Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/klimakes/katadesmoi-oi-xartes-sto-neo-kratos
Το ιδιαίτερο γαλλικό χαρτογραφικό ενδιαφέρον για τον ελλαδικό χώρο των αρχών του 19ου αιώνα εντάσσεται στο ευρύτερο περιβάλλον των χαρτογραφήσεων συνδεδεμένων με τους πολέμους του Ναπολέοντα μέχρι το 1815, της γεωπολιτικής της Γαλλίας μετά το Συνέδριο της Βιέννης και του ενδιαφέροντός της για την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση νέου ελληνικού κράτους. Οι μονόφυλλοι χάρτες της Πελοποννήσου του Bocage (1801, 1808), ο δεκαπεντάφυλλος και τετράφυλλος του Lapie (1822, 1826) και οι δύο χάρτες εικοσιένα φύλλων του Αυστριακού Weiss (1823, 1829) ―ακτογραμμικά παρόμοιοι των γαλλικών― ανήκουν γενεαλογικά στην ημι-επιστημονική περίοδο της χαρτογραφίας του 17ου και 18ου αιώνα. Για κάποιους (των Bocage και Lapie) αναφέρεται η χρήση από τους Έλληνες κατά την Επανάσταση του 1821. Από το 1828 και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι Γάλλοι γεωγράφοι μηχανικοί του Dépôt de la guerre εκτελούν την πρώτη επιστημονική χαρτογράφηση του νέου ελληνικού κράτους επί του πεδίου, σε αγχωτικές συνθήκες φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Ο Peytier είναι το σημαντικό πρόσωπο της επιχείρησης, ένας καλλιεργημένος στρατιωτικός χαρτογράφος, γνωστότερος στην Ελλάδα για τα ζωγραφικά του σχέδια εμπνευσμένα από την εξάχρονη δύσκολη παραμονή του στη χώρα.
Ειδικά για τους χάρτες της εποχής του ’21, για τους οποίους το ενδιαφέρον είναι αυξημένο, η σχέση ομοιότητας μεταξύ των ημι-επιστημονικών χαρτών διαφόρων χαρτογράφων έχει ιδιαίτερη σημασία. Δημιουργεί μια σειρά ερωτημάτων για τον τύπο, βαθμό και τους λόγους της ομοιότητας, στα οποία οι απαντήσεις συνήθως παρακάμπτουν τη χαρτογραφική ανάλυση. Στην επιστήμη της χαρτογραφίας, η συζήτηση περί ομοιοτήτων (και η χαρτογραφική συγκριτική) γίνεται με τον διαχωρισμό της ολότητας του χάρτη στα δύο θεμελιώδη συνιστώντα μέρη του: το γεωμετρικό και το θεματικό. Ο διαχωρισμός διευκολύνει την ανάγνωση, ανάλυση και ερμηνεία των παλαιών χαρτών, ως κατ’ εξοχήν πολύπλοκων οπτικών τεκμηρίων. Κύριο στοιχείο του γεωμετρικού μέρους είναι η ακτογραμμή, που διαμορφώνει τη βασική μορφή του χάρτη· τα τοπωνύμια είναι καθοριστικά του θεματικού του περιεχομένου. Ο διαχωρισμός διευκολύνει τη χαρτογραφική ανάγνωση, ανάλυση και τις τυπολογικές κατατάξεις των χαρτών και φθάνει μέχρι χρονολογήσεις των συνιστώντων μερών τους, οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα. Για την περίπτωση των ημι-επιστημονικών χαρτών της εποχής του ’21, η μορφολογική πειραματική μας ανάλυση της ακτογραμμής περιοχής με μεγάλα ιστορικά συμφραζόμενα, όπως είναι η Αργολική χερσόνησος, έδειξε απρόσμενες ομοιότητες και διαφορές χαρτών. Με εύλογες αποκλίσεις, η ακτογραμμή στον χάρτη του Weiss του 1823 προσομοιάζει με την ακτογραμμή των χαρτών του Bocage (του 1801 και 1808), η οποία είναι ανόμοια των παρόμοιων μεταξύ τους χαρτών του Lapie (του 1822 και 1826). Αντίθετα, η ακτογραμμή στον χάρτη του Weiss του 1829 είναι παρόμοια με εκείνες των δύο χαρτών του Lapie. Η ανάλυση της Αργολικής ακτογραμμής στον επιστημονικό χάρτη Peytier/Dépôt του 1832 έδειξε (αναμενόμενη) ανομοιότητα με την ακτογραμμή των ημι-επιστημονικών χαρτών. Έκπληξη αποτελεί η ομοιότητά της με τον χάρτη του 1707 των Βενετών μηχανικών στην Πελοπόννησο ―με εξαίρεση την Ύδρα, φανερά εκτός χαρτογραφικής ύλης της βενετικής χαρτογράφησης. Η σύγκριση των χαρτών της εποχής του ’21, ως προς τα τοπωνύμια (θεματική συνιστώσα) οδηγεί σε μεγαλύτερη διασπορά αποκλίσεων μεταξύ χαρτών, ακόμη και των ιδίων χαρτογράφων. Οι χάρτες, π.χ., του Weiss διαφέρουν τοπωνυμικά όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τους χάρτες των Bocage και Lapie με τους οποίους προσομοιάζουν ακτογραμμικά. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι η συγκριτική μελέτη των χαρτών απαιτεί ιδιαίτερη τεχνογνωσία.
