Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/pyxides/mpolibar-eisai-wraios-san-ellhnas
Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ, εκδ. Ίκαρος) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής που χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε με ένα χαρακτηριστικό ποίημά τους και το βιογραφικό τους, αλλά και μ’ ένα κείμενο που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα.
Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Έτσι, λοιπόν, με καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε.
Κ Ο Λ Ο Μ Β Ι Α
Η Μπέρτα Λουσία Εστράδα Εστράδα [Berta-Lucía Estrada Estrada] (Μανισάλες, 1955), είναι Κολομβιανή ποιήτρια, πεζογράφος, δραματουργός, κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης, συγγραφέας του μπλογκ Ο Μίτος της Αριάδνης [El Hilo de Ariadna] της κολομβιανής εφημερίδας Ελ Εσπεκταδόρ. Είναι ελευθερόφρων, φεμινίστρια, άθεη και υπερασπίστρια της διαφορετικότητας. Έχει δημοσιεύσει δώδεκα βιβλία, ανάμεσά τους τα: ¡Cuidado! Escritoras a la vista…, άρθρα και δοκίμια (Κολομβία, 2009), La route du miroir, ποίηση, δίγλωσση έκδοση (Γαλλία, 2012), Náufraga perpetua, ποιητικό δοκίμιο, (Κολομβία, 2012), και Todo lo demás lo barrió el viento, ποίηση, El museo del Visionario, παταφυσικό θεατρικό έργο από κοινού με τον Φλοριάνο Μάρτινς, και Naufragios
del Tiempo, νουβέλα από κοινού με τον Φλοριάνο Μάρτινς, (Βραζιλία, 2020). Άρθρα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εγχώρια και διεθνή έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Το έργο της έχει αποσπάσει πολλά βραβεία με κυριότερο το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2011.
—————————
Κωνσταντίνος Καβάφης
Έτος 1933
Είπες: «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου -σα νεκρός- θαμένη (…)
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ.
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, Η πόλις
Το παιδί με τα μαύρα μάτια
και τα μαλλιά σαν δαχτυλίδια
απ’ το λιμάνι έφυγε της Αλεξάνδρειας
ακολουθώντας πεφταστέρια.
Ότ’ είχε εγκαινιάσει τη ζωή
κι η δύναμη αυτή
τη βεβαιότητα του έδινε την ψεύτικη
ότι ο κόσμος
που τον περίμενε
πέρα από τον πόντο
πολύτιμα πετράδια θα το γέμιζε.
Φανταζόταν
τάπητες μεταξωτούς
ώστε τα πόδια του
να μην πατούν
σε δρόμους
στρωμένους
με χώμα
και με χαλίκια.
Ακολουθούσε την απόλαυση
που η νύχτα με πανσέληνο προσφέρει
στην αγκαλιά
ενός πλουσίου εμπόρου.
Ο όμορφος νέος,
–αυτός που νόμιζε πως ο Οδυσσέας ήταν απλώς ένα πρόσωπο σε κάποιο αρχαίο ποίημα–
δεν ήξερε ακόμη
πως η Ιθάκη-Αλεξάνδρεια
είχε αγκυροβολήσει
μες στον βυθό της μνήμης του
κι όσο και να ταξίδευε
σ’ άγνωστες θάλασσες
και να περνούσε από τη μια αγκαλιά στην άλλη
η θύμηση
απ’ τα δρομάκια
της παιδικής του ηλικίας
δε θα τον εγκατέλειπε ποτέ.
(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή: Naufragios (Ναυάγια)]
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος, εκδ. Κέδρος
Ακολουθώ τα βήματα της Περσεφόνης
Ο Αίολος παίζει με τα μαλλιά μου
Χαϊδεύω τις ρυτίδες του Κρόνου
Τον ξαποσταίνω απ’ την κούρασή του
Διατρέχω τον ναό του Ποσειδώνα
Και στο κατώφλι του σπιτιού του Οδυσσέα
Κάθομαι δίπλα στο σκυλί του
Περιμένουμε μαζί τον γυρισμό του στην Ιθάκη
Έπειτα, πίνω ένα ποτήρι κρασί για τον Καβάφη και τον Ρίτσο.
