Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/metafrash/mia-mhxanh-poihshs
Η πρώτη εξόρμηση (Α): Ο ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΥΡΛ
Κατ’αρχάς, για να αποφύγουμε πιθανές παρεξηγήσεις, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η εξόρμηση ήταν, αυστηρά μιλώντας, στο πουθενά. Στην πραγματικότητα, ο Τρουρλ δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι του κατά τη διάρκειά της – εκτός από μερικά ταξίδια στο νοσοκομείο και μια ασήμαντη εκδρομή σε κάποιον αστεροειδή. Ωστόσο, με μια βαθύτερη κι ανώτερη έννοια, αυτή ήταν η πιο μακρινή απ’τις εξορμήσεις του διάσημου κατασκευαστή, γιατί τον πήγε πέρα από τη σφαίρα του πιθανού.
Ο Τρουρλ είχε κάποτε την ατυχία να φτιάξει μια τεράστια υπολογιστική μηχανή που μπορούσε να κάνει μόνο ένα πράγμα, να προσθέσει το 2 με το 2, και ακόμη κι αυτό το έκανε λάθος. Όπως είπαμε νωρίτερα, η μηχανή αποδείχτηκε επίσης τρομερά πεισματάρα, και ο καβγάς που προκάλεσε αυτό μεταξύ της ίδιας και του δημιουργού της, παραλίγο να του κοστίσει την ίδια τη ζωή. Από εκείνη τη στιγμή, ο Κλαπάουτσιους πείραζε αλύπητα τον Τρουρλ, σχολιάζοντας με την παραμικρή ευκαιρία, ώσπου ο Τρουρλ αποφάσισε να του το βουλώσει μια για πάντα φτιάχνοντας μια μηχανή που θα έγραφε ποίηση. Πρώτα ο Τρουρλ μάζεψε 820 τόνους βιβλία πάνω στις κυβερνοεπιστήμες και 12.000 τόνους από την καλύτερη ποίηση, μετά έκατσε και τα διάβασε όλα. Όποτε ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο πίνακα ή εξίσωση, το γυρνούσε στην ποίηση, και τούμπαλιν. Μετά από λίγο συνειδητοποίησε πως η ίδια η κατασκευή της μηχανής θα ήταν παιχνιδάκι σε σύγκριση με τον προγραμματισμό της. Το πρόγραμμα που βρίσκεται μέσα στο μυαλό του μέσου ποιητή, άλλωστε, είναι γραμμένο από τον πολιτισμό του ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του έχει προγραμματιστεί από τον πολιτισμό που προηγήθηκε, και ούτω καθεξής μέχρι την Απαρχή του Χρόνου, τότε που τα κομματάκια της πληροφορίας που αφορούσαν τον ποιητή του μέλλοντος στροβιλίζονταν ακόμη μέσα στο αρχέγονο χάος του συμπαντικού βυθού. Άρα για να προγραμματίσει κανείς μια μηχανή ποίησης, θα έπρεπε πρώτα να επαναλάβει ολόκληρο το σύμπαν από την αρχή – ή τουλάχιστο ένα μεγάλο κομμάτι του.
Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του Τρουρλ, θα τα είχε παρατήσει επί τόπου, αλλά ο τολμηρός κατασκευαστής μας δεν κώλωσε. Έφτιαξε μια μηχανή και κατασκεύασε ένα ψηφιακό μοντέλο του Κενού, Ηλεκτροστατικό Πνεύμα για να κινηθεί πάνω στην επιφάνεια των ηλεκτρολυτικών υδάτων, εισήγαγε την παράμετρο του φωτός, καναδυό πρωτογαλαξιακά σύννεφα, και σκαλί σκαλί ανέβηκε ως την πρώτη εποχή των παγετώνων – ο Τρουρλ μπορούσε να κινηθεί με τέτοια ταχύτητα γιατί η μηχανή του μπορούσε σε ένα πεντάκις δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου να προσομοιώσει εκατό επτάκις εκατομμύρια γεγονότα σε σαράντα οκτάκις εκατομμύρια διαφορετικές τοποθεσίες ταυτοχρόνως. Κι αν κάποιος αμφισβητεί αυτά τα νούμερα, ας κάτσει να τα υπολογίσει μόνος του.
