Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/afierwma/peripeteia-kai-anagnwrish
Η περιήγηση στο ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Κυρτζάκη και η βαθύτερη γνωριμία και εξοικείωση με την τέχνη της, είναι μια διαδρομή γεμάτη περιπέτεια και γνώση. Τα δύο αυτά, που μόνο ως κέρδη μπορούν να λογισθούν, σύμφωνα άλλωστε και με την καβαφική ποιητική εμπειρία και διδαχή, προκύπτουν από τον ιδιαίτερο «τρόπο» της ποιήτριας, από την ποιητική της ιδιαιτερότητα και ιδιοπροσωπία που αποκαλύπτεται και εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο της ποιητικής, της τεχνοτροπίας δηλαδή της ποιήτριας, όσο και στο επίπεδο της εσωτερικής συγκρότησης του ποιήματος, του υπόβαθρου δηλαδή εκείνου πάνω στο οποίο θεμελιώνεται και οικοδομείται η ποίησή της. Περιπέτεια και γνώση, λοιπόν, συνιστούν τους δύο πόλους ή, καλύτερα, τους δύο άξονες που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς από τα οποία εκκινεί και στα οποία απολήγει η πρόθεση της ποιήτριας και η δημιουργική της αποτύπωση.
Καθεμιά από τις δύο αυτές παραμέτρους ή λειτουργίες, αντιστοιχεί σε μια διαφορετική πτυχή της ποιητικής δημιουργίας και υπακούει σε ξεχωριστή, κάθε φορά, στόχευση και ώθηση εσωτερική. Η συνύπαρξη, ωστόσο, και η σύζευξή τους αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της αυτοτέλειας, της αυθυπαρξίας, αλλά και της αποτελεσματικότητάς τους. Μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης και ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο περιπέτεια και γνώση λειτουργούν μέσα στο έργο της Κυρτζάκη θα μπορούσε, σχηματικά, να οδηγήσει στην εντύπωση ή την υπόθεση ότι η πρώτη αφορά και εφαρμόζεται στο σημαίνον του ποιήματος, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτό τεχνουργείται, ενώ η δεύτερη στο σημαινόμενο, στην πραγματολογική και νοηματική διάσταση των στίχων. Η αλληλοδιείσδυση, βεβαίως, και η αλληλεξάρτηση είναι αυτονόητη και, για αυτό ακριβώς, εξόχως λειτουργική και δραστική.
Η περιπέτεια, πιο συγκεκριμένα, όπως και η ετυμολογία της λέξης δηλώνει, που ανάγει την προέλευσή της στο αρχαιοελληνικό ρήμα «πίπτω», σηματοδοτεί και υποδηλώνει την παρουσία μιας κινητήριας δύναμης, μίας ενέργειας που καθοδηγεί και κατευθύνει την ανθρώπινη δράση και δημιουργία, αποκαλύπτοντας, μάλιστα, τον τρόπο με τον οποίο αυτή μορφοποιείται και εκδηλώνεται. Η γνώση, από την άλλη, που αναφέρεται και αντιστοιχεί στο σημαίνον, το περιεχόμενο δηλαδή του ποιήματος, και, ευρύτερα, στον προσανατολισμό της ποιητικής σκέψης της Κυρτζάκη – προσανατολισμό ιδεολογικό, υπαρξιακό, φιλοσοφικό – αποκαλύπτει την ουσία, την αφετηρία και τις κατευθυντήριες δυνάμεις της ποιητικής δημιουργίας. Ιδωμένη από αυτήν την άποψη, η γνώση συνίσταται και συνιστά το απόσταγμα της αναγνωστικής εμπειρίας και πράξης, όλο εκείνο το φορτίο των σκέψεων, των αισθημάτων, του προβληματισμού της ποιήτριας που συναποτελούν το ιδιαίτερο στίγμα της, την παρουσία και την παρέμβασή της στο ποιητικό τοπίο και, κατ’ επέκταση, στις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις του καιρού και του τόπου.
