαρές του παραδείσου του Μωάμεθ”, λέει σχολιάζοντας την ερωτική ευρωστία του καλογήρου επιβήτορά της. Ένα κείμενο μύησης στην ερωτική λογοτεχνία που γνώρισε το απόγειό της στη Γαλλία του 18ου αιώνα». Και από το Σημείωμα για την παρούσα έκδοση: Η Μαργκώ είναι το πρότυπο της πόρνης που θα καταφέρει να γίνει μια καθωσπρέπει αστή, δίχως προστάτη, δίχως δεσμεύσεις, δίχως ψευτοηθικούς ενδοιασμούς και θα κατακτήσει μια αξιοπρεπή θέση στην αστική κοινωνία του καιρού της· μια θέση για την οποία “εγγυώνται” οι οικονομίες της τετραπέρατης μανταρίστρας..! δηλώνει απερίφραστα την επιθυμία της να γίνει αξιοσέβαστο μέλος ενός κόσμου στο οποίο βασίλευε —πιθανόν να βασιλεύει ακόμα— ο κυνισμός και το συμφέρον. Συμπέρασμα: πρόκειται μάλλον για μια μοντέρνα ηρωίδα.»
Ο συγγραφέας: Ο Λουί-Σαρλ Φουζερλέ ντε Μονμπρόν (1706-1760) ήταν, βασικά, τυχοδιώκτης. Βιοπορίσθηκε ως στρατιωτικός και αυλικός. Γνώρισε τον Ντιντερό και κέρδισε την αντιπάθειά του. Ταξίδεψε στην Αγγλία, τη Ρωσία, την Ολλανδία και την Κωνσταντινούπολη και επισκεπτόταν συχνά, στο Παρίσι, τα πορνεία, τα καταγώγια αλλά και την Όπερα. Βίος και πολιτεία… Το χειρόγραφο του έργου Μαργκώ, η μανταρίστρα, οδήγησε τον συγγραφέα στη φυλακή (1748). Η πολιτεία, όμως, όπως βλέπουμε, φυλάει τα ρούχα της και εκδικείται. Βλέπετε, η ηρωίδα του συγγραφέα σε ένα σημείο του έργου λέει: «Πόσοι και πόσοι αξιοσέβαστοι φορομπήχτες θα έμενα στην αφάνεια, αν δεν μας είχαν εκμυστηρευτεί τις αρπαγές και τις αισχροκέρδειές τους;»
————————
Élisabeth Jacquet de La Guerre (1665 - 1729): «Ο ύπνος του Οδυσσέα», καντάτα (1715)
————————
Ερώτηση: Όταν διάβασα τα Σονέτα του Σαίξπηρ στην εξαιρετική μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου, εντυπωσιάσθηκα από την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση που επιδεικνύει η μεταφράστρια, η οποία έχει την ικανότητα να αφουγκράζεται τη μουσικότητα παλαιών φράσεων, αλλά και σκέψεων και αισθημάτων. Άρχισα να μπαίνω κάπως στο νόημα όταν έμαθα ότι είναι μια καταξιωμένη σοπράνο. Κάποιες ανάλογες παρατηρήσεις έκανα διαβάζοντας τη μετάφρασή σου και γνωρίζοντας την επαγγελματική ενασχόλησή σου με την όπερα της εποχής του Μπαρόκ. Πιστεύεις ότι η επαγγελματική ενασχόληση του/της μεταφραστή/-άστριας με κάποιο άλλο είδος τέχνης τον εμβολιάζει απέναντι στο λογοκεντρισμό και λεξιθηρία που ενδημούν στο μεταφραστή-καλό γραφιά; Έστω και με τον κίνδυνο μιας υπερδημιουργικής (δηλαδή ίσως και ολίγον καλοπροαίρετα «άπιστης») μετάφρασης… Από τον οποία, νομίζω, τον σώζει η βαθιά γνώση της εποχής συγγραφής του έργου και το γεγονός ότι, όσο πάμε σε πιο παλιές εποχές, οι τέχνες συγκλίνουν.
