Χάρτης 28 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-28/afierwma/o-syndhmioyrgos-anafores-ston-metafrasth-hlia-lagio
Η μεταφραστική δραστηριότητα του Ηλία Λάγιου είναι αρκετά μετρημένη, έστω βάσει των δημοσιευμένων αποτελεσμάτων της (οι άγραφες, εσωτερικές μεταφράσεις στη ζωή των ποιητών πάντοτε είναι περισσότερες)· δείχνουν να αποσκοπούν, όμως, οι προσπάθειες αυτές παράλληλα με τον δικό του στίχο ακριβώς στην αποτύπωση της σημασίας του διαλόγου ανάμεσα στους ποιητές: των (συν)δημιουργικών στιγμών της μεταφραστικής πράξης ως κίνησης ενσωμάτωσης και συνέχειας των φωνών τους, πέραν της απαραίτητης έκλυσης αναγνωστικής ενέργειας. Κλείνοντας μια συζήτηση του «Σεφέρη ως μεταφραστή της αγγλικής ποίησης», ο Νάσος Βαγενάς αναφέρεται ακριβώς στους παραγωγικούς τρόπους όπου ποίηση και μετάφραση ανακαλύπτουν η μία την άλλη:
Πολλοί πιστεύουν πως η ποίησή του δεν θα ήταν ακριβώς αυτή που έχουμε σήμερα, αν ο Σεφέρης δεν τύχαινε να διαβάσει τον Έλιοτ. Θα ήταν ίσως ακριβέστερο να λέγαμε πως η ποίησή του δεν θα ήταν η ίδια, αν ο Σεφέρης δεν είχε μεταφράσει τον Έλιοτ. Γιατί αισθάνεται κανείς πως ήταν μέσα από τη διαδικασία της μετάφρασης που ο Σεφέρης ανακάλυψε το βάθος της συγγένειάς του με τον Άγγλο ποιητή. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι λανθασμένη η άποψη ότι το Μυθιστόρημα, που γράφτηκε πριν από τη μετάφραση, είναι το ελληνικό αντίστοιχο της Έρημης Χώρας. Το ελληνικό αντίστοιχο της Έρημης Χώρας, παρά τον διαφορετικό τόνο των τελευταίων του στίχων, είναι η «Κίχλη», με την οποία ο Σεφέρης φτάνει στην πλήρη του ωριμότητα. Εκεί οι ρυθμοί του Έλιοτ, που είναι και ρυθμοί του Σεφέρη, θ’ ακουστούν πιο καθαρά απ’ ό,τι στη μετάφραση της Έρημης Χώρας. Γιατί στην «Κίχλη» ο Σεφέρης μιλάει με τη δική του φωνή – μιλάει με όλη του την προσωπικότητα – και δεν κατέχεται από μεταφραστικά διλήμματα. (Ποίηση και Μετάφραση, Κίχλη 1989, σ. 99.)
Με τη δική του Έρημη Γη (Εκδόσεις Ερατώ, 1996· γραμμένο πέραν της μιας δεκαετίας νωρίτερα), ο Λάγιος αναγνωρίζει όχι μόνο τέτοιες συνδέσεις, δοκιμιακά εκφρασμένες παραπάνω, αλλά και κάποιο παλαιότερο κείμενο του Βαγενά γραμμένο υπό την επίδραση του Μπόρχες, το πρώτο από τα τρία που αποτελούν τη Συντεχνία (Εκδόσεις Κέδρος, 1976· Στιγμή, 1987). Στο «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι Ελληνικές Μεταφράσεις της Έρημης Χώρας» (σσ. 13-35) ένας αυτοδίδακτος μεταφραστής, μυθοπλαστικός παράλληλος του Πιέρ Μενάρ προχωρά σε μια νέα μορφή του αγγλικού ποιήματος που γράφτηκε το 1922, όμως είναι «αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα»:
Θα έπρεπε να καταπιαστεί με την Έρημη Χώρα σαν να βρισκόταν στο 1922, τη στιγμή της πρώτης γραφής της ή να περιλάβει και την παγκόσμια εμπειρία που μεσολάβησε στο μεταξύ; Δε χρειάστηκε να διστάσει και πολύ πριν απορρίψει την πρώτη λύση. «Πώς θα μπορούσα να αγνοήσω», γράφει, «τα γεγονότα που δημιούργησαν την ιστορία της εποχής μας; Την κρίση του 1929, τις δίκες της Μόσχας, την 4η Αυγούστου, την κατάληψη της Πολωνίας, το Άουσβιτς, την ατομική βόμβα, τον εμφύλιο πόλεμο, τον Ψυχρό πόλεμο, τον πόλεμο του Βιετνάμ και, τέλος, την ίδια την Έρημη Χώρα που στην Ελλάδα μόνο κυκλοφόρησε σε τρεις μεταφράσεις από τις οποίες η μία σε τέσσερις εκδόσεις; Χρέος του ποιητή της εποχής μας είναι να ξεφύγει από τον παράλογο κόσμο της Έρημης Χώρας. Κι αυτό μόνο μέσα από τη σύγχρονη οδύνη θα μπορέσει να το κατορθώσει». (Η Συντεχνία, Στιγμή 1987, σσ. 29-30.)
