Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-29/metafrash/to-alfabhto-alla-poihmata
———— ≈ ————
Marin Sorescu (1936-1996). Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ζωγράφος. Σπούδασε Ρουμανική και Ρωσική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου. Η στάση του απέναντι στον ολοένα αυξανόμενο παραλογισμό του καθεστώτος του Τσαουσέσκου εκφράζεται με την ειρωνεία της γραφής του. Μετά την πτώση του Τσαουσέσκου διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να ενταχθεί ποτέ σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1957 σε λογοτεχνικά περιοδικά και το 1964 εξέδωσε τη συλλογή παρωδιών Singur printer poeţi (Μόνος ανάμεσα στους ποιητές). Το χιούμορ, η ειρωνεία, ακόμη και ο κυνισμός αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του έργου του, τόσο του ποιητικού (κυρίως των πρώτων συλλογών: Poeme. Versuri. Parodii (Ποιήματα. Στίχοι. Παρωδίες) (1965), Moartea ceasului (Ο θάνατος του ρολογιού) (1966), Poeme (Ποιήματα) (1967), Tinerețea lui Don Quijote (Η νεότητα του Δον Κιχώτη) (1968)] όσο και του θεατρικού (από το έργο Iona (Ιωνάς) (1968) που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, στα ίχνη του θεάτρου του Παραλόγου). Ο εγκλωβισμός, η μάταιη και τελικά αναπόδραστη φυγή από την πορεία του χρόνου, η υλική απόδοση των αφηρημένων, η γένεση και η καταστροφή αποτελούν βασικά θεματικά του μοτίβα. Είναι ο γνωστότερος ίσως ρουμάνος ποιητής και έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το λογοτεχνικό έργο του είναι εκτενέστατο και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες, μεταξύ αυτών και στα ελληνικά, κυρίως από τον Μενέλαο Λουντέμη, αλλά και από τον Κώστα Ασημακόπουλο και τον Ανδρέα Ράδο. [Περισσότερα για το τον Μ. Σορέσκου εδώ]
ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ
Δεν πήρε είδηση όταν έχασε
το πρώτο γράμμα
συνέχισε να μιλά
προσπερνώντας διακριτικά
λέξεις
που το περιείχαν.
Έχασε ένα δεύτερο μετά
ο ήλιος, η σελήνη
παραλείπονταν.
Κι ένα ακόμη
―μου φαίνεται το Α―
αγάπη και χαρά
άρχισαν να μην αναγνωρίζονται.
Το τελευταίο γράμμα
κόλλησε σε μια συλλαβή
σα δόντι χαλασμένο.
Τώρα βλέπει, ακούει
μα δεν έχει λόγια για τη ζωή,
κατεξοχήν σχηματισμένη
απ’ όσα γράμματα έχασε.
ΣΑΙΞΠΗΡ
Ο Σαίξπηρ εποίησε τον κόσμο σε εφτά μέρες.
Την πρώτη μέρα έπλασε τον ουρανό, τη γη και της ψυχής τα βάραθρα.
Τη δεύτερη ποτάμια, θάλασσες, ωκεανούς και τ’ άλλα συναισθήματα.
Και τα ’δωσε στον Άμλετ, στον Ιούλιο Καίσαρα,
στην Κλεοπάτρα, στον Αντώνιο και στην Οφηλία,
στον Οθέλλο και σε άλλους,
στην καρδιά τους τα ρίζωσε και στην καρδιά των απογόνων
εις τους αιώνας των αιώνων.
Την τρίτη μάζεψε όλους τους ανθρώπους
τις γεύσεις να τους μάθει:
την ευτυχία να γεύονται, τον έρωτα και την απελπισία,
τη ζήλια και τη δόξα και τα λοιπά και τα λοιπά
μέχρι που τελείωσαν του ονείρου τα υλικά.
Τότε φανήκανε μερικοί αργοπορημένοι
ο Δημιουργός τους χάιδεψε με οίκτο το κεφάλι
και είπεν αυτοίς πως το μόνο που μένει
είναι να γίνουν κριτικοί
ν’ αμφισβητούν το έργο του πάλι και πάλι.
Την τέταρτη και την πέμπτη μέρα
τις αφιέρωσε στο γέλιο.
Άφησε τους γελωτοποιούς
τούμπες ν’ αραδιάζουν,
τους αυτοκράτορες, τους βασιλείς
και ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάζουν.
Την έκτη μέρα έλυσε της εξουσίας τ’ αγκάθι:
έριξε κεραυνό
κι έμαθε στον Βασιλιά Ληρ
πώς να φοράει στέμμα από άχυρο.
Κι αφού είχε λίγα σκύβαλα, κι έπειτα φινίτο,
έφτιαξε το Ριχάρδο τον Τρίτο.
