Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/diereynhseis/25h-martioy-mia-paliggenesia-pollaplwn-anagnwsewn
Το καθιερωμένο πρωτοχρονιάτικο ευχετήριο μήνυμα των πολιτειακών και πολιτικών θεσμών κεντρικό νοηματικό και νοηματοδοτικό άξονα, φέτος, είχε την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Συγκεκριμένα, στο μήνυμα της προέδρου της Δημοκρατίας το νέο έτος «αποτελεί συμβολικό ορόσημο» καθώς «η επέτειος είναι αφορμή να αντλήσουμε έμπνευση από την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των προγόνων[1]» ενώ σε αυτό του πρωθυπουργού της χώρας το εθνικό επιχειρησιακό σχέδιο εμβολιασμών -«εθνική εξόρμηση»- κατά της πανδημίας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επιχείρηση: Ελευθερία», αναδείχθηκε σε ιστορικό ανάλογο του Αγώνα: «ο κρίκος που θα ενώνει τις νίκες των προγόνων με τις επιτυχίες των απογόνων.[2]» Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τέλος, θεωρεί πως το 2021 «θα είναι το πρώτο βήμα για την νέα αναγέννηση της πατρίδας μας» αρκεί «να πορευτούμε με πυξίδα τις αξίες μας […] που έγιναν συνώνυμο της Ελλάδας και των αγώνων του ελληνικού λαού […] τη Δημοκρατία, την ελευθερία, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη.[3]» Το μήνυμα, λοιπόν, του Αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία/ελευθερία προσδιορίζει και ορίζει τον χαρακτήρα της νέας χρονιάς, επικαιροποιείται με την πρόσληψη μίας σειράς συμβολισμών («ορόσημο», «κρίκος», «πυξίδα») και νοηματικών/ιδεολογικών φορτίων, με αποτέλεσμα ένα είδος ρευστοποίησης του ιστορικού κεφαλαίου ώστε αυτό να λειτουργήσει, τροφοδοτικά και τονωτικά, σαν τραπεζική επιταγή εθνικής και αδιαμφισβήτητης αξίας και κύρους. Σημασία, βεβαίως, έχει ο τρόπος που συμπληρώνουμε κατά καιρούς την επιταγή[4] και αυτό θα εξετάσουμε ενδεικτικά.
Η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, που θεσμοθετήθηκε με Διάταγμα της 15ης Μαρτίου του 1838 και πανηγυρίστηκε με την πρέπουσα λαμπρότητα το ίδιο έτος, αποτέλεσε στη συνέχεια –τουλάχιστον μέχρι το 1843– πεδίο προστριβών, μεταξύ των αντιοθωνικών, κατά κύριο λόγο νεολαίων, και της οθωνικής εξουσίας.[5] Οι νεολαίοι θεωρούν πως ο λιτός χαρακτήρας του εορτασμού της ημέρας, περιορισμένος σε επίσημη δοξολογία παρουσία του βασιλικού ζεύγους και της αυλικής εξουσίας, δεν είναι αντάξιος του εθνικού/ιδεολογικού της φορτίου αλλά και των παρεπόμενων συμβολισμών και συνδηλώσεών της: «Φθάνει η 25 Μαρτίου, η ημέρα καθ’ ην εκδικητικός κεραυνός επέσκηψεν μετά πατάγων κατά της κεφαλής των τυράννων μας […] και τι γίνεται; τίποτε: μήτε εσπερινή μουσική, μήτε εωθινά άσματα, μήτε πυροβόλων εκπυρσοκροτήσεις.