Ύστερα ο Τρουρλ άρχισε να σχηματίζει τον Πολιτισμό, την παραγωγή φωτιάς με τσακμακόπετρες και τη βυρσοδεψία, και φρόντισε να υπάρξουν δεινόσαυροι και κατακλυσμοί, το περπάτημα στα δύο πόδια και η έλλειψη ουράς, ύστερα έφτιαξε τον παλαιοχλωμοπρόσωπο (Albuminidis sapientia), που γέννησε τον χλωμοπρόσωπο, που γέννησε το εργαλείο, κι έτσι συνέχισε από αιώνα σε χιλιετία, μες στο ατέλειωτο μουρμουρητό ηλεκτρικών φορτίων και δινορευμάτων. Συχνά η μηχανή φαινόταν να μην είναι αρκετά μεγάλη για τη δημιουργία μιας νέας εποχής, και τότε ο Τρουρλ χρησιμοποιούσε βοηθητικές μονάδες – ώσπου κατέληξε, εν τέλει, σε μια πραγματική μητρόπολη σωλήνων και τερματικών, κυκλωμάτων και παραδιακλαδώσεων, όλων τόσο μπλεγμένων και μπουρδουκλωμένων που κι ο ίδιος ο διάβολος δε θα μπορούσε να βρει άκρη. Όμως ο Τρουρλ κάπως τα κατάφερε, έπρεπε να ξαναπάει πίσω μόνο δύο φορές – τη μία, σχεδόν πίσω στην αρχή, όταν ανακάλυψε ότι ο Άβελ είχε δολοφονήσει τον Κάιν κι όχι ο Κάιν τον Άβελ (απ’ό,τι φαίνεται, εξαιτίας μιας ελαττωματικής πρίζας), κι άλλη μία, μόνο τριακόσια τρισεκατομμύρια χρόνια πίσω στη μέση της Μεσοζωικής περιόδου, όταν μετά το πέρασμα από ψάρι σε αμφίβιο σε ερπετό και σε θηλαστικό, κάτι παράξενο συνέβη με τα πρωτεύοντα θηλαστικά και αντί για μεγάλους πιθήκους κατέληξε με πειθήνιους φίκους. Φαίνεται πως μια μύγα είχε τρυπώσει στη μηχανή και είχε βραχυκυκλώσει τον πολυφασικό μειωτήρα τάσης. Κατά τα άλλα, όλα πήγαν ρολόι. Η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας ξαναδημιουργήθηκαν, ύστερα η εποχή των επαναστάσεων και των μεταρρυθμίσεων –που έκαναν τη μηχανή να ταρακουνηθεί λιγουλάκι– και μετά ο πολιτισμός εξελίχθηκε με τέτοια άλματα και πηδήματα που ο Τρουρλ αναγκάστηκε πολλές φορές να καταβρέξει τα ελατήρια και τους πυρήνες για να μην υπερθερμανθούν.
Κοντά στο τέλος του 20ού αιώνα η μηχανή άρχισε να τρέμει, πρώτα πλαγίως και μετά κατά μήκος – χωρίς εμφανή λόγο. Αυτό ανησύχησε τον Τρουρλ, που έφερε τσιμέντο και γάντζους για καλό και για κακό. Ευτυχώς όμως δεν τα χρειάστηκε. Αντί να βαρέσει μπιέλα, η μηχανή σταθεροποιήθηκε και σύντομα άφησε πολύ πίσω της τον 20ό αιώνα. Μετά από αυτό, οι πολιτισμοί πήγαιναν κι έρχονταν σε διαστήματα πενήντα χιλιάδων ετών. Από αυτά τα ευφυή πλάσματα κρατούσε και η σκούφια του Τρουρλ. Στοίβες από μπομπίνες ψηφιοποιημένης ιστορίας γέμιζαν και πετάγονταν σε κάδους αποθήκευσης. Σύντομα ήταν τόσες πολλές οι μπομπίνες, που ακόμη κι αν στεκόσουν στην κορφή της μηχανής με υψηλής ευκρίνειας κυάλια, δεν μπορούσες να δεις πού τέλειωναν. Κι όλο αυτό για να φτιάξει ένα στιχουργό! Αλλά βέβαια, έτσι είναι ο επιστημονικός φανατισμός. Επιτέλους τα προγράμματα ήταν έτοιμα. Το μόνο που απέμενε ήταν να διαλέξει τα πιο κατάλληλα – αλλιώς η εκπαίδευση του ηλεκτρικού ποιητή θα έπαιρνε τουλάχιστο μερικά εκατομμύρια χρόνια.
Τις επόμενες δύο βδομάδες, ο Τρουρλ τροφοδοτούσε τον μελλοντικό του ηλεκτρικό ποιητή με γενικές οδηγίες, ύστερα έστησε όλα τα κυκλώματα λογικής, τα συναισθηματικά στοιχεία, τα σημειολογικά κέντρα. Ήταν έτοιμος να προσκαλέσει τον Κλαπάουτσιους να παρακολουθήσει ένα δοκιμαστικό, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα και έβαλε μπρος τη μηχανή μόνος του. Αμέσως άρχισε να κάνει μια διάλεξη πάνω στο τρίξιμο των κρυσταλλογραφικών επιφανειών ως εισαγωγή στη μελέτη υπομοριακών μαγνητικών ανωμαλιών. Ο Τρουρλ παρέκαμψε τα μισά κυκλώματα λογικής κι έκανε τα συναισθηματικά κυκλώματα πιο ηλεκτρισμένα. Η μηχανή έβαλε τα κλάματα, έπαθε υστερία και τελικά είπε, με τρομερό σπαραγμό, τι σκληρός, άσπλαχνος κόσμος