Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/klimakes/le-petit-journal-illustree-eikonografwntas-tis-eidhseis
Η Μπελ Επόκ, που προηγήθηκε της κόλασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χαρακτηρίστηκε από τρία πράγματα: το αισιόδοξο πνεύμα, την εξωστρέφεια, καθώς και τις τεχνολογικές καινοτομίες που εφαρμόστηκαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη. Μία από αυτές αφορούσε τον Τύπο. Οι εφημερίδες έδειχναν έτοιμες να κάνουν το μεγάλο άλμα, επιχειρώντας, για πρώτη φορά, να κατακτήσουν το (πολύ ευρύτερο) λαϊκό αναγνωστικό κοινό. Μέχρι τότε ήταν πολύ ακριβές για το βαλάντιό του και, το κυριότερο, πολύ «σοβαρές» για τα γούστα του.
Η ριζοσπαστική αλλαγή που επρόκειτο να δημιουργήσει το σύγχρονο Τύπο ήταν κυρίως έργο μιας γαλλικής εφημερίδας. «Μικρής» σύμφωνα με τον τίτλο της, αλλά και τις διαστάσεις. Η Petit Journal υπήρξε πρόδρομος των σύγχρονων ταμπλόιντ, έχοντας διαστάσεις 43 Χ 30 εκ. Η εμφάνισή της, το Φεβρουάριο του 1864, έμελλε να αλλάξει τα πάντα. Ακολουθώντας το μοντέλο της αγγλικής Penny Illustrated Paper (1861), ο εκδότης Πολιντόρ Μιλό κυκλοφόρησε μια εφημερίδα που έφερε τα πάνω κάτω (για την ακρίβεια, τα κάτω πάνω) στον Τύπο. Η Petit Journal, με το εικονογραφημένο της ένθετο Le Petit Journal Illustrée, κέρδισε εξαρχής το στοίχημα απευθυνόμενη σε ένα κοινό μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. που μέχρι τότε περί άλλων ετύρβαζε. Το αποτέλεσμα ήταν να αναρριχηθεί γρήγορα στην κλίμακα των πωλήσεων και στο γύρισμα του αιώνα να αριθμεί περισσότερους από 2 εκατομμύρια αναγνώστες. Το εντυπωσιακό νούμερο την ανέδειξε, το 1895, ως την εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη.
Οι λόγοι της πρωτοφανούς εκδοτικής επιτυχίας ήταν τέσσερις: η χαμηλή τιμή πώλησης, οι εκτυπωτικές καινοτομίες, ο ρηξικέλευθος τρόπος διανομής και, κυρίως, η εικονογραφημένη ποικίλη ύλη, κατάλληλη για όλα τα γούστα. Η τιμή τής Petit Journal ήταν μόλις πέντε λεπτά, όταν οι άλλες εφημερίδες κόστιζαν το τριπλάσιο. Άλλος λόγος επιτυχίας ήταν η έμφαση στο χρώμα (σε μια ασπρόμαυρη, εκτυπωτικά, εποχή) με τη χρήση περιστροφικής πρέσας πολλαπλών χρωμάτων που είχε πρόσφατα κατασκευασθεί. Κατόπιν ήταν η διανομή, με την εφημερίδα να πηγαίνει να συναντήσει το κοινό, αντί να το περιμένει στα κιόσκια: Χιλιάδες πωλητές διαλαλούσαν το έντυπο στις εξόδους των εργοστασίων, στις υπαίθριες αγορές και σε πολυσύχναστους δρόμους, πολλαπλασιάζοντας θεαματικά την κυκλοφορία της. Τέλος –και σημαντικότερο- ήταν το περιεχόμενό της. Τα διάφορα γεγονότα της επικαιρότητας, με έμφαση στα «εξωτικά» και στα «αιματηρά» που μέχρι τότε αποτελούσαν αντικείμενο μιας βιοτεχνικής παραγωγής, έγιναν, χάρη σε αυτόν τον πολυμήχανο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εκδότη, ο κινητήρας για μια πραγματική βιομηχανία του Τύπου.