–αποκαλύπτοντας και πάλι, οι αντιφάσεις και παραλογισμοί αυτού του σχεδίου, κάποιες παραδοξότητες πραγματικές στη λογοτεχνική μετάφραση. (Και όχι τυχαία, εντός της γραφής που υποδύεται το δοκίμιο· όντας, με τον τρόπο του Αργεντίνου, ένα πυκνό, μεταιχμιακό κείμενο «λογοτεχνικής φαντασίας».)
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Λάγιος κατασκευάζει ο ίδιος έναν ελληνικό Έλιοτ. Εδώ επαναλαμβάνονται η δομή και τα μεγέθη του The Waste Land και συναντάμε την παραφθορά τίτλων ενοτήτων του ποιήματος, «ιδιοσυγκρασιακές» μετατροπές από ένα πρωτότυπο που ολοένα θολώνει, λαϊκοτροπεί, εκφέρεται ξανά μέσα από βιώματα και εμπειρίες άλλης συλλογικής συνείδησης και ιστορικού χρόνου που συνεχώς διακλαδώνεται, τόσο διακειμενικά όσο και υπερκειμενικά[1]. Η επανεγγραφή του Λάγιου σχολιάζει τη Συντεχνία και, εμπνεόμενη από εκείνη, θα αποτελέσει μελλοντικό μέρος της. Αυτή η, υπαρκτή πια, Έρημη Γη τοποθετείται ανάμεσα στο εισαγωγικό κείμενο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη («H.Κ.Λ.: Εγγραφές σε ένα Μαγνητόφωνο (1995)» σσ. 9-17) και στην αναδημοσίευση του «Πάτροκλου Γιατρά» από το βιβλίο του Βαγενά (σσ. 55-72). Από το υβριδικό, νέο ποίημα και τη σύνθετη τυπολογική εικόνα του βιβλίου αυτού εκλείπουν ασφαλώς οι κανονικότητες που θα μας έκαναν να μιλήσουμε, οριακά έστω, για μετάφραση –εδώ την μετέρχεται σε αρκετά σημεία ο Λάγιος ως συνειδητή μέθοδο προς μία επανασχεδίαση διαλόγων, συσχετισμών ανάμεσα σε λογοτεχνίες και ποιητές· για να πυκνώσει τους τρόπους με τους οποίους ένας δημιουργός μπορεί να (επαν)εκφράσει τραυματικές καμπές μιας κοινής Ιστορίας, ταυτόχρονα εντοπίζοντας αναγκαίους μεταφραστικούς τόπους στην παραγωγή λογοτεχνίας.