Απάντηση: Οι «αλλότριες» –σε σχέση με τη μετάφραση εννοώ ενασχολήσεις– είναι πλούτος. Τουλάχιστον εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι. Η αλλοτριότητα για την οποία κάνω λόγο είναι απλά φαινομενική, στο βάθος πιστεύω πως όλα συγκλίνουν γιατί όλα είναι ψήγματα πολιτισμού. Ανέκαθεν πίστευα πως με παρωπίδες και αυστηρές φιλολογίστικες (δεν λέω φιλολογικές) εμμονές μετάφραση δεν γίνεται. Είναι αλήθεια πως η μετάφραση έχει πολλά κοινά με τη μουσική και όντως αυτό είναι κάτι που φαίνεται πολύ καθαρά στη δουλειά της Λένιας Ζαφειροπούλου. Οι μεταφραστές, όπως άλλωστε και οι μουσικοί, είναι ερμηνευτές έργων, πεπειραμένοι γνώστες ενός πολιτισμικού corpus λίγο έως πολύ εκτεταμένου, από το οποίο επιλέγουν ψήγματα για να τα ερμηνεύσουν και να τα αναμορφώσουν, Για μένα προσωπικά, η μετάφραση όπως και το θέατρο, που είναι η δουλειά μου, έχει δύο σκέλη: ένα γλωσσικό και ένα αναμορφωτικό, χρησιμοποιώ τον όρο αναμόρφωση, καταχρηστικά ίσως, με την έννοια της παραμόρφωσης μιας εικόνας —παραμόρφωση φυσικά επιθυμητή και αναστρέψιμη— που επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ενός οπτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι η χρήση μιας «εκφαυλισμένης» προοπτικής της γλώσσας με όλα όσα ενέχονται σε αυτή και στην πολυπλοκότητά της. Η μεταφραστική αναμόρφωση είναι ένα τέχνασμα, μια προβολή του κειμένου σε έναν καθρέπτη διαφορετικό από εκείνον στον οποίο έγινε η πρώτη του προβολή. Στην περίπτωση της μετάφρασης τα αναμορφωτικά κάτοπτρα πάνω στα οποία γίνεται η προβολή του κειμένου δεν τα ελέγχει ο μεταφραστής και δεν αποφασίζει για αυτά· υπάρχουν και επιβάλλονται, είναι τα πλέγματα των χωροχρονικών εννοιών που συνθέτουν το πολιτισμικό τοπίο πάνω στο οποίο, ο μεταφραστής, εναποθέτει την ερμηνεία του, τη γνώση και την εμπειρία του. Συχνά στον εκδοτικό χώρο λένε: «αυτή η μετάφραση πλέον δεν περνάει» όπως λέμε και στο θέατρο «αυτή η παράσταση έχει παλιώσει». Αυτό τελικά σημαίνει πως η οθόνη προβολής του κειμένου ή του δρώμενου είναι πεπερασμένη. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη όταν κανείς σήμερα διαβάζει, για παράδειγμα, τη μετάφραση των Αθλίων του Ουγκώ στα ελληνικά από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την τόλμη, την ευρηματικότητα και την ευρυμάθεια του μεταφραστή, αλλά προβαλλόμενη στο πλέγμα του σήμερα η μετάφραση αυτή αποτελεί απλά ένα μεταφραστικό ιστορικό γεγονός. Ο ρομαντισμός του Ουγκώ πρέπει, πιστεύω, σήμερα να αποδοθεί διαφορετικά και εδώ πρέπει ο μεταφραστής να σκεφτεί πολύ καλά την αναμορφωτική τακτική του. Για να τα καταφέρει, πέραν της άρτιας γνώσης και των δύο γλωσσών – επιμένω στο θέμα αυτό –, θα πρέπει να γνωρίζει το πολιτισμικό τοπίο της δημιουργίας (από ποιο χώρο ξεπήδησε το πρωτότυπο) και να ελέγξει τις αντοχές του τοπίου-δέκτη. Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο βήμα πριν καταπιαστεί με τη μετάφραση αυτή καθαυτή. Είναι μια ερευνητική δουλειά, ένα «ξεκαθάρισμα» και μια οριοθέτηση πεδίου.
