Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/biblia/metafrazontas-ton-oyitman-ston-21o-aiwna
Ο Γουόλτ Γουίτμαν, όπως όλοι οι σπουδαίοι ποιητές, γνώριζε τη δύναμη του ταλέντου του. Κι ενώ υπήρξε ο ποιητής της δημοκρατίας, της ταύτισης με τον λαό του και με κάθε έναν ξεχωριστά από τους αναγνώστες του («κάθε μόριο που μου ανήκει ανήκει και σε σένα», γράφει ξεκινώντας το «Τραγούδι του εαυτού μου»), δεν διστάζει και να αυτοδοξολογηθεί. Οι στίχοι στους οποίους περιγράφει τη γέννησή του είναι ανάμεσα στους ωραιότερους του έργου του:
Οι κύκλοι του χρόνου μετέφεραν το λίκνο μου λάμνοντας ολοένα σαν χαρωποί βαρκάρηδες,
Τα αστέρια αποτραβήχτηκαν μέσα στα δαχτυλίδια τους για να μου κάνουν τόπο να περάσω,
Έστειλαν επιρροές για να φροντίσουν ό,τι έμελλε να με χωρέσει εντός του.
[...]
Οι δυνάμεις όλες εργάστηκαν επί μακρόν για να με ολοκληρώσουν και να με ευφράνουν,
Και τώρα στέκομαι εδώ με την εύρωστη ψυχή μου.[1]
Μισό αιώνα αργότερα, ο Άγγελος Σικελιανός, που έχει βαθιά συγγένεια με τον αμερικανό ομότεχνό του,[2] πανηγυρίζει τη δική του γέννηση του στο δικό του –πολύ πιο 'αριστοκρατικό' και αυτολατρευτικό– «Τραγούδι του εαυτού μου», τον Αλαφροϊσκιωτο (1909):
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στη μπόρα τη μαρτιάτικη,
που 'χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Το πρόσωπό μου εφύλαγεν
η προσωπίδα η διάφανη [...]
Και κάπου, ωσά να γνώρισε
βαρύ σημάδι απάνω μου,
της χτύπησε βαθιά η καρδιά,
και στις γυναίκες έκραξε,
που με είχαν πρωτοπιάσει,
στους δρόμους όξω να χυθούν,
να με κηρύξουν στα βουνά
και στη μεγάλη πλάση![3]
Το ίδιο έτος με την κυκλοφορία της πρώτης αυτής ποιητικής σύνθεσης του Σικελιανού εμφανίζονται στον ελληνικό Τύπο και οι πρώτες μεταφράσεις ποιημάτων τού Γουίτμαν, με την υπογραφή της αδερφής του Σικελιανού, Πηνελόπης Ντάνκαν.[4] Ακολουθούν, στα επόμενα χρόνια, σποραδικές μεταφράσεις ποιημάτων του από διάφορους λογοτέχνες της εποχής (Σπήλιο Πασαγιάννη, Νίκο Καρβούνη, Κλεόνα Παράσχο, Φώτο Γιοφύλλη κ.ά., με ξεχωριστή ανάμεσά τους την περίπτωση δυο πολύ υποβλητικών μεταφράσεων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη),[5] ενώ από το 1929 ξεκινά τη μεταφραστική προσπάθειά του ο εξάδερφος του Σικελιανού, Νίκος Προεστόπουλος, ο οποίος εντέλει θα επιτύχει τον άθλο να μεταφράσει το μεγαλύτερο μέρος των Φύλλων χλόης.