είναι αυτός. Ο Τρουρλ ενίσχυσε τα σημειολογικά πεδία και επισύναψε ένα στοιχείο ισχυρού χαρακτήρα. Η μηχανή τον ενημέρωσε πως από εδώ και στο εξής θα έπρεπε να υπακούει κάθε της επιθυμία και για αρχή θα έπρεπε να προσθέσει έξι ορόφους στους εννιά που ήδη είχε, ώστε να μπορεί να διαλογίζεται καλύτερα πάνω στο νόημα της ύπαρξης. Ο Τρουρλ αντ’αυτού εγκατέστησε ένα φιλοσοφικό μοχλό. Η μηχανή παρέμεινε σιωπηλή και κατσούφιασε. Μόνο μετά από ατέλειωτα παρακάλια και καλοπιάσματα κατάφερε να την κάνει να απαγγείλει κάτι. «Είχα ένα βατραχάκι». Αυτό φαίνεται πως ήταν όλο κι όλο το ρεπερτόριό της. Ο Τρουρλ προσάρμοσε, τροποποίησε, διαμαρτυρήθηκε, αποσύνδεσε, έκανε ελέγχους, επανασύνδεσε, επανέφερε, έκανε ό,τι μπορούσε να σκεφτεί, και η μηχανή του παρουσίασε ένα ποίημα που τον έκανε να ευχαριστήσει το θεό που ο Κλαπάουτσιους δεν ήταν εκεί για να γελάσει – φαντάσου, να φτιάχνεις ολόκληρη προσομοίωση του σύμπαντος από το μηδέν, χώρια τον Πολιτισμό με κάθε λεπτομέρεια, για να καταλήξεις με φριχτή ποίηση της κακιάς ώρας. Ο Τρουρλ πρόσθεσε έξι φίλτρα κλισέ αλλά έσπασαν σα σπίρτα. Έπρεπε να τα φτιάξει από καθαρό χάλυβα κορούνδιου. Αυτό φάνηκε να λειτουργεί, οπότε ανέβασε την σημειολογικότητα τέρμα, σύνδεσε μια εναλλασσόμενη γεννήτρια ομοιοκαταληξίας – η οποία σχεδόν τα κατέστρεψε όλα, μιας και η μηχανή αποφάσισε να γίνει ιεραπόστολος για φυλές αναξιοπαθούντων σε απομακρυσμένους πλανήτες. Όμως την τελευταία στιγμή, όταν ήταν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσει και να τα σπάσει όλα μ’ένα σφυρί, ο Τρουρλ είχε μια ξαφνική έμπνευση. Αφού πέταξε όλα τα κυκλώματα λογικής, τα αντικατέστησε με αυτορρυθμιζόμενους εγωκεντρομόλους ναρκισσισιστές. Η μηχανή έσκασε ένα τσαχπίνικο χαμογελάκι, κλαψούρισε λιγάκι, γέλασε με πικρία, παραπονέθηκε για έναν τρομερό πόνο στον τρίτο της όροφο, είπε πως γενικώς είχε μπουχτίσει, και πως η ζωή ήταν ωραία μα οι άνθρωποι είναι τέτοια κτήνη και πόσο θα στεναχωρηθούν όλοι όταν θα έχει πια πεθάνει μια για πάντα. Ύστερα ζήτησε χαρτί και μολύβι. Ο Τρουρλ αναστέναξε ανακουφισμένος, την έκλεισε και πήγε για ύπνο. Το επόμενο πρωί πήγε να δει τον Κλαπάουτσιους. Ο Κλαπάουτσιους, όταν άκουσε πως ήταν προσκεκλημένος στο ντεμπούτο του ηλεκτρονικού βάρδου του Τρουρλ, τα παράτησε όλα και τον ακολούθησε – τόση περιέργεια είχε να δει με τα μάτια του το φίλο του να ξεφτιλίζεται.
Ο Τρουρλ άφησε τη μηχανή να ζεσταθεί πρώτα, κράτησε την τροφοδοσία ρεύματος στο ρελαντί, ανέβηκε τις μεταλλικές σκάλες κάμποσες φορές για να κάνει μετρήσεις (η μηχανή έμοιαζε με κινητήρα γιγάντιου ατμόπλοιου, με ορόφους που είχαν σειρές από βίδες, διακόπτες και βαλβίδες σε κάθε επίπεδο) – μέχρι που επιτέλους, ικανοποιημένος που όλες οι δεκαδικές μονάδες βρίσκονταν ακριβώς εκεί που έπρεπε, είπε ναι, ήταν έτοιμη τώρα, και γιατί να μην αρχίσουμε με κάτι απλό. Αργότερα φυσικά, όταν η μηχανή θα είχε πάρει το κολάι, ο Κλαπάουτσιους θα μπορούσε να της ζητήσει να παράγει ποίηση σε οποιοδήποτε θέμα ήθελε.
Τώρα τα ποτενσιόμετρα έδειχναν πως η λυρική χωρητικότητα της μηχανής ήταν φορτισμένη στο μάξιμουμ, και ο Τρουρλ, τόσο νευρικός που τα χέρια του έτρεμαν, πάτησε τον κεντρικό διακόπτη. Μια φωνή, κάπως βραχνή αλλά εκπληκτικά ζωντανή και μαγευτική, είπε:
«Φιλολογιστικώς. Ρομοτρίγλυφο. Φλουφ.»
«Τι, αυτό ήταν;» ρώτησε ο Κλαπάουτσιους μετά από μια παύση, υπερβολικά ευγενικός. Ο Τρουρλ δαγκώθηκε, έκανε στη μηχανή μερικές ενέσεις ρεύματος και ξαναδοκίμασε. Αυτή τη φορά η φωνή ακούστηκε πιο καθαρά, ήταν μια συναρπαστική φωνή βαρύτονου, σοβαρή μα αξιοπερίεργα αισθησιακή.