Αλλά και όταν συναντούμε «κανονική» τη μετάφραση, αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο που προκαλούν νέες αναγνωρίσεις: το 1983, ο Richard Berengarten (τότε γνωστός ακόμη ως Richard Burns), γράφει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο Black Light: Poems in Memory of George Seferis[2]. Ο ξένος ποιητής έχει ήδη ζήσει ένα διάστημα στην Ελλάδα (τον βρίσκουν εδώ οι πρώτες μέρες της δικτατορίας[3]), όμως η επαφή με το Σεφερικό έργο γίνεται αρχικά μέσω των αγγλικών μεταφράσεων από τους Κeeley και Sherrard. Σε αυτά τα νέα ποιήματα «εις μνήμην» προμετωπίδα είναι μια από τις πλέον γνωστές ημερολογιακές εγγραφές του Σεφέρη, αυτή της 17ης Ιουνίου του 1946 (αλλά και χωρίο του C.M. Bowra από τo The
Greek Experience, 1957), για να ακολουθήσει η χρήση επιγραφών κυρίως από το τελευταίο μέρος της «Κίχλης», που γράφτηκε τον Οκτώβριο το ίδιου έτους: τα σημεία ακριβώς όπου συναντάμε ξανά την αίσθηση πως «…πίσω από το γκρίζο και το χρυσό υφάδι του αττικού καλοκαιριού υπάρχει ένα τρομαχτικό μαύρο· πως όλοι μας είμαστε παιχνίδια αυτού του μαύρου». Συνδέουν τα 12 ποιήματα, ο τόνος, ο τόπος και το θέμα, διότι ως μορφές διαφέρουν αρκετά – από την παραδοσιακή βιλανέλα και τη χρήση αυστηρών μετρικών σχημάτων έως και ποιήματα πεζόμορφα, κοινωνούμε ως αναγνώστες τις διαρκείς επαναλήψεις αυτού του φωτός, μέσα σε μια ελληνική εμπειρία η οποία συναντά εκείνη του Berengarten, στην Αθήνα, στο Πήλιο και αλλού. Ιδίως τα ‘Neolithic’, ‘Song for Petro’, ‘Volta’, ‘Cicadas’, εμποτίζονται με μεταγραφές, αποδόσεις ιδιωματικών εκφράσεων, οικειοποιούνται και μετασχηματίζουν γλωσσικούς και ποιητικούς ρυθμούς. Ενώνεται έτσι ο Σεφέρης με μια ύστερη, εξωτερική και αλλόγλωσση ματιά. Για τούτους τους λόγους μπορούμε να μιλήσουμε ίσως για την πιο διαρκή, εστιασμένη και διακειμενικά σύνθετη διαπραγμάτευση του έργου του Σεφέρη στην αγγλόφωνη ποίηση: ξεκινώντας από τους επανατοποθετημένους στίχους ως ανταποκρίσεις αναγνωστικού βιώματος-συγγραφικής πράξης και φτάνοντας μέχρι τις σημειώσεις τέλους όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε για το ρόλο που έπαιξε η ανάγνωση του τελευταίου κεφαλαίου της μελέτης για τον Σεφέρη[4]
του Νάσου Βαγενά, κατά τη συγγραφή της οποίας γνωρίστηκαν με τον Berengarten στο Καίμπριτζ.
Με αυτό το ποιητικό κείμενο είναι που συναντώνται πάλι ο Βαγενάς με τον Berengarten, μέσω του τρόπου του Σεφέρη, μαζί με τον Λάγιο αυτήν τη φορά: κοινές εκλεκτικές συγγένειες ακουμπούν στη μεταφραστική πράξη, πολλαπλασιάζουν μέσω κατόπτρων μιας δίγλωσσης έκδοσης (Μαύρο Φως, Τυπωθήτω 2005) τα σημεία της ποιητικής δημιουργίας όπου οι φωνές μοιάζουν να τροχίζουν η μία την άλλη. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Λάγιου, ο Βαγενάς ιστορεί σε κείμενό του με τίτλο «Το Μαύρο Φως των Ποιητών» τους διαλόγους με τον έτερο μεταφραστή των ποιημάτων του Berengarten, καθιστώντας μας παρόντες σε στιγμές ταυτίσεων, αναγνωρίσεων, κοινής συνείδησης:
Ο Λάγιος μου είπε ότι το βιβλίο του άρεσε πολύ, γιατί έβλεπε σ’ αυτό τη δική του αίσθηση για το «ενήλιο σκότος» (όπως μετέγραφε το «Αγγελικό και μαύρο, φως») […] Λέγαμε ότι όπως ο Σεφέρης μπόρεσε να νιώσει τόσο καλά το ελληνικό φως επειδή έζησε πολύν καιρό έξω από την Ελλάδα, έτσι και ο [Berengarten] μπόρεσε να αισθανθεί τόσο καλά τους στίχους του Σεφέρη επειδή έζησε αρκετόν καιρό στην Ελλάδα, τόσον καιρό ώστε να είναι σε θέση να διακρίνει μέσα στην «αγγελική» λάμψη του ουρανού της το «τρομαχτικό μαύρο». (Ν. Βαγενάς, «Το Μαύρο Φως των Ποιητών», Νεα Εστία, τχ. 1815, Οκτώβριος 2008, σ. 603.)