Η Petit Journal παρουσίαζε από τις σελίδες της ένα πανόραμα της επικαιρότητας, εγχώριας και αλλοδαπής, με απεσταλμένους σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Η ύλη της αποτελούσε μείγμα ασήμαντων και σημαντικών ειδήσεων, με μια συνεχή εναλλαγή ανάλαφρων και δραματικών γεγονότων. Η εφημερίδα έπαιζε ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό. Ήταν το έντυπο του «αίματος», αλλά και ένα έντυπο αφιερωμένο στις μικρές χαρές του ανθρώπινου βίου. Παράλληλα με τα άθλια δράματα και τις φοβερές εγκληματικές ενέργειες, παρουσίαζε τις πιο χαρούμενες στιγμές της καθημερινής ζωής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν δύο φύλλα, με χρονική απόσταση 6 χρόνων. «Οι απάχηδες διασκεδάζουν. Αφού ξεγύμνωσαν και έδεσαν ένα νέγρο, τον άσπρισαν με ριπολίνη» έγραφε στις 26 Ιουλίου 1907. Την αναπαράσταση του συμβάντος στο εξώφυλλο του ένθετου εικονογραφημένου, συνόδευε το ακόλουθο ρεπορτάζ στις εσωτερικές σελίδες: «Ένας Αλγερινός με στιλπνό μαύρο δέρμα, είχε πριν λίγες μέρες την ατυχία να γνωρίσει κάποιες γυναίκες ελαφρών ηθών και να τις ακολουθήσει στο σπίτι τους, στον οδό Κλισόν. Μόλις μπήκε μέσα, πετάχτηκαν δύο απάχηδες και ρίχτηκαν πάνω του. Αφού τον ξαλάφρωσαν από το ρολόι και τα χρήματά του, σκέφτηκαν να σκαρώσουν μια ωραία φάρσα. Έχοντας δέσει τον άτυχο Αλγερινό, του γύμνωσαν το στήθος και, προς μεγάλη διασκέδαση των γυναικών, άρχισαν να τον βάφουν με ένα παχύ στρώμα λευκής μπογιάς. Μετά, τον πέταξαν στο δρόμο. Με αυτή τη θλιβερή εικόνα, στη μέση μιας στρατιάς περιέργων, ο φτωχός νέγρος πήγε να πει τα όσα υπέστη στον επίτροπο της αστυνομίας».
Εντελώς διαφορετικό είναι το κλίμα (και η εικόνα) στο πρωτοσέλιδο της 19ης Οκτωβρίου 1913: «Η διάσωση των χελιδονιών. Ξαφνιασμένα από μια χιονοθύελλα στη διέλευση των Άλπεων, ένα μεγάλο σμήνος χελιδονιών μαζεύτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Βερνάρδου». Η σκηνή που αποδίδεται ρεαλιστικά στο εξώφυλλο, δίνει την σκυτάλη στις εσωτερικές σελίδες για την περιγραφή του ασυνήθιστου συμβάντος: «Οι καλόγεροι στη μεγάλη μονή του Αγίου Βερνάρδου δεν ασχολούνται μόνο με τη διάσωση των ταξιδιωτών που χάνονται στα χιόνια, έχοντας τη βοήθεια των διάσημων σκυλιών τους. Τυχαίνει επίσης να προσφέρουν φιλοξενία στα πουλιά. Πριν λίγες μέρες, εμφανίστηκε, ερχόμενο από το βορρά, ένα σύννεφο χελιδονιών που εφόρμησε στο μοναστήρι αναζητώντας άσυλο, ενώ έπεφτε πυκνό χιόνι. Αμέσως, οι μοναχοί άνοιξαν τις πόρτες και τα παράθυρα και όλοι οι χώροι γέμισαν από αυτά τα μικρά πουλιά, που ήταν εξαντλημένα από το κρύο, την πείνα και την κούραση. Πετούσαν παντού, στο ναό, στη μεγάλη τραπεζαρία, ακόμα και στα κελιά των μοναχών, οι οποίοι άναψαν μεγάλες φωτιές προκειμένου να ζεσταθούν τα φτωχά ζώα. Την επομένη, μετά από μία νύχτα ξεκούρασης και με τον καιρό να έχει βελτιωθεί, η πομπή των χελιδονιών ξανάρχισε την πτήση προς το νότο. Φαίνεται όμως ότι η βοήθεια που τους προσφέρθηκε δεν ήταν αρκετή, γιατί οι μοναχοί βρήκαν στην περιοχή εκατοντάδες πεθαμένα πουλιά, που άργησαν να φθάσουν στο μοναστήρι».
