Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/klimakes/bayaroi-isorropoyntes-kai-galloi-xartografoyntes-aoorybws
Όταν οι Βαυαροί αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση του νέου κράτους το 1833, με την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, ζήτησαν από τους Γάλλους στρατιωτικούς τοπογράφους του Dépôt τη συνέχιση της χαρτογράφησης σε όλη την επικράτεια, με τις ίδιες μεθόδους που εφαρμόστηκαν στην Πελοπόννησο. H απόφασή τους αυτή, εκτός του επιχειρησιακού ρεαλισμού που εμπεριείχε, αντανακλούσε τον θετικό ρόλο που έπαιξε στη χαρτογράφηση της Βαυαρίας η Γαλλία του Ναπολέοντα ―γνωστού παθιασμένου με τη χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο, αλλά και εθισμένου χρήστη χαρτών. Οι Βαυαροί των Αθηνών γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία της χαρτογραφίας στη διοικητική και αναπτυξιακή λειτουργία του κράτους, δεδομένης της σπουδαίας σχετικής εμπειρίας που είχε αναπτυχθεί σε αυτή τη νότια γερμανική χώρα. Η χαρτογράφηση της Βαυαρίας έγινε στον απόηχο των αντίστοιχων γαλλικών εφαρμογών, εφόσον οι Γάλλοι είχαν ιδρύσει το 1800 στο Μόναχο το Bureau Topographique ―θα μετονομαστεί μετά την αποχώρησή τους το επόμενο έτος σε Bayerische Topografischen Bureau. Στο Μόναχο επίσης, θα εφαρμόσει ο Senefelder για πρώτη φορά την τεχνική της λιθογραφίας ―την ανακάλυψε το 1796― ως φθηνή και αξιόπιστη μέθοδο εκτύπωσης χαρτών το 1809· από εκεί διαδόθηκε γρήγορα στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα χαρτογραφικής παραγωγής. Το 1812 θα αρχίσει η συστηματική χαρτογράφηση της Βαυαρίας, με βάση τις κτηματολογικές τοπογραφικές αποτυπώσεις. Στο νέο ελληνικό κράτος η βαυαρική διοίκηση προσπαθεί να ρυθμίσει τα εκκρεμή ακανθώδη θέματα των γαιών ―κυρίως των εθνικών― στο πλαίσιο των νέων προσπαθειών συγκρότησης ευρωπαϊκού κράτους, μετά εκείνων του Καποδίστρια. Οι Γάλλοι τοπογράφοι του Dépôt και η διεθνής επιτροπή οριοθέτησης συνέχιζαν μέχρι το 1834 τις αγχώδεις προσπάθειες χάραξης των συνόρων επί του εδάφους, κατά τα σχετικά οριζόμενα στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ο σημαντικός γαλλικός χάρτης της Πελοποννήσου, ο οποίος μετά από τριετή χαρτογράφηση τυπώθηκε στο Παρίσι το 1832, έμενε εκεί αναξιοποίητος μέχρι το 1834, όταν το Dépôt θα στείλει στην Αθήνα μόλις 100 αντίτυπά του για χρήση από το ελληνικό κράτος· τη χρονιά που ο πρωθυπουργός Κωλέττης ―και υπουργός των Εσωτερικών― ιδρύει το «Γραφείον της Δημοσίου Οικονομίας».
