Χάρτης 28 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-28/pyxides/mpolibar-eisai-wraios-san-ellhnas
Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ,
εκδ. Ίκαρος) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της
Λατινικής Αμερικής που χρησιμοποιούν στην ποίησή τους
ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε με ένα
χαρακτηριστικό ποίημά τους και το βιογραφικό τους, αλλά και
μ’ ένα κείμενο που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα. Γιατί
σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής
Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την
Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την
Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν
Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν
την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Έτσι, λοιπόν, με
καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση,
συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη
φλόγα που μας ένωσε.
Η Βανέσσα Δρος
[Vanessa Droz] (Πουέρο Ρίκο, 1952) είναι σήμερα μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της χώρας της. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Πουέρτο Ρίκο στη Συγκριτική Λογοτεχνία και στην Ιστορία της Τέχνης, έχει στο ενεργητικό της τις ποιητικές συλλογές La cicatriz a medias (1982)· Vicios de ángeles y otras pasiones privadas (1996, Πρώτο Βραβείο του Ινστιτούτου Πορτορικανικής Λογοτεχνίας)·
Estrategias de la catedral (2009)· Las cuatro estaciones - Suite caribeña, με ξυλογραφίες και φωτογραφίες από την ίδια (2016)· Bambú y otros horizontes, συλλογή περισσότερων από εκατό χαϊκού (2016) και Permanencia en puerto, ποιήματα εμπνευσμένα από φωτογραφίες του Δοέλ Βάσκες (2019)· επίσης, το βιβλίο για παιδιά Oller pinta para nosotros (2012) και την πλακέτα La dama de los dados, σονέτα εμπνευσμένα από το έργο της ζωγράφου και χαράκτριας Μίρνα Μπάες (2014). Τη δεκαετία του '80 ίδρυσε το πολιτιστικό περιοδικό Ρεϊντέγρο.
Υπήρξε πρόεδρος του ΠΕΝ Πουέρτο Ρίκο, μέλος της επιτροπής του Εκδοτικού τμήματος του Ινστιτούτου Πορτορικανικού Πολιτισμού και της επιτροπής του Μουσείου-Βιβλιοθήκης «Ο Οίκος του Βιβλίου», διηύθυνε το Εργαστήρι ποίησης του Πανεπιστημίου Σαγράδο Κορασόν και παρουσίασε αναρίθμητα βιβλία πολλών συγγραφέων. Επίσης, υπήρξε μέλος κριτικών επιτροπών λογοτεχνίας, καθώς και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών πολιτιστικού περιεχομένου και προώθησης του πολιτισμού. Έχει εκθέσει επίσης χαρακτικά και κολάζ της.
Στη διαδρομή της, η Βανέσσα Δρος έχει εργαστεί ως σερβιτόρα, δασκάλα, φωτογράφος, διευθύντρια κέντρων πολιτιστικών μελετών, δημοσιογράφος, αρθρογράφος λογοτεχνίας και ως πρόεδρος κοινότητας, μεταξύ άλλων. Σήμερα, ασχολείται με τη φιλολογική επιμέλεια κειμένων, το γραφιστικό σχέδιο και την παραγωγή εκδόσεων.
Φαντασία : Ο τόπος της Ευρυδίκης
Του ανέμου ήταν η δαγκωματιά, όμως στο βλέμμα,
της θάλασσας και βέβαια στη σάρκα. Του παραληρήματος ήταν το ένστικτο,
η οργή, η βεβαιότητα ότι τα μάτια, μέσα σε τόσο στεναγμό,
είναι προορισμοί για πάντα. Η δαγκωματιά ήταν του χρόνου.
Κι είναι γνωστό πως η δαγκωματιά ενός πουλιού επισφραγίζει με εγγυήσεις
την υπόκωφη βουή εγκλήματος που εκπέμπει αυτός ο τόπος κάθε στιγμή.