Η εικόνα υπήρξε ουσιώδες στοιχείο για να σαγηνεύσει ένα κοινό που δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένο με την ανάγνωση, και του οποίου η φαντασία έπρεπε να εξαφθεί. Με το εικονογραφημένο ένθετο η εφημερίδα σηματοδότησε τις απαρχές ενός τύπου, που, για πρώτη φορά, βασίστηκε στο σοκ των εικόνων. Η απόδοση, με αξιοθαύμαστο ρεαλισμό, ενός αποκεφαλισμού στο μακρινό Σιάμ (21 Μαΐου 1911), ή κάποιου, θολού από καπνούς γαλλικού οπιοποτείου, του «νέου βίτσιου» σύμφωνα με τον τίτλο (5 Ιουνίου 1901), μαγνήτιζαν το κοινό. Τον αποκεφαλισμό στο Σιάμ κάλυψε ένας απεσταλμένος της εφημερίδας. Η επεξήγηση της πρωτοσέλιδης, σοκαριστικής εικόνας δινόταν στο ρεπορτάζ που τη συνόδευε. Οι αναγνώστες πληροφορούνταν ότι η φοβερή εκτέλεση έγινε στην πόλη Πιτσανουλόκ και οι λεπτομέρειές της ήταν «συγκλονιστικές», σύμφωνα με τον απεσταλμένο: «Ο κατάδικος, αφού παρακολούθησε τη βουδιστική λειτουργία στην παγόδα, μεταφέρθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί βρίσκονταν δύο φρουροί ντυμένοι, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, στα κόκκινα. Ένας από τους δύο, ο εκτελεστής, είχε κρυφτεί πίσω από θάμνους, ενώ ο άλλος είχε κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες που αφορούσαν το μελλοθάνατο. Είχε κόψει ένα μεγάλο φύλλο μπανανιάς και το είχε στρώσει στο έδαφος, για να καθίσει πάνω του ο κατάδικος και όχι καταγής. Κάτι που σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις θα τον διευκόλυνε στο μεγάλο ταξίδι». Ο ρεπόρτερ σημείωνε ότι η τελετή θανάτωσης διήρκεσε περίπου μια ώρα, καταλήγοντας με την κορύφωση του δράματος: «…Την κρίσιμη στιγμή, ο δήμιος που κρυβόταν πίσω από τους θάμνους πετάχτηκε και άρχισε ένα γρήγορο χορό στριφογυρίζοντας το σπαθί του, ενώ κατευθυνόταν προς το θύμα του. Το σπαθί υψώθηκε, η λεπίδα έλαμψε, και το κεφάλι έπεσε».