[6]» Αποδίδουν στην αδιαφορία των Βαυαρών, την οποία ασφαλώς συσχετίζουν με τη διαδικασία συγκρότησης ενός νέου, εξωελληνικού, εξουσιαστικού προφίλ, την απαξίωση/απολάμπρυνση της εθνικής επετείου, ένα είδος περιθωριοποίησης του Αγώνα των Ελλήνων και σε αντιστάθμισμα, σε μια προσπάθεια επαναϊεροποίησης, προβαίνουν σε μία σειρά ενεργειών/πρωτοβουλιών που σταδιακά αποκτούν έναν φετιχιστικό μάλλον χαρακτήρα: φωταγώγηση οικιών, ανάρτηση φωτισμένων συμβολικών εικόνων πρωτεργατών και πρωταγωνιστών, γλεντοκόπια, αυθαίρετη ταύτιση της ονομαστικής εορτής των συμμετεχόντων με την επέτειο.[7] Ενέργειες ουσιαστικά οι οποίες μετατρέπουν τον εορτασμό σε λαϊκό πανηγύρι, δημιουργούν εξάρσεις αλλά και εντάσεις, τις οποίες τροφοδοτεί η καταπιεσμένη και λανθάνουσα δυσαρέσκεια για τη μοναρχική εξουσία, και οδηγούν σε επέμβαση των αρχών, «φυλακώσεις»/συλλήψεις αλλά και δίκες στις οποίες εμφανίζονται αυτοβούλως ως απολογούμενοι ακόμη και όσοι απουσίαζαν από τον εορτασμό λόγω ασθενείας. Το 1839 παραδείγματος χάριν, έναν μόλις χρόνο μετά την καθιέρωση του εορτασμού, τελούν στην εκκλησία της Καπνικαρέας, την πρώτη Κυριακή μετά τον Ευαγγελισμό, επιμνημόσυνο δέηση για τους πεσόντες στον Αγώνα, δέηση που λειτουργεί εν πολλοίς ως ορθή επανάληψη αυτής που διενήργησε ανήμερα της εθνικής επετείου το επίσημο κράτος, όχι, ωστόσο, προσηκόντως αλλά ατελώς ενώ ο εορτασμός καταλήγει σε φαγοπότι.[8]
Είναι αξιοσημείωτο πως δεν αξιολογείται το προγραμματικό τυπικό της πρακτικής της τελετής αλλά η αμφισβήτηση αφορά στη συναισθηματική ποσόστωση της συμμετοχής, που σημαίνει τη μεταφορά από το ορθολογιστικό πεδίο της πολιτικής σε αυτό του θυμικού των παρορμήσεων αλλά και των λεκτικών και συναισθηματικών εξπρεσιονισμών, του ένθερμου πατριωτικού αισθήματος δηλαδή ως ανταγωνιστικού παράγοντα των απρόσωπων πολιτειακών θεσμών, ίσως, σημαίνει, εν τέλει, την απαρχή του νεοελληνικού λαϊκισμού.
Η περίπτωση της διπλής επιμνημόσυνου δέησης θα μπορούσε να θυμίζει τις περιπτώσεις των Ελλήνων μεταναστών, που επαναλάμβαναν το μυστήριο της βάπτισης των τέκνων τους στην ιδιαίτερη πατρίδα, μια και ο ορθόδοξος ιερέας της ξενιτιάς δεν διατηρούσε την καθιερωμένη γενειάδα.
