Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/afierwma/to-ayoentiko-proswpo-ths-poihshs
Η Μαρία Κυρτζάκη, καθόσον ανήκει στους ποιητές του ’70, φέρει στην ποίησή της αναγνωριστικά κοινά γνωρίσματα με όσους συγκαταλέγονται στην εμβληματική αυτή γενιά – όσο φυσικά γίνεται να βρεθεί ο κοινός τόπος σε μια ομάδα ποιητών τόσο ετερογενή, ώστε να καθίσταται αναγκαία η ανίχνευση περισσότερο των εξωγενών παραγόντων (από το κοινωνικό και πολιτικό κυρίως περιβάλλον) που τους διαμόρφωσαν και λιγότερο των επιδράσεων από τις προηγούμενες ποιητικές γενιές. Έτσι, είναι επόμενο να συνυπολογίσουμε στα στοιχεία της προσωπικής ζωής την εποχή μέσα στην οποία οι ποιητές αυτοί συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά τον ρόλο της ποιητικής έκφρασης ως δραστικού αντίδοτου στην ανελευθερία, στη στρεβλή πολιτική καθοδήγηση, στην απανθρωποποίηση της κοινωνίας. Προς αρωγή στη διαμόρφωση της συνειδητής πλέον θέσης τους ήρθαν τα κινήματα αμφισβήτησης, στην Ευρώπη κυρίως, την ταραγμένη δεκαετία του ’60, τον ακόμη έντονο απόηχο των οποίων βίωσαν οι ίδιοι στη δεκαετία του ’70. Ένα εκρηκτικό μείγμα των σύγχρονων με αυτούς γεγονότων αλλά και του απόηχου από την προηγούμενη γενιά της πολιτικής ήττας που διοχέτευσε στο έργο τους το αίσθημα της διάψευσης. Οι ποιητές της γενιάς του ’70 δεν αναζήτησαν στηρίγματα της δικής τους θεώρησης του κόσμου στους προηγούμενους, πιστεύοντας πως κάτι καινούργιο όφειλαν να φέρουν στην ποιητική έκφραση, ως προς τη βαθύτερη ουσία της και αναπόφευκτα ως προς τη μορφή της. Η οπτική αυτή οδήγησε στην πολυμορφία και στη διαφορετική προσωπική έκφραση του καθενός από τους ποιητές της γενιάς τους.
Γεννημένη η Κυρτζάκη στην Καβάλα το 1948 εμφανίζεται στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή Σιωπηλές κραυγές, η οποία κανονικά δεν συγκαταλέγεται επίσημα στο έργο της (το οποίο αριθμεί οκτώ συλλογές) και δεν συμπεριλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση που επιμελήθηκε η ίδια το 2002. Ένα είδος αποκήρυξης της πρωτόλειας δημιουργίας; Με δεδομένο ότι η ποιήτρια αφενός ήταν σε μία πολύ νεαρή ηλικία για να δώσει το καταστάλαγμα της σκέψης της (ωστόσο εννόησε από τότε την ουσία του καίριου και όχι περιττού λόγου) και αφετέρου ότι η κάθε μία από τις επόμενες ποιητικές της καταθέσεις απείχαν χρονικά μεταξύ τους, αποδεικνύει ότι η ποίηση για την Κυρτζάκη ήταν αποτέλεσμα επίπονης και επίμονης εργασίας ακολουθώντας τη σταδιακή της ενηλικίωση και ωρίμαση σε όλα τα επίπεδα. Μια πολύ πρώιμη, επομένως, ποιητική δουλειά δεν μπορεί παρά να απείχε πολύ από τη συνολική οπτική της ποιήτριας, όπως αυτή εκφράστηκε τα επόμενα χρόνια. Ουσιαστικά η ποιητική της διαδρομή έχει την αφετηρία της το 1973, στη συλλογή Οι λέξεις, καθόλου τυχαία εν μέση δικτατορία. Η πρώτη συνειδητοποίηση ενός πολιτικού εαυτού ανιχνεύεται στα ποιήματα της συλλογής. Το εφηβικό «εγώ» των πρώτων ποιητικών γραφών εδώ αποκτά το συλλογικό περίβλημα σε ένα «εμείς» που αγωνιά να δώσει το στίγμα της παλλόμενης ποιητικής φωνής, που κατανοεί το μέγεθος του τραύματος ενός λαού που ζει υπό καθεστώς ανελευθερίας αλλά και θα ήθελε να αποδώσει μέσα από τα ποιήματα το άγγιγμα αυτού του τραύματος – ταυτόχρονα θεωρητική προσέγγιση, που θα κινδύνευε να απομείνει μόνον εγκεφαλική αλλά κατέληξε να γίνει λόγος σαφής, υποκινητικός της δράσης. Ακόμη περισσότερο, λόγος αυθεντικός, στον πυρήνα του πολιτικός, ικανός να επισημάνει τον ρόλο του πολίτη απέναντι στις ιστορικές συγκυρίες, ως συνέχιση αναπόφευκτη των παλαιών αγώνων, ως βαθύτερη συνειδητοποίηση του παιχνιδιού που παίζεται ερήμην του.
