Χάρτης 28 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-28/biblia/phres-poly-sta-sobara-thn-plaka-ths-zwhs
«ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ρητά
η φωτογράφηση
ο δανεισμός
η σάρωση
η φωτοτύπηση
και προπαντός η ανάγνωση
Ο ΚΑΠΝΟΣ επιβάλλεται
να αιωρείται στην αίθουσα
δεν σε αφήνει να δεις
ποιος τον στίχο υπογράφει
δικός σου
σ’ τον χάρισε
κι ευθύς πρόστιμο
σου κόβει διπλό
και για κάπνισμα
και για λογοκλοπή»
γράφει η Αριστέα Παπαλεξάνδρου στη νέα ποιητική συλλογή της με τίτλο Νυχτερινή βιβλιοθήκη (Κέδρος, Αθήνα 2020, αρ. σελ. 72), αποδίδοντας την αγωνία της γραφής αλλά και της ύπαρξης, την αμφίδρομη σχέση της ποιήτριας με τον εαυτό της, με τον εσωτερικό και περιβάλλοντα κόσμο. Η Νυχτερινή βιβλιοθήκη, η έκτη συλλογή της ποιήτριας —έχουν προηγηθεί: Δύο όνειρα πριν, Μανδραγόρας 2000, Άλλοτε αλλού, Νεφέλη 2004, Ωδικά πτηνά, Τυπωθήτω 2008, Υπογείως, Τυπωθήτω 2012 και Μας προσπερνά, Κέδρος 2015, η οποία απέσπασε το Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών— μας μεταφέρει στο εργαστήρι της, την ώρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και μας αποκαλύπτει τα υλικά από τα οποία είναι καμωμένη η τέχνη της. Ο έρωτας, ο θάνατος, το όνειρο, η αναζήτηση της ταυτότητας, η παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση του κόσμου, του εαυτού, του άνδρα, η περιπέτεια της γραφής είναι οι θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους οργανώνονται τα ποιήματα, συνθέτοντας την ατομική ποιητική γραμματική της Παπαλεξάνδρου.
Τα εικοσιέξι ποιήματα της συλλογής μοιράζονται σε τέσσερις ενότητες, Αίθουσα αναμονής, Νέα από την κανονικότητα, Σχεδόν ξεχασμένες Μαρίες, Το Φιρικόντιο και διακρίνονται για την οξυμένη αίσθηση της ποιητικής ευθύνης, την αυστηρή αυτοκριτική, αλλά και την αχλή της μοναξιάς της δημιουργού. Λόγος λιτός, αφαιρετικός και ταυτόχρονα αιχμηρός συνθέτει τα ποιήματα Φιρικόντιο της Παπαλεξάνδρου, παιγνιώδης νεολογισμός που αναδεικνύει τη βάσανο της ποιητικής γραφής, τον φόβο του συμβιβασμού και την αδιάκοπη αμφισβήτηση της πολιτισμικής αξίας της ποίησης. Γράφει η ποιήτρια:
Και ανθολογήθηκες και
δεν
Υπέγραψες βιβλία σου
«Με εκτίμηση»
σε ανθρώπους που εκτίμησες και που
δεν
Έλαβες συγχαρητήρια
και «ίσως» και
«ναι μεν αλλά»
και κάνα δυο
αρνητήρια «Σιώπα»
Λυπήθηκες όσο να πεις
μα δεν πτοήθηκες
Συνέχισες να εκμεταλλεύεσαι
την σιωπή και
ξαναμίλησες
Έστειλες κι άλλες
σιωπές κι έλαβες κι άλλα «ίσως»
Ώσπου έγραψες κι εσύ ευχαριστήρια
Επαίνους που τους πίστεψες και που
δεν
Και τώρα λες δε νοιάζεσαι
εάν σε συμπεριλάβαν
Όμως εγώ σε ξέρω πια
δεν με γελάς
Κι είναι απ’ αυτό το ευφρόσυνο
χαμόγελο που σε
αναγνωρίζω
κάθε φορά που τους προσπέρασες
Που βρήκες πρώτο πρώτο
το όνομά σου
και με bold
στα σύντομα ευχετήρια
και στα περιεχόμενα
(«Υπεράνω ποιητών», σσ. 57-58.)