Ωστόσο, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αρκετά πρώιμα εμφανίζεται το πατριωτικό αίσθημα διαβαθμισμένο σε ποιότητες που λειτουργούν ανισοποιητικά: ο αυθεντικός/αγνός/τίμιος/ένθερμος/ασυγκράτητος –και γιατί όχι– καθαρόαιμος πατριωτισμός διαφοροποιείται από τον τυπικό/ψυχρό/αποστασιοποιημένο δημιουργώντας πολίτες δύο ταχυτήτων, τους νόμιμους κληρονόμους της εθνικής μνήμης και αυτούς που διεκδικούν μερίδιο από αυτή αλλά αντιμετωπίζονται ως άσωτοι ή από/ψυχοπαίδια, αλλά ταυτόχρονα και τη δισυπόστατη μορφή της φαντασιακής πατρίδας η οποία άλλοτε λειτουργεί ως τρυφερή βιολογική μητέρα και άλλοτε ως μητριά.[9]
Το 1883, ωστόσο, ο εορτασμός έχει λάβει την πρέπουσα λαμπρότητα και διαρκεί δύο ημέρες, την παραμονή και ανήμερα, με ενεργό τη συμμετοχή του πανεπιστημίου της Αθήνας. Νεαρός τότε, δεκαεξάχρονος φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) μνημονεύει: « […] κανονιές, μουσικές, λόγοι, ποιήματα, ενθουσιασμός. Το Πανεπιστήμιο λάβαινε ενεργό μέρος στον εορτασμό. Στη μεγάλη αίθουσα των τελετών, ένας καθηγητής, ο ιστορικός συνήθως, εκφωνούσε τον πανηγυρικό. Έπειτα, οι φοιτητές μαζευόμαστε στα προπύλαια, βγάζαμε και μεις λόγους, απαγγέλναμε ποιήματα δικά μας και στεφανώναμε τους ανδριάντες του Πατριάρχη, του Ρήγα, καθώς και το μνημείο των Ιερολοχιτών, που ήταν τότε στο λεγόμενο “άλσος” του Πανεπιστημίου, εκεί όπου σήμερα είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη κι ο κήπος της. Πηγαίναμε ακόμα στους Στύλους, όπου ο Αναστάσιος Γεννάδιος, ο μεγάλος ρήτορας, εκφωνούσε πάντα έναν εμπνευσμένο και θαυμάσιο λόγο, ή στον “Παρνασσό”, όπου μιλούσαν ή απάγγελναν ποιήματά τους οι γνωστότεροι λόγιοι και ποιητές, και παντού αλλού όπου, επίσημα ή ανεπίσημα, γιορταζόταν η 25η Μαρτίου. Τα βράδυ κάναμε λαμπαδηφορία ή ακολουθούσαμε τη λαμπαδηφορία του στρατού.[10]»
Στη νουβέλα του Κάπου περνούσε μια φωνή (1940), που διαδραματίζεται το 1915 και περιγράφει τον μαρασμό μίας νέας από έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση και εν τέλει τον θάνατό της από τον ερωτικό καημό, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης θα χρησιμοποιήσει τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου σαν παραμυθένιο σκηνικό για τη μοιραία συνάντησή της με τον νέο, σκηνικό που έχει μάλλον τα χαρακτηριστικά ενός ανοιχτού πάρτι ή ενός νεολαιίστικου φεστιβάλ: «Ήταν ένα βράδυ εορτάσιμο, ένα βράδυ λαμπαδηφορίας. Ήταν ανήμερα του Ευαγγελισμού-ανήμερα της Εθνικής Γιορτής. Ήταν μεγάλη κοσμοσυρροή, στο Σύνταγμα και στην οδόν Σταδίου. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους, σημαιοστολισμένους, χαρωπούς, φαντασμαγορικούς, φωτολουσμένους. Τα υπουργεία με τους θυρεούς τους, και με τις γαλανόλευκες γιρλάντες τους, οι Τράπεζες και το Πανεπιστήμιο, σε μιαν ονειρευτή φωτοπλημμύρα, και το πλήθος, σαν πολύβουο μελίσσι, με τ’ αμάξια και τα τραμ γιομάτα, προχωρούσε, σαν πηχτό ποτάμι, που μόλις, λες, κρατιέται μέσ’ στην κοίτη του, κι ώρες ώρες θαρρείς θα ξεχειλίσει… Και τα τόξα της οδού Σταδίου, σα μια πύρινη, χρυσή στοά παραμυθιού. Όλ’ η Αθήνα γιορτινή, κατάφωτη, στο πόδι! […] Σε λίγο θα γινόταν η παρέλαση της μεγάλης λαμπαδηφορίας: φαντάροι, φοιτητές και μαθητές, θα περνούσαν με πυρσούς και φαναράκια, κι η πομπή θα τέλειωνε στο Σύνταγμα, όπου ήταν να καούν πολλά πυροτεχνήματα…»[11].