Έχουν περάσει επτά χρόνια από την προς τον Λοβέρδο επιστολή του Καποδίστρια, αιτούμενου χαρτογραφική υποστήριξη από τη Γαλλία ―για τη στατιστική, την οργάνωση και διοίκηση του κράτους― και η αποτυχημένη ιστορία της προσπάθειας του Κυβερνήτη φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Κατά τον ιδρυτικό του νόμο, το πρωτοποριακό Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας, παράλληλα με τη μελέτη της πιστωτικής κατάστασης και τοκογλυφίας, την επεξεργασία προτάσεων για τη γεωργία, το εμπόριο και τη βιομηχανία, θα είχε ως αρμοδιότητα τη χωρογραφία, την τοπογραφία και τη γεωδαισία και τελικό στόχο τη σχεδίαση χάρτη ακριβείας, τη σύνταξη του κτηματολογίου και τη χάραξη οδικού δικτύου. Επιπλέον θα αναλάμβανε στατιστικές υπηρεσίες, όπως τη γενική απογραφή του πληθυσμού και των ζώων κάθε κατηγορίας, την καταγραφή μεταλλείων και αρχαιοτήτων, μαζί με τα σχέδια για τη μετεγκατάσταση ή και ίδρυση οικισμών, αλλά κυρίως την προετοιμασία του αποικισμού (στις εθνικές γαίες) από ετερόχθονες Έλληνες αλλά και ξένους, που γνώριζαν την αναπτυξιακή διαδικασία στη γη. Το τελευταίο ήταν ένα κρίσιμο διακύβευμα, το οποίο το βρίσκουμε στις συμβουλές του Λοβέρδου προς τον Καποδίστρια, ήδη το 1826-1827, και αναμενόμενο να προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις, συνδεδεμένες με οτιδήποτε σχετιζόταν με την τακτοποίηση των γαιών, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Λίγο μετά τη νομοθέτηση του Γραφείου που θα αναλάμβανε τη χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο, ιδρύθηκαν ―την ίδια χρονιά― δύο σημαντικά τμήματα στο Γραφείο, σχετικά με τις τεχνογνωστικές και αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας: το «αρχιτεκτονικόν» και το «τοπογραφικόν». Στο πρώτο τοποθετείται επικεφαλής ο Πρώσος Schaubert, ο οποίος με τον Σταμάτη Κλεάνθη θα είναι οι αρχιτέκτονες που συντάσσουν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών το 1833· το δεύτερο θα αναλάβει ο Βαυαρός τοπογράφος Guebhard, αναπτύσσοντας υποστηρικτική παραγωγική δραστηριότητα. Λίγο πριν την αποχώρηση των Βαυαρών το 1842, τα δύο τμήματα θα έχουν δυναμικό οκτώ αρχιτεκτόνων και δεκαέξι τοπογράφων, οι περισσότεροι στρατιωτικοί.
Μετά τον Καποδίστρια, και αυτή η προσπάθεια του Κωλέττη για τη χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο ―κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα― θα αποτύχει γρήγορα και οι χάρτες στο νέο κράτος, ως έργο υποδομής, θα συνεχίσουν να ακολουθούν τη μοίρα τους ως κατάδεσμοι ―απειλητικώς πλανόμενοι ή υποχθονίως κρυπτόμενοι― ακυρώνοντας τις όποιες προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός κανονικού ευρωπαϊκού κράτους, χωρίς αστερίσκους, επινοήσεις της στιγμής και εκκρεμότητες που παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες, πάντα λόγω πίεσης χρόνου και συνθηκών. Οι λόγοι της αποτυχίας του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας να προχωρήσει σε κανονική χαρτογράφηση και κανονικό κτηματολόγιο οφείλονταν αφενός στην ανοχή της χαώδους κατάστασης στα θέματα της γης, που παρέλαβε η βαυαρική διοίκηση και