Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/metafrash/h-proskynhsh-toy-tsailnt-xarolnt
Στα δύο αποσπάσματα που μεταφράζονται εδώ, o Βύρων συνεχίζει την προσκύνησή του. Σαγηνεύεται από την ελληνική φύση. Και σιγά-σιγά τραβάει προς το πεπρωμένο Μεσολόγγι. Να θυμηθούμε πως φεύγει από τον κόσμο, εκεί, στο Μεσολόγγι, στις 19 Απριλίου του 1824, ημέρα Δευτέρα της Λαμπρής.Στο παραλήρημα των τελευταίων ημερών τού επανερχόταν συνεχώς στην κόρη του Άντα — καθώς και στην Ελλάδα και σε όλα όσα είχε κάνει για τον Αγώνα. Ο Γκάμπα, πάντα αφοσιωμένος, συμπεραίνει ότι ακόμη τον απασχολούσε η υπόθεση, ενώ ο Πάρρυ επιμένει ότι είχε περιπέσει σε σύγχυση. Σε κάποιο διάλειμμα διαύγειας, είπε τα ακόλουθα λόγια στον Γκάμπα, ο οποίος και τα μετέφρασε στα ιταλικά: io lascio qualche cosa dicaro nel mondo. Το τι εννοούσε ακριβώς έχει αποτελέσει ζήτημα διαφωνιών. Όμως η φράση είναι ξεκάθαρη: «Αφήνω κάτι πολύτιμο στον κόσμο». Αν όχι τίποτε άλλο, είναι μια δήλωση. Παρ’όλα όσα είχαν συμβεί, ύστερα από αυτούς τους μήνες στην Ελλάδα, και καθώς ο προσωπικός του «πόλεμος» έφτανε στο τέλος του, ο Μπάιρον ήταν έτοιμος να παραδώσει στους επόμενους κάτι πολύτιμο, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους. Στον Δον Ζουάν, λίγες μέρες αφότου είχε δει τη σορό του Σέλλεϋ να παραδίδεται στις φλόγες περιβεβλημένος τη δόξα ενός αρχαίου Έλληνα ήρωα, είχε γράψει:
Θα πολεμήσω, έστω και με λέξεις (και, αν η τύχη το θελήσει, και με πράξεις)…
——— ≈ ———
[ Δημήτρης Κοσμόπουλος ]
XXXVI.
Αλλά να μην χρονοτριβώ, ας γυρίσω στο τραγούδι.
Βουνά πολλά έχω ν’ανεβώ, γιαλούς να παραπλεύσω,
Τα μονοπάτια είναι πολλά, κάθ' ένα ένα λουλούδι
Χαρίζει στο τραγούδι μου. Καθήκον να το δρέψω.
Χώρες εξαίσιας καλλονής μέλλεται να διαβούμε
Πιο ωραίες απ’ την πιο όμορφη ονειροφαντασία,
Όταν ο στοχασμός ατίθασος την πλάθει. Και θα δούμε
Τόπους που υμνούν οι συγγραφείς, διάκονοι ουτοπίας,
Με πόθο να διδάξουνε ταλαίπωρους θνητούς,
Σε ποιο υψηλότατο σκοπό δύνανται ν’ αποβλέπουν,
Αν, βέβαια, το πεσμένο τούτο γένος είχε αυτούς
Που θα μπορούσανε καρπούς της διδαχής να δρέπουν
XXXVII.
Φύση, αγαπημένη μου και ιερή Μητέρα,
Τι κι αν αλλάζει αδιάκοπα, αγαθή σου η μορφή:
Από τον χθόνιο κόρφο σου θα πιω το άγιο νέκταρ
Μόνο το γάλα της Μητρός, την ιερή τροφή.
Μ’ όλο που δεν με προίκισες την μητρική σου εύνοια
Κι από τα τέκνα σου τα προσφιλή, δεν έχω εγώ σταθεί.
Ω, πόσο ωραία γίνεσαι, πέρα από κάθε έννοια,
Μέσα στην άγρια καλλονή σου, όταν γυμνωθείς
Και χέρι ανθρώπινο κανένα, σιμά σου δεν βρεθεί.
Σε μένα πώς χαμογελάς, την νύχτα, την ημέρα,
Γι’αυτό κι εγώ σου χάρισα αλλόκοτη λατρεία.
Πόσο συχνά σε γύρεψα σε μήκη, πλάτη, πέρα,
Προπάντων σε στιγμές οργής, με δίψα και μανία.