Την έβδομη κοίταξε αν είχε κι άλλο να τελειώνει
μα οι αφίσες είχαν ήδη κολληθεί από το θεατρώνη
και τότε ο Σαίξπηρ σκέφτηκε πως μετά από τόση κτίση
του άξιζε μια παράσταση να παρακολουθήσει.
Αλλά πρώτα, επειδή είχε πια αποκάμει
κάθισε, για λίγο να πεθάνει.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Εμείς, που είμαστε τρομερά μεγάλοι,
που δεν πέσαμε ποτέ στον πάγο
ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πολέμους
ή αν κατά λάθος κάποτε γλιστρήσαμε
και σπάσαμε ένα χρόνο,
από τα πιο γερά, σημαντικά μας χρόνια
ένα από γύψο…
Ω, εμείς, οι τρομερά μεγάλοι,
νιώθουμε πότε πότε
ότι μας λείπουν τα παιχνίδια.
Έχουμε ό,τι ποθούμε
αλλά μας λείπουν τα παιχνίδια.
Μας λείπει η αισιοδοξία που κάνει
την πάνινη καρδιά της κούκλας να χτυπά
και τα καράβια μας
με τρεις σειρές κουπιά
να πάνε πρίμα στο νερό
και στη στεριά.
Αχ, να ιππεύαμε ένα ξύλινο αλογάκι!
Και το άλογο να χλιμιντρίσει μια στιγμή μ’ όλο του το ξύλο
κι εμείς να του λέμε: πήγαινέ μας κάπου,
δεν έχει σημασία πού
γιατί οπουδήποτε μες στη ζωή
θα κάνουμε
σπουδαία κατορθώματα.
Ω, πώς μας λείπουν τα παιχνίδια!
Μα δεν μπορούμε να ’μαστε γι’ αυτό θλιμμένοι
και να πλαντάζουμε στο κλάμα,
γαντζωμένοι στο πόδι της καρέκλας,
επειδή είμαστε πια πολύ μεγάλοι
και δεν υπάρχει πιο μεγάλος από μας κανείς
να μας παρηγορήσει.
ΔΗΛΗΤΗΡΙΑ
Χορτάρι, όρη, νερά κι ο ουρανός
ρέουν στο αίμα μου
και περιμένω
να δράσουν.
Νιώθω να γίνομαι πράσινος
από τη χλόη.
Να γεμίζω γκρεμούς
κι ομίχλη
απ’ τα βουνά.
Τα πόδια μου στον δρόμο πέτρες
να στρογγυλεύουν
κι αποζητώ τη θάλασσα
λόγω του ύδατος.
Και νιώθω να γίνομαι
σαν βαθύ μπλε, σαν άπειρο,
μ’ αστέρια στα μάτια
και στ’ ακροδάχτυλα.
ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Νιώθω κάτι θανατερό, γιατρέ,
να, εδώ, στο σημείο του είναι μου
όλα μου τα όργανα πονούν
τη μέρα μού πονά ο ήλιος
τη νύχτα μού πονούν τ’ άστρα και το φεγγάρι.
Νιώθω σουβλιές στο σύννεφο από τον ουρανό,
αυτόν που πριν δεν είχα καν προσέξει
και ξυπνώ κάθε πρωί
με μια αίσθηση χειμωνιάς.
Ανώφελα τα φάρμακα που πήρα
μίσησα κι αγάπησα κι έμαθα να διαβάζω
και διάβασα βιβλία αρκετά
μ’ ανθρώπους μίλησα και φιλοσόφησα
κι έγινα όμορφος και γνωστικός.
Ανάρρωση καμιά δεν είδα απ’ αυτά, γιατρέ μου,
μου φάγανε τα χρόνια μου.
Θαρρώ πως άρχισα ν’ αρρωσταίνω έως θανάτου
από τη μέρα
που γεννήθηκα.
ΚΛΙΜΑΞ
Ιστός αράχνης κρέμεται
απ’ το ταβάνι
πάνω ακριβώς απ’ το κρεβάτι μου.
Κοιτάζω κάθε μέρα
πώς χαμηλώνει
και λέω μου στέλνει
σκάλα για τον ουρανό,
για μένα πέφτει απ’ τα ψηλά.
Αν κι έχω χάσει πολύ βάρος,
φάσμα είμαι πια του πρώην εαυτού μου,
νομίζω πως το σώμα μου
ακόμα είναι βαρύ
γι’ αυτή τη ντελικάτη σκάλα.
Εμπρός, ψυχή μου, ανέβαινε
σκαλί, σκαλί!
ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Έτσι όπως βάδιζα
μπροστά μου ξαφνικά
ανοίχτηκαν δυο δρόμοι:
ένας στα δεξιά
άλλος στ’ αριστερά
σε πλήρη συμμετρία.