Από την εποχή λοιπόν των φοιτητικών χρόνων του Ξενόπουλου μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων φαίνεται πως τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Ωστόσο, ο Ξενόπουλος αξιολογεί ως «ωραιότερο, συγκινητικότερο, υποβλητικότερο το προσκύνημα των κειμηλίων». Ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εξέθετε σε λαϊκό προσκύνημα όπλα και προσωπικά αντικείμενα του αγωνιστή στην οικία του στην οδό Βουλής: «Στη σάλα, πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι, ήταν ένας θώρακας, ένα δυο σπαθιά, μερικά άλλα πράματα και, καταμεσής, πάνω απ’ όλα, μια περικεφαλαία που γυάλιζε σαν χρυσή. Ο Φαλέζ,[12] με το αγαθό του πρόσωπο, στεκόταν εκεί μπροστά, άφωνος, δακρυσμένος, σκυφτός. Κι ο κόσμος περνούσε μ’ ευλάβεια και με συγκίνηση.[13]» Εκτός όμως από το προσκύνημα των κειμηλίων του Κολοκοτρώνη, που ο συγγραφέας κατατάσσει στις ωραιότερες εφηβικές του αναμνήσεις, απαριθμείται επίσης μία σειρά προσκυνημάτων εκείνου του καιρού: «Ανάμεσα σ’ αυτά, είναι το μακρύ άσπρο γάντι, ή το ψεύτικο χέρι του Αλέξανδρου Υψηλάντη, κι ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη», ο οποίος, όπως μας πληροφορεί ο Ξενόπουλος, μεταφέρθηκε από την πόλη του Μεσολογγίου στο Εθνολογικό Μουσείο διότι είχε χρησιμοποιηθεί από τους ντόπιους σαν στόχος για εξάσκηση στη σκοποβολή, γεγονός που δημιούργησε σάλο και καυτηριάστηκε σε άρθρο του φιλέλληνα Γάλλου δημοσιογράφου Ιούλιου Κλαρετύ, ο οποίος αναφερόμενος στους σκοπευτές έγραψε: «Κι οι βάρβαροι αυτοί ήταν Έλληνες».[14]
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η «Αθηναϊκή επιστολή» που γράφεται με αφορμή τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την Επανάσταση, την εποχή μάλιστα που βρισκόταν σε εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία. Ο Ξενόπουλος εστιάζει στο κοινωνικό πρόσημο της επανάστασης, παρακάμπτοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ενδοχώρα και τα παράλια της Ιωνίας, αφιερώνοντας την επετειακή του επιστολή στην κοινωνική απελευθέρωση: «Ο Αγώνας, λοιπόν, δεν τελείωσε, όχι! […] Έχουμε ακόμα να ελευθερώσουμε όχι μόνο αδελφούς σκλαβωμένους, παρά και αδελφούς ελεύθερους, από άλλου είδους τυράννους.» Υποστηρίζει δηλαδή πως δεν αρκεί να σπάει κανείς τα δεσμά της δουλείας του αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να μην καταδέχεται να γίνει ο ίδιος τύραννος του ανυπεράσπιστου αναπαράγοντας υβριδικές μορφές ανελευθερίας: «Ο δουλάκος του μπακάλη τυραννιέται από το βάρβαρο αφεντικό του; Μόλις γίνει μπακάλης κι αυτός, θα τυραννήσει τον δικό του δουλάκο. Το ίδιο ο μαθητής μόλις γίνει δάσκαλος, το ίδιο ο στρατιώτης μόλις γίνει αξιωματικός, το ίδιο ο γιος μόλις γίνει πατέρας, και καθεξής. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι, οι κοινοί, δεν είναι ακόμα αληθινά ελεύθεροι. Κι ας μην έχουν πια πάνω τους ξένο ζυγό. Δέχονται να τυραννιούνται αλλιώτικα και καταδέχονται να τυραννούν.