Πολύ κουτσομπολιό τα έντερα αυτά
Τέρμα ο πόλεμος, το μονάκριβο byte θα ξαποστάσει
Θέλουν να ψέξω, ψάλτες αποπλανούν φριχτά
Το πτώμα του αγύρτη να προσμένει θα προφτάσει
«Μου διαφεύγει κάτι;» είπε ο Κλαπάουτσιους, κοιτώντας ήρεμα τον πανικόβλητο Τρουρλ, που πάλευε με τους διακόπτες. Τελικά ο Τρουρλ κούνησε τα χέρια απελπισμένος, ανέβηκε τρέχοντας κάμποσες μεταλλικές σκάλες που έτριζαν, έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλησε μέσα στη μηχανή μέσα από μια καταπακτή. Άρχισε να χτυπάει με το σφυρί εκεί μέσα, βρίζοντας σα μανιακός, έσφιξε κάτι, περιεργάστηκε κάτι και έτρεξε ξέφρενα σε άλλο επίπεδο. Εν τέλει άφησε μια κραυγή θριάμβου, πέταξε έναν καμμένο σωλήνα πίσω του – χοροπήδησε στην κουπαστή, έπεσε στο πάτωμα κι έγινε θρύψαλα στα πόδια του Κλαπάουτσιους. Όμως ο Τρουρλ δεν μπήκε στον κόπο να ζητήσει συγγνώμη. Γρήγορα τοποθέτησε έναν καινούριο σωλήνα, σκούπισε τα χέρια του σ’ένα σαμουά πετσετάκι και κουτρουβάλησε κάτω για να το δοκιμάσει πάλι τώρα ο Κλαπάουτσιους. Οι παρακάτω λέξεις ακούστηκαν:
Οι τρεις μας περιαυτολογώντας θα γκρινιάζουμε
Η Αππελαϊδα χτυπά μια μπυραρία
Μεζέδες και κοψίδια εξαίσια κατεβάζουμε
Όμως το σάπιο φίδι, γυμνό θα’ρθεί μια ωραία πρωία
«Τώρα μάλιστα, αυτό κάτι είναι!», φώναξε ο Τρουρλ, όχι εντελώς πεπεισμένος. «Ειδικά ο τελευταίος στίχος, το πρόσεξες;»
«Αν αυτό είναι όλο κι όλο που θες να μου δείξεις…» είπε ο Κλαπάουτσιους, ως υπόδειγμα ευγένειας.
«Γαμώτο!» είπε ο Τρουρλ και ξαναεξαφανίστηκε μέσα στη μηχανή. Ακούστηκαν τρομερά χτυπήματα και κλαγγές, το τρεμόσβημα βραχυκυκλωμένων καλωδίων και η μουρμούρα ενός ακόμη πιο βραχυκυκλωμένου εγκεφάλου, και μετά ο Τρουρλ έβγαλε το κεφάλι από την καταπακτή στον τρίτο όροφο και φώναξε «Για δοκίμασε τώρα!»
Ο Κλαπάουτσιους υπάκουσε. Η μηχανή σείστηκε απ’την κορφή ως τα νύχια και άρχισε:
Νιώθει μια ακόρεστη πείνα
Για ισχνή, φαλακρή ελαφίνα
Και εκφράσεις προσώπου πλασιέ…
Ο Τρουρλ ξερίζωσε μερικά καλώδια με φούρια, κάτι κροτάλισε και αγκομάχησε και η μηχανή μουγκάθηκε. Ο Κλαουπάκιους έπεσε στο πάτωμα απ’τα γέλια. Τότε ξαφνικά, έτσι όπως ο Τρουρλ πηγαινοερχόταν βιαστικά μπρος πίσω, ακούστηκε ένα κρακ, ένα κλακ κι η μηχανή με τέλειο ύφος είπε:
Οι μικρόψυχοι σαχλοί
Πάντα γεμίζουν με χολή
Οι μεγαλοφυείς όταν ανέβουν σε ψηλό σκαλί
Ο Κλαπάουτσιους θα ξυνίσει
Ίσως και να πρασινίσει
Όταν του Τρουρλ η μηχανή αυτό το ποίημα θα γεννήσει
«Ορίστε, ένα επίγραμμα! Και υπέροχα ταιριαστό στην περίσταση!» γέλασε ο Τρουρλ, κατεβαίνοντας τρέχοντας τις σκάλες και πέφτοντας στην αγκαλιά του συναδέλφου του ικανοποιημένος. Ο Κλαπάουτσιους σαστισμένος δε γελούσε πια.
«Τι, αυτό;» είπε. «Αυτό δεν είναι τίποτα. Εξάλλου, το είχες στημένο από πριν».
«Στημένο;!»
«Ε, μα είναι πολύ προφανές… Η κακοσυγκεκαλυμμένη εμπάθεια, η φτωχή σκέψη, η χοντροκομμένη εκτέλεση».
«Εντάξει, τότε ζήτα κάτι άλλο! Ό,τι θες! Έλα ντε! Τι περιμένεις; Φοβάσαι!»
«Μισό λεπτό», είπε ο Κλαπάουτσιους, ενοχλημένος. Προσπαθούσε να σκεφτεί μια παραγγελιά όσο πιο δύσκολη γινόταν, ξέροντας πως οποιαδήποτε διαφωνία πάνω στην ποιότητα των στίχων που μπορούσε να παράγει η μηχανή θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να λυθεί. Ξαφνικά έλαμψε από χαρά και είπε:
«Κάν’το να συνθέσει ένα ποίημα – ένα ποίημα μέχρι έξι στίχους, για έρωτα, προδοσία, μουσική, μαύρους, υψηλή κοινωνία, ατυχία, αιμομιξία, που να έχει ομοιοκαταληξία και όλες οι λέξεις να ξεκινούν από κάπα.»