Οι συμπτώσεις μάς έκαναν ήρωες/ Το άθροισμα της απάτης/ Το άθροισμα των συλλήψεων/ Και οι γειτονιές να βλέπουν στη θάλασσα/– Δεν βλέπουν πια –/ Και τα παιδιά να παίζουν στις αυλές/–Δεν παίζουν πια–/Κι ο ουρανός που σκοτείνιασε/ Και τα παιδιά που ήρθαν απ’ τα νησιά/ Η «σύμπτωσις» διδάσκουν οι δάσκαλοι/ Όνομα ουσιαστικό/ Όνομα ανύπαρχτο τ’ όνομά μας/ Και οι χειραψίες/ Και οι φίλοι που χάθηκαν στο διπλανό δωμάτιο/ Και τα κλειδιά που σκούριασαν στην κλειδαριά/Ένας άνθρωπος μόνος/Τι είναι/Ποιος είναι/Και παίζουμε το παιχνίδι/–Των συνειδήσεων, είπε/–Των συμπτώσεων, ο άλλος/–Της αναγκαιότητας, ο τρίτος/Ένας άνθρωπος μόνος (Το παιχνίδι)
Εν τέλει, εκφράζεται εδώ η κυρίαρχη αναγκαιότητα, που ωθεί τις εναργείς συνειδήσεις να πάρουν μέρος στο παιχνίδι, με τους δικούς τους όρους όμως, αυτούς που υπαγορεύει το προσωπικό τους ήθος, με όποιο τίμημα φέρει η στάση τους. Η ποίηση, περισσότερο από κάθε άλλη μορφή λόγου, προσφέρει στον αναγνώστη της μια προνομιούχο θέα του κόσμου, η οποία εξαρτάται από τη θέση του ποιητή και αποτελεί προσωπική του κατάκτηση. Η ποιήτρια παρατηρεί και σημειώνει εικόνες, κατόπιν τις μετουσιώνει σε λέξεις και τις δίνει στον αναγνώστη του με το φορτίο που ήδη έχουν αλλά και την ερμηνεία που η ίδια –στη βάση της προσωπικής της ηθικής στάσης– τους προσδίδει. Ως ευαίσθητος δέκτης συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής και αντιλαμβάνεται πού αξίζει να εστιάσει το νόημα των στίχων της, ώστε να φέρουν μέσα στους το νόημα της εποχής, όπως κι αν θελήσει να το δώσει, με όποιο τρόπο -σαφή ή κρυπτικό- επιλέξει να μιλήσει. Η ποίηση της Κυρτζάκη δεν χρειάζεται την ευτέλεια ενός κωδικοποιημένου συνθηματικού λόγου που υπηρετεί πάντοτε σκοπιμότητες. Εμπεριέχει με τον καλύτερο και πιο σαφή τρόπο την εποχή μέσα στην οποία γεννιέται, και της οποίας τον ουσιαστικό πυρήνα φέρει μέσα στον λόγο της. Βρίσκεται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δίπλα στα προβλήματα των ανθρώπων, ευαισθητοποιείται και κινητοποιείται απ’ αυτά. Είναι κοινωνική η θέση της, δηλαδή όχι απομονωμένη. Όμως πάντοτε οφείλει να βρίσκεται απέναντι στις συμβάσεις, κατ’ ουσίαν αντίθετη με τους συμβιβασμούς που ορίζουν την αποδεκτή κοινωνικότητα, άρα αντι-κοινωνική, με την έννοια του «απέναντι» βαθιά ριζωμένη μέσα της. Αποστασιοποιημένη για να μπορεί να δει καλύτερα, πληρώνοντας έτσι το τίμημα της ώριμης και ξεκάθαρης θέας με τη μοναξιά. Αυτή την αντίθεσή της απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα δίνει η ειλικρινής και αυθεντική ποίηση, αθώα και αμέτοχη σε κάθε εύκολο συνυπολογισμό, σε κάθε δελεαστική ενσωμάτωσή της στην κατασκευασμένη τοιχογραφία της εποχής. Κραυγάζει αυτό που βλέπει, αυτό που την απογοητεύει, αυτό που διαψεύδει τις προσδοκίες της ως πολιτικού όντος και κοινωνικά ενεργού μέλους ενός συνόλου ηθικά απορριπτέου. Κατορθώνει να διατηρήσει τους τρεις πυλώνες της ηθικής μέσα στην καταιγίδα καταρράκωσης των ανθρωπιστικών αξιών που μαίνεται γύρω της. Πρώτα απ’ όλα κρίνεται ως προς το πολιτικό ήθος, το ποικιλοτρόπως τρωθέν διαχρονικά. Έπειτα η κοινωνική ευαισθησία προς τον πάσχοντα άνθρωπο όπου γης έρχεται να καθορίσει το ήθος πάλι, δίνοντας το μέτρο της σύμπλευσης, της συμπαράστασης, της αλληλεγγύης. Μόνο που για να ισχύουν οι δύο παραπάνω παράμετροι του ήθους, πρέπει να προηγηθεί η γενεσιουργός συνθήκη, το προσωπικό ήθος. Όταν αυτό δεν