Η μετάβαση, βεβαίως, στη γνώση και η κατάκτησή της από την αναγνωστική συνείδηση προϋποθέτει μία πορεία που θα προεξοφλήσει ή, τουλάχιστον, θα διεκδικήσει τα παραπάνω. Στην περίπτωση της Κυρτζάκη, η πορεία αυτή φαίνεται πως, σε αρκετά ποιήματα, προδιαγράφεται και αποκτά τη χροιά και το χαρακτήρα της περιπέτειας, όπως αυτή διαμορφώθηκε, ως έννοια θεωρητική, αλλά και ως τεχνική, ήδη στην Ποιητική του Αριστοτέλη. Αυτό σημαίνει ότι η περιπέτεια, ως δημιουργική κίνηση και τάση που κινητοποιεί τη γραφίδα της ποιήτριας, είναι στενά συνυφασμένη με τόσο με το σημαίνον, όσο και με το σημαινόμενο, την ποιητική σκέψη και έκφραση, τον τρόπο με τον οποίο συντίθεται και στήνεται το ποίημα, έτσι ώστε να αποκαλύπτει, να αναδεικνύει και να υπηρετεί την προβληματική της ποιήτριας. Η γνώση έρχεται ως επιστέγασμα και απόρροια της περιπέτειας για να επικυρώσει ακριβώς την αποτελεσματικότητά της ως διαδικασίας και μεθόδου.
Στην ποίηση της Κυρτζάκη, εν προκειμένω, οι δύο αυτές εκφάνσεις ή πτυχές της ποιητικής δημιουργίας συνυπάρχουν και συλλειτουργούν με άκρα αρμονία, διαμορφώνοντας, έτσι, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποιητικό τοπίο στο οποίο προεξάρχει και κυριαρχεί, ως τρόπος, η περιπέτεια, προκειμένου να ανακαλυφθεί, να εξαχθεί και να οικειωθεί η γνώση και ο λόγος. Ενώ, όμως, η γνώση, νοούμενη ως κατάκτηση του σημασιολογικού φορτίου του ποιήματος, είναι, ως έννοια και μεθόδευση, σαφώς πολύ περισσότερο εύκολη στην κατανόηση και την προσπέλασή της, η έννοια της περιπέτειας εμφανίζει μεγαλύτερη δυσκολία και επιδέχεται περαιτέρω διερεύνησης, από τη στιγμή που προέρχεται από ένα περιβάλλον με διαφορετικά συμφραζόμενα καθώς σηματοδοτεί την διαδικασία και την πράξη της εισχώρησης στον κειμενικό κόσμο του ποιήματος, μία διαδικασία που, όπως φαίνεται, αποτελεί ειδοποιό στοιχείο της ποιητικής τέχνης της Κυρτζάκη.
Ο όρος περιπέτεια, σύμφωνα με την αριστοτελική Ποιητική, όπου για πρώτη φορά ερευνάται, αποδίδει την μεταβολή των όσων γίνονται μέσα στο δραματικό έργο στο ακριβώς αντίθετό τους. Πρόκειται δηλαδή για τη μετάβαση από μία συγκεκριμένη κατάσταση, που παρουσιάζεται ως πάγια και αδιατάρακτη, σε μία κατάσταση που προσδιορίζεται ως αντίθετη ή αντίστροφη της πρώτης. Η μετάβαση αυτή υποδηλώνει την ύπαρξη και τη λειτουργία μίας δυναμικής που ωθεί και μεταλλάσσει τα γεγονότα και, κατ’ επέκταση, τα πρόσωπα, τους χαρακτήρες. Βεβαίως, και με δεδομένο ότι η περιπέτεια, όπως την όρισε ο Αριστοτέλης, βρίσκει εφαρμογή στη δραματική τέχνη, και μάλιστα μιας άλλης εποχής, είναι αυτονόητο ότι στην περίπτωση της Κυρτζάκη ο όρος θα πρέπει να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα και ζητούμενα. Θα πρέπει, δηλαδή, να γίνει αντιληπτή και να ερμηνευθεί πάνω στη βάση ενός διαφορετικού περιεχομένου και μιας άλλης λειτουργίας. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι το πλαίσιο είναι διαφορετικό, νομιμοποιείται κανείς να υποθέσει και να υποστηρίξει ότι, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, η ποίηση της Κυρτζάκη προσεγγίζει, με κάποιον τρόπο, τη θεατρική τέχνη και τεχνική – εγγύτητα η οποία άλλωστε μπορεί να επικυρωθεί πάνω στη βάση της ενασχόλησης της ποιήτριας και με την τέχνη του θεάτρου – και να προϊδεάσει για τη χρήση ή την εκμετάλλευση θεατρικών μεθόδων και πρακτικών.
