Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/klimakes/xarths-oalasshs-sth-steria-toy-floriano-martins
Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.
Στη στεριά του Φλοριάνο Μάρτινς έφτασα πρόσφατα με καπετάνιο τον κοινό μας φίλο, τον Κολομβιανό ποιητή Αρμάντο Ρομέρο, και πιστεύω πως ανακάλυψα μια αδελφή ψυχή. Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ ξεκίνησα να τα μεταφράζω το καλοκαίρι του 2017, μα το ίδιο φθινόπωρο αναγκάστηκα να διακόψω, προκειμένου να ακολουθήσω το πάθος του Βραζιλιάνου για τον υπερρεαλισμό και την προσπάθειά του να ολοκληρώσει μια παγκόσμια ανθολογία αυτού του κινήματος. Χρησιμοποιώντας ως γλώσσα συνεννόησης την ισπανική, του γνώρισα τον Κάλας και, κυρίως, τη Χατζηλαζάρου, από την οποία μαγεύτηκε σε τέτοιο βαθμό, που άρχισε να παρουσιάζει την ποίησή της σε περιοδικά των λατινικών χωρών και να ελπίζει ότι σύντομα θα εκδώσει τα άπαντά της.
Τα έξι ποιήματα που ακολουθούν, αντιστοιχούν στα πέντε πρώτα και στο δέκατο πέμπτο από τα είκοσι ένα της συλλογής Antes que a árvore se feche [Προτού το δέντρο κλείσει], που εκδόθηκε το 2011.
Στον πρόλογο του βιβλίου διαβάζουμε ότι ο ποιητής, ως άλλος Φρανκεστάιν, όπως ο ίδιος λέει με χιούμορ, ως άλλος Πυγμαλίων, όπως θα λέγαμε εμείς με την ανάλογη μελαγχολία, αποπειράται να συνθέσει την ιδεώδη γυναίκα, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, εμμονές και ανάγκες ίσως.
«Από την άλλη μεριά του καθρέφτη», εξομολογείται, «έβλεπα τον εαυτό μου ως έναν άντρα που δημιουργούσε έναν αρσενικό χαρακτήρα εμμονικό με τις γυναίκες, οι οποίες είναι βασικές στη ζωή του για λόγους άσχετους με τον χρόνο και τον χώρο. Η μητέρα, ένα μεγάλο πάθος, η συγγραφέας κάποιου βιβλίου, κάποια που του έστειλε μια φράση βάλσαμο για την ψυχή του. Δεν έχει σημασία. Ζωντανές, νεκρές, υπαρκτές ή μη». Και συνεχίζει πιο κάτω ότι αυτή η ιδεώδης γυναίκα «ενεργεί ως μεταγραφέας. Τα αποσπάσματα του σώματός της αντιστοιχούν στα όργανα μιας ορχήστρας. Η ανεξιχνίαστη αυτή γυναίκα, η οποία είναι το ίδιο το δέντρο που κλείνει, συγχρόνως είναι και η μόνη χαραμάδα που με οδηγεί να διαπιστώσω το τι είμαι με αφετηρία το τι πιστεύω». Και κλείνει με το ότι «το βιβλίο ορίζει πως η εξιδανίκευση δεν υπάρχει πουθενά, όντας η ίδια, μέρος του όλου που είμαστε».
Αλμπέρτα Χάντερ (1895-1984). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ και συνθέτρια.
Αλεχάντρα Πισαρνίκ (1936-1972). Αργεντινή ποιήτρια.
Άνια Λέχνερ (1961-). Γερμανίδα βιολοντσελίστρια.
Αν Ντάργουιν (1841-1851). Αγγλίδα, κόρη του Κάρολου Δαρβίνου.
Άνι Λίμποβιτς (1949-). Αμερικανίδα φωτογράφος.
Λεϊλά Φερράς (1944-). Βραζιλιάνα ποιήτρια, φωτογράφος και εικαστικός.
Μη μ’ αφήνεις να κακοποιήσω το μυαλό σου.
Κάθε αμφιβολία είναι έν’ άχρηστο εμπόδιο, ένας άμετρος πόνος.
Φεύγοντας, μην ξεχάσεις να καταστρέψεις όλη τη μνήμη.
Είμαστε γραμμένοι από αυτή χωρίς να έχουμε άλλη ευκαιρία.
Η σκιά σου δεν πρέπει να επαναλαμβάνει μια μόνη κίνηση.
Το δίλημμα αρχίζει όταν ακουμπώ το χέρι στην τρομαγμένη γύμνια σου.
Ένα δάσος από ρίγη αναλαμβάνει τον πόθο μου όταν με αποφεύγεις ούσα
και μη ούσα πλάι μου.
Κι αν μια μέρα ανακαλύψω ποια είσαι, σε τι θα μου χρησιμεύσει;
Μια μορφή που αναδύεται κι εξαφανίζεται μετά σε ό,τι ατενίζω.