Το πάθος μου για την Ελλάδα, αγκυροβολημένο στον βυθό του μεταιχμιακού συστήματός μου, χρονολογείται από την παιδική μου ηλικία τότε που ο πατέρας μου μου χάρισε τρεις συλλογές Μύθων και Θρύλων με πλούσια εικονογράφηση∙ οι δύο είχαν να κάνουν με τη μυθολογία των λαών των πέντε ηπείρων. Η προφορική λογοτεχνία, ζωγραφισμένη στο χαρτί, με αινιγματικά σύμβολα, ήταν το δώρο που μου έδωσε όταν επιτέλους έμαθα να τα αποκρυπτογραφώ μόνη μου. Οφείλω να ομολογήσω πως είχα πολλές δυσκολίες σ’ αυτό, και τα κατάφερα χάρη στην ατέλειωτη υπομονή μιας δασκάλας που αποφάσισε να επενδύσει όλο τον ελεύθερο χρόνο της για να μπορέσω να κατανοήσω τα σύμβολα του αλφάβητου. Δεν είχε άδικα το όνομα Άλμπα, Αυγή. Εκείνη μ’ έφερε στο φως του αποτυπωμένου γράμματος. Την αγάπη για τη λογοτεχνία την οφείλω στους γονείς μου∙ η μητέρα μου μου τραγουδούσε νανουρίσματα, επινοούσε ποιήματα για μένα και για τα άλλα της παιδιά, και τα κυριακάτικα πρωινά αυτοσχεδίαζε ένα θέατρο σκιών με ηθοποιούς τα χέρια της. Ο πατέρας μου, μέγας διανοούμενος και ουμανιστής, είχε μια βιβλιοθήκη ανοιχτή στα παιδιά του. Αξίζει να πω ότι κάθε μέρα μού διάβαζε παραμύθια και ποίηση∙ ειδικά ένα κινεζικό ποίημα που το λάτρευα∙ και παρόλο που το είχα αποστηθίσει, απαιτούσα από εκείνον την καθημερινή τελετουργία της ανάγνωσής του. Κουρνιασμένη στην αγκαλιά του πατέρα μου, ακούγοντας τη μουσική που έβγαινε από τα χείλη του, ξεκινούσε η μέρα. Ούτε που είχαμε τηλεόραση. Δεν τη θεωρούσε χρήσιμη. Σήμερα, όταν η Περσεφόνη[1] με καλεί για να μαζέψω μαζί της τα τελευταία λουλούδια του καλοκαιριού, καθώς οι δυο μας σπέρνουμε στα χνάρια των ελαφρών πελμάτων μας την έναρξη του φθινοπώρου, ακολουθώ τα βήματα του πατέρα μου.
Το λέω γιατί ούτε στο σπίτι μου υπάρχει τηλεόραση. Αυτό που υπάρχει βέβαια είναι μια αξιόλογη βιβλιοθήκη∙ και παρόλο που δεν είναι πολύ μεγάλη –γύρω στους δύο χιλιάδες τόμους– μπορώ να δηλώσω με απόλυτη βεβαιότητα ότι τα βιβλία που φιλοξενεί είναι σημαντικά∙ αρχίζοντας από τους κλασικούς, όπως ο Όμηρος –κληρονομημένος από την πατρική βιβλιοθήκη. Μια πολυτελής έκδοση, με λεπτεπίλεπτο ριζόχαρτο. Η τρίτη συλλογή που μου χάρισε, με λευκό εξώφυλλο και χρυσά γράμματα, ήταν η ελληνική μυθολογία για παιδιά. Έκτοτε, αυτή η αγάπη για τον πολιτισμό της Ελλάδας, τη γλώσσα της (που δεν τη μιλώ), τη μουσική της, τους χορούς της, τον λαό της, το ένδοξο παρελθόν της, τους ναούς της, πόλεις, θεούς και ήρωες χιλιάδων ετών, με συνοδεύει πάντα. Και φυσικά, υπάρχει ο Νίκος Καζαντζάκης∙ ο πατέρας μου τον θεωρούσε ως έναν από τους καλύτερους συγγραφείς του 20ού αι.