Στάθηκα,
μισόκλεισα τα μάτια
έσφιξα τα χείλη
ξερόβηξα
και πήρα αυτόν στα δεξιά
(εκείνον που δεν έπρεπε,
όπως αργότερα αποδείχθηκε).
Έτσι όπως βάδιζα μπήκα σ’ αυτόν
—ας μην επεκταθώ σε λεπτομέρειες.
Κι αμέσως έπειτα μπροστά μου
άνοιξαν δυο γκρεμοί.
Ένας στα δεξιά
άλλος στ’ αριστερά.
Ρίχτηκα στον αριστερό
στο άψε σβήσε, αφέθηκα στην πτώση,
σωριάστηκα στ’ αριστερά
κι, αλίμονο, δεν έπεσα στα πούπουλα.
Έρποντας έφυγα μακριά.
Σύρθηκα, κάπως σύρθηκα,
και ξαφνικά μπροστά μου
δυο δρόμοι ανοίχτηκαν πλατιά.
«Τώρα θα δεις!», είπα στον εαυτό μου
και πήρα αυτόν στ’ αριστερά
με μίσος.
Σφάλμα, μεγάλο σφάλμα, αυτός στα δεξιά
ήταν η οδός η αληθινή, ο μέγας δρόμος δηλαδή.
Στο πρώτο σταυροδρόμι
δόθηκα ολόψυχα
σ’ αυτόν στα δεξιά. Όμως απλώς
τον άλλο έπρεπε, τον άλλο…
Τώρα το δισάκι μου έχει αδειάσει
και το ραβδί μου γέρασε
δεν βγάζει πια κλαδιά
να κάτσω στη σκιά τους
όταν με πιάνει απελπισία.
Το πόδια μου συνθλίβονται στις πέτρες
μουγκρίσματα και ουρλιαχτά μού ’ρχονται κατά πρόσωπο
γιατί τα πήρα όλα λάθος …
Κι εδώ μπροστά μου πάλι χάσκουνε
δυο ουρανοί:
ένας στα δεξιά
στ’ αριστερά ο άλλος.
ΠΙΝΑΚΕΣ
Όλου του κόσμου τα μουσεία με φοβούνται,
γιατί όποτε τη μέρα μου ολόκληρη ξοδεύω
μπροστά από κάποιο πίνακα,
την άλλη μέρα ανακοινώνουν
την εξαφάνιση του πίνακα.
Να κλέβω με τσακώνουν κάθε νύχτα
σ’ άλλο μέρος του κόσμου
μα δε μου καίγεται καρφί
για τις σφαίρες που σφυρίζουν στ’ αυτιά μου
και για των μπάτσων τα σκυλιά που ξέρω πια
απ’ την οσμή τα χνάρια τους
καλύτερα από όσο ο εραστής
ξέρει τη μυρωδιά της ερωμένης.
Μιλάω μεγαλόφωνα με τους καμβάδες
που είν’ επικίνδυνοι για τη ζωή μου
στα δέντρα και στα νέφη τούς κρεμάω
κι απομακρύνομαι για να τους ατενίζω
πανοραμικά.
Με τους μεγάλους Ιταλούς εύκολα κουβεντιάζεις.
Τι θόρυβος χρωμάτων!
Και λόγω αυτού
ταχύτατα με πιάνουν,
ακούγομαι και φαίνομαι από μακριά
σαν να κρατώ στα χέρια παπαγάλους.
Πιο δύσκολος στο κλέψιμο είναι ο Ρέμπραντ:
το χέρι απλώνει και φέρνει σκοτεινιά—
σε πιάνει τρόμος, οι άνδρες του δεν έχουν σώμα
μόνο μάτια κλειστά σε ζοφερά κελάρια.
Τα έργα του Βαν Γκογκ είναι τρελά
στριφογυρνούν κι αναποδογυρίζουν
και πρέπει να τα σφίγγεις δυνατά
και με τα δυο σου χέρια
διότι τα ρουφά
η έλξη της σελήνης
Τον λόγο δεν ξέρω που με τον Μπρέγκελ κλαίω
δεν είναι μεγαλύτερός μου,
μα λέγεται Πρεσβύτερος
γιατί ήξερε τα πάντα πριν πεθάνει.
Κι εγώ να διδαχθώ απ’ αυτόν πασχίζω,
όμως τα δάκρυά μου δεν μπορώ να συγκρατήσω
και τρέχουν στις χρυσές κορνίζες
έτσι όπως τρέχω με τιςΕποχές του παραμάσχαλα.
Όπως σας είπα, κάθε νύχτα
κλέβω έναν πίνακα
μ’ άφταστη δεξιοτεχνία.
Μα όντας μακρύς ο δρόμος,
με συλλαμβάνουν τελικά
και φτάνω αργά στο σπίτι μου τη νύχτα,
κατάκοπος κι απ’ τα σκυλιά γδαρμένος
κρατώντας μια φτηνή απομίμηση στο χέρι.