Οι εικονογραφήσεις ήταν έργο μιας σειράς καλλιτεχνών που έπρεπε, σε
πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να παραδίδουν προς εκτύπωση τις έγχρωμες
γκραβούρες που απεικόνιζαν τα συμβάντα. Γενναιόδωρες σε εμβαδόν,
καταλάμβαναν ολόκληρο το πρωτοσέλιδο και την τελευταία σελίδα
αναδεικνύοντας τα δύο κυριότερα θέματα κάθε φύλλου. Στο «Γάμο ενός
γίγαντα» (4/7/1897) το τεράστιο μπόι του 24χρονου γαμπρού μπόρεσε να…
χωρέσει στο οπισθόφυλλο χάρη στην ολοσέλιδη εικόνα. Με ύψος 2μ.19 και
βάρος 178 κιλά, ο γίγαντας αξιοποιούσε την εμφάνισή του σε διάφορα
θεάματα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ. «Ο κολοσσός αυτός», ανέφερε η είδηση,
«έμελλε να πληγωθεί από τα βέλη του μικρού φτερωτού θεού. Ερωτεύτηκε μια
γοητευτική κοπέλα, κανονικού ύψους, και συνεπώς πολύ μικρότερη από
εκείνον. Ευχόμαστε στους νεονύμφους να αποκτήσουν πολλούς μικρούς
γίγαντες». Τα curiosités αποτελούσαν προσφιλές θέμα της εφημερίδας. Ένα
άλλο ανθρώπινο «αξιοθέατο» καταλάμβανε τη τελευταία σελίδα, στις 4
Ιουλίου 1891. Ήταν η «Ρόζα-Ζοζεφά, το φαινόμενο του Θεάτρου Γκαιτέ»,
όπως έγραφε η λεζάντα της παράδοξης εικόνας. «Όπως δείχνει το σχέδιό
μας, η Ρόζα-Ζοζεφά δεν έχει μόνο δύο ονόματα. Διαθέτει επίσης δύο
κεφάλια, διπλό μπούστο, τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια, αλλά έχει, ή
έχουν, σε εσάς ανήκει η απόφαση, μόνο ένα πεπτικό σύστημα, ίδιο
ανάστημα, και ... κάθονται μαζί -δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός. Οι
σιαμαίες αδελφές ενώνονται με μια μεμβράνη και είναι παντρεμένες με ένα
άντρα. Βάσει νόμου, η Ρόζα-Ζοζεφά μπορεί να έχει μόνο ένα σύζυγο».
Τα πολυποίκιλα γεγονότα που αποτελούσαν τη βασική ύλη της εφημερίδας, ενέπνεαν τους εικονογράφους του Petit Journal Illustrée. Προσεκτικά σμιλεμένες σε όλες τις λεπτομέρειές τους, οι εικόνες που δημιουργούσαν αποτελούσαν «παγωμένα» στιγμιότυπα της ζωής. Η εφημερίδα αποτέλεσε μια κυψέλη καλλιτεχνών με διαφορετικές ειδικότητες αλλά ένα κοινό στόχο, τη δημιουργία εντυπωσιακών εικονογραφήσεων. Υπήρχαν οι σκιτσογράφοι-ρεπόρτερ, οι οποίοι, όπως οι σημερινοί φωτογράφοι, ταξίδευαν σε διάφορα μέρη του κόσμου κυνηγώντας την είδηση. Εκτός από το επιτόπιο ρεπορτάζ, φρόντιζαν να σχεδιάζουν λεπτομερώς το χώρο, τους ανθρώπους και οτιδήποτε άλλο καθιστούσε την είδηση «πραγματική». Μετά ερχόταν η σειρά των ζωγράφων, στα ατελιέ της εφημερίδας. Με οδηγό τα κείμενα και τα σκίτσα των απεσταλμένων δημιουργούσαν ρεαλιστικές απεικονίσεις, που έδιναν στους αναγνώστες την αίσθηση ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Τελευταίοι έρχονταν οι χαράκτες με τις ξυλογραφίες τους, που εκτυπώνονταν στην περιστροφική πρέσα πολλαπλών χρωμάτων του Πολιντόρ Μιλό. Οι πιεστικοί χρόνοι σε αυτή την αλυσίδα παραγωγής εικόνων δεν οφείλονταν μόνο στους ρυθμούς εβδομαδιαίας παραγωγής του εντύπου. Καίριο στοιχείο επίσης ήταν το γεγονός ότι η εικόνα που επρόκειτο να κοσμήσει το εξώφυλλο ή το οπισθόφυλλο, έπρεπε να συμβαδίζει (κατά το δυνατό) με τη χρονική εγγύτητα του γεγονότος που παρουσίαζε.