Γράφει το 1936 ο Σικελιανός, σε ένα κείμενο που μεταπολεμικά θα πάρει τη θέση Προλόγου στη μετάφραση του Προεστόπουλου:
Του ποιητικού αυτού γενάρχη ελάχιστα τραγούδια γνωρίζουμε στα Ελληνικά. Για να ακουστεί ο τονικός τους φθόγγος και στη γλώσσα μας – ο τονικός εκείνος φθόγγος που 'χουνε τα δάση όταν φουσκώνουνε σαν κύμα από τον άνεμο την άνοιξη, την ώρα που σκορπίζουνε σα σύννεφα τη γύρη τους στον κόσμο, ο ανοιχτός ωκεανός ή οι μυστικά ξεχειλισμένοι ποταμοί – εχρειαζόνταν ένα αίμα νέο που ν' αφεθεί σ' αυτό το φθόγγο με λατρεία και με διάρκεια, ώσπου να νιωστεί σε μιαν απέραντη συνήχηση μαζί του.[6]
Πράγματι, η μετάφραση του Προεστόπουλου αποτελεί αξιοθαύμαστο επίτευγμα για την εποχή της: λίγα είναι τα λάθη που θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει, και επιπλέον ο λόγος κυλάει με ροή, πειστική τονικότητα και μια ευελιξία συντακτική παρόμοια με εκείνη που διακρίνει το έργο του μεγάλου αμερικανού δημιουργού. Ωστόσο, μια μετάφραση σε μεγάλο βαθμό μεσοπολεμική, οσοδήποτε θαυμαστή κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να καλύψει τους αναγνώστες του 21ου αιώνα. Το βιβλίο Φύλλα χλόης. Ανθολογία (2019) των αδερφών Ελένης και Κατερίνας Ηλιοπούλου (2019) έρχεται να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή, προσφέροντας στο ελληνικό κοινό μια αξιομημόνευτη μετάφραση και συγχρόνως μια πλούσια και αισθητικά καίρια ανθολόγηση του έργου του Γουίτμαν, που περιλαμβάνει περίπου τα δύο τρίτα των Φύλλων χλόης.[7] Στο Επίμετρο της Κατερίνας Ηλιοπούλου διαβάζουμε πώς αναμετρήθηκαν οι δυο μεταφράστριες με τον «χείμαρρο της μουσικότητας» και τη «ρυθμική αναρχία» του Γουίτμαν:
Τι κάνει εδώ η μεταφράστρια; Θα έλεγα ότι ακούει. Ακούει ξανά και ξανά μέχρι να μάθει το τραγούδι, το προβάρει μέχρι να τραγουδήσει στη δική του γλώσσα. Με αγάπη, επιμονή και εμμονή. Με γνώση και διαίσθηση, με ταπεινότητα και αυτοπεποίθηση. Με αυταπάρνηση και προσήλωση. Με παράδοση, αποδοχή, έως και στοίχειωμα. Με την περιέργεια του ερευνητή και το πάθος του ερωτευμένου.
[...] Ό,τι είχε γραφτεί –τώρα, εδώ– ξαναγράφεται. Και οφείλει να γραφτεί στη γλώσσα του παρόντος, αλλιώς θα είναι στείρα απομίμηση και όχι λόγος ζωντανός. Το ποίημα θα περιμένει πάντοτε να ξαναμεταφραστεί.[8]
Οι μεταφράστριες, λοιπόν, μεταφέρουν στη «γλώσσα του παρόντος» τα Φύλλα χλόης του αμερικανού ποιητή – όχι στην παλαιοδημοτική γλώσσα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, όπως ο Προεστόπουλος, αλλά σε εκείνη των αρχών του 21ου αιώνα, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πολύ πιο αδιαμεσολάβητα τον κραδασμό της ξένης φωνής.[9] Σε αντίθεση με τον Προεστόπουλο, εξάλλου, που υιοθέτησε έναν σχεδόν αδιατάρακτο ιαμβικό ρυθμό, ομογενοποιώντας σε μεγάλο βαθμό το ύφος του πρωτοτύπου, εδώ έχουμε να κάνουμε με πραγματικά ελεύθερο στίχο, ο οποίος, με τρόπο αξιοθαύμαστο, διατηρεί έναν υπόγειο ρυθμό με πολλές εναλλαγές, και ποιότητες τραγουδιού, όπως η επανάληψη, οι κατάλογοι, οι συνηχήσεις κλπ, με αποτέλεσμα να συγκροτείται ένας ευέλικτος λόγος που μεταβαίνει απρόσκοπτα από τη μελωδικότητα στην αφηγηματικότητα, από τη λυρική έξαρση στην πεζολογία, από το ποίημα που ατέρμονα ξετυλίγεται στις σύντομες, κρυσταλλωμένες εικόνες, χωρίς ποτέ να κόβεται ή έστω να διακόπτεται το ποιητικό νήμα. Η μετάφραση που έχουμε από πέρσι στη διάθεσή μας πετυχαίνει, εν ολίγοις, με τον καλύτερο τρόπο κάτι εξαιρετικά δύσκολο: υπηρετεί την πολυποίκιλη ρυθμικότητα της ποίησης του Γουίτμαν, αποτυπώνοντας στα ελληνικά την αναπνοή του.