Το περιστέρι σ’ ένα πρέκι του Σαν Χουάν
είναι γκαργκόιλ χωρίς φιλοδοξία αιωνιότητας
και τούτη η πόλη, ο λαβύρινθος που μου δόθηκε,
το δυσκολότερο, το έξοχο, το πιο διεστραμμένο, ο πιο περιζήτητος καθεδρικός,
ένας πύργος της Βαβέλ για τα παιχνίδια μου.
Η θέλησή μου για να παραμείνω δε θριάμβευσε ποτέ της σε καλύτερη δοκιμασία
αφού αυτό το τόλμημα το είχα αποφασίσει και είν’ ανώφελη κάθε διάσωση.
Ποιος το ζήτησε; Ποια επίδειξη προκαλεί περισσότερο γέλιο από εκείνου
που καυχιέται για την προσπάθειά του να με σώσει;
Ποιος είναι πιο μωροφιλόδοξος από εκείνον που, χωρίς ποτέ να μ’ έχει δει,
οικειοποιείται μια διαδρομή που μόνο εγώ κατάφερα να κάνω;
Λόγω εμού η λύρα έχει εφτά χορδές
και αν ο τροχός του Ιξίωνα και η πέτρα του Σίσυφου σταμάτησαν
λόγω εμού συνέβη, όπως και λόγω δικής μου εντολής οι Σειρήνες
δεν τραγούδησαν. Όποιος δεν μπορεί να μιμηθεί την Άλκηστη
δε θα τολμήσει να μπει στο τετραγωνάκι που έχω διαλέξει,
τέλειο για τα σταυρόλεξα του θανάτου.
Στα θαύματά του ήμουν ο εαυτός μου εκατοντάδες, χιλιάδες φορές∙
εκατοντάδες, χιλιάδες φορές, έπαψα να είμαι,
κατά τον ίδιο τρόπο που η πόλη αυτή είναι όλες οι κολάσεις
οι επιθυμητές εκατοντάδες, χιλιάδες φορές.
Ποιο σπίτι βάζει τους νεκρούς του να κοιτούν τη θάλασσα;
Ποια κόλαση μας βάζει τη θάλασσα για στέρνα;
Ποια θάλασσα μου έδωσε τη νόμιμη αξίωσή μου για στεναγμούς,
σαν αστερισμό της λήθης;
Τους κατοίκους τους ρωτώ, προς τι όλος αυτός ο σαματάς
για κάποιον που θα καταλήξει σε κομμάτια
εφόσον είμ’ εγώ αυτή που βρίσκεται παντού;
Οι στεναγμοί, προκαταβολή της παράκρουσης,
είναι πιο δυνατοί από τη ζήλεια του Ορφέα.
Αυτή η δαγκωματιά ήταν το μόνο που είδαν τα μάτια μου στα μάτια του
όταν προσπάθησε να με σκοτώσει πάλι.
Οι προσβεβλημένες γυναίκες των Καρυών
Στα δέκα μου χρόνια έμαθα πως, ως γυναίκα, θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος του κόσμου.
Είχα μάθημα ισπανικών με τη δασκάλα που θα καθόριζε το μέλλον μου στα γράμματα, την κυρία Ράμος, η οποία, επιπλέον, μας μάθαινε γενικό πολιτισμό. Στην αίθουσα όπου δίδασκε, καθόμουν δίπλα σε μια σειρά από τεράστια παράθυρα που μου επέτρεπαν να χαζεύω τα σύννεφα στον ουρανό και να αφαιρούμαι. Ήμουν στην έκτη τάξη κι ήταν το 1962. Μια μέρα, η κυρία Ράμος άρχισε να μας μιλάει για ήρωες, θεούς, μύθους και κτήρια της αρχαίας Ελλάδας, για τον Αχιλλέα και τη Βρισηίδα, την Αφροδίτη και τον Πάρη, τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη, για τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο, για την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, το Ερέχθειον και για κάτι γυναικείες μορφές που τις λένε Καρυάτιδες. Τα παράθυρα έπαψαν να με ενδιαφέρουν και τα ονόματα αυτά και οι «ιστορίες» αντήχησαν σαν μαγικά.