Πόσες νύχτες πέρασαν ακούγοντας τη φωνή σου εντός μου;
Πόση σιωπή να νομίζω πως αποκρυπτογραφώ κάτι που ίσως
να μην είπες;
Σύγκρουση σκότους με σκότος, σκελετοί της απουσίας, ευρετήριο
αινιγμάτων.
Έκανα τόσα σχέδια πως δε θα επέστρεφες για να με τιμωρήσεις
ώστε δε σβήνω τα βήματά σου που περικυκλώνουν την τρέλα μου.
Δε θέλω να φύγεις ποτέ από εδώ.
Τούτο το σώμα δεν είναι η επικράτειά σου.
Ακουμπώντας απαλά τα χείλη της νύχτας την ένιωσα που χόρευε
μέσα της.
Οι σταγόνες κρασιού πάνω στο τραπέζι αντανακλούσαν το θαύμα
εκείνου του στήθους.
Εντός του έτρεμε η μουσική με το πάθος του ανέμου για τα ψηλότερα
δέντρα.
Όλα σ’ αυτήν ήταν ανθοφορία μυστηρίων.
Τα πόδια της έπιαναν τα καλύτερα πρίμα.
Η νύχτα σπασμώδης συλλάβιζε τη δίνη των γοφών της.
Ο ρυθμός να προηγείται πάντα πριν από κάθε ίλιγγο.
Ορκίζομαι πως μπόρεσα να διαβάσω την προσευχή που ζωγράφιζε
τις ρώγες της στο δέρμα μέσα από το ρούχο, σαν να ήταν γραμμένη
στο δικό μου στήθος.
Η νύχτα με φιλά σαν ένας καθρέφτης γεμάτος μνήμη, όνειρο που
μεταβιβάζει εικόνες, τα χείλη της ν’ αγγίζουν το τοπίο ταλαντευόμενων σωμάτων
παραδομένων στους στεναγμούς
που έσταζαν από το τραπεζομάντηλο.
Και φιλώντας με κατάλαβα το πόσο η ζωή ικετεύει να είναι εκεί
στην πηγή της, στα πόδια του μύθου που τρέφει με την υγρή
της φωτιά.
Δεν υπήρχε τρόπος να επιστρέψω από τα χείλη αυτής της
γυναίκας.
Το σώμα σου στην κλίνη του δέχεται κι ένα ρήμα διαφορετικό
κάθε νύχτα.
Μικρές υποχρεώσεις του σπιτιού προστατεύουν από άλλες υποθέσεις
τη μέρα.
Γέρνω στην ξεθωριασμένη σκιά της αβύσσου να μετρήσω
τα φιλιά σου.
Το πρώτο μού μαθαίνει τα μυστικά της πυρίτιδας.
Το άλλο με κάνει να πιστέψω ότι μπορώ να πετάξω.
Είναι σαν σιωπηρές προκλήσεις τα μικροσκοπικά πρόσωπα
που επιπλέουν στον τρόμο κάθε βλέμματος.
Σημάδια αταξίας που η ζωή επιλέγει στο φευγαλέο πέρασμά της
από την ευημερία του χρόνου.
Λέξεις όπου μ’ αυτές σμιλεύω το αόρατο της μορφής σου.
Σιωπή που κρύβουμε πλάι τους για να φυλάν όσα γνωρίζουνε για μας.
Η κίνηση εκκρεμούς των φιλιών σου τονίζει τον λαβύρινθο που υφαίνουν
μέσα κι έξω από τα χείλη μου.
Ένα μαγκάλι περιγράφει τις εικόνες του πόθου σαν αχόρταγα φυλαχτά.
Ξαναβαφτίζω τις ιεροτελεστίες σου σαν εκείνον που αποκαλύπτει
τις αρετές της τρικυμίας.
Το σώμα σου σοφίζεται τις μεταμφιέσεις της νύχτας με τα λεκτικά
φαντάσματά της.
Αναγνωρίζεις την κρυπτογραφημένη ηδονή κάθε παντομίμας;
Θυμάσαι ακόμα το όνομα που μ’ έκανε να με περνάνε για σένα;
Εγώ ο ίδιος θα προσπαθήσω να λησμονηθώ, για να μην έχεις τρόπο
να γυρίσεις.
Όταν με βρίσκεις είμαι ανάμεσα στην τρέλα και τη σιωπή,
όπως εκείνος που ψιθυρίζει ανώφελα την ίδια του τη μοίρα.
Δεν έχω ιδέα τι έχασα στα χέρια σου.
Χρειάζομαι ένα όνομα για να σε κρύψω.
Ένα σώμα συνηθισμένο στην εξομολόγηση που δε θα σου άρεσε
ν’ ακούσεις.
Ακολουθώ τη σκιά σου μέσα από τα σκοτάδια,
ανάμεσα σε δέντρα που σέρνονται κάτω από τη βροχή.