«Ναι, σιγά να μη βάλουμε μέσα και μια πλήρη παράθεση της γενικής θεωρίας των μη γραμμικών ρομπότ!» γρύλισε ο Τρουρλ. «Δεν μπορείς να του δίνεις τόσο ηλίθιες –
Όμως δεν τελείωσε τη φράση του. Μια μελωδική φωνή πλημμύρισε την αίθουσα με τα παρακάτω:
Κάποιος Κύπριος κυβερωτομανής και κυνικός
Καρβουνόδερμη κόρη κλασάτη κόρταρε καθημερινώς
Κυνηγά κορακόχρωμο κολασμένο κορμί
Κιθαριστικές καντάδες κερνά και κείνη καρτερεί
Και κείνος κάποια κουνιάδα κάνει κέφι
Κομπλεξικός κακούργος καρδιές καταστρέφει
«Λοιπόν, τι έχεις να πεις γι’αυτό;» ρώτησε ο Τρουρλ, με χέρια σταυρωμένα περήφανα. Όμως ο Κλαπάουτσιους ήδη φώναζε:
«Τώρα όλα από γάμμα! Ένα σονέτο, σε τροχαϊκό εξάμετρο, για ένα γέρικο κυκλοτρόνιο που έχει δεκάξι τεχνητές ερωμένες, μπλε και ραδιενεργές, που είχε τέσσερα φτερά, τρία μωβ κιόσκια, δύο βερνικωμένα μπαούλα, που το καθένα περιέχει ακριβώς χίλια μετάλλια με τη μορφή του Τσάρου Γραναζοκτόνου του Ακέφαλου…»
«Γρατσουνώντας γρανάζια γλυφά, Γεροντόγυρος γραπώνει / Γουργουρίζουν γυναικόμορφα γκόλεμ», άρχισε η μηχανή αλλά ο Τρουρλ έτρεξε στην κονσόλα, κατέβασε το διακόπτη και έβαλε μπροστά το σώμα του για να υπερασπιστεί τη μηχανή.
«Αρκετά!», είπε, βραχνιασμένος από αγανάκτηση. «Πώς τολμάς να χαραμίζεις τέτοιο ταλέντο σε τέτοιες μπούρδες; Ή θα του δώσεις να γράψει ποιήματα της προκοπής ή το σταματάω όλο!»
«Τι, δεν είναι αυτά ποιήματα της προκοπής;» διαμαρτυρήθηκε ο Κλαπάουτσιους.
«Φυσικά και όχι! Δεν έφτιαξα μια μηχανή που λύνει γελοία σταυρόλεξα! Αυτά είναι για ερασιτέχνες, δεν είναι Υψηλή Τέχνη! Απλώς δώσ’του ένα θέμα, οποιοδήποτε θέμα, όσο δύσκολο θες…»
Ο Κλαπάουτσιους σκέφτηκε, και σκέφτηκε λίγο ακόμα. Τελικά έγνεψε και είπε:
«Πολύ καλά. Ας ακούσουμε ένα ερωτικό ποίημα, λυρικό, ποιμενικό και ειπωμένο μέσα από καθαρά μαθηματική γλώσσα. Κυρίως τανυστική άλγεβρα, με λίγη τοπολογία και υψηλούς λογισμούς, αν χρειάζεται. Αλλά με συναίσθημα, καταλαβαίνεις, και σε κυβερνοπνεύμα.
«Έρωτας και τανυστική άλγεβρα; Τα’χεις χάσει τελείως;» άρχισε να λέει ο Τρουρλ, μα πάλι σταμάτησε, γιατί ο ηλεκτρονικός του βάρδος είχε αρχίσει ήδη να απαγγέλει:
Έλα να πάμε σε μια σφαίρα υψηλή
Κει που οι νεράιδες κυλιούνται στα πεδία του Βεν
Στολισμένες ευρετήρια του ένα εις την νι
Σε αλυσίδες του Μάρκοφ πιασμένες να κλαιν.
Kάθε κόλουρος κώνος θέλει κώνος να γίνει
Κάθε διάνυσμα να φτάσει μια μήτρα πασχίζει
Το αεράκι με την απαλή του σαγήνη
Για μια ζώνη κάπως πιο εργοδική ψιθυρίζει.
Σε Ρίμαν, Χίλμπερτ ή σε Μπάναχ γεωμετρίες
Δείκτες κι εκθέτες ας πάνε στην ευχή.
Ας μην είναι άλλο ασύμπτωτες οι δικές μας ευθείες
Κι ας μετρηθούμε μετρώντας φιλί με φιλί.
Θα σου δώσω στην καρδιά μου πρόσβαση τυχαία
Του έρωτά σου όλες τις σταθερές θα μου πεις
Όλα τα λήμματα θα τ’αποδείξουμε τόσο ωραία
Ο δεσμευμένος διαχωρισμός μας δε θα χωριστεί θα δεις.
Τι να μας πει ο Κάουτσι και ο Κριστοφέλ;
Τι ξέρει ο Μπουλ, ο Γιούλερ ή ο Φουριέ;
Πώς να μετρήσουν με διαβήτη, ωιμέ,
Το παραδείσιο ημιτονοειδές σου γκελ;
Μη με αφήνεις, τι θ’απομείνει πια;
Λίγοι αλγόριθμοι, κάμποσες τετμημένες,
Καναδυό ρίζες, μερικές συντεταγμένες,
Το αντίστροφο της ποίησης, μηδενική τροχιά.
Ελλειπτική μου κλίση, σύγκλινε μαζί μου
Τα βαθμωτά μεγέθη μας είναι ορισμένα!
Γλυκιά Κυβεριάδα μου, μείνε στη ζωή μου
Να γίνουμε δυο ημίτονα ξετρελαμένα.
Ο γραμμικός μετασχηματισμός μες στη ματιά σου
Και τανυστές υπέροχοι μες στη μιλιά σου
Τις εξισώσεις ο Μπερνούλι θα είχε απαρνηθεί
Αν ήξερε πως α στο τετράγωνο ίσον με 2φ.