Το διαχρονικό «ξεφύλλισμα» της Petit Journal Illustrée φέρνει στο φως ένα πανόραμα εικονογραφημένων ειδήσεων από όλο τον κόσμο. Στη δυσκίνητη ενημέρωση εκείνων των χρόνων, η διεθνής επικαιρότητα ήταν παρούσα με ρεπορτάζ όπως αυτό της 16ης Νοεμβρίου 1913. Δημοσιογραφική αποστολή της εφημερίδας ήταν το Μεξικό. «Μεξικανές στον επαναστατικό στρατό», έγραφε ο τίτλος. Η επιλογή του θέματος, αλλά και η στιγμή της δημοσίευσης, δεν ήταν τυχαία. Έγινε στην κορύφωση της Μεξικανικής Επανάστασης, ενός μεγάλου ένοπλου αγώνα που βρισκόταν ήδη στον τρίτο χρόνο. «Στη Λατινική Αμερική είναι σπάνιο να μην ξεσπάει κάθε τόσο κάποια επανάσταση ή ένα κίνημα, με τις γυναίκες να συμμετέχουν ενεργά», ανέφερε στην αρχή το ρεπορτάζ. Η συνέχεια προσφέρει στο σύγχρονο μελετητή ενδιαφέρουσες ιστορικές, εθνολογικές, αλλά και ενδυματολογικές μαρτυρίες (οι τελευταίες χάρη στη λεπτομερή απεικόνιση του εξωφύλλου): «Δεν ξεχνάμε το ρόλο που έπαιξαν οι περίφημες “Αμαζόνες του Κάστρο” στην επανάσταση που αιματοκύλισε τη Βενεζουέλα το 1899. Στο Μεξικό, αντίστοιχα, σε κάθε εξέγερση βρίσκουμε πολλές γυναίκες ανάμεσα στους μαχητές. Τα δύο τελευταία χρόνια, στην πολιτεία της Σονόρα, δρα μια γυναίκα, η μαντάμ Ταλαμαντές, που ηγείται του επαναστατικού κινήματος στην περιοχή. Χήρα και πλούσια, έχοντας χάσει το σύζυγο και τους δύο γιους τους από τα πυρά των Ομοσπονδιακών, είχε σχηματίσει ένα μικρό σώμα στρατού για να τους εκδικηθεί. Οι άνδρες που το στελέχωναν την υπάκουαν με ένα ενθουσιασμό που πλησίαζε το φανατισμό. Η γκραβούρα μας στο εξώφυλλο παρουσιάζει μερικές γυναίκες σε στρατιωτικές ασκήσεις, στις οποίες συμμετέχουν εθελοντικά».
Η δράση των γυναικών δεν εκδηλωνόταν μόνο στα μέτωπα του πολέμου. Μάχες, άλλης μορφής, διεξάγονταν και στα μεγάλα αστικά κέντρα Ευρώπης και Αμερικής. Στόχος των γυναικών, τότε και αενάως, τα δικαιώματα που τους στερούσε η κοινωνία. Το γυναικείο κίνημα για το δικαίωμα ψήφου ήταν εμφατικά παρόν από τα τέλη του 19ου αιώνα, με πολλές δράσεις ακτιβισμού. «Η φεμινιστική δράση. “Σουφραζέτες” εισέβαλαν σε ένα εκλογικό τμήμα και άρπαξαν την κάλπη», αναφέρει ο τίτλος μιας… επεισοδιακής εικόνας. Ξανά εδώ η Ιστορία, στην κοινωνική αντανάκλασή της, αποτυπώνεται στο εξώφυλλο της 17ης Μαΐου 1908. Πρωταγωνιστεί ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια των γαλλικών δημοτικών εκλογών, από 3-10 Μαΐου. Σπάζοντας κάθε ρεκόρ ταχύτητας στην ενημέρωση, η εφημερίδα είχε το θέμα στο πρωτοσέλιδο μόλις μια εβδομάδα αργότερα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, μια ομάδα από σουφραζέτες εισέβαλαν σε ένα εκλογικό τμήμα και φωνάζοντας «Θέλουμε να ψηφίσουμε» άρπαξαν την κάλπη και την έριξαν καταγής. Η συνέχεια δόθηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής όπου τις προσήγαγαν τα αρμόδια όργανα με τις κατηγορίες της διατάραξης εκλογικής διαδικασίας. Μία από τις σουφραζέτες έκανε μια δήλωση που κατέγραψε ο ρεπόρτερ: «Άρπαξα αυτή την κάλπη των ψεμάτων που είναι προσβολή για την ισότητα των φύλων, την πέταξα στο έδαφος και την ποδοπάτησα. Είναι μια πράξη διαμαρτυρίας που εκφράζει το κίνημά μας». Η κατακλείδα της είδησης ανήκει στον ανοιχτόμυαλο (πλην λογικό) ρεπόρτερ που την υπογράφει: «Αυτό που συνέβη είναι κάτι για το οποίο πρέπει να νιώθουμε πραγματικά υπερήφανοι, παρόλο που αποτελεί ένα ασυνήθιστο τρόπο να κάνουμε τους ανθρώπους της κοινής λογικής να αποδεχθούν τις γυναικείες απαιτήσεις».