Στην περίπτωση της περιπέτειας εκείνο που μπορεί κανείς να εντοπίσει, ακόμα και με μια πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων της Κυρτζάκη, είναι ακριβώς η μεταβατική εκείνη πορεία από μία κατάσταση σε μιαν άλλη που, κατά βάση, αντιπαρατίθεται, αντιτίθεται και αντιπαλεύει την πρώτη. Πρόκειται ουσιαστικά για την ενεργό παρουσία και επέμβαση μιας δύναμης που καθοδηγεί τα γεγονότα και τα πρόσωπα από μία κατάσταση, συνήθως ευχάριστη ή προνομιακή, σε μία κατάσταση αποσύνθεσης και παρακμής. Θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει ότι η δύναμη αυτή είναι ο χρόνος, μια έννοια γνωστή και αγαπημένη στην ποίηση διαχρονικά. Πράγματι, σε αρκετά από τα ποιήματα της Κυρτζάκη, δημιουργείται η εντύπωση ότι ο χρόνος είναι η γενεσιουργός αιτία των αλλαγών, της μετακύλησης από μία κατάσταση αρτιότητας σε μία κατάσταση έλλειψης ή αναπηρίας. Η εντύπωση αυτή είναι, όμως, εν μέρει, παραπλανητική. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είναι ο χρόνος που σηκώνει το βάρος της ευθύνης για την πορεία προς την αποσύνθεση και τη φθορά, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος και οι πράξεις του. Ακόμα κι όταν η ποιήτρια γράφει Από το σημείο αυτό κι ύστερα/ τα γεγονότα ακολούθησαν το δρόμο τους/ Αρνήθηκα να τα παρακολουθήσω (Η γυναίκα με το κοπάδι), φαίνεται πως αποδέχεται την προδιαγεγραμμένη πορεία των γεγονότων, όπως αυτή έχει, εκ των προτέρων, χαραχθεί από τις επιλογές και τις αποφάσεις των ανθρώπων. Από αυτή την άποψη, η περιπέτεια είναι μία καθαρά ανθρώπινη υπόθεση, ως προς τα κίνητρα, τη στόχευση και την εξέλιξη. Κι όμως, σε άφησαν πίσω τα γεγονότα/ Σε λησμόνησαν/ Οι μέρες έγιναν χρόνια/ Και τώρα πια είναι ζήτημα επιβίωσης/ Τώρα μετράς στα πέντε σου δάχτυλα/ Μετράς κι απορείς/ Πως έγινε, είπες, και σκούριασαν οι κλειδώσεις/ Πως έγινε/ Και δεν φύσηξε άνεμος στην πλευρά μας («Το ουράνιο τόξο») Πολλές φορές βέβαια το ποίημα τεχνουργείται πάνω στην απόσταση ή, καλύτερα, τη διάσταση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι το πέρασμα του χρόνου λειτουργεί ως καταλύτης για την ανθρώπινη συνθήκη. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση όμως οδηγεί ευθέως στην ανάδειξη της ανθρώπινης επιλογής και ευθύνης για την διαμόρφωση του παρόντος. Τώρα είναι η ζέστα του σπιτιού/ Η απόσταση των αισθημάτων/ Τα δίχως σύστημα ταχυδρομεία/ Που έκοψαν το μήλο/ Που έσκισαν την ψυχή σου/ Στα τέσσερα και στα δέκα («Τώρα»)