Όπως ήταν η συνήθεια, πέρασε απ’ όλους μας τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας για να δούμε αυτά για τα οποία μας μιλούσε. Όταν οι εικόνες έφτασαν στα χέρια μου, έμεινα να τις κοιτάζω συγκινημένη αλλά και μπερδεμένη. Πώς ήταν δυνατόν οι γυναίκες εκείνες να στηρίζουν μια στέγη; Πώς ήταν δυνατόν, εκείνες, να είναι κολόνες; Μήπως αυτό είμαστε οι γυναίκες; Τι ήταν εκείνο που έπαιρνε τη θέση των κιονόκρανων και στόλιζε τα κεφάλια τους, απομακρύνοντάς μας από τόσο βασικές εικαστικές αναφορές όπως ο δωρικός και ο ιωνικός ρυθμός, και το οποίο πλησίαζε περισσότερο στον κορινθιακό ρυθμό –αν και με κυρτότητα–, αλλά με μεγαλύτερη εκζήτηση και διάκοσμο που δεν καταφέρναμε να διακρίνουμε καθώς η φωτογραφία ήταν σχετικά μικρή;
Στο προεφηβικό μυαλό μου έμειναν χαραγμένες οι δυνατές αυτές γυναίκες γιατί μπορούσαν να στηρίζουν μια στέγη – συνεπώς, ολόκληρο τον κόσμο.
Έπειτα από τρία χρόνια, η Ελλάδα στάθηκε ξανά μπροστά μου όταν βρήκα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου ένα βιβλίο με όλες τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Τις καταβρόχθισα και, για καθεμιά που τελείωνα, ετοίμαζα μια έκθεση που την έδινα στην καθηγήτρια. Παραδέχομαι πως, ενώ αυτό το «υπερβολικό» από μέρους μου διάβασμα προκαλούσε ενόχληση σε κάποιες συμμαθήτριές μου (σε κάποιες) και ζήλεια επίσης (σε άλλες), αναγνωρίζω τώρα (ακριβώς τώρα, που γράφω τούτες τις γραμμές) ότι η αίσθηση του δράματος και του πάθους που με συνοδεύουν πάντα –και που αναζητώ σε όλες τις τέχνες– έχει τη γένεσή της σ’ αυτά τα διαβάσματα∙ μου άφησαν τη σφραγίδα τους –το αποτύπωμά τους, τη στάμπα τους– όπως η μάνα που το πουλάκι (στην προκειμένη περίπτωση, εγώ) αντικρίζει για πρώτη φορά βγαίνοντας απ’ τ’ αυγό του κι από την οποία δε θα ξεκολλήσει παρά μετά από πολύ καιρό ή μπορεί και ποτέ.
Παράλληλα, στο μικρό χωριό όπου ζούσα, άρχισαν να έρχονται κάθε Τρίτη κάτι κόμικ με ιστορίες σε μια σειρά με τίτλο Διαμάντια της μυθολογίας, τα οποία στοίχιζαν δώδεκα σεντς του δολαρίου, μια περιουσία για την τσέπη μου. Το πρώτο ήταν η Ιλιάδα. Τη «ρούφηξα», το ίδιο και το επόμενο (η Οδύσσεια). Τα σχέδια ήταν λεπτομερή, έγχρωμα. Για πρώτη φορά έβλεπα σε εικόνες όσα η φαντασία μου είχε χαρακτηρίσει και ντύσει αλλιώς. Τι όμορφοι που ήταν οι ήρωες και οι θεοί, δεν είχε σημασία αν ήταν καλοί ή κακοί! Οι Τρίτες μεταβλήθηκαν σε μαγικές μέρες αναμονής με εγγυημένη την απόλαυση διαβάζοντας και κοιτάζοντας.
Βεβαίως, οι τραγωδίες και οι χαρακτήρες απαιτούσαν σκηνή και, αφού βρήκα τις ημικυκλικές εικόνες των αρχαιοελληνικών θεάτρων, τα μάτια μου έπεσαν και πάλι στις εικόνες της Ακρόπολης. Μ’ αυτή τη νέα ματιά –σαν να μην είχα δει ποτέ το Ερέχθειον με τις Καρυάτιδες που μου έμαθαν ότι οι γυναίκες, συμβολικά, μπορούμε να στηρίζουμε τον κόσμο– με κυρίευσε έν’ άλλο πάθος: το πάθος για την αρχιτεκτονική.