υπάρχει, τότε οι πολιτικές ή κοινωνικές ευαισθησίες καταλήγουν κενά ρητορικά σχήματα. Είναι αυτό που θα ανασύρει από τη μνήμη τα άξια λόγου (κατ’ εξοχήν υπόθεση προσωπικού ήθους η μνήμη), είναι αυτό που θα αναδείξει την ωριμότητα των επιλογών. Η ποίηση, καθώς μετουσιώνει τον ιδιώτη σε πολίτη, είναι βαθύτατα ανθρώπινη, όπως κάθε τι που αγωνιά σε μια κοινωνία φθίνουσα, είναι ποίηση με ήθος προσωπικό, όχι με την κοινά αποδεκτή (φθαρμένη πλέον) έννοια αλλά με την ουσιαστική. Κυρίως όταν απαιτεί αίμα για να γραφεί.. Το χρώμα της είναι το μαύρο. Κι αν είναι κόκκινο παραπέμπει σε αιμάσσοντα σώματα που καθημερινά σπαράσσονται. Είναι και η ωριμότητα που ανιχνεύεται πίσω από λέξεις δηλωτικές της απόλυτης συνειδητοποίησης του «ποιος είμαι», «πού πηγαίνω», κυρίως «τι γίνεται εδώ». Είναι θέμα επιλογής, λοιπόν, το περιβάλλον που θα δώσει στον ποιητή την απαραίτητη ανάσα προκειμένου να μην πνιγεί από τον ασφυκτικό κλοιό των προκαθορισμένων δρόμων. Η ποιήτρια δεν ηθικολογεί, δεν ρητορεύει ανοήτως, δεν επαναπαύεται σε ευκολίες του λόγου. Μιλά, κραυγάζει αυτό που αποθηκεύει από τον πάσχοντα εν γένει πολιτισμό μας.
Η ποίηση της Κυρτζάκη αποτελεί δείγμα διακριτό πολιτικού και προσωπικού ήθους. Με όπλο τη γλώσσα, τις λέξεις καλά δουλεμένες και προσεγμένες ώστε να αποδίδουν με ακρίβεια τον πυρήνα του νοήματος για να καθίσταται δυνατή η λειτουργία τους στον αποδέκτη. Και έχει σημασία η αποδοχή, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η ποιήτρια, όταν απευθύνει τον λόγο στον πιθανό αναγνώστη της μέσα από το «εσύ» του δεύτερου προσώπου, στο ποίημα που καταγράφει την αδυναμία να λειτουργήσουν οι λέξεις μιας λεηλατημένης γλώσσας ως φορείς των μηνυμάτων, ως αυθεντικές προσομοιώσεις τους.
Είναι εύκολο να σου δείξω/Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε/Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη/Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα./Μόνο τις λέξεις μου/Τι να σου πω για τις λέξεις/Αφού και γω δεν ξέρω/Πώς βγαίνουν έτσι/Στραπατσαρισμένες κάθε φορά/Θαρρείς λεηλατημένες/Λειψές. (Οι λέξεις)
Με τους παραπάνω στίχους η Κυρτζάκη δίνει με εξαιρετική ευστοχία (και πολύ πρόωρα στο έργο της) μία σημαντική παράμετρο του ποιητικού προβλήματος. Η μορφή που θα πάρει η ποιητική ιδέα, δεν είναι μόνον η επιφάνεια του έργου· αποτελεί την αποκρυστάλλωση της σκέψης, την πρώτη επαφή του ποιητή με το μορφοποιημένο σε λέξεις θεωρητικό κομμάτι του ποιήματος. Είναι δικός του ο πρώτος αιφνιδιασμός, όταν αντιλαμβάνεται πόσο ασφυκτιά συχνά μέσα στους λεκτικούς κώδικες η αρχική του σύλληψη. Έτσι κι αλλιώς η αρχική ιδέα πάει κι έρχεται, το έχει νιώσει ο Καβάφης στον «Δαρείο» του. Κι όταν πλέον σαρκωθεί σε λέξεις, δεν ξέρει πια αν έχει ολόκληρη εισχωρήσει ή αν έχει εγκαταλείψει κάτι από την πρόθεσή της. Ωστόσο, η γραφή δεν έχει άλλο τρόπο. Πανίσχυρες οι λέξεις ως αναγκαία συνθήκη υποχρεώνουν τον ποιητή σε μια μορφή συνθηκολόγησης. Ίσως αυτή η υποχώρηση να αποτελεί το έναυσμα κάθε φορά της νέας γραφής, την ελπίδα ότι η νέα ποιητική κατάθεση θα κατορθώσει να ταυτιστεί περισσότερο με την αρχική ιδέα. Ίσως γι’ αυτό διαρκώς γράφουμε το ίδιο ποίημα στις πολλαπλές του εκδοχές. Στην «Επιστολή στον Ιωνά» (Ο κύκλος 1976) η Κυρτζάκη θα επανέλθει στο πρόβλημα της γλώσσας μέσα σε δύο στίχους:
Η φωνή που δεν θα φτάσει στα χέρια σου/Σωστά ναρκωμένη στο αεροστεγές της περίβλημα.