Η μετάβαση και η μεταβολή των ανθρωπίνων στα ποιήματα της Κυρτζάκη μπορεί να δίνεται προεξαγγελτικά, με έναν και μόνο στίχο, ο οποίος αναλύεται και επεκτείνεται στη συνέχεια. Θα σε πάρει ο άνεμος/ Σαν τα φύλλα των δέντρων/ Σαν τους ένοικους και τους ταξιδιώτες/ Αφού πρώτα/ Αδειάσεις τον παλιό χώρο/ Συγκεντρώσεις τις αποσκευές σου («Ερωτικό»). Αυτή η μέθοδος ενισχύει την έκπληξη και καθιστά το ποιητικό αποτέλεσμα ιδιαίτερα καίριο και καταλυτικό, από τη στιγμή που προκρίνει το ξαφνικό γύρισμα της «τύχης», ως ένα είδος φιλοσοφικής θεμελίωσης του ποιήματος, και οικοδομεί την περιπέτεια πάνω στο σχήμα της αναδρομής, της εκ των υστέρων δηλαδή αναφοράς σε γεγονότα που προηγούνται χρονικά του αποτελέσματος. Άλλοτε πάλι η μεταλλαγή συντελείται με κλιμακούμενη ταχύτητα, με έναν ρυθμό που ξεκινά αργός και σταθερός, σε έναν ρυθμό που γίνεται σχεδόν αστραπιαίος και ενώνει δύο εκ διαμέτρου αντιθετικές καταστάσεις. Το τσιγάρο που γίνεται πιο πικρό Η αγωνία σου που γίνεται φιλολογική Η διαδήλωση που έγινε τέχνη («Δεν κατάλαβες»)
Τα δίπολα πάνω στα οποία θεμελιώνεται η περιπέτεια στα ποιήματα της Κυρτζάκη χτίζονται πάνω στα θεμελιώδη σχήματα της μετάβασης από την παρουσία στην απουσία, από την αφθονία στη στέρηση, από την αίσθηση της πληρότητας στην αίσθηση της ερημιάς, κυρίως όμως από την ουσία στο ανούσιο, από έναν κόσμο με ιδανικά σε ένα κόσμο με ανεστραμμένα, ξεφτισμένα ιδανικά. Τώρα άλλα είναι τα θέματα/ Τώρα δεν υπάρχουνε θέματα/ Στη δεύτερη σελίδα, είπες,/ Κινηματογράφοι β΄ προβολής// Αγοράζετε μηχανές Σίγγερ/ Δώρο μία αφίσα/ Πέντε πιάτα Δέκα μπολ/ Made in France («Επέτειος») Πρόκειται ουσιαστικά για μία αποτύπωση της έκπτωσης, η οποία εντοπίζεται σε εικόνες και σκηνές της καθημερινότητας, απτές και ρεαλιστικές, που έχουν διαστρέψει και μεταμορφώσει εντελώς τις προθέσεις, τα σχέδια και τα πλάνα για την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου. Συγκρούσεις/ Καθημερινές και ανεξάντλητες/ Συγκρούσεις αποφάσεων/ Πράξεων λέξεων/ Συγκρούσεις αυτοκινήτων («Επενδύσεις»)
Ενώ η περιπέτεια παρουσιάζεται συνήθως ως κάτι βέβαιο, είτε ως κάτι που έχει συμβεί, είτε συμβαίνει, είτε θα συμβεί, μπορεί να παρουσιάζεται και ως ζητούμενο, ως μία μεταβολή λυτρωτική στο μέτρο που θα λειτουργήσει ανανεωτικά και απελευθερωτικά. Ποιος θα επιχειρήσει την πρώτη κίνηση/ Να σπάσει η τεντωμένη κλωστή/ Να τρέξουν επιτέλους τα νερά./ Η πρώτη κίνηση που θ’ ανάψει το πράσινο/ Στους σηματοδότες. («Απόπειρα εξόδου», [β΄]») Σε αυτή την περίπτωση, η περιπέτεια εκκινεί από μία αρνητικά φορτισμένη κατάσταση ή στιγμή για να καταλήξει στην κάθαρση του ανθρώπου και στην εξύψωσή του. Χους εις χουν/ και σκουλήκι στο σκουλήκι/ Εκεί τερματίζω:/ Στην Αγιότητα («Το βασιλόπουλο το εύμορφο») Άλλοτε πάλι, η μεταβολή, η μεταλλαγή και