Στην τελευταία, πεντηκοστή δεύτερη ενότητα από το «Τραγούδι του εαυτού μου», συγκρίνοντας τον εαυτό του με το γεράκι, ο Γουίτμαν αναφωνεί: «I too am not a bit tamed, I too am untranslatable». «Είμαι ανήμερος κ' εγώ, κ' είμαι αμετάφραστος», αποδίδει ο Προεστόπουλος, και οι αδερφές Ηλιοπούλου, ακριβέστερα: «Κι εγώ δεν είμαι ούτε τόσο δα εξημερωμένος, κι εγώ είμαι αμετάφραστος».[10] (σ. 99). Ως «ούτε τόσο δα εξημερωμένος» αυτοπροσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, ο Γουίτμαν, αναφερόμενος προφανώς όχι μόνο στην ατιθάσσευτη από στερεότυπους κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ηθικούς κώδικες φύση του ποιητικού του οράματος αλλά και στην ίδια τη γραφή του, που αρνείται να πειθαρχήσει σε συντακτικά καλούπια, σε μελωδικές κανονικότητες και σε κάθε ειδολογική και γλωσσική ομογενοποίηση. Όπως υπογραμμίζει η Κατερίνα Ηλιοπούλου, ένα από τα δυσκολότερα στοιχήματα των δυο μεταφραστριών ήταν η απόδοση του γλωσσικά αντινομικού και πολυστρωματικού λόγου του αμερικανού ποιητή, όπου συγχωνεύονται η γλώσσα του πεζοδρομίου με «το εξευγενισμένο, έως και επιτηδευμένο και κάποιες στιγμές εξεζητημένο λεξιλόγιο», και όπου, εντέλει, «το υψηλό και το ταπεινό εγγράφονται αξεδιάλυτα».[11] Πολύτιμος αρρωγός τους στάθηκε, στον τομέα αυτό, όπως μας λένε, ο αμερικανός ελληνιστής και περσολόγος John O'Kane.[12] Η αντινομία, λοιπόν, του λόγιου και του λαϊκού, όπως και η ένταση μεταξύ πεζολογικού και εξηρμένου λόγου (καθώς ο Γουίτμαν είχε την ιδιοφυία να αντιληφθεί ότι η ποίηση και η πεζογραφία δεν είναι στεγανά διαχωρισμένες), καταγράφεται ευκρινέστερα στη δική τους μεταφραστική προσπάθεια, παρά στo λιγότερο πεποικιλμένo, ρυθμικά και γλωσσικά, εγχείρημα του μεταφραστή προγόνου τους.
Πρωτότυπη είναι και η ανθολογική ματιά των δυο μεταφραστριών: επέλεξαν να μην υιοθετήσουν τη λογική κάποιας από τις πάμπολλες ανθολογίες της ουιτμανικής ποίησης που έχουν κυκλοφορήσει στα αγγλικά, αλλά να επιλέξουν οι ίδιες ποιήματα από όλες τις ενότητες των Φυλλων χλόης, με την ίδια σειρά με την οποία εμφανίζονται στο βιβλίο (λογική που δεν ακολούθησε ο Προεστόπουλος), με αποτέλεσμα ο αναγνώστης της ανθολογίας τους να αποκομίζει την ίδια αίσθηση που θα είχε αν περιδιάβαζε στην τελική μορφή του έργου, που μας παρέδωσε ο Γουίτμαν στη λεγόμενη «έκδοση της νεκρικής κλίνης» (death-bed edition). Έτσι, πέρα από μια παλλόμενη τοιχογραφία της Αμερικής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, παρακολουθούμε και το ξετύλιγμα μιας συναρπαστικής αυτοβιογραφίας, καθώς βλέπουμε τον Γουίτμαν από το ρωμαλέο ξεκίνημά του στο «Τραγούδι του εαυτού μου» («Στα τριάντα εφτά μου χρόνια και με υγεία τέλεια ξεκινώ».),[13] το εξίσου ακμαίο και ερωτικά παλλόμενο σώμα στον «Κάλαμο» («Γεμάτος ζωή τώρα, συμπαγής, ορατός, / Εγώ, σαράντα χρονών στον ογδοηκοστό τρίτο χρόνο των Πολιτειών»),[14] να εμπλέκεται, μεσήλικας, στον Εμφύλιο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην περίθαλψη των πληγωμένων στρατιωτών και καταγράφοντας τις εμπειρίες του στις «Τυμπανοκρουσίες» («Πολλά τα μπράτσα των στρατιωτών που τυλίχτηκαν με αγάπη γύρω / από τούτο τον λαιμό και αναπαύθηκαν»),[15] να θρηνεί για τη δολοφονία του Λίνκολν, έχοντας ήδη δεχτεί τα πρώτα πλήγματα στην υγεία του και αντιμετωπίζοντας καταμέτωπο το μυστήριο του θανάτου σε ορισμένους από τους κορυφαίους στίχους του στις «Αναμνήσεις από τον Πρόεδρο Λίνκολν» («Έλα, ωραίε θάνατε παρηγορητικέ, / Κύκλωσε τον κόσμο σαν κύμα, γαλήνια φτάνοντας, / Μέσα στη μέρα, στη νύχτα, σε όλους, στον καθένα»),[16] και να φτάνει, μέσα από πολλούς ακόμη σταθμούς, ως τις «Αμμουδιές των εβδομήντα», γέρος και καταπονημένος από διαδοχικά εγκεφαλικά επεισόδια, διερωτώμενος αν η μοίρα θα τον θερίσει ή αν θα τον αφήσει (αυτόν, που τόσο συχνά παραλλήλισε το τραγούδι του με κελάιδισμα πουλιών) 'ανιαρό, γέρο, να λέει τα ίδια και τα ίδια τσιρίζοντας σαν παπαγάλος / με ραγισμένη φωνή').[17] Τέλος, στο ύστατο κατώφλι της ζωής, ο Γουίτμαν γράφει τα ποιήματα της ενότητας «Αντίο, φαντασία μου», πέντε από τα οποία επέλεξαν οι αδερφές Ηλιοπουλου να μας προσφέρουν - ανάμεσά τους και το ομότιτλο τελευταίο, ένα από τα συγκινητικότερα 'ποιήματα τέλους' που έχουν καταγραφεί στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπου ο ποιητής αποχαιρετά με λιτό σπαραγμό, συνδυασμένο με μια ελπίδα αφθαρσίας, την πιο πιστή σύντροφο της ζωής του, την ποιητική έμπνευση.