Εδώ έρχομαι λίγο σε αντίθεση με τις νεο-λογοτεχνικές θεωρίες και κυρίως την άποψη του Antoine Berman, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα πρέπει να κάνουμε (ως μεταφραστές) την παραμικρή υποχώρηση απέναντι στον αναγνώστη του μεταφρασμένου έργου γιατί θα πρέπει να του το παραδώσουμε, τελικά, με ακέραιη την αλλοτριότητα του. Βέβαια «είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται» θα μπορούσε κανείς να απαντήσει, γιατί αν ο μεταφραστής δεν καταφέρει να εισαγάγει τον αναγνώστη στην αλλοτριότητα του έργου το παιχνίδι έχει χαθεί. Χρειάζονται, πιστεύω, και εδώ εξαιρετικά λεπτοί χειρισμοί. Γι αυτό πέρα από τις γλωσσικές μεταγραφές ο μεταφραστής είναι, κρίνω, υπεύθυνος και για τις πολιτισμικές. Η ενασχόληση λοιπόν του μεταφραστή με άλλα είδη τέχνης είναι χρήσιμη γιατί του επιτρέπει να κάνει κατανοητή (στο χέρι του είναι να βρει τόπο και τρόπους) αυτή την αλλοτριότητα του πρωτότυπου με τρόπο μη επιθετικό. Το μπαρόκ μου άνοιξε δρόμους, με βοήθησε όχι μόνο να καταλάβω καλύτερα τη λογοτεχνία και το θέατρο αλλά, χάρη στη σκοτεινή πλευρά του, κατάλαβα και αγάπησα σπουδαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως τον Jean Genet, τον Claude Simon κ.ά. Η μετάφραση του λιμπερτίνικου μυθιστορήματος (δεν θέλω να το πω απλά ερωτικό για να μην του στερήσω την ουσία) του Fougeret de Monbron Μαργκώ η μανταρίστρα ήταν ένα νεανικό αμάρτημα (1996) ή ένα divertimento για να μιλήσω με μουσικούς όρους.
Ήταν η εποχή που ετοίμαζα την πρώτη μου μπαρόκ σκηνοθεσία, τον «Ιάσωνα» του Francesco Cavalli (Μέγαρο Μουσικής 1996) και η «Μαργκώ, η μανταρίστρα» γέμιζε μεταφραστικά τα διαλείμματά μου. Είχα την αίσθηση ότι έκανα καθημερινές διαδρομές από την ελευθεριάζουσα και γεμάτη παιγνιώδεις έρωτες Βενετία του 17ου αιώνα του Cavalli στο λιμπερτίνικο Παρίσι του 18ου αιώνα του Fougeret. Η «Κόλαση» της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (Τμήμα της Εθνική Βιβλιοθήκης Γαλλίας όπου συγκέντρωναν τα απαγορευμένα αυτά βιβλία τα γεμάτα ερωτισμό) που δεν έχει πλέον μυστικά για κανένα ήταν και είναι ανοιχτή σε όλους μας· έτσι έκανα μια καλύτερη γνωριμία με τη Μανταρίστρα και την εποχής της. Αγάπησα ένα Παρίσι που μέχρι τότε δεν υποπτευόμουνα (ήμουν και είμαι μόνιμη δημότης του) και που, όμως, είναι ακόμη ζωντανό ─ για μένα τουλάχιστον. Ένα Παρίσι ελευθέριο, με τις «κόρες της χαράς», τους φιλοσόφους, τα καφενεία, τους θιάσους και τις galantes σκηνές του Watteau.
Galant, να άλλη μια λέξη που δύσκολα θα μεταφραστεί σε
άλλες γλώσσες λόγω της εξαιρετικής πολυσημίας της που ξεκινά από τον
άνθρωπο που έχει την αίσθηση της τιμής και φτάνει ως τον ερωτύλο! Όλα
αυτά όταν δεν υπάρχει η βαθιά γνώση της εποχής ούτε μεταφράζονται ούτε
«αναμορφώνονται». Πιστεύω πως ο καλός μεταφραστής πρέπει να βρει τη
σωστή λέξη για να αποδώσει αισθήσεις όπως ο καλός σκηνοθέτης οφείλει να
βρει τη σωστή εικόνα. Όλα θέμα αισθήσεων είναι. Το ξέρω πως είναι
αιρετικό αλλά…
Πόσο δύσκολη ήταν η απόδοση της παλαιάς γλώσσας (και γραφής) του εν λόγω κειμένου, το οποίο φιλοδοξούσε ένα είναι ένα ερωτικό, σχετικά ελαφρό, αν και αιχμηρό, ανάγνωσμα στην εποχή του; Νομίζω ότι, με κάποιες δόσεις λογιοτατισμού και με ολίγη από καθαρεύουσα, έσωσες όμορφα την παρτίδα, αλλά με ενδιαφέρει πολύ και η δική σου οπτική γωνία γιατί, όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος!