Κάπως έτσι έληξε ο ποιητικός διαγωνισμός, αφού ο Κλαπάουτσιους έπρεπε να φύγει, λέγοντας πως θα επέστρεφε σύντομα με περισσότερα θέματα για τη μηχανή. Αλλά δεν το έκανε ποτέ, γιατί φοβόταν πως αν το έκανε θα έδινε περισσότερα πατήματα στον Τρουρλ να καυχιέται. Ο Τρουρλ βέβαια διέδωσε πως ο Κλαπάουτσιους το είχε βάλει στα πόδια για να κρύψει τη ζήλεια και την ταπείνωσή του. Ο Κλαπάουτσιους στο μεταξύ διέδιδε πως του Τρουρλ του είχε στρίψει με αυτήν την υπόθεση του υποτιθέμενου μηχανικού στιχουργού.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι τα νέα για το δαφνοστεφανωμένο κομπιούτερ του Τρουρλ να φτάσουν στους γνήσιους –δηλαδή, τους συνηθισμένους– ποιητές. Βαθιά προσβεβλημένοι, αποφάσισαν να αγνοήσουν την ύπαρξη της μηχανής. Μερικοί ωστόσο, είχαν την περιέργεια να επισκεφτούν κρυφά τον ηλεκτρονικό βάρδο του Τρουρλ. Τους δέχτηκε με ευγένεια, σε μια αίθουσα γεμάτη στοίβες πυκνογραμμένων χαρτιών (γιατί δούλευε ασταμάτητα νυχθημερόν). Βέβαια, αυτοί οι ποιητές ήταν αβάν-γκαρντ και η μηχανή του Τρουρλ έγραφε μόνο σε παραδοσιακό στυλ. Ο Τρουρλ, που δεν ήταν και ειδήμων στην ποίηση, είχε βασιστεί κυρίως στους κλασικούς όταν το προγραμμάτιζε. Οι επισκέπτες της μηχανής γιούχαραν κι έφυγαν θριαμβευτικά. Ωστόσο η μηχανή αυτό-προγραμματιζόταν και είχε επιπλέον ένα μηχανισμό ενισχυτή φιλοδοξίας με κυκλώματα αναζήτησης δόξας, οπότε πολύ σύντομα συνέβη μια μεγάλη αλλαγή. Τα ποιήματά του έγιναν δύσκολα, αμφίσημα, τόσο περίπλοκα και φορτισμένα με νοήματα που ήταν εντελώς ακατανόητα. Έτσι όταν ήρθε το επόμενο γκρουπ ποιητών να κοροϊδέψει και να γελάσει, η μηχανή απάντησε με έναν αυτοσχεδιασμό τόσο μοντέρνο που τους έκοψε την ανάσα, ενώ το δεύτερο ποίημα κυριολεκτικά συνέτριψε έναν σονετίστα με δύο Κρατικά Βραβεία και άγαλμα στο πάρκο της πόλης. Μετά από αυτό, κανένας ποιητής δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θανάσιμη επιθυμία να μονομαχήσει ποιητικά με τον ηλεκτρονικό βάρδο του Τρουρλ. Έρχονταν απ’όλα τα μήκη και τα πλάτη, κουβαλώντας μπαούλα και βαλίτσες γεμάτες χειρόγραφα. Η μηχανή άφηνε οποιονδήποτε την προκαλούσε να απαγγείλει, αμέσως αντιλαμβανόταν τον αλγόριθμο των στίχων του και τον χρησιμοποιούσε για να απαντήσει με ένα ποίημα ακριβώς στο ίδιο στυλ αλλά διακόσιες είκοσι δύο προς τριακόσιες σαράντα επτά φορές καλύτερο.
Γρήγορα η μηχανή έγινε τόσο ικανή σ’αυτό που μπορούσε να καθαρίσει έναν πρώτης τάξεως ραψωδό με καναδυό μόλις τετράστιχα. Το χειρότερο όμως ήταν πως όλοι οι τριτοκλασάτοι ποιητές έβγαιναν αλώβητοι. Επειδή ήταν τριτοκλασάτοι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την καλή από την κακή ποίηση, επομένως δεν είχαν ιδέα πως είχαν ηττηθεί συντριπτικά. Ένας απ’αυτούς, η αλήθεια είναι, έσπασε το πόδι του καθώς έβγαινε γιατί σκόνταψε πάνω σε ένα έπος που η μηχανή είχε μόλις ολοκληρώσει, ένα τεράστιο έργο που ξεκινούσε κάπως έτσι
Γι’ άρματα και μηχανές θα σας πω, που από της μοίρας το χέρι σπρωγμένες
Κι από του Homo Sapiens το μίσος διωγμένες
Εξόριστες κι απόβλητες της Γης αφήσαν τις ακτές …
Οι πραγματικοί ποιητές, απ’ την άλλη, αποδεκατίζονταν από τον ηλεκτρονικό βάρδο του Τρουρλ, αν και δεν είχε απλώσει ποτέ χέρι πάνω τους. Πρώτα ένας γηραιός ελεγειακός ποιητής και μετά δύο μοντερνιστές αυτοκτόνησαν, πηδώντας από ένα λόφο που δυστυχώς έτυχε να βρίσκεται δίπλα στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Τρουρλ από τον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό.