η μετάβαση παρουσιάζεται ως ενέργεια ματαιωμένη, ως πρόθεση που έμεινε τελικά στο επίπεδο των σχεδίων και των σχεδιασμών. Μόλις ξυπνήσει/ Συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία/ Έως το τελευταίο δευτερόλεπτο./ Αρχίζει με τις αποσκευές./ Τοποθετεί τα χέρια/ Τα πόδια/ Διαμελίζει το σώμα/ Το συσκευάζει./ Μετανιώνει την τελευταία στιγμή/ Ματαιώνει την αναχώρηση/ Βγάζει από την τσέπη τα κλειδιά.// Τη νύχτα/ Αρχίζει/ Τη συναρμολόγηση/ Των μελών του. («Απόπειρα εξόδου, [γ΄]»)
Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της περιπέτειας, μέσα στο περιβάλλον αυτό της λίγο ή πολύ αιφνίδιας μετάβασης, πλέκεται και η προσωπική περιπέτεια, η μεταβατική πορεία δηλαδή της ίδιας της ποιήτριας που σε μία σειρά αυτοαναφορικών ποιημάτων τοποθετεί τον εαυτό της στο κέντρο της ποιητικής δημιουργίας προδιαγράφοντας και περιγράφοντας την εξελικτική της διαδρομή. Του σπινθήρα σου γίνομαι η άκρη/ Στο κορμί σου απλώνομαι τέφρα/ Μαύρο φως/ και σαν ένας πορφυρός// και γιγάντιος/ σαν ήλιος (Ημέρια νύχτα, [ΚΘ΄]) Με τα ποιήματα αυτά πραγματοποιείται μία χάραξη ενός εσωτερικού δρόμου, μίας διαδρομής που οδηγεί στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που πάλλεται η ψυχή και ο λόγος. Στην πραγματικότητα, η ποιητική περιπέτεια της Κυρτζάκη είναι η μετάβαση από μία κατάσταση άλ-λογη σε μία κατάσταση ελ-λογη όπου προεξάρχει και υπηρετείται η τέχνη της ποίησης ως τέχνη της ύπαρξης. Πρώτα εμφανίστηκε αυτό το κουβάρι των λέξεων/ Τίποτε άλλο δεν υπήρχε (Σχιστή οδός)
Στενά συνυφασμένη με την περιπέτεια, στο επίπεδο της τραγωδίας, είναι, σύμφωνα πάντα με την αριστοτελική Ποιητική, η αναγνώριση. Η αναγνώριση συνιστά, και αυτή, ένα είδος μετάβασης, μόνο που, αυτή τη φορά, η μετάβαση πραγματοποιείται από την άγνοια στη γνώση, συνήθως σε σχέση με κάποιο πρόσωπο που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, χαρακτηρίζεται τραγικό. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, η αναγνώριση και η πορεία προς αυτήν αποτελεί την ραχοκοκαλιά του δραματικού έργου και η όλη υπόθεση και πλοκή στήνεται γύρω από αυτή. Μεταφερόμενη στην ποίηση της Κυρτζάκη η έννοια και η τεχνική της αναγνώρισης εντοπίζεται στα ποιήματα εκείνα που οικοδομούνται πάνω στην αναζήτηση του πραγματικού προσώπου, της αληθινής ανθρώπινης υπόστασης και φυσιογνωμίας. Η αναζήτηση αυτή γίνεται, για την Κυρτζάκη, το κίνητρο της ποιητικής δημιουργίας και πραγματοποιείται με όρους καθαρά καλλιτεχνικούς, υπό την έννοια ότι η αναζήτηση και η αναδημιουργία ή ανασύνθεση του προσώπου οδηγεί αναπόφευκτα στη σύνθεση και τη δημιουργία του ίδιου του ποιήματος.