Έτσι προσδίδει μια νέα αδυναμία στην εγγενή της γλώσσας: ακόμη κι αν χτιστεί με σοφή επιμέλεια το περίβλημα, είναι αυτό αρκετό για να φθάσει στον αποδέκτη το ποίημα/επιστολή; Είναι μόνον οι λέξεις λειψές και λεηλατημένες ή μήπως και ο Ιωνάς/κοινωνός της ποίησης αδυνατεί να εννοήσει πως σ’ αυτόν απευθύνεται το μήνυμα; Γι’ αυτό η ποιήτρια επιμένει πως είναι ώρα να ψάξει τον Οδυσσέα, όχι για να επινοήσει κάποια πανούργα μηχανή να λειτουργήσει απελευθερωτικά, Μα να σε φέρει στην αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες/Να δεις πόσο εύκολα χάνεται το πρόσωπο. Με αυστηρή επιλογή των λέξεων μιλάει, με τον πιο σαφή τρόπο που επιτρέπει η ποίηση, για την ευθύνη που αναλογεί σε όποιον βλέπει καθαρά να δείξει στους άλλους τον κίνδυνο της παραμόρφωσης του προσώπου. Αδύναμες οι λέξεις ίσως, ωστόσο όπλο στα χέρια του ποιητή. Κι έχουν τότε τη δύναμη σαν πρόκες να καρφώνονται, κατά τον άλλο ποιητή, τον Μανόλη Αναγνωστάκη που πολύ τον θυμίζει η γραφή της Κυρτζάκη στις πρώτες συλλογές της. Ποιήματα που ηχούν με τον αποκαλυπτικό και συμβουλευτικό τόνο σαν εκμυστηρεύσεις σε φίλο αγαπητό, σε συνοδοιπόρο στην οδύνη. Με γλώσσα που δεν διστάζει στη σκληρότητα που απαιτούν οι περιστάσεις θα στραφεί στην πατρίδα της για να δώσει το στίγμα της όπως η ίδια το προσλαμβάνει ονομάζοντάς την πόρνη, χωρίς να συγχωρεί καμιά θυματοποίηση, ίσα ίσα χρεώνοντάς της όλη την προστυχιά ως προσωπική επιλογή:
Καθόλου αθώα – θύμα των ισχυρών ή κάτι τέτοιο/Την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά/Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς/Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό/Μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου (Η γυναίκα με το κοπάδι 1982).
Είναι ο τρόπος που μιλά η ποίηση τραχύς, ωστόσο έχει μέσα του τη δυναμική να συνεγείρει συνειδήσεις.
Η ποιήτρια εναλλάσσει το δεύτερο πρόσωπο της συνομιλίας με το πρώτο πρόσωπο του ιδιωτικού άλγους· ακόμη και οι πιο ακραιφνείς κοινωνικοί ποιητές επέστρεφαν πάντοτε στον προσωπικό τους χώρο για να μιλήσουν σε χαμηλότερους τόνους και να φέρουν στην επιφάνεια (αλλά και σε κοινή θέα) τα βιώματά τους – κάποιοι έμεναν έκτοτε εκεί στο ιδιωτικό τοπίο, άλλοι συνδύαζαν τους δύο χώρους. Η Κυρτζάκη στο ποίημα «Σαλώμη» (Η γυναίκα με το κοπάδι 1982) θα επεξεργαστεί τη δαιμονική μορφή της γυναίκας ανοίγοντας το τοπίο των Γραφών για να χωρέσει η άλλη Σαλώμη, του Ουάιλντ, ένας συμβολισμός του αρχέγονου φόβου για τη θηλυκή δύναμη. Στην προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος διαφαίνεται πίσω και από τα δύο πρόσωπα της Σαλώμης το προσωπικό βιωματικό υπόστρωμα που η ποιήτρια προσεκτικά εκθέτει, όχι για να περιορίσει το ποιητικό τοπίο στα απολύτως ιδιωτικά πάθη, αλλά για να προκαλέσει μια αυθεντική αναγωγή του ατομικού στο κοινωνικό.
Εγώ σιωπώ./Δηλαδή: Βυθίζω τη φωνή μου στο στομάχι […] Μα όταν κουράζεται απ’ το χορό της/Όταν τελειώνει με τα πέπλα/κι έχει στα πόδια της το ματωμένο του κεφάλι […] Βαθαίνουν οι ρυτίδες κι από τα μάτια της φωτιές/Σαν άνθρωπος το σώμα της το σώμα του ζητάει.
