Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/kinhmatografos/phoenix-2014-toy-cristian-petzold
Είναι γνωστή εκείνη η ιστορία με τον Τσάρλι Τσάπλιν που πήρε μέρος σε διαγωνισμό για σωσίες του Τσάρλι Τσάπλιν και ήρθε τρίτος. Κάποιοι άλλοι, έμοιαζαν περισσότερο στον Τσάπλιν απ’ ό,τι έμοιαζε ο ίδιος στον εαυτό του. Είμαστε, λοιπόν, πάντοτε ίδιοι κι απαράλλαχτοι με τον εαυτό μας; Φαίνεται πως όχι. Τι είναι αυτό που μας πείθει ότι υπάρχει κάτι απόλυτα ανάλλακτο και σταθερό, κάτι που μέρα με τη μέρα παραμένει το ίδιο και δεν διαφοροποιείται, που δεν μετατρέπεται σε κάτι (ανεπαίσθητα ίσως) «άλλο» και το ονομάζουμε «εαυτό μας»; Ο Ζιλ Ντελέζ απάντησε πως αιτία αυτής της ψευδαίσθησης είναι η επανάληψη. Εμπνεόμενος από τις ιδέες που εκθέτει ο Νίτσε στη Βούληση για Δύναμη, ο Γάλλος στοχαστής επέμεινε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η ανθρωπότητα πιστεύει στη σταθερότητα των ουσιών και των αντικειμένων, είναι η επανάληψη «παρόμοιων» πραγμάτων, φαινομένων, αισθήσεων. Αν τα αντιληπτικά μας όργανα ήταν περισσότερο ακονισμένα και ικανά να συλλαμβάνουν τις αδιόρατες και λεπταίσθητες αλλαγές που επισυμβαίνουν κάθε στιγμή, δεν θα είχαμε την αφέλεια να πιστεύουμε ούτε στο «υποκείμενο» (το Εγώ μας), ούτε στα αντικείμενα. Το ότι κάτι επαναλαμβάνεται την επόμενη στιγμή, «παρόμοιο» με αυτό που ήταν την προηγούμενη, καθόλου δεν αποδεικνύει ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Επομένως, μονάχα η συνήθεια μάς πείθει ότι διαθέτουμε «έναν» εαυτό. Στην πραγματικότητα δεν είμαστε παρά μια πολλαπλότητα εαυτών που παραπλανητικά ενδύεται το προσωπείο της ενότητας.
Στην ενδεχομένως καλύτερη ταινία όλων των εποχών, τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», ο Άλφρεντ Χίτσκοκ προσέγγισε (με ακρίβεια ψυχαναλυτή και έμπνευση φιλοσόφου), τούτο το επικίνδυνα περίπλοκο ζήτημα. Ένας άνδρας ερωτεύεται την ψεύτικη εκδοχή μιας γυναίκας, ένα «προσωπείο» της, κι έπειτα ζητά από την πραγματική γυναίκα να ταιριάξει σ’ αυτή την φαντασιακή εικόνα με την οποία του πρωτοπαρουσιάστηκε. Πασχίζει να την ταιριάξει στον «εαυτό της», να την «διαλύσει» μέσα στο ψέμα που ο ίδιος πιστεύει για αλήθεια. Δεν είναι μόνο μια συγκλονιστική αλληγορία για τις μεταμορφωτικές διεργασίες του Έρωτα αυτό το εμβληματικό φιλμ. Υποπτεύεται κάτι πολύ πιο μείζον: ότι δεν υπάρχει εαυτός, παρά μονάχα «εικόνες» του εαυτού, πουθενά «μία» αλήθεια του υποκειμένου αλλά αποκλειστικά και μόνο θραύσματα αυτού του κράματος πραγματικότητας και ψευδαίσθησης που είναι η μορφή με την οποία ο καθένας μας παρουσιάζεται στους άλλους και στη συνείδησή του. O «Σκότι» του Τζέιμς Στιούαρτ, ποθεί μέσω της