Η αναγνώριση στην Κυρτζάκη δεν αποκτά ποτέ τον τελεσίδικο ή οριστικό χαρακτήρα που έχει στην τραγωδία. Αντίθετα πρόκειται πολύ περισσότερο για την ρητή και κατηγορηματική έκφραση της ανάγκης που αισθάνεται η ποιήτρια να προσδιορίσει και να (αυτό) προσδιοριστεί. Μόλις πέσει η νύχτα/ Αποπειρώμαστε την προσέγγιση./ Τα βήματα προσπερνούν/ Η έξοδος οδηγεί σε άλλους κύκλους/ Σε άλλα στεγανά όπου προσπαθούμε/ Την αναγνώριση. («Απόπειρα εξόδου, [ε]») Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποκτά συχνά το χαρακτήρα μία διαισθητικής πορείας προς τη γνώση και την κατάκτησή της. Ενδεικτικός προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και ο υπότιτλος «Ανίχνευση» από τη συλλογή Οι Λέξεις (1973) με τον οποίο ομαδοποιεί μία σειρά ποιημάτων γραμμένων από το 1968 έως το 1971. Η ανιχνευτική και αναγνωριστική διάθεση της Κυρτζάκη προσιδιάζει στη μορφή ενός εκκρεμούς που εκκινεί από τον εαυτό για να καταλήξει στον άλλο και να επιστέψει και πάλι στον εαυτό. Με τον τρόπο αυτόν, στην αναζήτηση του προσώπου εμπλέκεται εξίσου και ο εαυτός και ο άλλος, έτσι που να δημιουργείται ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα, μια καταλυτική συνύπαρξη και μια παραδοχή ότι η αναγνώριση του εαυτού περνάει και φιλτράρεται μέσα από τον άλλον. Στη σιωπή ανιχνεύεις τα μάτια/ Στο σώμα του άλλου γυρεύοντας/ Τη φωνή σου («Ανίχνευση») Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αναζήτηση και τον προσδιορισμό αυτό κυρίαρχο ρόλο έχουν τα μάτια στα οποία συμπυκνώνεται και συγκεφαλαιώνεται ολόκληρη η εικόνα της ύπαρξης ενώ, με τον αντικατοπτρισμό που διαμορφώνεται, η μόνη παρουσία είναι η παρουσία του εαυτού μέσα στον άλλον. Τα μάτια του στα μάτια μου φορά/ Τα μάτια μου απασχολεί στα δάχτυλά του/ Απεποιήθη όλα τ’ άλλα του χρυσαφικά. (Ημέρια νύχτα, [Δ΄])
Η πορεία προς την αναγνώριση και τον αυτοπροσδιορισμό είναι εναγώνια, επίπονη και λαβυρινθώδης, όπως και κάθε πορεία που φιλοδοξεί να φτάσει στην αλήθεια. Πραγματοποιείται σταδιακά μέσα από μία διαδρομή που στοχεύει στο όνομα, στη λέξη η οποία δίνει υπόσταση σε πρόσωπα και πράγματα. Γυρεύω λοιπόν αυτή τη λέξη που θα με ενώσει (Η γυναίκα με το κοπάδι). Αυτή η αναγνωριστική πορεία προς τη λέξη, είναι και μια βαθιά ομολογία πίστης στη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης, ιδωμένης ως πορεία προς την ολοκληρωτική κατάκτηση του λόγου, αλλά και στην δυσκολία που το εγχείρημα αυτό έχει. Μέρα τη μέρα χάνεις τα προσωπεία/ Αποβάλλεις τα πολύχρωμα φορέματα/ Ψάχνεις όλο και περισσότερο/ Ν’ ανακαλύψεις μερικές συλλαβές/ Να συναρμολογήσεις ένα όνομα./ Τουλάχιστον το όνομά σου. («Απόπειρα εξόδου, [δ΄]») Οι λέξεις είναι σύμφυτες με την ίδια την ύπαρξη και, από αυτήν την άποψη, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον λόγο σαν λογισμό, σαν τη σύζευξη δηλαδή της σκέψης με την έκφρασή της. Η Κυρτζάκη άλλωστε, σε μία ομάδα ποιημάτων από τη συλλογή Η εταζέρα (1978) αποπειράται να ορίσει την ίδια της την ποιητική υπόσταση και, ευρύτερα, τη μορφή του ποιητή, διαμορφώνοντας ένα ποιητικό προσωπείο, αυτό του Χριστόφορου, ενός ποιητή που βασανίζεται, κακοποιείται και γελοιοποιείται σωματικά και πνευματικά, προσιδιάζοντας, έτσι, στη μορφή του ίδιου του Χριστού. Σε ένα από τα ποιήματα αυτά, η ποιήτρια, με ένα τρίστιχο που ανακαλεί το σεφερικό Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, αναγνωρίζει όχι μόνο το αληθινό πρόσωπο του ποιητή, αλλά και την αλήθεια του προορισμού του και της θέσης του μέσα στην κοινωνία. δεν άντεξε η γλώσσα του στο σάλιο τους/ οι ποιητές βουλιάζουνε στο φως/ ανέκραξε/ την ώρα που του φόρεσαν ζουρλομανδύα. («[α΄]»)