Η βαθιά οραματική ποίηση του Γουίτμαν - ο οποίος ευαγγελίζεται έναν κόσμο ελευθερίας και ισότητας όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, καταγωγής, επαγγέλματος κλπ., και έπλασε ένα ευρύχωρο, θα μπορούσε να πει κανείς, ποιητικό σύμπαν, όπου ο άνθρωπος είναι βαθιά ενωμένος με τη φύση και τον συνάνθρωπό του, το σώμα με την ψυχη και το πνεύμα, ο ποιητής με τον αναγνώστη, το εγώ με το εσύ – είναι σήμερα, σε μια εποχή σοβαρής κλιματικής διαταραχής, ποικολοτρόπως κλιδωνιζόμενης παγκοσμιοποίησης, αλλά και αναστοχασμού πάνω στα ζητήματα του φύλου και της ταυτότητας, επίκαιρη και γόνιμη όσο ποτέ. Ως ποίηση ακτιβιστική, μας καλεί σε δράση. Αλλά και ως ποίηση αφτιασίδωτη, ορμητική και υλική, που τείνει θερμά το χέρι προς τον αναγνώστη, μας προτρέπει να σκεφτούμε πάνω στην αναγκαιότητα - και συγχρόνως να αισιοδοξήσουμε πάνω στη δυνατότητα - της επικοινωνίας της ποίησης με ένα όσο γίνεται ευρύτερο κοινο.
Αν και χαρακτήρισε τον εαυτό του «αμετάφραστο», ο αμερικανός βάρδος είναι σήμερα ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους ποιητές παγκοσμίως. Και η πολυσύλλαβη ελληνική γλώσσα, με τη μακραίωνη και ισχυρότατη ποιητική παράδοση, είναι μια γλώσσα κατεξοχήν ικανή να τον προσαρμόσει στα μέτρα της. Υποδεχόμαστε λοιπόν με ευγνωμοσύνη το έργο των αδερφών Ελένης και Κατερίνας Ηλιοπούλου, καρπό τετραετούς μόχθου, που με γλώσσα ρέουσα, γεμάτη ένταση, λυρισμό αλλά και δραματικότητα, δίνει στα Φύλλα χλόης το εισιτήριο για να περάσουν στη νεοελληνική γλώσσα και να εγκατασταθούν στον καλλιτεχνικό πυρήνα του 21ου αιώνα. Το βιβλίο τους, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, πλαισιώνεται από έναν στοχαστικό Πρόλογο της Ντόρας Τσιμπούκη, επεξηγηματικές σημειώσεις πάνω σε λέξεις και φράσεις των ποιημάτων, χρονολόγιο του Γουίτμαν και χορταστικό επίμετρο της Κατερίνας Ηλιοπούλου (η οποία είναι και η ίδια καταξιωμένη ποιήτρια και πεζογράφος).
Θα κλείσω το κείμενό μου με μερικούς στίχους στους οποίους ο Γουίτμαν (που ενίοτε διατρανώνει την ικανότητά του να «μεταφράζει» τη γλώσσα των πουλιών, της βροχής, ακόμη και των μαρτυρίων της κόλασης) μας καλεί σε μια αυτοαναγνωριστική διαδικασία «μετάφρασης» του έργου του, με την έννοια της ανακάλυψης, της κατανόησης και εντέλει της αυτοαναγνώρισής μας μέσα από την αναμέτρησή μας με τους στίχους του:
Αυτός [ο Αποκριτής] με όλες τις γλώσσες φτιάχνει μια δική του και τη χαρίζει στους ανθρώπους, κι ο καθένας τη μεταφράζει κι ο καθένας μεταφράζει τον εαυτό του (161).