Μυστηριωδώς η νύχτα στάσιμη.
Ένα πρόσωπο που ν’ αποκαλύπτεται με το μουρμούρισμα κάθε νεύματος.
Χρειάζομαι ένα μέρος να φυλάξω τις σκηνές που έζησα εν ονόματί σου.
Η μνήμη να σωριάζει τα χαμένα σώματα χωρίς να μπορούμε να
τ’ ακούμε.
Ακόμα με ψάχνεις;
Εγώ δε θα ’ξερα να πω ποιος είμαι.
Οι αμαρτίες σου πλέον δε με συγκινούν, αλλά με τρομάζεις με την
απουσία σου.
Πόσοι ακόμα θα μπορέσουν να σε ξαναδούν πριν ξαναγίνεις καμία;
Το όνομά σου με μπερδεύει.
Ανακατεύω απλώς τα γράμματά του και δε συλλαβίζω πέρα από εκεί
που άρχισαν όλα.
Η σκιά μου προχωράει μέσα στη δική σου.
Η μνήμη αλλάζει όνομα για να μην την ξαναβρούν.
Οι οδοί κομματιάζουν τη ρίζα κάθε δρόμου.
Η θάλασσα πάντα πέφτει μακριά.
Ο πόνος λέει πως δε θέλει να βρίσκεται εκεί.
Ο φόβος προτιμάει να μην αποκαλύπτει πού διαμένει.
Οι ώρες μόλις πέρασαν από εδώ.
Ήταν πράγματι μια νύχτα με ήλιο όταν αποπροσανατολιστήκαμε
για προτελευταία φορά;
Καλοκαίρι στο Σίδνεϋ, πήγα να μάθω από τους γλάρους την τέχνη
της αρπαγής κι ήσουν εκεί.
Ο κόσμος δε σταματάει να γίνεται δικός σου.
Κινώ τις σκιές σου με τη βραδύτητα της αταξίας και τα συνεχόμενα
σπίτια τους ανοίγοντας παράθυρα στους δρόμους διαφορετικών συνοικιών.
Η νύχτα δεν καταφέρνει να ζει χωρίς να υφαίνει τις θάλασσές της
στο δέρμα μας.
Εγώ λέω πως είναι νύχτα, αλλά οι ώμοι σου προφέρουν αργά αργά
έναν ήλιο καλοχαϊδεμένο σε κάθε γουλιά του καθρέφτη όπου αποκαλυπτόμαστε.
Δεν ξέρω πια τι άλλο να σκεφτώ, και γι’ αυτό ανανεώνεσαι.
Οι δρόμοι απλώς περνούσαν κι εσύ τους μάζευες σαν λουλούδια στο
βάζο.
Τι όνομα να δώσω σε κάθε φιλί;
Έτσι όπως μου έγραφες έβγαινες από το σπίτι κι όταν επέστρεφες
έφερνες τις τσάντες γεμάτες θαύματα.
Είναι νύχτες που δεν ξέρω από πού ξεκινάνε τα στήθη σου.
Άλλες που δε γνωρίζω τι μένει από μένα στη μνήμη σου.
Ποιος είναι πίσω από κάθε σκιά;
Η όρασή μου έχει ένα ελάττωμα που σε αναγνωρίζει.
Σε ονειρεύομαι όταν το μάτι ξεγελάει.
Εγώ θέλω να σ’ αγαπώ όλη τη νύχτα, αλλά η νύχτα όλη έχει
άλλη ιδέα επ’ αυτού.
Πρέπει να φύγουμε γρήγορα από εδώ, προτού το δέντρο κλείσει.
Το όνομά σου είναι γεμάτο από αβύσσους που το αίνιγμά τους κανείς
δεν αμφισβητεί.
Σε φιλώ χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι και ξεχνώ μια σιωπή μέσα
στο βλέμμα σου.
Ποια από τις σκιές σου αντιλήφθηκε τελικά το τι ήρθα να κάνω εδώ;
Φλοριάνο Μάρτινς [Floriano Martins] (Φορταλέζα, 1957). Βραζιλιάνος ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, εκδότης και εικαστικός. Έργα του έχουν εκδοθεί σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς και στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Έχει μεταφράσει Γκαρθία Λόρκα, Μπόρχες, Ουιδόμπρο και πολλούς άλλους, και έχει «στήσει» για έναν εκδοτικό οίκο στη Βραζιλία τριάντα βιβλία πρόζας, ποίησης, θεατρικών έργων και δοκιμίων. Αφοσιωμένος στη μελέτη του υπερρεαλισμού, έχει εκδώσει δοκίμια και ανθολογίες υπερρεαλιστικής ποίησης. Δημιούργησε και διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό Agulha Revista de Cultura και τον εκδοτικό οίκο ARC Edições.