Η αναγνώριση, κάποιες φορές, συμπλέκεται με την περιπέτεια στο βαθμό που επιζητείται ο προσδιορισμός και η αποτύπωση της καταληκτικής φάσης στην ανθρώπινη πορεία. Η ποιήτρια δηλαδή αναγνωρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στην υφιστάμενη της κατάσταση, όπως κρυσταλλώθηκε μέσα στο χρόνο. Τα μάτια σου που απόφυγαν την πλάνη/ Που ήθελαν να αποφύγουν την πλάνη/ Τα μάτια σου που βούλιαξαν/ Κι έμεινες τώρα σαν τη γάτα/ Στη μέση της ασφάλτου («Τα μάτια σου») Άλλοτε πάλι η αναγνώριση πραγματοποιείται ως περιπέτεια, ως μεταλλαγή δηλαδή της ανθρώπινης ύπαρξης μέχρι να καταλήξει στην οριστική της μορφή. Θα αποβάλλεις τότε ενδύματα τετριμμένα/ Του προσώπου την διπλή επιδερμίδα./ Τα βήματα όταν δεν θ’ ακούγονται πια («Απόπειρα εξόδου, [α΄]»)
Στη διαδικασία της αναγνώρισης, όπως είναι φυσικό, εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό και η μνήμη, ως βασικός αναβαθμός, στην πορεία κατάκτησης ή, καλύτερα, ανάκτησης του προσώπου και, μαζί μ’ αυτήν, η νοσταλγία. Εξίσου σημαντικός αναβαθμός, όμως, είναι και η μεταμφίεση στο βαθμό που παραπλανά, θολώνει, αποκρύπτει το αληθινό πρόσωπο. Η μεταμφίεση, που ταυτίζεται με το ψέμα, αντιπαρατίθεται στην αλήθεια την οποία υπηρετεί και θέλει να αναδείξει η ποιήτρια. Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη/ Με νταβατζήδες και πρεζάκηδες τελειώνεις τη δουλειά σου/ Κι ύστερα ντύνεσαι φτηνά και βγαίνεις// Είσαι μια πόρνη σαν κυρία/ […] Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς/ Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό/ Μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου (Η γυναίκα με το κοπάδι)
Η αποτίμηση της ποιητικής φωνής της Μαρίας Κυρτζάκη ίσως έχει και άλλα, εξίσου ή και περισσότερο σημαντικά στοιχεία της ποιητικής της ιδιοσυγκρασίας να αποκαλύψει ή να εκτιμήσει και, ίσως, η περιπέτεια και η αναγνώριση, ως μέθοδοι, τεχνικές ή λειτουργίες, να περνούν σε δεύτερο πλάνο σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τον δυναμισμό της ποιητικής της γραφής, το θάρρος και τη γενναιότητα της ποιητικής της έκφρασης, το σπουδαίο επίτευγμά της να καταλύσει τα σύνορα ανάμεσα στην λεγόμενη ανδρική και γυναικεία ποίηση, αλλά και τις σπάνιες αποχρώσεις του ποιητικού της λόγου, τους αναβαθμούς της θεματικής της και την ικανότητά της να εξελίσσει την ποίηση και την ποιητική της, αφήνοντάς την να εξελιχθεί ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα και πολλές κατευθύνσεις. Ο ρόλος, ωστόσο, και ο χειρισμός αυτών των δύο δραματουργικών, κατά βάση, εργαλείων και θεατρικών πρακτικών δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί ή να παραγκωνισθεί. Κι αυτό γιατί η λογική τους, η λογική δηλαδή της περιπέτειας και η λογική της αναγνώρισης, νοούμενες ως πεδίο εκδίπλωσης της ποιητικής «δράσης», είναι αυτές που καθοδηγούν σε μεγάλο βαθμό την ποιητική δημιουργία της Κυρτζάκη και, γιατί όχι, είναι αυτές που της προσδίδουν τη δύναμη και τη δυναμική που χρειάζεται, ώστε να μπορέσει να αρθρώσει καθαρά τη φωνή της και να διαμορφώσει την ιδιαίτερη σφραγίδα της. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η δραστικότητα που παρουσιάζει η ποίηση της και που είναι εμφανής από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων οφείλεται ακριβώς σε αυτές τις δύο εκφάνσεις της, ευρύτερα νοούμενης, ποιητικής.