Τα εξώφυλλα και τα οπισθόφυλλα του Petit Journal Illustrée μοιάζουν με μια μεγάλη κωμικοτραγική τοιχογραφία της ζωής στα χρόνια της Μπελ Επόκ. Μια ζωή γεμάτη χαρές και δράματα, που εικονογραφούσαν μοναδικά οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες της εφημερίδας. Τα σκηνικά που στήνονταν κάθε εβδομάδα στην πρώτη και την τελευταία σελίδα, οδηγούσαν τους (αταξίδευτους) αναγνώστες από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, από μία κατάσταση σε κάποια άλλη, εντελώς διαφορετική: Η ληστεία των μασκοφόρων στο εξπρές των Βραχωδών Ορέων της Αμερικής (22/9/1907). Μια παραδοσιακή γιορτή στη γαλλική επαρχία, με την Πομπή των Γιγάντων (10/7/1910). Το «άλλοτε και το τώρα» (του… τότε) στα ταξίδια των ηθοποιών με περιοδεύοντες θιάσους (9/7/1911). Ανάμεσά τους και ένα ρεπορτάζ μετ’ εικόνας, με ελληνικό ενδιαφέρον. Η δημοσιογραφική αποστολή προέκυψε με αφορμή την άφιξη μοίρας του γαλλικού στόλου στον Πειραιά, και την επίσημη υποδοχή του ημέτερου βασιλιά στο πολεμικό «Σιφρέν». Η εφημερίδα ανέδειξε το γεγονός στο φύλλο της 10ης Ιουλίου 1904: «Ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος, του οποίου είναι γνωστά τα αισθήματα προς τη Γαλλία, άδραξε την ευκαιρία για να εκδηλώσει, ακόμα μια φορά, τη συμπάθειά του για τη χώρα μας. Συνοδευόμενος από τους δύο γιους του, τον πρίγκηπα Γεώργιο, ύπατο αρμοστή της Κρήτης, και τον πρίγκηπα Νικόλαο, επιβιβάσθηκε στο “Σιφρέν” όπου τον υποδέχθηκαν ο ναύαρχος Γκουρντόν και οι αξιωματικοί του πλοίου, την ίδια στιγμή που στις αποβάθρες του λιμανιού ένα ενθουσιώδες πλήθος ζητωκραύγαζε συνεχώς προς τιμή του γαλλικού στόλου». Η σύσφιξη των ελληνογαλλικών σχέσεων συνεχίστηκε και στην ξηρά, με τον ρεπόρτερ να ακολουθεί κατά βήμα την επίσημη κουστωδία: «Η Αθήνα εόρτασε με μεγάλη λαμπρότητα την άφιξη του στόλου. Στο γεύμα που προσφέρθηκε στους αξιωματικούς μας, στη βασιλική βίλα του Τατοΐου, ανταλλάχθηκαν προπόσεις με ζωντανή εγκαρδιότητα μεταξύ του βασιλιά Γεωργίου και του ναυάρχου Γκουρντόν. Και ο λαός, με τις παντοειδείς εκδηλώσεις ενθουσιασμού, διακήρυξε εύγλωττα ότι μοιράζεται τα συναισθήματα του βασιλιά του έναντι της Γαλλίας».