Το 1968 άρχισα τις πανεπιστημιακές σπουδές μου στη νεο-ιδρυθείσα (1964) Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Πουέρτο Ρίκο, στην οποία πολύ δύσκολα έμπαινε κανείς. Ωστόσο, το άλμα από ένα μικρό χωριό της επαρχίας στην πρωτεύουσα της χώρας –κι αυτό στα δεκαπέντε μου– σηματοδότησε μια διακοπή που, αναποφάσιστη για το τι ήθελα πραγματικά να σπουδάσω, με κράτησε έξω από τον δρόμο μου σχεδόν για ένα χρόνο. Η ιστορία της τέχνης που σπούδαζα και οι λογοτεχνικές δραστηριότητες που παρακολουθούσα είχαν αρχίσει να μου χαράσσουν μια άλλη πορεία. Επιπλέον, στα δεκαεφτά μου, πήρα μια ανέλπιστη απόφαση για το τρίτο έτος σπουδών: πήγα στην Ισπανία για έναν ολόκληρο χρόνο. Από εκεί μπόρεσα να ταξιδέψω στη Γαλλία και την Ιταλία. Κοιτάζοντας τους χάρτες, είδα αυτή την αρχιπελαγική Ελλάδα, σαν τη χώρα μου, το Πουέρτο Ρίκο (το οποίο, στην πραγματικότητα, είναι ένα αρχιπέλαγος), σαν τις Αντίλλες (Μεγάλες και Μικρές), το μεγάλο μας αρχιπέλαγος∙ αυτή την Ελλάδα που περιβάλλεται σχεδόν ολόγυρα από νερό… και φανταζόμουν πως το Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος αντιστοιχούσαν στον δικό μας Ατλαντικό Ωκεανό και στη δική μας Καραϊβική Θάλασσα. Σ’ ένα ταξίδι με πλοίο από τη Γένοβα στη Βαρκελώνη το 1970, βρισκόμενη στην πλώρη, είχα την ψευδαίσθηση του «οἴνοπος πόντου» του Ομήρου, παρόλο που ήταν τα νερά της Μεσογείου προς δυσμάς. Η θάλασσα –πάντα– πιο πολύ σαν υγρό που ενώνει παρά σαν στοιχείο που χωρίζει. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσα να επισκεφτώ την Ελλάδα: μου έμεινε απωθημένο κι επέστρεψα στο Πουέρτο Ρίκο μ’ ένα κενό στην καρδιά που ακόμα δεν έχω καταφέρει να γεμίσω.
Επιστρέφοντας, αποφάσισα να επικεντρωθώ στη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης, που είναι, οπωσδήποτε, ένας τρόπος συνεχούς σπουδής της αρχιτεκτονικής. Ήταν οι δεκαετίες των εβδομήντα και ογδόντα, κι η ζωή μου είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτη δίνη: να τελειώσω το πανεπιστήμιο, το ασταμάτητο διάβασμα των κορυφαίων της λατινοαμερικανικής ποίησης, το γράψιμο των πρώτων ποιημάτων, η λαχτάρα να γνωρίσω την εικαστική μας παράδοση και τους καλλιτέχνες μας, οι συναντήσεις με συναδέλφους συγγραφείς και η δημιουργία εκδόσεων για να διαδώσουμε τη δουλειά μας, η αναζήτηση ποιητών εν ζωή που με ενδιέφεραν να τους έχω ως πρότυπα (Νίμια Βισένς, Χουάν Αντόνιο Κορρετχέρ, τα μέλη του περιοδικού Γουαχάνα…), οι διάφοροι πολιτικοί αγώνες (φοιτητικοί –η αυτονομία των πανεπιστημίων–, τα δικαιώματα των γυναικών, η ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο και η απόρριψη της προσάρτησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων), η πρώτη έμμισθη εργασία…
Ήταν τα έντονα χρόνια τότε που, μέσα σ’ έναν μακρύ κατάλογο ταινιών «τέχνης», είδα τον Ζορμπά τον Έλληνα και τον Τελευταίο πειρασμό
και διάβασα αποσπασματικά και ανοργάνωτα την ελληνική ποίηση (Σαπφώ, Ελύτη, Καβάφη, Κική Δημουλά, στην οποία ξαναγυρνάω περιστασιακά). Από τότε, Ελλάδα ήταν, και πάντα θα είναι, η Ειρήνη Παπά. Επίσης το συρτάκι του Καζαντζάκη η ιδανική χορογραφία για να χορεύω στους δρόμους της πόλης μου αγκαλιασμένη με τις φίλες μου∙ και η Κρήτη το νησί του πένθους και της αγριοτοπιάς, ένα νησί σε άσπρο και μαύρο. Επίσης το νησί της μυστηριώδους Θεάς των όφεων.