Με σημείο εκκίνησης, λοιπόν, την Ποιητική του Αριστοτέλη και ενδιάμεσο σταθμό την περίφημη «Ιθάκη» του Καβάφη, στην οποία αποτυπώνεται η καβαφική θεωρία και θεώρηση της ζωής και της τέχνης, η περιπέτεια και η αναγνώριση εκβάλλουν στην ποίηση της Κυρτζάκη για νοηματοδοτηθούν εδώ με ένα τρόπο αρκετά διαφορετικό, χωρίς όμως να χάνουν ή να εγκαταλείπουν εντελώς τις καταβολές τους. Γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πέρα από την ιδιαίτερη εφαρμογή και χρήση που επιφυλάσσει η Κυρτζάκη στις δύο αυτές μεθόδους, η ιδιαίτερη χροιά και υφή τους παραμένει ξεκάθαρα δραματική, όπως ακριβώς την εναγκαλίστηκε και την εξέφρασε η αρχαία ελληνική τραγωδία. Εκεί, βεβαίως, η περιπέτεια και η αναγνώριση συνιστούν συγκεκριμένες, πάγιες και με ακρίβεια εντοπίσιμες πτυχές της δράσης του έργου και τεχνικές της δόμησής του. Στον Καβάφη, αντίθετα, από το επίπεδο της τεχνικής, οι δύο αυτές έννοιες – ο όρος «γνώσεις» συνδέεται και ετυμολογικά αλλά και σημασιολογικά με τον όρο «αναγνώριση» και, μοιραία, παραπέμπει σε αυτόν - μεταφέρονται στο επίπεδο της τέχνης και μάλιστα της ύψιστης τέχνης που είναι η ίδια η ζωή, έτσι τουλάχιστον όπως την αντικρύζει ο Αλεξανδρινός.
Οι δύο αυτές όψεις και απόψεις για την αναγνώριση και την περιπέτεια περνούν στο ποιητικό σύμπαν της Κυρτζάκη και εκβάλλουν μέσα στη στιχουργία της μετουσιωμένες και μεταπλασμένες σε ένα είδος ποιητικής φιλοσοφίας. Γιατί, στην ουσία, η ποιήτρια κινείται και ανιχνεύει το βαθύτερο περιεχόμενο και την έννοια της γνώσης. Με την περιπέτεια να καταδεικνύει την άγνοια και την αδυναμία του ανθρώπου να προβλέψει και να προσβλέψει σε βεβαιότητες, στη σταθερή και στέρεα βάση μιας γνώσης πάγιας και οριστικής, και με την αναγνώριση να σηματοδοτεί την προσπάθεια του ανθρώπου να ορίσει και να οριστεί, η Κυρτζάκη διερευνά την ανθρώπινη υπόθεση που κινείται διαρκώς ανάμεσα στην άνοδο και την πτώση, ανάμεσα στην βεβαιότητα και την διάψευσή της, ανάμεσα στη θέση και την άρνηση. Ο ποιητικός προβληματισμός, ωστόσο, δεν εξαντλείται εδώ. Γιατί η ποιήτρια, την ίδια στιγμή που αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, τον εμπαιγμό που ο ίδιος ο άνθρωπος επιφυλάσσει για τον εαυτό του, την ίδια εκείνη στιγμή εναποθέτει την ελπίδα της στον Λόγο που παρουσιάζεται ως συνώνυμο της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του φωτός. Χωρίς την γλώσσα πώς ν’ αρθρωθεί η φύση των πραγμάτων συλλογίζεται κι η μήτρα που τα γέννησε πώς να την ψαύσεις (Λιγοστό και να χάνεται)