Ο Βαγενάς εξηγεί πως, παρόλο που αναφέρει στον Λάγιο πως έχει αρχίζει να μεταφράζει τα ποιήματα, ο Λάγιος τώρα επιμένει ότι έπρεπε εκείνος να το μεταφράσει «γιατί η μετάφραση αυτή θα τον επανέφερε στον πραγματικό ποιητικό εαυτό του» (Ν. Βαγενάς, ό.π., σ. 604). Αφού κανείς δεν μπορεί να πείσει τον άλλο να παραιτηθεί από την ίδια επιθυμία, αποφασίζουν τελικά να μεταφράσει ο Λάγιος επτά και ο Βαγενάς έξι ποιήματα «ο καθένας με τον δικό του τρόπο», παρότι αυτό φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την προϋπόθεση εκφραστικής ενότητας ενός ποιητικού βιβλίου. Διαφαίνεται όμως μια λογική καθώς «[ή]δη το πρωτότυπο βιβλίο που θα μεταφράζαμε ήταν το αποτέλεσμα μιας ανάλογης πρωτοβουλίας […] μια «μετάφραση» εκείνων των ποιημάτων και στίχων που εξέφραζαν εναργέστερα την αίσθηση του Σεφέρη από το ελληνικό φως» (ό.π., σ. 605), η οποία καταλήγει στην προσδοκία πως τον πειραματικό χαρακτήρα του εγχειρήματος νομιμοποιεί η σχέση και των δύο με την ποίηση του Σεφέρη. «Δεν είναι απλή σύμπτωση», γράφει τέλος ο Βαγενάς, «το ότι ο ποιητής που ξεκίνησε την πορεία του ξαναγράφοντας με όρους ελληνικούς ένα ποίημα που έφερε τον τίτλο Η Έρημη Χώρα θα τελείωνε το έργο του μεταφέροντας στη γλώσσα μας στίχους από ένα βιβλίο που ονομάζεται Μαύρο φως» (ό.π., σ. 606.).
Οι εξηγήσεις που δίνονται για αυτή τη «μοιρασμένη» μετάφραση την εντάσσουν ανάμεσα στις ιδιαίτερες (συμ)πράξεις που χαρακτηρίζουν το έργο του Λάγιου ως επίμονου συνδημιουργού. Η ικανότητα με την οποία μεταφράζει εδώ (δίχως αχρείαστες αποστάσεις από τα πρωτότυπα, με ευρηματικότητα σε μέτρο/ρυθμό –αλλά και λεξιλογικά, εκεί όπου αρμόζουν στοιχεία της δικής μας παράδοσης) φωτίζει ταυτόχρονα το παράδοξο ενός διαρκούς συντονισμού, μιας αντιφατικής επαναφοράς στον «πραγματικό ποιητικό εαυτό» μέσα από τους καθρέφτες της μετάφρασης. Στο τέλος του ποιήματος ‘Volta’ το πρωτότυπο –τα αγγλικά δηλαδή του Berengarten που ήδη συνομιλούν με τον Σεφέρη– και η μετάφρασή τους από τον Λάγιο έχουν ως εξής (σ. 24 και 25):
Darling evening, light thousands of years old,
clear throated singer, lovely as this woman,
how can I not adore the grace you cast
this city and its people in, a mould
that sculptures all it touches, the whole world?
I have become your slave, if not your citizen.
And, thirsting to drink you wholly, I would fill
every pore with your radiance, her freedom.