Η έσω και η έξω πραγματικότητα συνδέονται άρρηκτα στα ποιήματα της συλλογής στα οποία αν και δίνεται η εντύπωση της αυτοανάλυσης, ωστόσο, η ποιήτρια μετουσιώνει στην τέχνη της ανθρώπινα προβλήματα, σκέψεις και συναισθήματα, τον νου και την καρδιά του Ανθρώπου, της σύγχρονης γυναίκας, χωρίς ίχνος «επιθετικής επιδειξιομανίας», όπως ήδη από πολύ νωρίς ορθά και ενορατικά είχε επισημάνει για την ποίησή της η Λύντια Στεφάνου. Ο διάλογος της ποιήτριας με τη θεωρία του Sigmund Freud στο ποίημα με τίτλο «Σε ποιον ψυχαναλύθηκε ο Φρόυντ;» φέρνει στο προσκήνιο τον νόστο της ποιητικής ηρωίδας στον εαυτό και τη γυναικεία φύση, τον αγώνα για την επίλυση του γρίφου της ανηδονίας, την τελική συνειδητοποίηση
Πως αντιστάθηκα να δικαστώ
εφ’ όλης της Εύας
την ανήκεστον βλάβη
εφ’ όλης της ύλης
του πρότερου φθόνου.
(«Σε ποιον ψυχαναλύθηκε ο Φρόυντ;», ό.π., σ. 20)
Έντονα ενεργοποιημένος είναι ο ποιητικός στοχασμός στο θέμα της καταπίεσης της γυναίκας, της αιχμαλωσίας της στους κανόνες και τις επιταγές του κοινωνικού κατεστημένου στο ποίημα με τίτλο «Γι’ αυτήν τη δική μας τη Μαντώ» και υπότιτλο [Επιστολή ανεπίδοτη μισή στον ενικό]. Τα δύο motto του ποιήματος θέτουν το αφηγηματικό πλαίσιο, τον χωροχρόνο, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα ποιητικά δρώμενα. Η ανάμνηση της τραγικής ερωτικής ιστορίας της Μαντώς Μαυρογένους ωθούν την ποιητική ηρωίδα να ομολογήσει πως «τ’ άλλα τ’ ανθρώπινα / είναι που με πικραίνουν πιο πολύ. […] Που σε ξέγραψαν διαμιάς / μάνα, μνηστήρες κι αδελφή / που αθέτησε τον λόγο του / ο μέγας Υψηλάντης / που ’γραψες και ξανάγραψες / κι απάντηση δεν πήρες». («Γι’ αυτήν τη δική μας τη Μαντώ», ό.π., σ. 24).
Το αμετάκλητο γεγονός του θανάτου, η θλίψη που προκαλεί η απώλεια ενός αγαπημένου οικείου προσώπου βρίσκουν θαυμαστή έκφραση στα ποιήματα ελεγείες υπό τον γενικό τίτλο Σχεδόν ξεχασμένες Μαρίες. Η Παπαλεξάνδρου αφιερώνει το ποίημα με τίτλο «Memorandum ή το ασχημάτιστο… 210-7513…» στην ποιήτρια Μαρία Σερβάκη. Η νοσταλγία και η θλίψη στη φωνή της ποιητικής ηρωίδας αισθητοποιούνται μέσα από το β΄ ενικό πρόσωπο, την ατελέσφορη προσπάθεια επικοινωνίας, αφού «δεν νύχτωσε για τα καλά / για να σε πάρω / Δεν γλίστρησε απ’ το σώμα μου το φίδι της ζωής», τονίζοντας εμφατικά το κενό της απώλειας. Η ίδια συναισθηματική φόρτιση κυριαρχεί στους στίχους του ποιήματος με τίτλο «Στο Au Revoir για ένα τελευταίο», αφιερωμένο στη Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη, όπου το αδιέξοδο που προκαλεί σε ατομικό επίπεδο η υπαρξιακή αγωνία του θανάτου ενός ομότεχνου μεταφέρεται στο ευρύ κοινό ως λόγος δημοσιευμένος, ως άλλο τελετουργικό του θανάτου. Ο έλεγος έχει ως όχημα την αφηγηματικότητα του ποιήματος, που ενισχύεται από τον έμμεσο διάλογο με τον απόντα ποιητή, επιλογή που προσδίδει δραματική ένταση.