επανάληψης, να δημιουργήσει μια πραγματικότητα ουσιών και να την κατοικήσει. Επειδή διαισθάνεται το ψέμα κάθε εαυτού (δηλαδή κάθε αδιαφοροποίητης ουσίας), πασχίζει να κατασκευάσει μια αλήθεια μέσω του πολλαπλασιασμού της «παρόμοιας» φαινομενικότητας -του αρκεί αυτή η φαινομενικότητα να «μοιάζει» σε ό,τι προϋπήρξε για να καταστεί αληθινή. «Ίλιγγο» του προκαλεί αυτή η σπείρα επανάληψης-διαφοράς (πάλι ο Ντελέζ), μέσα στην οποία έχει πέσει και χάνεται. Ο έρωτας, το σινεμά, η ίδια η ζωή, είναι επαναλαμβανόμενες φαινομενικότητες που παράγουν αποτελέσματα «αλήθειας», να τι λέει -σε αδρές γραμμές- ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου». Κάποιοι δεν αντέχουν να περιστρέφονται μέσα σε τέτοιες δίνες εικόνων και σημείων, με αποτέλεσμα να πληρώνουν με τη ζωή τους αυτή την αδυναμία να γίνουν «ίδιοι» με τον «εαυτό» τους, να ταιριάξουν στο καλούπι «πραγματικότητας» που απαιτεί ο κόσμος να αναπαράγουν (έτσι ο θάνατος της Μαντελάιν/ Τζούντι πρέπει κι αυτός να επαναληφθεί για να γίνει πραγματικός θάνατος -διαφορετικά θα παραμείνει ένα όνειρο που ανακυκλώνεται, μια ατέρμονη ψευδαίσθηση, όπως το σινεμά).
Πάνω στις μεταφυσικές ενοράσεις του «Δεσμώτη…», ο Κρίστιαν Πέτζολντ, ίσως ο πιο ενδιαφέρων Γερμανός σκηνοθέτης των καιρών μας (και οπωσδήποτε από τους καλύτερους στο ευρωπαϊκό σινεμά σήμερα), χτίζει ένα υπαρξιακό αισθηματικό δράμα που κι αυτό φορά ένα προσωπείο (του φιλμ νουάρ) ή, μάλλον, «αλλάζει πρόσωπο», όπως η ηρωίδα του για να δοκιμάσει την ικανότητα του θεατή να παρατηρεί και να αντιλαμβάνεται όσα βρίσκονται κάτω από το πρώτο επίπεδο της πλοκής. H Nelly, μια εύπορη Γερμανοεβραία που συνελήφθη και κατέληξε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λίγο μετά την ανάκριση του συζύγου της από τους Ναζί, επιστρέφει με το πρόσωπο κατεστραμμένο στο –επίσης κατεστραμμένο– Βερολίνο. Η καλύτερή της φίλη τα έχει ετοιμάσει όλα για να φύγουν στην Παλαιστίνη, αλλά η Nelly (η οποία έχει αποκτήσει ένα καινούργιο πρόσωπο μετά από πλαστική επέμβαση), δεν φαίνεται διατεθειμένη να φύγει αν δεν δει πρώτα τον άντρα της. Εκείνον που –κατά πάσα πιθανότητα– την πρόδωσε. Όχι για να τον εκδικηθεί ή να του ζητήσει εξηγήσεις αλλά επειδή τον αγαπάει. Ακόμα. Παρά τα όσα της λέει η φίλη της, παρά τις αποδείξεις που της προσκομίζει για την προδοσία του. Τον αγαπάει μ’ ένα συναίσθημα απόλυτο, ολοκληρωτικό, τυφλό και κουφό στις επιταγές της λογικής (όπως πρέπει να είναι η αγάπη όταν αξίζει τ’ όνομά της). Τον αγαπάει γιατί, ακόμα κι αν αυτός την έστειλε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αυτός την κράτησε και ζωντανή εκεί μέσα. Όχι ο ίδιος ακριβώς, αλλά ο έρωτάς της γι’ αυτόν.
Ο έρωτας, η μόνη δύναμη που μπορεί να αντιπαρατεθεί στον θάνατο, ακόμα και να τον νικήσει, την σπρώχνει να τον βρει, να τον ξαναδεί έστω και για λίγο. Μόλις τον συναντάει, όμως, εκείνος (σίγουρος καθώς είναι ότι η γυναίκα του σκοτώθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης) την περνάει για άλλη. Θεωρεί πως πρόκειται για κάποια που απλώς της μοιάζει πολύ. Κι έτσι προσπαθεί να την πείσει να υποδυθεί την Nelly για να μπορέσουν μαζί να πάρουν την περιουσία της – την περιουσία που ο ίδιος δεν μπορεί να διεκδικήσει γιατί λίγο πριν τη σύλληψή της από τους ναζί, είχε βγάλει κρυφά το διαζύγιο. Ο Πέτζολντ δεν μας αφήνει στιγμή να αμφιβάλλουμε για την ενοχή του. Δεν αφήνει στιγμή την παραμικρή υπόνοια να πλανάται ότι ο Τζόνι μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από ένα κυνικό, φιλοχρήματο κάθαρμα, ένας καιροσκόπος που ποτέ δεν την αγάπησε πραγματικά. Αλλά το τι πιστεύουμε εμείς, οι άλλοι, οι λογικοί, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει τι (θέλει να) πιστεύει η Nelly. Και η Nelly θα δεχτεί να υποδυθεί μια άλλη που υποδύεται τη Nelly, θα παίξει τη φάρσα της μεταμφίεσης στον ίδιο της τον εαυτό, μόνο και μόνο για να αποδείξει στη συνείδησή της αυτό που –ξεροκέφαλα, φανατικά, παράλογα– η καρδιά της επιμένει να θεωρεί αλήθεια: ότι ο Τζόνι την αγάπησε και την αγαπάει, ότι δεν την πρόδωσε.
Το «Phoenix» είναι μια σπουδαία ψυχολογική μελέτη χαρακτήρα κι ένα σαρωτικό ερωτικό έργο πάνω στο παράλογο –και τη μεγαλοσύνη– της αγάπης, χάρη στη συναισθηματική κατάσταση αυτής της υπέροχης ηρωίδας. Την οποία η Νίνα Χος αποδίδει με σπαρακτική ευθραυστότητα, μ’ αυτά τα φευγαλέα, όλο λατρεία, κοιτάγματα στον Τζόνι, με τα αδιόρατα χαμόγελα μιας χαράς που την πλημμυρίζει, γιατί τον ξαναβρήκε, αλλά που πρέπει να του κρύψει για να μην προδοθεί, με τον τρόπο που περιφέρεται αμήχανη και τρομαγμένη σ’ έναν κόσμο τον οποίο μοιάζει ανίκανη πλέον να αποδεχτεί ως εντελώς πραγματικό (θυμίζοντας αυτό που γράφει ο Μπόρχες στο αριστουργηματικό του διήγημα, «Ο αθάνατος»: «Ο λόγος που αποδεχόμαστε τόσο εύκολα την πραγματικότητα, μπορεί να έχει να κάνει με το ότι κατά βάθος διαισθανόμαστε πως τίποτα δεν είναι πραγματικό»). Είναι κι ένα καταπληκτικό φιλοσοφικό σχόλιο για το «γίγνεσθαι εαυτός», για την αδυναμία να υποδυθείς πειστικά την ίδια σου την αλήθεια, για την ανάγκη επανάληψης του ιδιού του Εγώ (τον πολλαπλασιασμό των παρόμοιων Εγώ, θα έλεγε ο Νίτσε) που έτσι αποκτά πειστική υπόσταση, τόσο πολύ μέσα στο χιτσκοκικό πνεύμα που φαντάζεσαι τον μετρ του σασπένς να χειροκροτεί από εκεί πάνω. Επίσης είναι (όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει ο εκλεκτός Αχιλλέας Παπακωνσταντής), μια θεσπέσια αλληγορία για την ανάγκη της Γερμανίας μετά τον πόλεμο να εμφανιστεί με άλλο πρόσωπο στον κόσμο και παράλληλα μια ευφυέστατη νύξη στις ταξικές διαστάσεις του εθνικοσοσιαλισμού (η Nelly είναι πλούσια, ο σύζυγός της προλετάριος καλλιτέχνης που παλεύει για την επιβίωση), έναν λόγο που ο φασισμός κι η ακροδεξιά βρίσκουν σταθερά έρεισμα στην λαϊκή κοινωνική βάση και τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις.