Κάθε απόδοση, κάθε «αναμόρφωση» (το προτιμώ) έχει δυσκολίες και παγίδες, πολύ περισσότερο ένα κείμενο που βγαίνει κατευθείαν από το κλίμα του Διαφωτισμού. Ξεκινώντας να μεταφράζω κατάλαβα πως, πέρα από τα αμιγώς γλωσσικά θέματα, έπρεπε να καταλάβω καλά τι σημαίνει λιμπερτίνος και λιμπερτινισμός. Την απάντηση την βρήκα στον Paul Valéry : « Στη Ρώμη οι ελεύθεροι άνθρωποι ήταν αυτοί που είχαν γεννηθεί από ελεύθερους γονείς και τους αποκαλούσαν “ingenuus”· όσοι είχαν γεννηθεί σκλάβοι και είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους, τους ονόμαζαν “libertinus”. Πολύ αργότερα χαρακτήρισαν λιμπερτίνους όλους αυτούς που θεωρούσαν πως είχαν απελευθερώσει τη σκέψη τους. Γρήγορα, όμως, η ωραία αυτή ονομασία δόθηκε κατ’ αποκλειστικότητα, σε όλους εκείνους που δεν αναγνώριζαν φραγμούς και εμπόδια στα ήθη» (“Fluctuations sur la liberté’’ στο Regards sur le monde actuel, βλ. Άπαντα, Παρίσι, Gallimard, Bibl. de la Pléiade, 1960, τ. ΙΙ, σσ. 960-961). Τότε κατάλαβα πως ένα τέτοιο κείμενο ερωτικό, κοινωνικό, αλλά και πολιτικό συγχρόνως. (Η λογοτεχνία αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Παλαιό Καθεστώς), για να γίνει κατανοητό τα βάρη πρέπει να μοιραστούν ανάμεσα στο «λόγιο» και στο «ζωντανό» (αποφεύγω το «λαϊκό») επειδή, παρά τα ολισθήματα, μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ΄, και τον μετέπειτα αργό βηματισμό προς τον ερωτισμό του Σαντ, ο λιμπερτινισμός των ηθών συνεχίζει να αντλεί την έμπνευσή του από τον λιμπερτινισμό του πνεύματος. Η Μαργκώ, η μανταρίστρα, όπως το γράφω και στην εισαγωγή μου είναι η έκφραση της «ωμότητας του κοινωνικού λιμπερτινισμού», την οποία ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά. Κράτησα, αλήθεια είναι, κάποιες δόσεις λογιοσύνης εκεί που υπήρχε ανάγκη για να αποδώσω την κομψότητα της γαλλικής γλώσσας, που μπορεί να πει πολλά «αμαρτωλά» χωρίς να γίνει χυδαία. Αυτό νομίζω σώζει και την λογοτεχνία για την οποία κάνουμε λόγο. Το εκτενέστατο και υπό μορφή διαλόγων, για παράδειγμα. ερωτικό μυθιστόρημα του Andréa de Nerciat (1739-1800) Ο διάβολος στο κορμί (από εκεί άντλησε ο Raymond Radiguet τον τίτλο του αριστουργήματός του) πολύ πιο «ωμό» από το έργο Μαργκώ, η μανταριστρα δεν έχει ούτε μία χυδαία λέξη στις πολυάριθμες σελίδες του. Κάνω αυτή την παρένθεση για να καταλάβουμε ότι άλλο πορνογραφία και άλλο λιπμερτίνικη λογοτεχνία, όσο και αν η διαχωριστική γραμμή είναι καμιά φορά θολή. Ο Nerciat βέβαια παραμένει σε αυστηρά αριστοκρατικό περιβάλλον ενώ ο Fougeret διαλέγει τους ήρωες του και από τον κοσμάκη. Εκεί λοιπόν χρειαζόταν ένας καλός γλωσσικός συγκερασμός για να αναμορφωθεί σωστά η συνύπαρξη όλων όσων συστεγάζονται στο μυθιστόρημα και περιγράφονται δια στόματος μανταρίστρας, που οι συναναστροφές της με την αριστοκρατία και λαό τής είχαν αφήσει ίχνη από τον γλωσσικό πλούτο τους: «Το πρώτο κορόιδο που αντικατέστησε τον χρηματιστή ήταν ένας βαρόνος, γιος κάποιου χονδρέμπορα από το Αμβούργο. Δεν νομίζω πως η Γερμανία έβγαλε άλλο ζωντανό τόσο ηλίθιο και τόσο ανυπόφορο, σαν την αφεντιά του. Μια οργιά ύψος, στραβοκάνης και κοκκινοτρίχης, ήταν ηλίθιος μέχρις απελπισίας και μέθυσος μέχρις αηδίας. Ο εν λόγω ευπατρίδης, τιμή και καύχημα της οικογένειάς του, βρισκόταν στο εξωτερικό με τον σκοπό να λαμπρύνει τα φυσικά του χαρίσματα εμπλουτίζοντάς τα με τις εμπειρίες που θα αποκτούσε από τη συναναστροφή του με τον καλό κόσμο. Το μοναδικό σπίτι του καλού κόσμου, στο Παρίσι, του οποίου διάβηκε το κατώφλι, ήταν εκείνο του τραπεζίτη του, ο οποίος είχε εντολή να του δίνει όσα χρήματα ήθελε». Αυτές τις ανελέητες καρικατούρες του Fougeret, προσπάθησα και αυτές προσπάθησα να αποδώσω όσο καλύτερα γινόταν στα ελληνικά.
