Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/poiisi-kai-pezografia/h-gynaika-pelargos-alles-istories
Γυναίκα πελαργός
Είμαι γυναίκα πελαργός. Φορώ μαύρα πούπουλα στο κορμί μου και έχω στερεωμένα τα φτερά μου με φουρκέτες. Ταξιδεύω, λένε, για να ζευγαρώσω. Φτιάχνω η ίδια τη φωλιά – μια αγκαλιά ξερά κλαριά και αγκάθια. Για δέλεαρ αφήνω στα πόδια μου ένα φίδι. Εκείνος πεινάει. Με πλησιάζει. Γεννάω. Το φίδι σκαρφαλώνει και τρώει τα αβγά. Το αρσενικό δεν εγκαταλείπει. Πηγαίνει να φέρει την τροφή. Γκρεμίζω τη φωλιά. Με προσεγγίζει αντίπαλος εραστής. Αλληλοσκοτώνονται. Με το φτέρωμά τους φτιάχνω τα φορέματά μου. Κάτω απ’ τις φτερούγες μου αιμορραγούν νεοσσοί.
Δίδυμες αδερφές
Είμαστε όμοιες. Η μια η αντανάκλαση της άλλης. Ίδιο βλέμμα. Κουρδισμένες χειρονομίες και γκριμάτσες. Η μητέρα ποτέ δεν μας ξεχώρισε. Μας φώναζε και τις δυο Αγάπη. Από μικρές μας φορούσε τις ίδιες κορδέλες στα μαλλιά. Αγάπη, έλεγε, σημαίνει να είσαι ίδιος. Μεγαλώσαμε. Δεν έχουμε φίλους. Μονάχα η μια την άλλη. Εξάλλου πού να βρούμε κάποιον να μας μοιάζει. Μια μέρα βάλαμε τα κόκκινα φορέματά μας. Ξαφνικά διαφέραμε στον καθρέφτη. Στην ίριδα των ματιών μου έτρεχαν ελάφια. Στο άλλο ζευγάρι μάτια κολυμπούσαν δελφίνια. Θέλησα τότε να ανακαλύψω πώς είναι αυτό το άλλο και κυρίως γιατί δεν το αγαπούν. Πήρα το ψαλίδι ραπτικής απ’ το συρτάρι. Έκοψα περιμετρικά το φόρεμα μου. Κάτω απ’ το φουρό μου πέταξαν δυο κόκκινα πουλιά.
Το τελευταίο τσιγάρο
Δεν έχω όνομα. Με ονόμασαν ένοχο. Όμως αν είχα, το πρώτο του γράμμα θα ήταν κεφαλαίο. Τώρα σας μιλώ απ’ τον βυθό της λίμνης. Το βύθισμα η τιμωρία. Η δίκη μου κράτησε πολύ. Η βασική γραμμή υπεράσπισης ήταν ο πρότερος έντιμος βίος μου. Στην απολογία μου υπήρξα σαφής. Όμως κανένας δεν θα πίστευε έναν άνθρωπο που κοιμόταν στα παγκάκια. Με κατηγόρησαν για λοιδορία. Μη ρωτήσετε ποιοι. Αλλά στη ζωή μου δεν χλεύασα ποτέ κανέναν. Αντίθετα, υπήρξα ευπροσήγορος κι υπομονετικός. Ήμουν ευγενής και μ’ εκείνους που δεν το άξιζαν. Ο πατέρας με ανέθρεψε μ’ αυτό τον τρόπο. Να μη μισώ τους ανθρώπους. Και πράγματι δεν ένιωσα κακία ακόμα κι όταν μ’ έβγαλαν από το ίδιο μου το σπίτι. Έκτοτε μοιραζόμουν το ψωμί που μου προσέφεραν και με τους άλλους.
Η ημέρα της εκτέλεσης της ποινής μου κάποτε ήρθε. Πιο πριν ο δικαστής είχε ρωτήσει τους ενόρκους. Όλοι συμφώνησαν πως το κάπνισμα ήταν ελάττωμα. Σήμανε τη συντριβή μου. Ετυμηγορία: ένοχος για κλοπή τσιγάρων. Ποινή: ασφυξία δια πνιγμού. Η πορεία προς τη λίμνη υπήρξε δύσκολη. Στην ατραπό βαρύ φορτίο κι η τελευταία επιθυμία. Υποσχέθηκαν να την ικανοποιήσουν. Θα ελευθέρωναν τα χέρια μου πριν με καταβυθίσουν. Εξάλλου ήμουν μελλοθάνατος. Όταν φτάσαμε, αποχαιρέτησα τους λιγοστούς μου φίλους με ένα αόρατο δαχτυλίδι καπνού. Μου αφαίρεσαν το σακάκι κι έσφιξαν τη θηλιά με τον λίθο στον λαιμό. Ο αρχιφύλακας ξεκλείδωσε τις χειροπέδες. Του ζήτησα να καπνίσω ένα τελευταίο τσιγάρο. Πήρε από αυτά που είχε στο δικό του πακέτο. Το άναψε και το ακούμπησε στα χείλη μου. Γέλασε κι αμέσως μ’ έσπρωξε απ’ την προβλήτα. Καθώς βούλιαζα, κράτησα το χέρι με το τσιγάρο ψηλά, έξω απ’ το νερό. Έτσι, για να θυμούνται και τις δικές τους αδυναμίες. Ίσα που πρόλαβα να μυρίσω τον καπνό απ’ το τσιγάρο που καιγόταν.