συνέχισε βέβαια, υπολογίζοντας τη δημοφιλία της στον τομέα αυτό ―κυρίως ο Armansperg― και αφετέρου σε σοβαρούς ιδεολογικούς λόγους που ενοχλούσαν τον επικεφαλής της αντιβασιλείας. Εμπνευστής της ίδρυσής του Γραφείου και υποστηριζόμενος από τον Κωλέττη φέρεται να ήταν ο τριαντάρης Γάλλος σαινσιμονιστής Eichthal, διωγμένος για τις ιδέες του από την πατρίδα του το 1832. Ο διανοητής Saint-Simon (1760–1825), θαυμαστής του Νεύτωνα και υπέρμαχος του κοινωνικού μετασχηματισμού βασισμένου κυρίως στην τεχνολογική πρόοδο και τις (νέες) ιδέες του κοινωνισμού, επηρέασε πολλούς νέους στη Γαλλία, κυρίως τη μεταναπολεόντιο περίοδο, από το 1816 μέχρι τον θάνατό του· ανάμεσά τους και αρκετούς Έλληνες, όπως π.χ. ο Αλέξ. Σούτσος, ο Φραγκ. Πυλαρινός κ.ά. Ο Σαινσιμονισμός απέκτησε μορφή κινήματος στη χώρα καταγωγής του μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 19ου
αιώνα, όταν άρχισαν οι διώξεις και συλλήψεις των οπαδών του. Μερικοί από αυτούς, Έλληνες και Γάλλοι, διέφυγαν στην Ελλάδα ιδρύοντας στο Ναύπλιο βραχύβια ομώνυμη εταιρεία (1833-1834), η οποία συνάντησε την έμπρακτη εχθρότητα του βαυαρικού καθεστώτος και κυρίως του συντηρητικού Armansperg, αλλά και Ελλήνων υποστηρικτών του. Σε αντίθεση με άλλα μέλη της αντιβασιλείας (όπως ο νομομαθής Maurer και ο οικονομολόγος Abel) ο Armansperg ενίσχυε τη δημοφιλία του, αντιδρώντας υπέρ της «κοινής γνώμης» σε σχέδια και αποφάσεις που ενοχλούσαν παγιωμένες συνήθειες των Ελλήνων ―κυρίως τους αργόσχολους εισοδηματίες― όπως ήταν τα ευαίσθητα ζητήματα της διαχείρισης των γαιών και κυρίως η τάξη και οι δεσμεύσεις που εισάγονται με την ευρωπαϊκού τύπου χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο στη σχέση κράτους – πολιτών. Το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας, είτε αποσκοπούσε στην εφαρμογή σαινσιμονικών ιδεών, κατά τις φαινόμενες συμπάθειες του Κωλέττη και του Maurer, είτε θεωρήθηκε έτσι, εφόσον ο Eichthal προσλήφθηκε από τον Κωλέττη ως στέλεχός του, ήταν πάντως ο πρώτος θεσμός που απέβλεπε στη συστηματική προώθηση της τεχνολογικής προόδου στα αναπτυξιακά θέματα της γης. Όμως το Γραφείο δεν ευδοκίμησε στις αρμοδιότητες σύνταξης λεπτομερούς χάρτη, σε πολύ μεγάλη κλίμακα (grandissime échelle)... ενός δηλαδή αληθινού χάρτη (une carte véritable) όπως ζητούσε ο Καποδίστριας από τον Λοβέρδο επτά χρόνια πριν, προφανώς σε μεγαλύτερη κλίμακα από εκείνη του πρόσφατου χάρτη του Dépôt (1 εκ. χάρτη = 2 χλμ. εδάφους). Τέτοιος χάρτης, δεν έγινε ποτέ μέχρι τα τέλη του 19ου
αι. Αλλά δεν έγινε και κτηματολόγιο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως φαίνεται από το «περί κτηματολογίων» οθωνικό διάταγμα του 1836 που προέβλεπε τη δημιουργία καταλόγων στους οποίους «...όλα τα ακίνητα κτήματα ιδιωτών, δήμων, φιλανθρωπικών καταστημάτων, εκκλησιών, μοναστηρίων και σωματείων ...θέλουν εγγραφεί εις επίτηδες βιβλία λεγόμενα κτηματολόγια». Τι εξαιρείται; Οι εθνικές γαίες. Και βέβαια όποιες από αυτές είναι εκμισθωμένες: «...εξαιρουμένων όλων των εθνικών (ακινήτων κτημάτων) και αυτών των υπό μίσθωσιν όντων...». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα κανονικό κτηματολόγιο, με αναπτυξιακό χαρακτήρα και γεωμετρική (τοπογραφική) τεκμηρίωση, δηλαδή συνδεδεμένο με κτηματικό χάρτη, κατά τα πρότυπα που επικρατούν τότε στην Ευρώπη· ούτε καν όπως το βενετικό κτηματολόγιο της Πελοποννήσου, του τέλους του 17ου αιώνα, το οποίο προς μεγάλη ανακούφιση του πληθυσμού κατήργησαν οι Οθωμανοί όταν εκδίωξαν τους Βενετούς το 1715. Το οθωνικό κτηματολόγιο ήταν αποσπασματικοί κατάλογοι ιδιοκτησιών, του τύπου των οθωμανικών καταστίχων, ανά δήμο, χωρίς γεωμετρική αναφορά και τεκμηρίωση, τα οποία «...θέλουν συντάττεσθαι και κρατείσθαι παρά των ειρηνοδικών». Κατά την πρώτη του εμφάνιση στο νέο κράτος το κτηματολόγιο δεν συνδέεται με την οικονομική ανάπτυξη, όπως το είχαν αντιληφθεί οι άτυχοι τεχνοκράτες «σαινσιμονιστές» του Κωλέττη στις σχετικές υπηρεσίες του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας. Το μεγάλο διακύβευμα της χώρας, οι εθνικές γαίες και η έγγειος ιδιοκτησία αφήνονται στην οθωμανική τους παράδοση, μακράν των ισχυόντων στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η τοποθέτησή του Κωλέττη ως πρεσβευτή στο Παρίσι το 1835, μετά την απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση και την εποπτεία του Γραφείου, οδήγησε και στην αποχώρηση του Eichthal από την Ελλάδα. Τότε ο Armansperg απομάκρυνε και τον Maurer, ο οποίος επέστρεψε στην πανεπιστημιακή του έδρα στο Μόναχο, όπως και το μέλος της αντιβασιλείας για τα οικονομικά Abel. Οι αρμοδιότητες του Γραφείου μειώθηκαν, ενώ τα δύο τμήματά του, το αρχιτεκτονικό και τοπογραφικό, συνέχισαν το τεχνικό τους έργο, αποσπασματικό, σημειακό και καθόλου ενοχλητικό για τα συνολικά μείζονα θέματα της πολιτικής γης, της χαρτογραφικής υποδομής και του κτηματολογίου. Η βαυαρική διακυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει τελικά τη δυνατότητα να προωθήσει τη συστηματική αποτύπωση και απεικόνιση της χώρας, όπως είχε προδιαγράψει η καινοτόμος πρωτοβουλία του Γραφείου, με το σαφώς επιστημονικό χαρτογραφικό περιεχόμενο, ενώ ακόμη και ο χλωμός συμβιβασμός με αυτό που ονομάστηκε κτηματολόγιο θα μείνει τελικά ανενεργός. Το πιο πιθανόν είναι λοιπόν η αδυναμία αυτή της βαυαρικής διοίκησης στην Ελλάδα να σχετίζεται με τις ισορροπίες που αναζητούσαν οι Βαυαροί ανάμεσα στις κανονικότητες των ευρωπαϊκών προτύπων που επεδίωκαν με δυσκολία να θεσμοθετήσουν και στην εμπεδωμένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Αυτήν συνέθεταν οι έντονες αντιπαραθέσεις των τριών «κόσμων» συμφερόντων και κοινωνικής κουλτούρας που εκπροσωπούσαν οι τότε αντιμαχόμενες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις μαζί με τον για αιώνες εθισμό του πληθυσμού σε καθεστώς αταξίας και ασάφειας στα θέματα των γαιών. Ο εθισμός αυτός και η επιβαρυντική φόρτιση που προσέδιδε το άλυτο πρόβλημα ειδικά των εθνικών γαιών, με τις όποιες συνέπειές του, φαίνεται να προκαλούσε αποστροφή στις προσπάθειες ευρωπαϊκού τεχνικού εκσυγχρονισμού με την παραγωγή αληθινού χάρτη, κατά την καποδιστριακή ορολογία. Επιπλέον, η στρατιωτική πρακτική των Βαυαρών στην ξένη χώρα δεν προσέφερε κάτι στην αλλαγή παραδείγματος