Κοιτάζοντας κανείς το πρωτοσέλιδο με το βασιλιά Γεώργιο, διαπιστώνει την εντυπωσιακή φυσιογνωμική ομοιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο. Κάτι που πιστώνεται, φυσικά, στους καλλιτέχνες που ανέλαβαν να το εκτελέσουν. Πολλοί σχεδιαστές, ζωγράφοι και χαράκτες πρόσφεραν το ταλέντο τους στη δημιουργία των απειράριθμων πρωτοσέλιδων και οπισθόφυλλων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο σκιτσογράφος και εικονογράφος Σαμ (ψευδώνυμο του Αμεντέ ντε Νοέ), ο ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης Σεντ-Ελμ Γκοτιέ, καθώς και ο εικονογράφος Λουί Μοντεγκί, γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού και από τις μουσικές βραδιές που διοργάνωνε, παρέα με τον πιανίστα Εντουάρ Ρισλέ και τον συγγραφέα Αλφόνς Ντοντετέ, των ιστορικών εκδόσεων Ετζέλ. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, διάσημο για την κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν, προερχόταν ο κορυφαίος των εικονογράφων που εργάστηκαν στο ένθετο της εφημερίδας. Ήταν ο καρικατουρίστας και εικονογράφος Ανρί Μεγιέρ, που άφησε το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα, τόσο στις γκραβούρες των βιβλίων του Βερν, όσο και σε δεκάδες εξώφυλλα και οπισθόφυλλα του Petit Journal Illustrée.
Στη μακρά εκδοτική ζωή της εφημερίδας (έκλεισε το 1944) παρέλασε το γίγνεσθαι του χρόνου. Γεγονότα σημαντικά, αλλά και στιγμιότυπα της «ανώνυμης» καθημερινότητας. Πρόσωπα γνωστά, αλλά και άγνωστοι που έγιναν διάσημοι της μιας σελίδας. Ειδυλλιακές στιγμές, ομού με αποτρόπαια περιστατικά. Όλα ήταν παρόντα και εναλλάσσονταν από εβδομάδα σε εβδομάδα, ακόμα και μετά την εμφάνιση της φωτογραφίας που επικράτησε σταδιακά στις εφημερίδες. Η πρώτη δημοσίευση φωτογραφίας σε εφημερίδα έγινε το Μάρτιο του 1880, όταν η αμερικανική New York Daily Graphic παρουσίασε στο πρωτοσέλιδό της μια «Σκηνή από το Σάντιταουν της Νέας Υόρκης», όπως ανέφερε η λεζάντα. Η συνέχεια δόθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους, από τη (για μια ακόμα φορά πρωτοπόρα) Petit Journal Illustrée. Πιστή, κατά τα λοιπά, στη χειροποίητη εικονογραφία παρουσίασε όχι μόνο μία αλλά αρκετές φωτογραφίες, στο πιθανότατα πρώτο φωτογραφικό ρεπορτάζ του ευρωπαϊκού Τύπου. Προάγγελος των ριζικών αλλαγών που επέρχονταν στην απεικόνιση των ειδήσεων, αντικατέστησε τις έγχρωμες ξυλογραφίες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η μεγάλη ανατροπή σημειώθηκε το Σεπτέμβριο του 1886, όταν δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του Γάλλου χημικού Μισέλ Εζέν Σεβρέλ (1786-1889), με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων ζωής του. Το κείμενο συνόδευε μια σειρά φωτογραφιών που υπέγραφε ο πολυσχιδής Φελίξ Ναντάρ (πρωτοπόρος φωτογράφος, συγγραφέας, δημοσιογράφος, γελοιογράφος, αλλά και ερασιτέχνης αεροναύτης που ενέπνευσε τον Ιούλιο Βερν στη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πέντε εβδομάδες με αερόστατο»). Η επεξεργασία των φωτογραφιών που δημοσιεύτηκαν είχε γίνει με την επαναστατική, τότε, ημιτονική διαδικασία που προηγήθηκε του γυάλινου ράστερ.
(Εικονογράφηση: αρχείο Άρη Μαλανδράκη)