Η θλίψη στη φωνή του ποιητικού υποκειμένου κορυφώνεται σε δύο ποιήματα που είναι αφιερωμένα σε πρόσωπα οικεία, στον πατέρα και τη μητέρα, στα οποία πανταχού παρούσα είναι η αυτοβιογραφική μνήμη. Η προαίσθηση του θανάτου του αγαπημένου πατέρα επιβεβαιώνεται με τρόπο τραγικό στο ποίημα με τίτλο «Καταμεσήμερο στην Αποβάθρα 6», αφιερωμένο «Στον Αριστοτέλη / τον πατέρα μου»:
Ονειρευόμουν θάλασσα
ήρεμη ακτή το δειλινό
και βούτηξα σιγά σιγά
γυμνή για τον παράδεισο
Κι έγινε αγκάθια το νερό
κι ευθύς μάτωσε η θάλασσα
δικό μου
αίμα
Η σιωπή στο τέλος του ποιήματος κρύβει μέσα της σιωπηλούς λυγμούς, τον θρήνο της ποιητικής ηρωίδας για την αναπάντεχη και τόσο σημαντική απώλεια. Το α΄ ενικό πρόσωπο, η αφήγηση του ονείρου, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος προσδίδουν δραματικότητα στο ποίημα και συνιστούν αφηγηματικούς τρόπους με τους οποίους ενισχύεται η θεατρική διάσταση των ποιημάτων της Νυχτερινής βιβλιοθήκης. Στο ίδιο βουβό θρηνητικό κλίμα και το «Requiem», αφιερωμένο «Στη μάνα μου». Ο διάλογος με τη νεκρή μητέρα, η ανάγκη της ηρωίδας να επικοινωνεί με τους νεκρούς της, η αδυναμία της να τους εγκαταλείψει, αναδεικνύουν πένθος μελαγχολικό, αδιέξοδο, ατέρμονο, που αποκτά διαστάσεις ύπαρξης. Το σώμα της νεκρής «λίγων ωρών» να κείτεται στο μάρμαρο στο ποίημα με τίτλο «Βορειοδυτικά της Ακροπόλεως» συνιστά αδιάψευστη, απτή, υλική απόδειξη της εμπειρίας της απώλειας και της μοναχικότητας, της υποστασιοποίησης του θανάτου στον ποιητικό λόγο:
Νεκρή λίγων ωρών
απλωμένη στο μάρμαρο
Θα της τρυπήσουν το κρανίο
να μάθουν τις νεκρές της σκέψεις
να μάθουν και τις ζωντανές
Πριν λίγους μήνες στεκόταν βράχος
άνθρωπος στη θύελλα της
ιστορίας […]
(«Βορειοδυτικά της Ακροπόλεως», σ. 32)
Τα ποιήματα της Νυχτερινής βιβλιοθήκης της Αριστέας Παπαλεξάνδρου, οδοδείχτες της υπαρξιακής αγωνίας που προκαλείται από την απώλεια, τη γέννα της γραφής, τα όνειρα που φέρουν μέσα τους τις εντολές της πραγματικότητας, φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τη δόνηση της ύπαρξης, τη χαμένη μάχη με τον χρόνο, την επιθυμία και το όνειρο, το κουραστικό ταξίδι της γραφής, την ειρωνική και αυτοσαρκαστική συνειδητοποίηση πως τελικά
«Πήρες πολύ στα σοβαρά την πλάκα της ζωής».