υπέρ των χαρτογραφήσεων, κατά το πρότυπο των armes savantes· περιορίζονταν σε μάλλον παραδοσιακό συντηρητικό στρατιωτικό ρόλο, ίσως γιατί οι (λίγοι) Γάλλοι του Dépôt που παρέμειναν στη χώρα, μετά τη χαρτογράφηση της Πελοποννήσου, συνεχίζοντας για μια δεκαετία να χαρτογραφούν αθόρυβα το υπόλοιπο της επικράτειας. Αλλά και οι ιδεολογικές-πολιτικές αντιπαραθέσεις στους κόλπους της βαυαρικής διοίκησης είχαν ανασταλτική επιρροή, όπως ήταν η περίπτωση των σαινσιμονικών εμπλοκών στο Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας, που έθιξαν κυρίως τη χαρτογράφηση, το κτηματολόγιο και την πολιτική αναπτυξιακού αγροτικού αποικισμού ―σε εθνικές γαίες― με ετερόχθονες Έλληνες και ξένους. Οι άλλες αρμοδιότητες του Γραφείου συνεχίζονται, όπως είναι π.χ. η πρόσκληση από τη Σαξονία το 1837 του ορυκτολόγου Fiedler, στον οποίο ανατίθεται η γεωλογική εξέταση του υπεδάφους. Τα αποτελέσματα ―αν και ατελή― απεικονίζονται σε γεωγνωστικό και μεταλλευτικό χάρτη ένθετο σε δίτομο έργο που εκδίδεται στη Λειψία το 1840. Η εργασία του Fiedler, μαζί με τις προηγούμενες γαλλικές γεωλογικές μελέτες του 1829, στο πλαίσιο της Expédition στην Πελοπόννησο, σε ορισμένα νησιά και μικρό μέρος της Στερεάς ―τότε βρέθηκε από μετρήσεις στον Ισθμό της Κορίνθου η διαφορά της στάθμης του Σαρωνικού και Κορινθιακού Κόλπου― είναι οι μόνες γεωλογικές εργασίες που γίνονται τότε στην Ελλάδα. Κάποιες περιστασιακές μονογραφίες Βρετανών, Γάλλων και Γερμανών γεωλόγων περιηγητών θα καταγραφούν σε μεταγενέστερους χρόνους. Όμως, η σύνταξη γεωλογικών χαρτών, όπως άλλωστε και οποιαδήποτε άλλη απεικονιστική διαδικασία σχετική με τη γη, προσέκρουε στην απουσία λεπτομερούς βασικού χάρτη υποδομής της επικράτειας, σε τεχνικά κατάλληλη μεγάλη κλίμακα, του αληθινού χάρτη, όπως τον είχε αντιληφθεί και ζητήσει ο Καποδίστριας, ήδη από το 1827.
Οι χάρτες, ως αναπτυξιακή υποδομή ακόμη και στο μορφωτικό πεδίο, φαίνεται να συγκινούν τους φωτισμένους Έλληνες της Διασποράς· τους θεωρούν θεμέλιο για την εκπαίδευση και το φρόνημα των νεαρών Ελλήνων στο νέο κράτος, κατά τη σχετική παιδευτική παράδοση του 18ου αιώνα. Το 1836 στο Παρίσι, ο λόγιος Κωνσταντίνος-Αγαθόφρων Νικολόπουλος, ο γνωστός ευεργέτης-δωρητής της Ανδρίτσαινας ―έγραψε πρώτος το 1824 στο Παρίσι για τη Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή, στα γαλλικά― πληροφορεί με λύπη τον Κωλέττη, τότε πρεσβευτή στη Γαλλία, ότι ναυάγησε η γενναιόδωρη δωρεά του Μεσικού, ενός Έλληνα γιατρού στο Παρίσι, για τη σύνταξη και έκδοση χιλίων αντιτύπων χάρτη της «παλαιάς» Ελλάδας από τον Barbie du Bocage. Ο Μεσικός είχε παραγγείλει με αμοιβή τον χάρτη στον Bocage περί το 1821 και ο Νικολόπουλος συνέδραμε τον διάσημο χαρτογράφο στο θέμα των τοπωνυμίων, ενώ η δωρεά προέβλεπε τη διανομή τους στα σχολεία του νέου κράτους, η οποία έγινε ξαφνικά προβληματική λόγω του θανάτου του διάσημου Γάλλου χαρτογράφου το 1825, αλλά και του δωρητή· στην επιστολή του ο Νικολόπουλος προτρέπει τον Κωλέττη να συμβάλλει στη λύση του προβλήματος που ανέκυψε για να εξοπλιστούν τα ελληνικά σχολεία με τον ιστορικό χάρτη της Ελλάδας, μετά το 1821.