Με τα ακάλυπτα στήθη της και τα τεντωμένα χέρια (που κρατούν, δαμάζοντάς τα, φίδια), η θεά αυτή πρέπει να έμοιαζε συγγενής ή, τουλάχιστον –έτσι θέλω να τη σκέφτομαι–, θεότητα με μια λυτρωτική τάση για τις Καρυάτιδες. Δυνατή, σε μετωπική στάση, αποφασιστική, να θέλει να δανείσει σ’ εκείνες τα χέρια που ο χρόνος τις έκανε να χάσουν, να τις απαλλάξει ίσως από το «μαρτύριό» τους. Όπως λένε, οι γυναίκες αυτές από τις Καρυές έφερναν αγαλλίαση στην Αρτέμιδα, γιατί, «κατά τον κυκλικό και εκστατικό χορό τους κουβαλούσαν στο κεφάλι καλάθια από ζωντανά καλάμια, κι έμοιαζαν με φυτά που χόρευαν» (Κερένυι)». Ωστόσο, έχοντας συμμαχήσει η πόλη τους με τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών Πολέμων, οι γυναίκες των Καρυών «είχαν γίνει σκλάβες και καταδικαστεί να κουβαλάνε τα πιο βαριά φορτία». Όπως επαναλαμβάνεται συχνά στην ιστορία, η πόλη και οι άντρες της περιπίπτουν σε λάθη και τελικά οι γυναίκες πληρώνουν το φταίξιμο. Βαρύ φορτίο υποτίθεται πως είναι αυτή η στέγη του Ερεχθείου. Στα δέκα μου, αγνοώντας ότι επρόκειτο για σύμβολο τιμωρίας, υπέθετα πως οι έξι αυτές γυναίκες ήταν σχεδόν αδελφές τής Wonder Woman, στητές, δυνατές, παντοδύναμες, σε ωραία μετωπική στάση και με ενδύματα γεμάτα πτυχώσεις∙ επιπλέον, χαίρονται την ομαδική εργασία και, γι’ αυτό, φορτώνονται το βάρος του κόσμου. Παρόλο που αργότερα έμαθα τη μυθική τους ιστορία, προτιμώ να την αγνοώ και να μένω μ’ εκείνη την παιδική ματιά που είχα πριν από πενήντα οκτώ χρόνια.
Προτίμησα επίσης να ανατρέξω στην Ελλάδα μέσα από τα μικροπράγματα και τις καθημερινότητες μιας ζωής που άρχισε πολύ επαρχιακά και με προϊόντα «υποκουλτούρας» (όπως είναι τα κόμικς), με την κυρία Ράμος κι εκείνα τα μαθήματα της έκτης δημοτικού που ξεπερνούσαν τα όρια ενός οπισθοδρομικού, φονταμενταλιστικού καθολικού σχολείου, με βιβλία χαμένα σε μια βιβλιοθήκη, με ταινίες που με ώθησαν στον κινηματογράφο τέχνης και με κοινούς τόπους (Αχ, ο Άντονι Κουίν και ο Άλαν Μπέιτς, πόσο τους αγάπησα!) που, αν και ιδεολογικοί, συγκινούν και σημαδεύουν.