Από τους τρεις σημαντικότερους χαρτογράφους ημι-επιστημονικών χαρτών της εποχής του ’21, ο Lapie (1777-1850) είναι αναμφίβολα ο παραγωγικότερος και πλέον γνωστός διεθνώς για το ευρύτατο έργο του· ακολουθείται από τον παλαιότερο και γνωστότερο στην Ελλάδα Bocage και από τον μάλλον άγνωστο Weiss (1791-1858) ―το όνομα ακούστηκε σχετικά πρόσφατα στην Ελλάδα και διεθνώς. Τον χάρτη της Ελλάδας του Lapie του 1826 αναφέρει ο Καποδίστριας στον Λοβέρδο για το χαρτογραφικό πρότυπο που ζητούσε (σε μεγαλύτερη κλίμακα) ως μέρος της γαλλικής συνδρομής στο έργο του. Απεικονίζει τον χώρο που θα καλύψει τελικά το νέο ελληνικό κράτος, αλλά επιπλέον τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου, σε κλίμακα 1 εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε 4 χλμ. στο έδαφος. Ο Lapie χρησιμοποίησε δεδομένα και πληροφορίες από σχετικές συλλογές των διακεκριμένων στρατιωτικών Guilleminot (πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη) και Tromelin και τους προσδιορισμούς γεωγραφικού στίγματος τόπων (πλάτος και μήκος) των πλοιάρχων Gauttier και Smith. Αλλά και από ταξιδιωτικά και οδοιπορικά κείμενα στον ελλαδικό χώρο των Pouqueville, Gell (1777-1836) και Dodwell (1767-1832) της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα ―εκδόθηκαν λίγο πριν Επανάσταση του 1821. Τον ίδιο χάρτη χρησιμοποιεί και ο σημαντικός κλασικός φιλόλογος Müller (1797-1840) για να αναπτύξει επί χάρτου την περί των Δωριέων ιστορία, στα βόρεια τμήματα της Ελλάδας, με σημαντικές γεωγραφικές συμπτώσεις τοποθεσιών όπως απεικονίζονται από τον Lapie. Για τα νότια τμήματα ο Müller αναφέρει τους αρχαιοελληνιστές Gell και Dodwell χρησμοποιώντας τον παλαιότερο χάρτη του Bocage εντοπίζοντας όμως περισσότερες αποκλίσεις. Ο χάρτης του Lapie, του 1826 μάλλον λειτούργησε και ως ένδειξη της υπέρ των ιδεών του Καποδίστρια και Λοβέρδου γαλλικής γεωπολιτικής δυνητικότητας, την εποχή του ’21, για πιο εκτεταμένα βόρεια σύνορα του νέου ελληνικού κράτους. Ίσως τη συμμερίστηκε και η Ρωσία, αλλά η (από την αρχή) αμετακίνητη βρετανική γεωπολιτική θέση υπέρ των συνόρων στη Στερεά ήταν τόσο ισχυρή ώστε τελικά θα την ακολουθήσουν Γαλλία και Ρωσία υπογράφοντας το πρωτόκολλο του 1830.