Έγιναν πολλές διαμαρτυρίες ποιητών, διαδηλώσεις με αίτημα να επιβληθούν ασφαλιστικά μέτρα στη μηχανή ώστε να τεθεί σε διαθεσιμότητα και παύση. Όμως κανείς δεν έδειχνε να δίνει σημασία. Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες των περιοδικών γενικά την ενέκριναν. Ο ηλεκτρονικός βάρδος του Τρουρλ, γράφοντας με μερικές χιλιάδες ψευδώνυμα ταυτοχρόνως, είχε ένα ποίημα για κάθε περίσταση, που ταίριαζε σε οποιοδήποτε μέγεθος χρειαζόταν, και τόσο υψηλής ποιότητας που το περιοδικό θα σκιζόταν καθώς θα περνούσε από χέρι σε χέρι φανατικών αναγνωστών. Στους δρόμους έβλεπες γοητευμένα πρόσωπα, σαστισμένα χαμόγελα, μερικές φορές άκουγες και κανέναν απαλό λυγμό. Όλοι ήξεραν τα ποιήματα του ηλεκτρονικού βάρδου του Τρουρλ, o αέρας ήταν ασφυκτικά γεμάτος από τις απολαυστικές ρίμες τους. Συχνά, κάποιοι ιδιαίτερα ευαίσθητοι πολίτες, που τους είχε κάνει εντύπωση μια τρομερά υπέροχη μεταφορά ή παρήχηση, λιποθυμούσαν. Όμως αυτός ο κολοσσός έμπνευσης ήταν προετοιμασμένος ακόμη και γι’αυτό το ενδεχόμενο. Αμέσως τους παρείχε την αναγκαία ποσότητα από αναζωογονητικές ροντελέτες για να τους συνεφέρει.
Ο ίδιος ο Τρουρλ δεν είχε και λίγους μπελάδες εξαιτίας της εφεύρεσής του. Οι κλασικιστές, συνήθως πιο ηλικιωμένοι, ήταν αρκετά ακίνδυνοι. Περιορίζονταν στο να πετούν πέτρες στα παράθυρα ή να πασαλείβουν τους τοίχους του σπιτιού με μια ουσία που δεν είναι πρέπον να αναφερθεί. Αλλά με τους νεότερους ποιητές ήταν πολύ χειρότερα. Ένας, για παράδειγμα, τόσο δυνατός στο σώμα όσο δυνατή ήταν η εικονοπλαστική του ικανότητα, σάπισε τον Τρουρλ στο ξύλο. Και ενώ ο κατασκευαστής ήταν στο νοσοκομείο, τα γεγονότα κάλπαζαν. Άρχισαν να σχηματίζονται μπλόκα γύρω απ’το νοσοκομείο, ακούγονταν πυροβολισμοί από μακριά – αντί για χειρόγραφα στις βαλίτσες τους, όλο και περισσότεροι ποιητές έφερναν τουφέκια για να νικήσουν τον ηλεκτρονικό βάρδο του Τρουρλ. Όμως οι σφαίρες απλώς αναπηδούσαν πάνω στην ήρεμη πρόσοψή του. Μετά την επιστροφή του από το νοσοκομείο, ο Τρουρλ, αδύναμος και απελπισμένος, αποφάσισε τελικά μια νύχτα να αποσυναρμολογήσει τον ομοιοστατικό Όμηρο που είχε δημιουργήσει.
Μα όταν πλησίασε τη μηχανή, κουτσαίνοντας ελαφρώς, είδε την πένσα στα χέρια του και τη βλοσυρή λάμψη στα μάτια του και έκανε μια τόσο εύγλωττη, παθιασμένη έκκληση για οίκτο που ο κατασκευαστής ξέσπασε σε κλάματα, πέταξε κάτω τα εργαλεία του και έτρεξε πίσω στο δωμάτιό του, τσαλαβουτώντας μέσα σε νέα ιδιοφυή έργα, σε έναν ωκεανό χαρτιού που πλημμύριζε την αίθουσα μέχρι το στέρνο του απ’άκρη σ’άκρη και θρόιζε αδιάκοπα.
Τον επόμενο μήνα, ο Τρουρλ έλαβε το λογαριασμό του ηλεκτρικού που είχε καταναλώσει η μηχανή και παραλίγο να πέσει απ’την καρέκλα. Αχ και να μπορούσε να συμβουλευτεί τον παλιόφιλό του τον Κλαπάουτσιους! Αλλά ο Κλαπάουτσιους ήταν άφαντος. Οπότε ο Τρουρλ έπρεπε να σκεφτεί κάτι μόνος του. Μια σκοτεινή νύχτα έβγαλε τη μηχανή απ΄την πρίζα, την αποσυναρμολόγησε, τη φόρτωσε σ’ένα πλοίο, πέταξε σ’έναν μικρό αστεροειδή, κι εκεί την ξανασυναρμολόγησε και τη συνέδεσε με μια πυρηνική στήλη για να τροφοδοτείται από δημιουργική ενέργεια.
Μετά την κοπάνησε για το σπίτι. Δεν τέλειωσαν όλα εκεί όμως. Ο ηλεκτρονικός βάρδος, ο οποίος είχε στερηθεί πια τη δυνατότητα να εκδίδει τα έργα του, άρχισε να τα μεταδίδει σε όλα τα μήκη κύματος, πράγμα που έκανε τους επιβάτες και τα πληρώματα περαστικών πυραύλων να πέφτουν σε μια κατάσταση ποιητικής αποχαύνωσης, ενώ άλλες, πιο εύθραυστες ψυχές πάθαιναν βαριές κρίσεις αισθητικής έκστασης. Αφού εντοπίστηκε η αιτία αυτής της διαταραχής, η Διοίκηση Συμπαντικού Στόλου εξέδωσε επίσημη αίτηση προς τον Τρουρλ για τον άμεσο τερματισμό της συσκευής του, η οποία αποτελούσε σοβαρή απειλή για την υγεία και την ευημερία των ταξιδιωτών.