Η γυναικεία παρουσία, η θηλυκή ματιά είναι εδώ εξόχως διακριτή. Μια γυναικεία φωνή, όμως, ως μέγεθος σημαντικό δίπλα στην αρσενική. Η θηλυκή προσέγγιση στο θέμα του έρωτα συνιστά και μια διαφορετική ματιά απολύτως συμπληρωματική στην αρσενική, επομένως και απαραίτητη στη συναρμολόγηση της συνολικής εικόνας, ώστε αυτή να μη θεωρείται δισυπόστατη. Μία είναι, ενιαία και ευτυχώς πολυσήμαντη, με τις πολλαπλές εκδοχές της να συνυπάρχουν ομοίως στα δύο συμβαλλόμενα μέρη της ερωτικής συνεύρεσης θεωρούμενης και ως πράξης και ως νοητικής πρόσληψης. Μέσα σ’ ένα σκηνικό καθορισμένων ρόλων, αρχετυπικών και στερεότυπων προδιαγεγραμμένων συμπεριφορών, η ποιητική φωνή ερευνά τα όρια της αντοχής της, τολμά να μιλά με μια απολύτως σωματική αίσθηση της ποίησης, και τελικά ενσωματώνει μέσα της όλη την τραγικότητα του πάσχοντος ανθρώπου. Με τη γνώση πως αυτό το πάθος βαραίνει τον άνθρωπο νοούμενο ως άφυλο –ή εμπεριέχοντα και τα δύο φύλα ομοίως κατά μια περισσότερο ευρεία αντίληψη– ίσως θα ήταν άτοπο να μιλάμε για γυναικεία γραφή ή έστω γυναικεία οπτική. Με την παράλληλη γνώση, ωστόσο, της έμφυλης συνειδητής βίωσης του πάθους αυτού μπορούμε να πούμε πως υφίσταται μια γραφή με πολλαπλά στρώματα χαραγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν μια ακολουθία σκέψεων, ένα παλίμψηστο που συνολικά μας δίνει τη γυναικεία παρουσία απέναντι στο πρόβλημα της ζωής. Και όσο αυτή η γραφή θα προκαλεί με την οξύνοια της ματιάς της και θα δημιουργεί μικρά ρήγματα στα θεμέλια των στερεοτύπων αντιλήψεων, τόσο θα επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της διαφορετικής οπτικής ως μιας ενδιαφέρουσας συνολικής εικόνας, μιας τοιχογραφίας που έχει λάβει υπ’ όψη της όλες τις πολύτιμες μικρές εξεγέρσεις του εν γένει πάσχοντος υποκειμένου. Η Κυρτζάκη μέσα από το ποίημα αυτό μοιάζει να συνομιλεί με άλλες εκδοχές της γυναικείας ματιάς στην ποίηση, όπως η παγκόσμια γραφή διασώζει εκλεκτές συνδέσεις. Ο συνειρμός εδώ με τη «Σαλώμη» της Αμερικανίδας ποιήτριας Ai Ogawa γραμμένη την ίδια περίπου εποχή, όπου αποτυπώνεται ο κυνισμός μιας αιρετικής συνεύρεσης αλλά και η ευαισθησία μαζί με την απρόσμενη σκληρότητα της γυναικείας παρουσίας:
Ψαλιδίζω το κοτσάνι του κόκκινου γαρύφαλλου/και το τοποθετώ σε ένα μπολ με νερό./Επιπλέει όπως θα επέπλεε το κεφάλι σου,/εάν στο είχα κόψει.[…] και ένιωσα να γίνομαι σκληρή σαν ξύλο στο χρώμα του μπράντι,/το δέρμα μου, χιλιάδες χορδές τόσο τεντωμένες/που καθώς περπατούσα προς το σπίτι/μπορούσα να ακούσω μουσική/να κατρακυλά σαν καταρράκτης από κινέζικο μετάξι/πίσω μου. (Ai Ogawa, Σαλώμη, Αμαρτία 1986, μετ. Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου, Τα αιρετικά παραμύθια, εκδόσεις Βακχικόν 2020).
Η μορφή της γυναίκας, κατακαιόμενης από το πάθος, ανελέητης όμως. Όπως στο ποίημα «Ιστορία» (Λιγοστό και να χάνεται 2002):
Τον Ενδυμίωνα/Να κάνει περιπάτους στο βουνό/ – απ’ την κορφή στο σπήλαιο/και άντε πάλι πίσω/Μόνο για να την δει/Ολόγιομη/φανταχτερή/δική του […] Δεν τον λυπήθηκα
Πόσο πιο μοναχικός φαντάζει εδώ αυτός ο δυνατός, καταδικασμένος από τη φύση του να μένει μόνος και απροστάτευτος. Πόσο αδύναμη πλέον η φημισμένη ομορφιά του Ενδυμίωνα, έτσι όπως εκστατικός τη θαύμαζε ο άλλος ποιητής:
Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
(Κ.Π. Καβάφης, «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος»)
Μα και πόσο τρομακτικά δυνατή φαντάζει η γυναικεία παρουσία, κρατώντας στο χέρι της την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Όσο για τη δική της μοναξιά, κανένας παρηγορητικός λόγος.
Μιαν άλλη γυναικεία παρουσία και μια διαφορετική ερωτική εκδοχή θα δώσει στο ποίημά της «Το τραγούδι της Σλόβεϊγ» (Μαύρη θάλασσα 2000). Εδώ η ανάγκη να συνομιλήσει με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου θα οδηγήσει την αντισυμβατική ποιήτρια σε μια ποιητική περσόνα που εγκαταλείπει τον ποιητή ενώ αυτός επαναλαμβάνει την έκκληση:
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου, μου είπες./Κι από πάνω το φεγγάρι επέμενε/πανσέληνα αδιάφορο/ότι όποιος θέλει να ’ρθει μαζί σου/Να διανύσει οφείλει το λευκό/μαύρη κηλίδα στον ορίζοντα πρώτα αφού γίνει.