Κι αυτό το πολυεπίπεδο περιεχόμενό του έργου του, ο Πέτζολντ το ζωντανεύει με μια σκηνοθεσία-αραβούργημα, τόσο ελεγειακή στον τόνο, τόσο κομψή και προσεγμένη στις τεχνικές της λεπτομέρειες (ο ήχος του φιλμ, κόβει την ανάσα), που νιώθεις να μεθάς με σινεμά. Στο συγκλονιστικό φινάλε δε, όπου η μεγαλειώδης Νίνα Χος κι ο –επίσης εξαιρετικός– Ronald Zehrfeld, κορυφώνουν αμφότεροι την εσωτερικότητα της τέλειας υποκριτικής τους (η οποία δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από τα βλέμματα και τον βουβό –αλλά τόσο γλαφυρό– διάλογό τους για να σου σπαράξει τα σωθικά), όλα όσα χρειάζεται να ειπωθούν, λέγονται μ’ ένα τραγούδι. Την αγάπησε ποτέ ο προδότης Τζόνι; Έστω και για μια στιγμή, ένιωσε αηδία για τον εαυτό του και την πράξη του; Ο Πέτζολντ δεν απαντάει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα βάθη της ψυχής του Τζόνι, φαίνεται πως αποδέχεται έναν αλά Σαρτρ υπαρξισμό, σύμφωνά με τον οποίο δεν έχει καμία σημασία τι λέμε (στους άλλους, στον εαυτό μας) ή τι νιώθουμε, αλλά μονάχα αυτό που κάνουμε. Κι ο Τζόνι, στα μάτια των άλλων, «αντικειμενικά» θα είναι πάντα προδότης (όπως η Γερμανία που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει ή να αλλάξει την αλήθεια της ναζιστικής φρίκης, με όποιο «πρόσωπο» κι αν διαλέξει να εμφανιστεί μπροστά στην Ιστορία). Σημασία έχει η Nelly, μονάχα αυτή. Που έχει πλέον καταλάβει, το βλέπεις τη στιγμή που τραγουδάει, δεν πιστεύει πια σε ψέματα, δεν διατηρεί μια ζωτικής σημασίας αμφιβολία, δεν «κρατιέται» πια από τον πεθαμένο της έρωτα. Αλλά αυτός ο έρωτας την κράτησε ζωντανή – κι αυτό μονάχα μετράει στο τέλος. Αυτός της επέτρεψε να αντέξει και να αναγεννηθεί από τις στάχτες της – σαν άλλος φοίνιξ. Το ότι η αγάπη (κάποια στιγμή) πεθαίνει, το ότι δεν κρατάει για πάντα ή όσο θα θέλαμε, καθόλου δεν μειώνει την αξία της ως όρου ζωής και μοναδικής προϋπόθεσης επιβίωσης σ’ ένα σύμπαν που μόνιμα πολιορκείται από το κακό και τον θάνατο. Έτσι, ακόμα κι ο προδότης καθαγιάζεται στο τέλος. Έστω κι αν δεν αξίζει τίποτα άλλο, ενέπνευσε την τρυφερότητα ενός υπέροχου πλάσματος. Αυτή η επίγνωση, θα είναι η πιο σκληρή τιμωρία για εκείνον.
Κι έτσι καταλαβαίνεις πού το πήγαινε εξαρχής ο Πέτζολντ σ’ αυτό το ανατριχιαστικό αριστούργημα, και υποκλίνεσαι με δάκρυα στα μάτια: μόνο η αγάπη δίνει στον –κατεστραμμένο– κόσμο, ένα καλύτερο πρόσωπο.