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα το έκανα σαν εκείνον που πραγματοποιεί μια οικεία τελετουργία χιλιάδων χρόνων. Αλλά πρώτα ταξίδεψα στο Μάτσου-Πίτσου, την ιερή πόλη των Ίνκα∙ ήταν το 1979. Είχα ανάγκη να επισκεφτώ ένα από τα κέντρα του προϊσπανικού κόσμου προτού ταξιδέψω στην Ευρώπη∙ τη μυθική Ευρώπη που την έκλεψε ο λευκός ταύρος και καβάλα στη ράχη του την πήγε στην Κρήτη. Θυμηθείτε πως ένα από τα κριτήρια που ελήφθησαν υπ’ όψιν για την εισδοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ακριβώς η τεράστια και απαράμιλλη πολιτιστική κληρονομιά της∙ χωρίς αυτήν, η Δύση δε θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Και την ίδια χρονιά που η θαυμάσια αυτή χώρα γινόταν πλήρες μέλος της εν λόγω Ένωσης, εγώ πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, το Παρί∙ μια λέξη που φωνητικά μοιάζει με τον Πάρι τον «παμφαίνοντα»[2]∙ τον πρίγκιπα που κατηγορήθηκε ότι ξεκίνησε τον Τρωικό πόλεμο. Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολλοί Λατινοαμερικανοί στην Πόλη του Φωτός∙ ίσως αυτό να εξηγεί το γιατί συχνά με νόμιζαν Ελληνίδα∙ προπαντός για κάποιο διάστημα που έβγαινα μόνο με μια παρέα Ελλήνων φίλων. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τους πέρασε από το μυαλό να σκεφτούν πως ήμουν Κολομβιανή. Κυρίως γιατί εκείνο τον καιρό η Κολομβία ήταν μια καταραμένη χώρα για τα ΜΜΕ∙ ακόμη, για εκατομμύρια ανθρώπους, εξακολουθούμε να είμαστε παρίες, εξακολουθούμε να είμαστε οι λησμονημένοι και οι καταδικασμένοι του κόσμου. Με άλλα λόγια, μας βλέπουν σαν κατακάθια∙ σαν να είμαστε το ισοδύναμο της πανούκλας.
Την επόμενη χρονιά, το 1982, ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Ελλάδα∙ ελάχιστες φορές στη ζωή μου έχω ξεκινήσει έναν περίπλου με τόση χαρά και διαρκή αμηχανία. Τον έκανα μόνη. Ήθελα να διαποτιστώ από τον πολιτισμό της, τραύλιζα κάποιες λέξεις στην πανέμορφη γλώσσα της, έτρωγα φέτα, γιαούρτι κι έπινα το κρασί των αμπελιών της. Επίσης έτρωγα ελιές. Κοντά στους Δελφούς γνώρισα αυτό που θεωρώ το ωραιότερο δάσος από ελαιώνες που έχω δει ποτέ.
Επισκέφτηκα την Ακρόπολη όπως εκείνος που πραγματοποιεί μια αρχαία ιεροτελεστία και υποκλίνεται μπροστά σε αγαπημένες θεότητες∙ περιηγήθηκα στην Πλάκα μ’ αυτή τη βαθιά αίσθηση ότι περπατούσα σε δρομάκια γνωστά από άλλες ζωές: από τη ζωή των βιβλίων. Έκανα πολλές φορές τη διαδρομή από την πλατεία Συντάγματος ως την πλατεία Ομονοίας∙ η τελευταία αυτή μνημονεύει τον όρκο ειρήνης που έκαναν το 1862 οι αρχηγοί διαφόρων παρατάξεων για να πάψουν τις πολιτικές έχθρες οι οποίες απειλούσαν με εμφύλιο που θα έφερνε τον όλεθρο.
Στο Σύνταγμα βρίσκεται ο τάφος του θνήσκοντος οπλίτη και πάνω του είναι χαραγμένες κάποιες φράσεις από τον Επιτάφιο του Περικλή. Ίσως γι’ αυτό, κι επειδή επίσης είναι το μέρος που φιλοξενεί το Κοινοβούλιο, το 2012 ο Δημήτρης Χριστούλας αυτοκτόνησε ως διαμαρτυρία για τη μεγάλη ύφεση που ισοπέδωσε την Ελλάδα για πολλά χρόνια και από την οποία δεν έχει καταφέρει ακόμα να βγει εντελώς. Ο Χριστούλας άφησε ένα ιδιόχειρο σημείωμα στο οποίο ομολογούσε ότι δεν άντεχε να συνεχίσει να ψάχνει στους κάδους σκουπιδιών για να βρει κάτι να φάνε, ο ίδιος και η οικογένειά του, ενώ κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές επί τριάντα πέντε χρόνια με την ελπίδα να έχει μια αξιοπρεπή σύνταξη. Μπόρεσα η ίδια να δω από κοντά την καταστροφή του 2009 κάνοντας την τρίτη επίσκεψή μου σ’ αυτή τη χώρα που από την επιρροή της δεν ξεφεύγει κανένας δυτικός. Το δεύτερο ταξίδι το είχα κάνει το 1983.