[15]» Αντίληψη που σχετίζεται ενδεχομένως με το γεγονός πως ο Ξενόπουλος υπήρξε μέλος της Σοσιαλιστικής νεολαίας (1890-1910) και ένθερμος οπαδός του Πλάτωνα Δρακούλη.Την ίδια χρονιά, και στο ίδιο μήκος κύματος, σε επιστολή που απευθύνει από το Παρίσι στην οικογένειά του στην Αλεξάνδρεια, ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957), ως άλλος, όπως υπογράφει, ανεψιός του Σαίξπηρ, διασκεδάζοντας με την ανθρώπινη σοφία, γράφει: «Κι εχιόνισε και εσυναχώθηκα, χωρίς διόλου τα σπουδαία αυτά γεγονότα, όπως βλέπετε, να αλλάξουν το παράπαν την ένδοξον πορείαν των εθνικών ηρώων που τόσο αμέριμνα εζήτησαν με το σπαθί να κόψουν τους γορδίους δεσμούς της ελληνικής στραβωμάρας και ανοησίας. Εκατονταετηρίδες, εθνικές εορτές και Πάσχα, όλα μαζί έρχονται να διασκεδάσουν του ευτυχείς Ρωμιούς, που στα σπίτια τους, με ζεστή ησυχία, πολιτικολογούν πάνω στο στρατιωτικό ανακοινωθέν, και στις δόλιες επιχειρήσεις που στέφονται με 5.000 νεκρούς.[16]»
Η τυπωμένη, λοιπόν, όψη της εθνικής επιταγής με την ακέραια και αδιαμφισβήτητη αξία του συμβολικού εθνικού κεφαλαίου, για να επανέλθουμε στην παρομοίωση του Carr, αποκτά αξία χρήσης και ρευστοποίησης μόνο όταν συμπληρώνουμε χειρογράφως την άλλη. Θα διατρέξουμε τα κατοχικά χρόνια / τα χρόνια της αντίστασης και τη χρήση της επετείου από τις αντιστασιακές ομάδες, τη γερμανική διοίκηση ή τις κυβερνήσεις των δωσιλόγων, τη μετεμφυλιακή περίοδο και τα χρόνια της χούντας για να καταλήξουμε στην Ελλάδα της κρίσης και σε δύο φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ τους έργα: τη νουβέλα του Νίκου Θέμελη Η Αναχώρηση (Μάρτιος 2014) και το πόνημα του Φοίβου Προύντζου Λησμονημένοι αγωνιστές: Παναγιώτης Προύντζος & το χρονικό της οικογένειάς του (2019). Στο πρώτο αναδεικνύεται η τραγική ιστορία του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, τσιφλικά στον κάμπο του Ναυπλίου, φορέα των ιδεών του διαφωτισμού, που δολοφονείται διότι επέλεξε να μην εμπλακεί στις εμφύλιες διαμάχες (1823-1825). Την ιστορία του αναστηλώνει/ανασταίνει στο δεύτερο μέρος της νουβέλας, σε μία πατρίδα που ήδη έχει αρχίσει να λαμβάνει τα δυστοπικά χαρακτηριστικά της επερχόμενης κρίσης, ο απόγονός του, επίσης Λάζαρος Χατζημιχαήλ, ανώτατος δικαστικός, ο οποίος αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του αναλογίζεται τη ζωή του και τις ομοιότητες με τη διαδρομή του προγόνου του και ετοιμάζει τη δική του αναχώρηση «ξένος πια στον τόπο του τον ίδιο, απόρριμμα της κουλτούρας του που κυβερνάει.