Η Ελλάδα –όχι ο «Θεός»– υπάρχει παντού. Βρίσκω την Ελλάδα και την αρχιτεκτονική της όταν πηγαίνω σε δραστηριότητες στο Γενικό Αρχείο του Πουέρτο Ρίκο, στο Θέατρο Τάπια, στο Ινστιτούτο Πορτορικανικού Πολιτισμού ή στο Κέντρο Προχωρημένων Μελετών Πουέρτο Ρίκο και Καραϊβικής. Τη βρίσκω όταν πηγαίνω σε εκθέσεις στο Μουσείο Τέχνης του Πουέρτο Ρίκο ή στο Παλαιό Ναυπηγείο του Ισπανικού Ναυτικού και σ’ εκείνες τις εκκλησίες, στις οποίες μπαίνω μόνο για να τιμήσω κάποιον θανόντα και που η διάταξή τους τιμά το μοντέλο κλιτών που καθιέρωσαν οι ναοί της αρχαίας Ελλάδας.
Η Ελλάδα –όχι ο «Θεός»– υπάρχει παντού. Τρυπώνει στο διάζωμα που κοσμεί τη πρόσοψη του σπιτιού μου στο Παλιό Σαν Χουάν, στη σκαλιστή φάσα με την οποία τελειώνουν –κοντά στην οροφή– τα ντουλάπια της κουζίνας μου, στα κολονάκια των ποδιών του ξύλινου κρεβατιού στο οποίο κοιμάμαι, στις δοκούς που στηρίζουν τα ράφια της βιβλιοθήκης μου και στην κορνίζα που τα στεφανώνει…
————— ≈ ——————
Η Ιβόν Γόρδον Καρρέρα Αντράδε [Ivonne Gordon Carrera Andrade], (Κίτο Ισημερινού), https://ivonnegordon.com/
εκπόνησε διατριβή για την Γκαμπριέλα Μιστράλ.Είναι ποιήτρια, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια, δοκιμιογράφος και καθηγήτρια λατινοαμερικανικής ποίησης και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Ρέντλαντς των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα βιβλία από τα οποία ξεχωρίζουν τα: Nuestrario (Μεξικό, 1987)· Bajo nuestra piel
(Μεξικό, 1989)· Colibríes en el exilio (Ισημερινός, 1997, φιναλίστ για το Βραβείο Extraordinario Casas de las Américas)· Manzanilla del insomnio (Ισημερινός, 2002, Βραβείο Ποίησης Jorge Carrera Andrade)· Barro blasfemo (Ισπανία, 2009), Meditar de sirenas (Σουηδία, 2013 – Χιλή, 2019), Danza inoportuna (Ισημερινός, 2016), Las ocurrencias del porvenir (Αργεντινή, 2018, Διεθνές Βραβείο Ποίησης «Εσπερίδες»)· Diosas prestadas (Ισπανία, 2019, φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Ποίησης Francisco de Aldana) και Casa de agua (ΗΠΑ, 2021, Βραβείο Poeta en Nueva York, Εκδόσεις Βαλπαραΐσο, ΗΠΑ). Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες διεθνώς κι έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Έχει συνεργαστεί ως κριτικός λογοτεχνίας και ερευνήτρια σε πολλά πανεπιστημιακά περιοδικά μεγάλης απήχησης διεθνώς. Μεταξύ άλλων διακρίσεων, η ποίησή της βρίσκεται ηχογραφημένη στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ.
Η Ιβόν Γόρδον έχει δημοσιεύσει ολόκληρες ποιητικές συλλογές με ελληνικά θέματα, κι αυτός είναι ο λόγος που δεν έγραψε ειδικά κείμενο για την Ελλάδα, την οποία επισκέπτεται τακτικά τα τελευταία τριάντα χρόνια καθώς ο σύζυγός της είναι Έλληνας.
Μέδουσα χωρίς ενδυμασίες
Κάθε μύθος είναι το χλιαρό ποτό της κληρονομίας.