Μια έκκληση απεγνωσμένη για αγάπη. Ταυτόχρονα η συνειδητοποίηση της άφευκτης μοναξιάς ή της επιλεγμένης μοναχικότητας – και οι δύο εκδοχές της ζωής συνοδοιπόροι της ποιητικής δημιουργίας. Ίσως το πιο σημαντικό, ωστόσο, στους στίχους αυτούς να εντοπίζεται σ’ εκείνο το αδιάφορο φεγγάρι που συλλήβδην εδώ εκφράζει όλο το σιωπηλό σύμπαν που απλώς παρατηρεί το πάθος των ανθρώπων αμέτοχο. Παράλογη συνύπαρξη της ανθρώπινης επιθυμίας και της σιωπής του σύμπαντος. Αλλά και η απόγνωση της ποιητικής ιδέας που, αν θέλει να σαρκωθεί στον λόγο, πρέπει πρώτα να βιωθεί στο μαύρο του ορίζοντα – μια υπαινικτικά διατυπωμένη εδώ θέση για τον πυρήνα της ποίησης που δεν μπορεί παρά να βάφει σε χρώματα σκοτεινά, αν θέλει να μιλήσει με ειλικρίνεια. Μια ποίηση που δένει στενά την αρχική της ιδέα με τον βαθύτερο φιλοσοφικό στοχασμό.
Η Κυρτζάκη όταν γράφει τη «Σχιστή οδό», το ομώνυμο ποίημα από τη συλλογή (Σχιστή οδός 1992) έχει ήδη ενσωματώσει μέσα στην ποίησή της τη φιλοσοφική αναζήτηση, έχει φέρει στο γήινο επίπεδο τα θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα, έχει συνδέσει την τέχνη της με το συμπαντικό άφατο και αόρατο. Και μιλά για τον θάνατο ως μόνη ένδειξη της μη-ζωής. Εκεί που η πεπερασμένη λογική ικανότητα αδυνατεί να εισχωρήσει, τολμά η ποίηση να δώσει τη δική της εκδοχή:
Για θάνατο δεν ξέρει ο σκοτωμένος./Όταν το μαύρο φως σαν άσπρο τον κυρίεψε/Στο ανεξίτηλο εισχωρεί αργά Τρομάζει/Βλέφαρο και ταράζεται ωσάν/με τις συσπάσεις του να δύναται/ –πώς ναι πώς σώζει τη φωνή/Για θάνατο δεν ξέρει να μιλά Άπολις παραδίδεται […] Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί. […]Και τι θα πει δεν πέθανα και πώς/τον θάνατο θάνατο ονομάζεις/πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς/να φθογγούται ο θάνατος και πώς/ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου/Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας./Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.
Η απορία, η αδυναμία εύρεσης οδού, και η ψευδαίσθηση του Ειδέναι, η τραγική αυταπάτη μιας προσπελάσιμης αλήθειας. Ο άνθρωπος μπροστά στην καταχθόνια μηχανή, την κατασκευασμένη από τον θεό ή, ακόμη χειρότερα, τη μοίρα. Μια μηχανή ικανή να τον καταστρέψει, να τον ισοπεδώσει, να τον συντρίψει για να επιβεβαιώσει τη μία και μοναδική αλήθεια του κόσμου τούτου: τίποτε δεν είναι απολύτως δυνατό για τον άνθρωπο, το ικανό μυαλό του δεν είναι παρά μια κουκίδα στο τεράστιο σύμπαν, μια ψευδαίσθηση δύναμης που εύκολα εξανεμίζεται μόλις η ανώτερη συνείδηση κινήσει τα νήματα κατά τη δική της βούληση. Ο αέναος αγώνας για τη γνώση, για το άνοιγμα του ορίζοντα, την κατάκτηση ενός ευρύτερου χώρου, μέσα στον οποίο θα κινηθεί, όλα μοιάζουν τώρα τραγικά ανώφελα. Αν δεν μπορούν να οδηγήσουν στην ευτυχία του ανθρώπου, τότε ποιο το νόημα; Πότε θα έλεγε κάποιος τον άνθρωπο ευτυχή; Μέσα στην άγνοια ή μπροστά στην πραγματική αλήθεια; Η αλήθεια, βέβαια, είναι αδυσώπητη, ανελέητη. Όμως είναι η αλήθεια που αναζητάει. Η γνώση έχει τελικά το βάρος της. Μπορεί να την αγνοήσει αλλά τότε είναι ο απαίδευτος, αδαής, «ευτυχής» μέσα στους κλειστούς, οριακούς του κύκλους. Μπορεί να την αναζητήσει αλλά τότε συγκαταλέγεται στους λίγους εκλεκτούς πεπαιδευμένους, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο παιδευόμενους ανθρώπους. Αυτούς τους μοναχικούς, και τελικά μόνους. Είναι ο άνθρωπος προορισμένος για την ευθεία γραμμή της επίπλαστης πραγματικότητας ή μήπως είναι το ον το δρομολογημένο για το ανέφικτο; Και, αν ναι, με ποιο ισάξιο τίμημα; Η Κυρτζάκη συνομιλεί με τον Οιδίποδα, όπως τον συνέλαβε η σοφόκλεια διάνοια. Και με όχημα τη γλώσσα συνδέει την άγνοια με την οίηση της γνώσης και τελικά με τον απατημένο άνθρωπο/Οιδίποδα, σαν να είναι το οίδημα που τον καταδίκασε η μοίρα όλη η φύση του ειδέναι. Ανάλογης αξίας έμπνευση αυτή του μέγιστου των ποιητών, του Όμηρου, στην Οδύσσεια, όταν αποκαλεί νήπιους