[17]» Ο Θέμελης σε κείμενό του, ένα είδος καταστατικού της λογοτεχνικής του ενασχόλησης (Δεκέμβρης 2009), είναι αρκετά διαφωτιστικός: «Με θέλγει όχι απλώς η προσφυγή στην Ιστορία, αλλά ισοδύναμα η προσφυγή και σε εκείνη που δίπλα στην καθιερωμένη εκδοχή της χαρακτηρίστηκε […] ως το “καταπιεσμένο άλλο πρόσωπο της ιστορίας”. […] Μάλιστα με θέλγει εκείνο το παρελθόν το οποίο μαζί με τα διακυβεύματά του ίσως να μην έχει κλείσει, και με τα πλοκάμια του και γεννήματά του μας αγγίζει, μας επηρεάζει, μας αφορά στη σύγχρονη ζωή μας.»[18] Επιλέγει, λοιπόν, «να φωτίσει σκοτεινές σχισμάδες της ζαρωμένης ιστορίας»[19] της επανάστασης καταφεύγοντας στη μυθοπλασία προτάσσοντας ως καθοριστικό τον ρόλο της παιδείας (ο πρόγονος Χατζημιχαήλ κυκλοφορεί στο υποστατικό του με τον Ντεκάρτ υπό μάλης). Ο Φ. Προύντζος, επίκουρος καθηγητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, αποφασίζει να καταγράψει, μετά την αφυπηρέτησή του, όπως ακριβώς και ο ήρωας του Θέμελη, την τραγική ιστορία του προγόνου του Παναγιώτη Προύντζου που πρόσφερε –εκτός από το βιος του– τους επτά του γιους στην επανάσταση. Ο Προύντζος ξεκαθαρίζει πως δεν γράφει «ως αυτόκλητος ιστοριοδίφης που ανασκαλεύει βυθούς για να ανασύρει καταχωνιασμένα “κλέη” μακρινών προγόνων» αλλά καταθέτει το έργο του ως «αφιέρωμα στη μνήμη μιας κατηγορίας αγωνιστών που αθόρυβα ήρθαν στη ζωή, αθόρυβα απόσβεσαν το πατριωτικό τους χρέος και αθόρυβα έκλεισαν τα μάτια τους, δίχως ποτέ η πατρίδα να ανάψει καντιλέρι στη μνήμη τους.[20]» Ακολουθεί την ίδια μεθοδολογία με τον Χατζημιχαήλ τον νεότερο (Γενικά Αρχεία του Κράτους, απομνημονεύματα αγωνιστών, δημοτολόγια, συνωνυμίες στον τηλεφωνικό κατάλογο, «κόσκινο για τη διασταύρωση προφορικών μαρτυριών», οικογενειακό αρχείο, ψύλλους στ’ άχυρα) όχι για να συρράψει αλλά για να αποκαταστήσει τη διαρρηγμένη από τη λήθη εικόνα του προγόνου-αγωνιστή, ο οποίος αφού πρόσφερε όσα είχε στην επανάσταση έζησε αφανής, στις παρυφές του Ναυπλίου, με ένα κοπάδι ορφανεμένα γυναικόπαιδα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως το ιστόρημα του Προύντζου περιλαμβάνει, όπως και η νουβέλα του Θέμελη, ένα δεύτερο μέρος που αναφέρεται στο έργο και τη δράση του Ηλία Προύντζου, διακεκριμένου γιατρού, κλινικάρχη και λογοτέχνη, απογόνου του Παναγιώτη, που εστιασμένη κυρίως στα κατοχικά και εμφυλιακά χρόνια, δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει όχι μόνο την αντιστασιακή δράση που ανέπτυξε η οικογένεια σε διαφορετικές γενιές αλλά και τους αντίστοιχους εμφυλίους και τις επιπτώσεις τους, που περιγράφονται τόσο στην περίπτωση του Παναγιώτη όσο και σε αυτή του Ηλία.
Συνοψίζοντας, η επανάσταση του 1821 με τα λογής πρόσημα που η κάθε εποχή ή συγκυρία της προσέδωσε ή της προσδίδει, με τις λογής προσλήψεις, αναγνώσεις ή χρήσεις ιδεολογικές αποτελεί εξακολουθητικά το σταθερό σημείο εκκίνησης της πορείας του νεοελληνικού κράτους, την ακλόνητη βεβαιότητα με τη μορφή μίας χειρολαβής[21] κατά πώς βλέπει τα πράγματα η ιστορία ή «μιας ιδέας στεγανής που να μην μπάζει κρύο»[22] σύμφωνα με την τραγουδοποιητική.