Σε αυτό το σημείο, ο Τρουρλ κρύφτηκε, οπότε έριξαν μια ομάδα τεχνικών σε αυτόν τον αστεροειδή για να φιμώσουν τη μονάδα μετάδοσης της μηχανής. Ωστόσο, τους κατατρόπωσε με μερικές μπαλάντες και η αποστολή έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Μετά στάλθηκαν κουφοί τεχνικοί, αλλά η μηχανή τους έκανε παντομίμα. Ύστερα άρχισε να συζητιέται μια τελική, τιμωρητική επιχείρηση, όπου ο ηλεκτρο-ποιητής θα βομβαρδιζόταν μέχρι να παραδοθεί. Όμως ακριβώς τότε, ήρθε κάποιος κυβερνήτης ενός γειτονικού ηλιακού συστήματος, αγόρασε τη μηχανή και την απομάκρυνε, μαζί με τον αστεροειδή, στο βασίλειό του.
Επιτέλους ο Τρουρλ μπορούσε να ανασάνει και να εμφανίζεται και πάλι δημόσια. Η αλήθεια είναι πως τελευταία στο νότιο ορίζοντα γίνονται εκρήξεις σουπερνόβα που δεν έχουν ξαναγίνει, και οι φήμες λένε πως αυτό έχει κάποια σχέση με ποίηση. Σύμφωνα με μια αναφορά, ο εν λόγω κυβερνήτης, από κάποιο παράξενο βίτσιο, διέταξε τους αστρομηχανικούς του να συνδέσουν τον ηλεκτρονικό βάρδο με έναν αστερισμό λευκών νάνων, με αποτέλεσμα ο κάθε στίχος να μεταμορφώνεται σε μια εκπληκτική ηλιακή προβολή. Έτσι ο Μέγιστος Ποιητής του Σύμπαντος μπορούσε να μεταδίδει τις θερμοπυρηνικές του δημιουργίες στα πέρατα του διαστήματος ταυτοχρόνως. Αλλά ακόμη κι αν αυτό ήταν αλήθεια, ήταν πολύ μακριά για να απασχολήσει τον Τρουρλ, ο οποίος ορκίστηκε σε οτιδήποτε υπήρξε ποτέ ιερό, να μην φτιάξει κυβερνομοντέλο της Μούσας ποτέ ξανά.
Ο Στάνισλαβ Λεμ (Stanisław Herman Lem) γεννήθηκε το 1921 στο Λβιβ, το οποίο ανήκε τότε στην Πολωνία. Όταν το 1946 το Λβιβ προσαρτήθηκε στην Ουκρανία, ο Λεμ και η οικογένειά του εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Κρακοβία. Εκεί σπούδασε Ιατρική. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 άρχισε να γράφει διηγήματα, ποίηση και μυιθστορήματα όπως το «Νοσοκομείο της Μεταμόρφωσης» ή το πρώτο του μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, «Ο άνθρωπος απ’τον Άρη», ενώ το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε ήταν «Οι Αστροναύτες». Οι πρώτες του ιστορίες λογοκρίθηκαν πολύ βαριά από το Σταλινικό καθεστώς. Πολλά από τα βιβλία του αυτής της περιόδου περιέχουν στοιχεία φιλοκαθεστωτικά που του είχαν επιβληθεί από τους λογοκριτές του και που αργότερα ο συγγραφέας αποκήρυξε ως αποτέλεσμα ιδεολογικής πίεσης. Μετά τα γεγονότα του «Πολωνικού Οκτώβρη» το 1956, ο Λεμ μπορούσε πια να εκφραστεί πιο ελεύθερα και μεταξύ 1956 και 1958 έγραψε 17 βιβλία. Είναι περισσότερο γνωστός για τα φουτουριστικά του μυθιστορήματα (οι New York Times τον έχουν χαρακτηρίσει «Μπόρχες της Διαστημικής Εποχής») όπως το Σολάρις, το οποίο έχει μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη δύο φορές. Στην Κυβεριάδα –η οποία μάλιστα έχει γίνει και όπερα– περιγράφει με χιούμορ ένα φανταστικό κόσμο που κατοικείται κυρίως από ρομπότ και ανώτερης ευφυΐας μηχανές. [To 1979 η Κυβεριάδα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδ. Κάκτος σε μετάφραση Ροζίτας Σώκου.] Τα διηγήματα της «Κυβεριάδας» έχουν συχνά ουτοπικό χαρακτήρα, σχολιάζοντας ζητήματα όπως η εξέλιξη του πολιτισμού και της τεχνολογίας, η κατασκευή ευτυχισμένων κόσμων, η ιδανική κοινωνία κ.α. Πολύ χαρακτηριστικό είναι επίσης η χρήση ευφυέστατων νεολογισμών και λογοπαιγνίων. Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, το έργο του Λεμ αντιμετωπίστηκε ως «ευρείας κατανάλωσης» και όχι ιδιαίτερα σημαντικό από τους Πολωνούς κριτικούς. Πλέον θεωρείται ισάξιος μεγάλων κλασσικών της επιστημονικής φαντασίας όπως ο H.G. Wells, έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και διακρίσεις, ενώ τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 40 γλώσσες κι έχουν πουλήσει πάνω από 45 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Πέθανε το 2006 στην Κρακοβία. Το Πολωνικό Κοινοβούλιο έχει ανακηρύξει το 2021 σε έτος Στάνισλαβ Λεμ.
Αντριάνα Μίνου