τους συντρόφους του ήρωα, γιατί χάθηκαν από τη δική τους απρονοησία και ανοησία, από τις δικές τους ατασθαλίες. Πόσο ωχριά εδώ ο ρόλος της Μοίρας, που τάχα ορίζει και κατευθύνει τα πάντα! Αλλά και ο πολύ μεταγενέστερος Καβάφης θα παλέψει –κατά δική του δήλωση– μέρες πολλές μέχρι να καταφέρει να φωτίσει τη «Σατραπεία» του, και από βαρύ και απαισιόδοξο ποίημα να το καταστήσει μήνυμα ελπιδοφόρο για κάθε δυνατή και γενναία συνείδηση (τι φοβερή η μέρα που ενδίδεις, η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις). Υποχωρείς μεν αλλά με τη δική σου θέληση. Θα μπορούσες να πράξεις διαφορετικά. Μη μέμφεσαι τη μοίρα σου! Όλα αυτά συνιστούν νίκη του ανθρώπου. Μια νίκη με ανυπολόγιστο, φυσικά, κόστος που θα πρέπει να πληρώσει η θαρραλέα συνείδηση. Είναι άραγε μια νίκη απέναντι στις εξουσίες αυτού του κόσμου;
Η μοναξιά επιστρέφει, όπως στους στίχους:
Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες/και δεν μας ελυπήθης
(«Ιστορία», Λιγοστό και να χάνεται 2002)
Στην τελευταία ποιητική της συλλογή η Κυρτζάκη μοιάζει να θεάται εν συνόλω και εν συνόψει την εικόνα του κόσμου, είτε ως ιστορία και συλλογική συνείδηση, είτε ως προσωπικό δράμα – με τα δύο αυτά να δένουν άρρηκτα μεταξύ τους αποδεικνύοντας πως από την αρχή του έργου της διαρκώς αυτές οι δύο συνθήκες αντιληπτικής προδιάθεσης την διακατείχαν· ο κόσμος ως ένα ενιαίο όλον να διηθείται μέσα στο πρόσωπο αλλά και αυτό να εξαπλούται για να κατανοήσει όσο περισσότερο από το νόημά του, γνωρίζοντας πως: η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίνεται, κατά το κρυπτικό νόημα του Ελύτη («Ρήμα το Σκοτεινόν», Τα ελεγεία της Οξώπετρας). Ο ποιητικός της λόγος ακούγεται ομοίως προφητικός, και τα τείρατα/τέρατα ομοίως θαυμαστά και αποτρόπαια:
Αν είναι όλα του φωτός ο κόσμος/όλος θα καεί κι ο άνθρωπος εξω απ’/το σώμα του θα βγει τα τείρεα της/νυκτός δεν θα γνωρίσει και πώς θα/πορευτεί. Το μέλλον είναι σκοτεινό. («Σκοτάδι σώμα»)
Μνεία της γλώσσας στους προφητικούς της στίχους, μνεία των λυτρωτικών ονομάτων που κανοναρχούν τη ζωή μας, συλλογική και προσωπική, και τη σημασιοδοτούν με τον λεκτικό τους κώδικα – συμφωνημένο μεν αλλά με τη δύναμη να δίνει πλέον νόημα στα πράγματα και όχι απλώς να τα ονοματίζει.:
Ας μου ήταν γνωστό/Δεν εγνώριζα/Τα ονόματα σαν τα δέντρα/πώς έχουν την ρίζα τους/Σκοτεινή και υπόγεια. […] Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους/φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε/ξένη πατρίδα/Κατεβαίνουν και το σώμα/κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια/να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους άνθούς/μη μου άπτου ν’ ανοίγει/και μετά τούς καρπούς του μαραίνοντας/Σαν τούς σβόλους ν’ αφήνει […] Προχωρούν/κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο/Κόμπο κόμπο τον δένουν/Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου./Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου/Αφανώς τις ζωές κυβερνούν («Ενδυμίων», Λιγοστό και να χάνεται 2002)