Η Μέδουσα
εμφανίζεται στο δισκοπότηρο
τα μαλλιά της δείχνουν τη φορά του ανέμου
και είν’ αυτά η περιπλανώμενη τριήρης των φαλαινών.
Το βλέμμα της μπορεί να μετατρέψει τους ανθρώπους
σε πέτρα. Ο κόσμος δεν είναι ορατός
έτσι τον προτιμούν οι θεοί.
Τα μαλλιά της αποκαλύπτουν τις ακμές των υφάλων
είν’ όμορφη κι ολόγυμνη όπως το σφύριγμα του Μελτεμιού.
Η Μέδουσα
διασκορπίζει τους κυματισμούς
χιλιάδων φιδιών. Μες στην κοιλιά της
ψήνονται οι στοές των αντιχήσεων.
Το ποτάμι τρέχει. Η αμετάβλητη πέτρα του δάσους
μετατρέπεται σε χίλια κεφάλια με τατουάζ
μες στην ομορφιά του ήχου της αυγής.
Η ιστορία αμφισβητεί τους μύθους, και οι μύθοι αμφισβητούν
τον χρόνο της ιστορίας.
Σειρήνα χωρίς στεριά
Φτερουγίζει ο ήλιος στα νταμάρια της θάλασσας.
Στους υπονόμους του ύπνου ξεντύνεται από ιστούς αράχνης στα βράχια της γης.
Ταξιδεύει η κοιλάδα για να εξανεμιστούν οι μύθοι της απάτης.
Η ιστορία είν’ ένας μύθος χωρίς ουρά, ο μύθος είναι μια ιστορία χωρίς προέλευση.
Ο χρόνος της Σειρήνας χωρίς στεριά
είναι αμάραντος.
Η γραμμή που χωρίζει το τραγούδι της, είναι η γραμμή
που διαπερνάει την καρδιά τα κυλινδρικά δειλινά.
Γεύεται φιλιά απ’ αλάτι, απολαμβάνει την άμπελο του ονείρου
σε ξαναμμένα μάγουλα.
Ζει τον έρωτα μέσα στον κάνθαρο των ονείρων
και τραγουδάει χίμαιρες ανάμεσα σ’ αλφάβητα που πλέουν.
Φτερουγίζει ασταμάτητα, φτερουγίζει ο άνεμος
κολυμπάει πλάι σ’ αλογάκια της θάλασσας.
Στοιχηματίζει στα χαρτιά που ξέρουν από θάλασσα
κι οι στίχοι οι διαυγείς των ονείρων σημαδεύουν το ρολόι.
Νιώθει το βλέμμα θαμπωμένο, νιώθει
το ανάβρυσμα του αίματος, στην αλυσίδα της ύπαρξής της.
Ονειρεύεται αυγές να ξημερώνουν στο επίπεδο του δάσους
και τέλεια θαύματα κόντρα στο φως της πλάτης.
Μια γαλάζια νύχτα
ξεμακραίνει απ’ τη στεριά και μακριά
το τραγούδι ακούει της δικής της λιτανείας.
Πιτσιλισμένα αστέρια
Η άλως των θεαινών ακτινοβολεί μια γόνιμη αμηχανία.
Η λάμψη και η μοίρα βρίσκονται στα πόδια της Ήρας.
Το χέρι της είναι η σπονδή με τα κόκκινα ρόδια.
Η Ήρα ερωτεύεται τη θάλασσα
μόλις νιώσει τ’ αστέρια να πιτσιλίζουν τα μαλλιά της.
Η Ήρα είναι η θεά που γνωρίζει τους δρόμους του Ολύμπου.
Ο Κρόνος την ομόρφυνε με χρυσές σαλαμάνδρες
η Ήρα είναι η άλλη μητέρα του Διόνυσου.
Η τόση ομορφιά έσβησε τις άλλες θεές.
Υποδέχεται κοκέτικα τα κύματα
σαν θεϊκά σημάδια.
Με σταθερή την κίνηση
χαράζει στην άμμο τις διάφανες
προσπάθειες της αναπνοής.
Δύο ποιήματα από τη συλλογή Dioses prestadas [Δανεικές θεές], (2019).