Σε όλα, και σε καθένα χωριστά, επισκέφτηκα τις Μυκήνες και τον Ναό του Ποσειδώνα στον οποίο έπειτα από χρόνια θα του έγραφα ένα ποίημα, επισκέφτηκα το μαντείο των Δελφών και φαντάστηκα ότι εκεί κοντά, σ’ ένα σταυροδρόμι όλο σκόνη, ο Οιδίποδας, «αυτός με τα πρησμένα πόδια», σκότωσε τον πατέρα του Λάιο. Και φυσικά, αυτά είναι μόνο μερικά από τα μέρη που γνωρίζω και που επισκέφτηκα με ένα ενδιαφέρον που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει. Το 2009 είδα τον τάφο του Φιλίππου του Μακεδόνα, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τη Σχολή του Αριστοτέλη.
Επίσης θυμάμαι την πρώτη μου επίσκεψη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, το 1982, όπου έμεινα για ώρες να κοιτάζω τους αμφορείς και άλλα αντικείμενα που γέμιζαν ατέλειωτα ράφια∙ δεν υπήρχαν τουρίστες και κανένας φύλακας δεν ήρθε να δει τι έκανα τόσες ώρες περπατώντας μέσα σ’ αυτό τον ναό που στέγαζε μια εποχή η οποία ποτέ πια δε θα επανερχόταν∙ τα είχα χάσει με τόση ομορφιά και τόση ερημιά. Έφτασα να σκεφτώ πως αν ήμουν μια κοινή κλέφτρα εύκολα θα μπορούσα να σηκώσω κάποιο έργο τέχνης. Θυμάμαι, επίσης, ότι επισκέφτηκα μια έκθεση ερωτικής τέχνης. Ένα άλλο μουσείο που μου τράβηξε έντονα την προσοχή είναι αυτό με τις ελληνικές αγιογραφίες∙ αναφέρομαι στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Μέχρι τότε η μόνη επαφή μου με τη θαυμάσια αυτή ζωγραφική ήταν μέσω του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, γνωστού ως Ελ Γκρέκο∙ έτσι ανοίχτηκε μπροστά μου ένα εικαστικό σύμπαν τεράστιου πλούτου, το οποίο με άφησε με κομμένη την ανάσα. Έκτοτε, όταν μιλάω για μουσεία, αναφέρω το Βυζαντινό Μουσείο ως ένα μέρος άξιο να το γνωρίσει κανείς. Αργότερα, το 2009, επισκέφτηκα τα Μετέωρα. Η αρχιτεκτονική και γεωγραφική λαμπρότητά τους, δεν έχει όμοιό της πουθενά στον κόσμο.
Και, φυσικά, πώς να μη μιλήσω για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Έλληνα ποιητή από την Αλεξάνδρεια; Τον ποιητή που μετέφρασε στα γαλλικά η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και ο οποίος μας κληροδότησε ένα έργο εκπληκτικό κι ελεύθερο. Μπορεί να πει κανείς ότι ο ποιητής έγραψε για τον εαυτό του κι όχι για να διαβαστεί μετά τον θάνατό του∙ αφού αποκήρυξε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του και δημοσίευσε κάποια ποιήματα διασκορπισμένα σε κόλλες χαρτιού αν και τακτοποιημένες καλά κατά θέμα και με χρονολογική σειρά (ξανά ο Έλληνας, ο Κρόνος, ο θεός που ελέγχει τον χρόνο μας και τελικά τη ζωή μας).
Για το τέλος, θα ήθελα να θυμηθώ τον Γιάννη Ρίτσο, τον επαναστάτη και αντιστασιακό ποιητή, που δύο φορές προτίμησε να φυλακιστεί∙ τον ποιητή που οι δύο σατράπηδες του 200ύ αι., ο Μεταξάς κι ο Παπαδόπουλος, θέλησαν να τον λυγίσουν και να τον καταστρέψουν. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1959 ο Μίκης Θεοδωράκης απαθανάτισε το ποίημά του Επιτάφιος δημιουργώντας ένα μουσικό κράμα κλασικής και παραδοσιακής ελληνικής μουσικής∙ με αυτό τον τρόπο κατάφερε να φέρει σε όλα τα χείλη, εγγράμματα ή μη, την υπέροχη ποίηση του Ρίτσου, του επαναστάτη ποιητή. Έκτοτε το πνεύμα του, και το πνεύμα του Καβάφη, τον οποίο ο Ρίτσος σεβόταν και θαύμαζε, μας συνοδεύει τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες∙ και κρυμμένη, στο πιο βαθύ σημείο της σπηλιάς, η Περσεφόνη χορεύει κάποιον αρχαίο χορό σιγομουρμουρίζοντας τα ποιήματα των αγαπημένων της τέκνων.