Από την αρχή της βαυαρικής διακυβέρνησης και σε κλίμα έντασης, η αντιβασιλεία του Όθωνα εισήγαγε τα τεχνικά και αναπτυξιακά θέματα της γης, ισορροπώντας μεταξύ των επιθυμητών δράσεων για την οργάνωση ενός ευρωπαϊκού τύπου κράτους και των αντίρροπων πολιτικών και άλλων «φρονημάτων» και συνηθειών των Ελλήνων. Η φροντίδα για τη σχετική τεχνολογική εκπαίδευση εντός και εκτός στρατιωτικού περιβάλλοντος ήταν επίσης διακριτή, συνεχίζοντας την πολιτική Καποδίστρια. Ό πρώτος πυρήνας της τοπογραφικής εκπαίδευσης στο νέο κράτος βρίσκεται, από το 1828, στο Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου, με την τοπογραφία στα βασικά μαθήματα. Από τότε μέχρι το 1837 ένας αριθμός αξιωματικών έχει τοπογραφική εκπαίδευση, την οποία εφαρμόζει στην πράξη. Οι αξιωματικοί αυτοί συμμετέχουν, ως μέλη του Μηχανικού, είτε στην εκτέλεση των δημόσιων οικοδομικών και τεχνικών έργων, που άρχισαν στην καποδιστριακή περίοδο και συνεχίστηκαν κατά την οθωνική, οπότε και συντάσσονται αρκετές τοπογραφικές μελέτες, πάντοτε όμως «κατά περίπτωση» και εκτός μιας κατάλληλα οργανωμένης και συστηματικής κρατικής πολιτικής αποτυπώσεων και απεικονίσεων του χώρου, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. H γνώση για τα θέματα αυτά αποκτάται στη Σχολή Ευελπίδων ―λειτουργεί ουσιαστικά και ως πολυτεχνείο― σύμφωνα με την τότε ευρωπαϊκή παράδοση της συνάντησης της στρατιωτικής εκπαίδευσης με εκείνης των μηχανικών. Μαζί με τα στρατιωτικά μαθήματα, διδάσκονται και μαθήματα υποδομών μηχανικού, όπως η οικοδομική, η υδροτεχνία, η οδοποιία και η τοπογραφία, η οποία με τη γεωδαισία, τη σφαιρική τριγωνομετρία και τη χωροστάθμηση συνθέτουν, στην ολοκληρωμένη μορφή του αποφοίτου της Σχολής, το μερικό προφίλ του μηχανικού-γεωγράφου: του γαλλικού προτύπου που έγινε γνωστό στην Ελλάδα κατά την καποδιστριακή περίοδο με την εμπειρία του Dépôt στη χαρτογράφηση της Πελοποννήσου. Οι Γάλλοι αξιωματικοί τοπογράφοι θα συνεχίσουν τη χαρτογραφική τους εργασία στη Στερεά και κατά τη βαυαρική διακυβέρνηση μέχρι το 1840 για την παραγωγή στο Παρίσι, το 1852 στο Dépôt, του χάρτη της ελληνικής επικράτειας εντός των πρώτων συνόρων της, στην ίδια κλίμακα του πρόδρομου χάρτη της Πελοποννήσου (1 εκ. χάρτη = 2 χλμ. εδάφους).