Αγαπημένη εσπέρα, φως χιλιάδες χρόνια παλαιό,
μελίφωνη τραγουδίστρια, καθώς αυτή η γυναίκα ελκυστική,
πως μπορώ να μην λατρεύω τη γοητεία με την οποία χυτεύεις
αυτήν την πολιτεία και τους κατοίκους της, ένα καλούπι
που σ’ άγαλμα φιλοτεχνεί ό,τι αγγίζει, τον κόσμον όλο;
Έχω γενεί ο σκλάβος σου, εάν και εφ’ όσον όχι ο πολίτης σου.
Και, διψασμένος να σε πιώ εξ ολοκλήρου, θα’ θελα να κορέσω
τον κάθε πόρο με την ακτινοβολία σου, την ελευθερία της.
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες γεννήσεις που ακολουθούν αυτή την βόλτα στο παραλιακό μέτωπο του Βόλου: η ελληνική (αντ)απόδοση του Λάγιου, αυτή η επιστροφή στη γλώσσα όπου υπήρξε το βίωμα πριν το ποίημα, δίνει το έναυσμα στον Beregarten να αναπτύξει την ιδέα της μετάφρασης και επανάγνωσής της, ως ένα διαρκές ταξίδι που τροφοδοτείται από το θέμα του πρωτοτύπου. Με τη βοήθεια μεταφραστών από όλο τον κόσμο προκύπτει έτσι το 2009 μια πειραματική παρουσίαση σε ειδικό τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού International Literary Quarterly, που μέχρι σήμερα έχει φτάσει περισσότερες από 90 γλώσσες/μεταφράσεις[5]. Αγγίζουμε, μέσω του The Volta Project, ένα μαύρο φως «παγκοσμιοποιημένο», διαφορετικό και κοινό ταυτόχρονα – αναγνωρίζοντας τα σημεία που ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος, τις παράλληλες επιλύσεις προβλημάτων ενός τόσο φορτισμένου, διακειμενικά, πρωτοτύπου καθώς αυτό κατευθύνεται σε απόμακρα πολιτισμικά πλαίσια (όπως Μογγολία, Νορβηγία, Νιγηρία), τις επιστρωματώσεις που παράγονται από το άθροισμα της δράσης και συνύπαρξης μεταφραστών, τις νοηματικές επεκτάσεις και παραλλαγές που προκύπτουν από τις συνεχώς διαφορετικές συνδηλώσεις· από τα τόσα ασύμπτωτα γλωσσών και εμπειριών.
Το μεταφραστικό έργο του Ηλία Λάγιου σταμάτησε, και αυτό, δέκα χρόνια πριν· δεν είναι τυχαίο, όμως, πως ο συνειδητός σχεδιασμός του, με αποτελέσματα που πάντα λειτουργούσαν σε επίπεδο ποιητικού βιβλίου, παραδείγματος, οδήγησαν σε παρόμοιες ιδέες. Σε επόμενα ποιήματα, καθώς είναι ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ενέργεια, οι εντάσεις, η σύλληψη και συγκίνηση που συχνότερα συναντάμε σε ένα πρωτότυπο. Πέρα από την πρισματική επαναδιαπραγμάτευση της «Βόλτας» που αναφέρθηκε πριν, ο Berengarten θα αφιερώσει στον Λάγιο ένα από τα σονέτα (‘Radiance, palpable’) του πρόσφατου Notness (Εκδόσεις Shearsman, 2015, σ. 7). Σε συνεχιζόμενη συνδημιουργία ανήκει και η ελληνική μετάφραση του ποιήματος από τον Δημήτρη Κοσμόπουλο («Λάμψη ψηλαφητή», σε προηγούμενο τεύχος της Νέας Ευθύνης). Είναι, όμως, το πρωτότυπο, που αρχίζει και τελειώνει με τη λέξη που συναντάμε επίσης στον τελευταίο στίχο του ‘Volta’ το οποίο, αντί επιλόγου, αντιγράφουμε εδώ:
Radiance, palpable
Time is a chance we cannot choose but take.
Outside it, from this world at least, the odds
are nought to zero. Push our luck and break
rank from all other runners, not being gods?
If we’d been brought to life through play or mime
into some scarcely recognizable vast
non-time, un-time, anterior to time,
in which the very pkastness of the past
had turned (or has, or even will have turned)
into radiance, palpable – to a glory
so overspilling presence that the burned
disintegrating day-ends of our story
dissolved – then, might we really take our chance
to be, outside of being, in that radiance?