Η παλιά σου μεταφραστική εκδοχή του έργου στις εκδ. Ολκός, το 1996, προφανώς σήμερα είχε μεγαλώσει, όπως και εσύ εξάλλου. Τι αλλαγές της έκανες για να ξανανιώσει και να ξαναβγεί στο κλαρί;
Όταν ξεκίνησα την επανέκδοση —είχα πολλά χρόνια να πάρω στα χέρια μου την ελληνική μετάφραση— δεν ήξερα τι με περίμενε. Ξαναδιαβάζοντας, όμως, το κείμενο βρέθηκα μπροστά από μια ευχάριστη έκπληξη: είχε κρατήσει στο ακέραιο τη ζωντάνια και την καυστικότητά του. Έγιναν κάποιες αλλαγές που εγώ της ονομάζω « αλλαγές ωριμότητας», γιατί μέσα σε είκοσι τέσσερα χρόνια μαθαίνει κανείς πολλά πράγματα, αλλά την απόδοση την νεότητας, προς μεγάλη χαρά μου, την έκρινα άξια. Θέλω να ευχαριστήσω, και από δω, την Ειρήνη Λούβρου, φίλη αγαπητή και πρώτη εκδότρια του έργου που έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή της και το τελευταίο αντίτυπο, αν δεν απατώμαι, για να μην τρέχω στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Πέραν των αλλαγών (λόγω) της «ωριμότητας» η έκδοση εμπλουτίστηκε με φιλολογικά σχόλια και πραγματολογικές παρατηρήσεις. Νομίζω ότι η Μαργκώ, η μανταρίστρα, λόγω επαγγέλματος αλλά, κυρίως, του κυνισμού της μπορεί να βγει στο κλαρί ανά πάσα στιγμή, και μάλιστα επιτυχώς. Στις τελευταίες αναγνώσεις μου ανακάλυψα πως πρόκειται, στα αλήθεια, για μια μοντέρνα ηρωίδα και με τη βεβαιότητα αυτή κλείνω το μικρό εισαγωγικό για την καινούρια έκδοση από τις εκδόσεις Στιγμός: Ούτε επαναστάτρια ούτε πολέμιος του κατεστημένου, η Μαργκώ, δεν φιλοδοξεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα ούτε να προκαλέσει ανατροπές. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας την απαιτούμενη σοφία δηλώνει απερίφραστα την επιθυμία της να γίνει αξιοσέβαστο μέλος ενός κόσμου στον οποίο βασίλευε —πιθανόν να βασιλεύει ακόμη— ο κυνισμός και το συμφέρον. Συμπέρασμα: πρόκειται μάλλον για μια μοντέρνα ηρωίδα».
Πώς είναι, επαγγελματικά, ο συνδυασμός εκδοτικής και μεταφραστικής απασχόλησης; Μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις το κείμενο πιο «διαβαστερό» (και… «σύγχρονο») χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα; Οι μεταφραστικοί σου έρωτες επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το εκδοτικό ταμείο; Αν και, βέβαια, έρωτας σημαίνει (και) γνώση, η οποία είναι ενίοτε «καρποφόρα», όπως λέει και η Βίβλος (για την ερωτική πράξη): «Αδάμ δε έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Κάιν».