Όμως, εκτός των 100 αντιτύπων του χάρτη αυτού, που έστειλε το Παρίσι το 1834 όταν ιδρύθηκε το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας, το τέλος και της δεύτερης δεκαετίας μετά το 1821 βρίσκει το ελληνικό κράτος χωρίς έναν αληθινό χάρτη ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυσή του. Μια επικοινωνιακού και προσχηματικού τύπου λύση για ύπαρξη ενός «επίσημου» χάρτη του κράτους δίνει το 1838 ο Aldenhoven, στρατιωτικός τοπογράφος από την Κολωνία, που συνέταξε οδικούς χάρτες και οδοιπορικά της Αττικής και Πελοποννήσου. Επιστρέφοντας στις μεθόδους σύνταξης των ημιεπιστημονικών χαρτών
των Lapie, Weiss, Leake και της περιηγητικής παράδοσης, αλλά έχοντας τώρα στην διάθεσή του και τον επιστημονικό χάρτη του Dépôt/Peytier του 1832, θα συντάξει έναν περίτεχνο «παράγωγο» οκτάφυλλο χάρτη. Βλέποντας πίσω στο 1826, ο Aldenhoven χρησιμοποιεί τη μικρότερη κλίμακα 1 εκ. χάρτη = 4 χλμ. εδάφους, σύμφωνα με τον χάρτη της Ελλάδας του Lapie της χρονιάς εκείνης, αλλά και τις ίδιες διαστάσεις: 1,70 μετ. κατά το γεωγραφικό μήκος επί 1,20 μέτ. κατά το γεωγραφικό πλάτος. Ο χάρτης του Βασιλείου της Ελλάδος, στα γαλλικά και ελληνικά, είναι αφιερωμένος στον Όθωνα και απεικονίζει τις διοικητικές διαιρέσεις με στατιστικές πληροφορίες. Το γεωγραφικό περιεχόμενο υπαινίσσεται, με έμμεση επισημότητα, τις εδαφικές διεκδικήσεις προς την εθνική ολοκλήρωση, εφόσον περιλαμβάνει στην απεικόνιση τις ―τότε εκτός επικράτειας― περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, των Επτανήσων (πλην Κερκύρας) και της Κρήτης σε ειδικό αυτοτελές πλαίσιο. Ο χάρτης μπορεί να θεωρηθεί ως εμβληματικός, αλλά βρίσκεται μακρυά από τον επιστημονικό αληθινό χάρτη
όπως τον εννοούσε η αρμοδιότητα του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας και επίσης μακρυά από τον επιστημονικό χάρτη του Dépôt όπως θα τυπωθεί στο Παρίσι το 1852. Ο χάρτης του Aldenhoven εκτυπώθηκε στο βασιλικό λιθογραφείο, με τη χαρακτική σύμπραξη του Forster, του πρώτου διευθυντή του το 1835· η σχέση του με το υπουργείο Βασιλικού Οίκου και Εξωτερικών Σχέσεων πιθανόν να δείχνει ότι με τον χάρτη του Aldenhoven για πρώτη φορά (επίσημα;) οπτικοποιείται διεκδικούμενος εθνικός χώρος. Η διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας από τον Κωλέττη δεν είναι μακριά· την καλλιεργούσε από το 1827 η γεωγραφικά ασαφής, αλλά πολλά υποσχόμενη διατύπωση του Κεφαλαίου Β΄, «Περί της ελληνικής επικράτειας», του Συντάγματος της Τροιζήνας ―της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, που επέλεξε τον Καποδίστρια ως πρώτο Κυβερνήτη.
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία:
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.
Χ. Π. Μπαλόγλου. ‘Προσπάθειες Διαδόσεως των Ιδεών του Saint-Simon και Πρακτικής των Εφαρμογής στον Ελλαδικό Χώρο 1825-1837’. Σπουδαί, τμ. 53, Τχ. 3, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, 2003, 77-108.
Λ. Καλλιβρετάκης. Η Δυναμική του Αγροτικού Εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 19ου Αιώνα. Αθήνα, Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας, 1990.