Στα τελευταία της ποιήματα η Κυρτζάκη (μετά το 2002 δεν εξέδωσε άλλη συλλογή, δεν εσίγησε όμως) διατηρώντας τους βασικούς άξονες της ποίησής της, τον έρωτα, τη μοναξιά, τη θεώρηση της τραγικότητας του ανθρώπου, επανέρχεται στον πολιτικό σχολιασμό δείχνοντας ότι δεν εγκατέλειψε και την ταυτόχρονη πολιτική θεώρηση των πραγμάτων. Οι αφορμές από τη διεθνή πραγματικότητα αλλά και το ζοφερό ελληνικό σκηνικό ενσωματώθηκαν σε ποιήματα σημαντικά για την ευθύτητα της οπτικής και την καθαρότητα του πολιτικού μηνύματος, χωρίς να απολέσουν την ευαισθησία της ποιήτριας. Δεν είναι απλώς καταγγελτικός ο χαρακτήρας, για παράδειγμα του ποιήματος «Έρωτας» (δημοσιευμένο το 2010, Poetix), που γράφτηκε με αφορμή τη δολοφονία στα Εξάρχεια του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6 Δεκεμβρίου του 2008. Η ποιήτρια θα διαπιστώσει την ομοιότητα στη βία του εξουσιαστικού μηχανισμού, τότε και πάντα ίδιες εικόνες, τα νιάτα τελειώνουν πρόωρα τη ζωή τους, χωρίς να νιώσουν τον έρωτα, στους δρόμους, από σφαίρες, με ήχους από δακρυγόνα που σκάνε και από ερπύστριες των τανκς – ποια η διαφορά στα καθεστώτα; Και θα καταλήξει:
[…]Απελπισμένος ο έρωτας στους δρόμους/ – πάλι στους δρόμους πάλι ψωμί πάλι/ελευθερία δεν σε αναγνωρίζω/πρόσωπό μου. Τα χρόνια δάκρυα/κυλούν και η ιστορία φάρσα/επαναληπτική της σφαίρας./Ναι, «το μέλλον/ είναι σκοτεινό» Ιωάννη Συκουτρή,/αλλά μόνο γιατί «είν’ ολίγοι/που δεν φοβούνται το σκοτάδι».
Ο εγκιβωτισμός στο ποίημα του Ιωάννη Συκουτρή, προσδίδει στον τίτλο «Έρωτας» και μιαν ακόμη ερμηνεία. Για να κατανοηθεί η σύνδεση πρέπει να δούμε πώς εντάσσεται το απόσπασμα στο κείμενο του Συκουτρή. Ο λόγος περί της φιλοσοφίας της ζωής και μάλιστα, στο συγκεκριμένο τμήμα η αναφορά στον τύπο του ήρωα, για τον οποίο γράφει:
[ο ηρωικός άνθρωπος] ζη την συντριβήν και τον πόνο του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισσότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του. […] Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· – τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι· οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας. (Ιωάννης Συκουτρής, «Η ηρωική αντίληψις της ζωής, Φιλοσοφία της ζωής», Ιωάννου Συκουτρή, Εκλογή έργων, Οι Έλληνες, Κάκτος 1997, σσ. 650, 655)
Πολύ πιο πέρα ερμηνευτικά από την καταγγελία της βίας και την επισήμανση του αδιεξόδου για τους τολμηρούς που περιπαίζουν με τη στάση τους το μέγεθος του τέρατος, η Κυρτζάκη συνομιλώντας με τον διακριτό διανοητή ανιχνεύει την ποιότητα της νεότητας που με τη θρασύτητα (ευτυχώς) της άγνοιας του κινδύνου καταλήγει ερωτευμένη με το ρίσκο της ζωής, πριν προλάβει να βιώσει την έννοια του ηρωισμού – αυτή την εννοούμε εμείς κατόπιν. Η μοίρα του ήρωα είναι έτσι κι αλλιώς να προπορεύεται χωρίς κανένα φως να του ανοίγει δρόμο· αυτός είναι ο πυρσός στα σκοτάδια για να βλέπουν οι επόμενοι. Και αυτός πυρπολείται, αν χρειαστεί. Συνειρμικά εδώ ο στίχος οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, όπως τον καταθέτει στον «Τελευταίο σταθμό» ο Σεφέρης, προσδίδοντας την αναγκαία σκοτεινή εικόνα γύρω από τον λαμπερό, κατά τα άλλα ήρωα. Η Κυρτζάκη με ευαισθησία και τρυφερότητα θα συνδέσει τη νεότητα με τον έρωτα (αυτό δεν είναι πρωτότυπο φυσικά) αλλά θα προσδώσει μια διαφορετική ποιότητα στη συνύπαρξη αυτή. Πολιτικό το ποίημα; Οπωσδήποτε. Αλλά όχι μόνον. Μια συνολική θεώρηση της ζωής με διακριτά τα όρια ανάμεσα σ’ αυτούς που τολμούν να ερωτευτούν τον κίνδυνο (άρα την ίδια τη ζωή) και σ’ αυτούς που κυριευμένοι από τον φόβο του ερέβους διστάζουν να προχωρήσουν. Πώς, λοιπόν, να μην είναι σκοτεινό το μέλλον, όπως δηλώνει και σ’ αυτό το προφητικό ποίημα η ποιήτρια; Αλλά και πώς να μη θεωρηθεί η ποίησή της μια διδαχή όχι μόνον για τη μορφή αλλά γι’ αυτή την ίδια την ποιητική ιδέα που εκτίθεται σε κοινή θέα προβάλλοντας το ήθος μιας ξεχωριστής ζωής;