Για μένα υπάρχει το εκδοτικό τοπίο, ένας χώρος που τον έχω στο κεφάλι σαν κάτι το μαγικό, κάτι σαν την «Καταιγίδα» του Giorgione. Ένας τόπος όμορφος, ανησυχητικός, απειλητικός και μαγικός συγχρόνως· δεν μπορώ να υπάρξω δίχως συμβολισμούς, βρίσκω τη στυγνή πραγματικότητα αφόρητη και ανιαρή. Οι έρωτές μου ήταν, είναι και θα είναι λογοτεχνικοί με μεγαλύτερο τον Δρόμο της Φλάνδρας του Claude Simon. Αρνούμαι να διαβάσω την ελληνική μετάφραση για να μην δειχτώ άπιστη σε έναν έρωτα που τίποτα δεν μπορεί να αναχαιτίσει. Τις μεταφράσεις μου —μιλάω πάντα αυστηρά για τις δικές μου— δεν τις αφήνω να επηρεαστούν από το εκδοτικό ταμείο. Το απαγορεύω στον εαυτό μου. Πιστός συμπαραστάτης μου ο συνεκδότης του Στιγμού και ιδιοκτήτης των εκδόσεων Ευρασία που μας στεγάζουν, Φαίδων Κυδωνιάτης, με τον οποίο έχουμε σχέση συνενοχής. Τον Σεπτέμβριο ετοιμαζόμαστε να εκδώσουμε τα παραμύθια (contes de fées) της Madame d'Aulnoy, με τα οποία θα εγκαινιαστεί η σειρά «Opus». Με μεγάλη χαρά έμαθα και είδα ότι πριν ένα μήνα εκδόθηκαν και στην Αμερική από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις του Princeton. Τα κείμενά της τα θεωρώ μνημεία του γαλλικού λογοτεχνικού μπαρόκ. Ένα από τα πιο γνωστά παραμύθια της είναι και το «Γαλάζιο πουλί» που έμελλε να γνωρίσει σελίδες λαμπρές στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία αλλά και στο θέατρο. Τον χρόνο που πέρασα μεταφράζοντας τις θαυμαστές αυτές ιστορίες θα τον θυμάμαι πάντα σας όμορφες στιγμές ζωής. Βέβαια όταν έχεις πολλές χορδές στο βιολί σου (και εκδοτική και μεταφραστική και θεατρική) θα πρέπει να έχεις γερή κρίση και να μην παρασύρεσαι από Σειρήνες. Ευτυχώς με σώζει ο αυστηρός γιανσενισμός μου. Ξέρω πως ακούγεται περίεργα αλλά αυτό θα σας το εξηγήσω κάποια άλλη φορά.
Τι σου φάνηκε το πιο δύσκολο στη μετάφραση αυτή (και στην παλιά και στην τωρινή της εκδοχή); Υπήρχε κάτι που πίστευες πως «δε θα περάσει» στα ελληνικά —είναι, βλέπεις, πολύ «γαλλική» υπόθεση ο λιμπερτινισμός— και που τελικά «πέρασε»; Υπάρχει και τίποτα που νομίζεις πως «χάθηκε στη μετάφραση»;
Το πιο δύσκολο στη μετάφραση αυτή ήταν η ανάπλαση της ατμόσφαιρας που εγώ γνωρίζω πολύ καλά και για την οποία δεν φτάνουν οι λέξεις και οι περιγραφές. Εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά του Παρισιού, οι δρόμοι, οι γειτονιές, πάνω στους οποίους εγώ ανακάλυψα και κατάλαβα τον δικό μου 18ο αιώνα και εκεί πάνω τοποθέτησα ξανά τις αφηγηματικές φυσιογνωμίες, αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να το αποδώσω με λέξεις. Αυτή την έλλειψη προσπάθησα να την αντισταθμίσω με μια σχετικά μεγάλη εισαγωγή που βοηθά τον αναγνώστη να καταλάβει. Πιστεύω όμως —ίσως για να παρηγορώ τον εαυτό μου— πως πάνω στις λέξεις αυτές κατάφερα να ρίξω λίγο από το άρωμα της εποχής, μερικές νότες του François Couperin.
—————————
Η επιλογή μουσικής και εικονογράφησης είναι της Μαρίας Γυπαράκη.