Ο ημι-επιστημονικός χάρτης του Weiss του 1829 εκδόθηκε στη Βιέννη ένα χρόνο μετά το Ναυαρίνο και την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα· είναι σαφώς ένας διαφορετικός χάρτης από τον χειρόγραφο του 1823. Και οι δύο απεικονίζουν το γνωστό ―από τις αρχές του 16ου αιώνα― γεωγραφικό παράθυρο των οθωμανικών εδαφών στην Ευρώπη σε κλίμακα 1 εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε περ. 6 χλμ. στο έδαφος (έναντι των 8 και 4 χλμ. των χαρτών του Lapie του 1822 και 1826). Ο αυστριακός χάρτης του 1829 είναι ακτογραμμικά σχεδόν πανομοιότυπος των χαρτών του Lapie και ενδεχομένως στόχευε στην υποστήριξη της αυστριακής γεωπολιτικής οπτικής για το ελληνικό ζήτημα, την οποία συζητούσαν τότε οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Άλλωστε, στο κείμενο που υπογράφει ως Τ το 1828, ο Tromelin ―με τις παλιές βρετανικές εμπειρίες του― αναφέρεται ρητά στην αντικατάσταση της Ρωσίας από την Αυστρία στην τριάδα των προστάτιδων Δυνάμεων του ελληνικού κράτους.
O Peytier, ο τρίτος Γάλλος που άφησε το χαρτογραφικό του αποτύπωμα στην εποχή του ’21, έφθασε τον Μάιο 1828 και τέθηκε στην υπηρεσία του Καποδίστρια για τη χαρτογράφηση της χώρας. Όμως, αντί να αρχίσει το έργο του, περιορίστηκε αμέσως σε τρίμηνη καραντίνα σε γαλλικά καράβια στην Αίγινα λόγω των αυστηρών μέτρων της καποδιστριακής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της επιδημίας πανώλης· ένα μήνα πριν, με εστία την Ύδρα, έπληξε τα νησιά του Αργοσαρωνικού και διαδόθηκε στην Πελοπόννησο. Τον Αύγουστο, μετά την καλοκαιρινή ύφεση της επιδημίας, ο Peytier επιχείρησε επί τρίμηνο γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες πεδίου· από την Κορινθία και μετά στην Αργολίδα, με υπόδειξη του Καποδίστρια, αλλά τεχνικές δυσκολίες και η αναζωπύρωση της επιδημίας δεν επέτρεψαν μεγάλες επιδόσεις. Ο Peytier άρχισε να συνεργάζεται με τμήμα της Expédition, ενώ παρέμενε επισήμως στην υπηρεσία του Καποδίστρια. Σύντομα εντάχθηκε στην επιχείρηση χαρτογράφησης της Πελοποννήσου για λογαριασμό του Dépôt και όχι πλέον της ελληνικής κυβέρνησης. Εντολή των γαλλικών στρατιωτικών αρχών ήταν η γρήγορη τοπογραφική αποτύπωση και έτσι οργανώθηκε ειδική μονάδα χαρτογράφησης στη στρατιά του Maison και η προμήθεια των αναγκαίων οργάνων· ανάμεσά τους το θεοδόλιχο Gambey. Τον Μάρτιο 1829 άρχισαν οι εργασίες αποτύπωσης με μετροτράπεζες και τον πολυπράγμονα Barthélemy επικεφαλής πέντε διμελών τοπογραφικών ομάδων. Η κλίμακα αποτύπωσης ήταν 1 εκ. στην πινακίδα να αντιστοιχεί σε 100 και 200 μέτ. στο έδαφος για τις κατοικημένες περιοχές και τα περίχωρα και σε 500 μέτ. για τις υπόλοιπες εκτάσεις· η ισαποχή των υψομετρικών καμπύλων ορίστηκε αντίστοιχα σε 10 και 25 μέτ. Χρησιμοποιήθηκαν οι αστρονομικοί προσδιορισμοί των πλοιάρχων Gautier και Smith σε ακτές και νησιά και τοπογραφήθηκαν αρχικά οι περιοχές των διαδρομών μεταξύ των κύριων κατοικημένων περιοχών. Ακολούθησε η αποτύπωση των ποταμιών και η καταγραφή πολυθεματικών στατιστικών δεδομένων. Τον Μάιο 1829 έγιναν, κυρίως από τον Peytier, γεωδαιτικές εργασίες τριγωνισμού στην Αργολίδα και μετά στις δύσκολες περιοχές της Αρκαδίας και της ορεινής Ηλείας. Όμως το έργο των Γάλλων τοπογράφων δυσκόλεψε η εμπλοκή του (στρατιωτικού) προγράμματος του Dépôt με εκείνο της Expédition. Επιπλέον, οι μεγάλες εδαφικές ανωμαλίες και η διασπορά των Γάλλων τοπογράφων δεν επέτρεπε την επιχειρησιακή αλληλοκάλυψή τους. Σε όλες αυτές τις αντιξοότητες ήρθαν να προστεθούν σοβαρά προβλήματα υγείας και οι επιπτώσεις των εμφύλιων δεινών που ταλάνιζαν τη ζωή των Ελλήνων της εποχής. Η χαρτογράφηση διακόπηκε και ο θάνατος χτύπησε τους χαρτογράφους αποδεκατίζοντας δύο από τις πέντε ομάδες της αποτύπωσης. Από τους οκτώ εναπομείναντες, μόνο δύο ήταν πλέον ικανοί για εργασία· οι άλλοι σοβαρά άρρωστοι ―και ο Peytier― ή ανίκανοι να συνεχίσουν. Η μικρή ομάδα ήταν πλέον σε αποσύνθεση· ενισχύθηκε στο τέλος του έτους με μερικά επιπλέον μέλη και η εργασία προχώρησε με μετρήσεις και υπολογισμούς. Οι εκπτώσεις από τον αρχικό προγραμματισμό ήταν αναπόφευκτες. Λόγω των αρνητικών συνθηκών δόθηκαν νέες οδηγίες από το Dépôt και η χαρτογράφηση θα συνέχιζε πλέον μόνο με την αποτύπωση κατά τις διαδρομές μεταξύ κατοικημένων περιοχών, στο πρότυπο της αντίστοιχης γαλλικής επιχείρησης στην Ισπανία· τώρα με τριγωνισμό σε κάπως καλύτερες συνθήκες. Για την συντόμευση της εργασίας, η ακριβέστερη αλλά χρονοβόρα υψομέτρηση για τη χάραξη ισοϋψών καμπύλων αντικαταστάθηκε από τον παλαιό τρόπο σχεδίασης του εδαφικού αναγλύφου.
Τον Ιανουάριο 1830 η Expédition επέστρεψε στη Γαλλία έχοντας ολοκληρώσει το έργο της στην Πελοπόννησο. Το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα παρέμεινε χωρίς πλέον εμπλοκές ρόλων και το Dépôt επιτάχυνε τις εργασίες ενισχύοντας τα τμήματα χαρτογράφησης. Οι απώλειες και αντικαταστάσεις προσωπικού ήταν συνεχείς το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ένδεκα ενεργοί τοπογράφοι είχαν βάσεις στην Πάτρα, Κόρινθο, Επιτάλιο, Άργος· δύο ασθενείς με τον Barthélemy παρέμεναν στο αρχηγείο στη Μεθώνη. Ο Peytier με δύο έμπειρους γεωγράφους μηχανικούς συνέχιζε τον τριγωνισμό. Τον Ιούλιο όλα σχεδόν τα μέλη της ομάδας ήταν εμπύρετα, με απώλειες έναν νεκρό και έναν επαναπατρισθέντα. Τραυματισμοί και κακουχίες ακολουθούσαν τις εργασίες μέχρι το φθινόπωρο και στο τέλος της χρονιάς οι Barthélemy και Peytier ―είχε ήδη ολοκληρώσει τον τριγωνισμό― αποσπάσθηκαν στο έργο της επιτροπής εδαφικού προσδιορισμού και χάραξης των συνόρων· μαζί δύο αξιωματικοί από τη Βρετανία και Ρωσία, οι Baker και Scalon. Τον Απρίλιο 1831 συνεχίστηκαν οι εργασίες πεδίου. Σχεδόν όλοι οι τοπογράφοι είχαν προβλήματα υγείας και η πολιτική κατάσταση στη χώρα χειροτέρευε. Επιθέσεις ληστών, προκλήσεις και απειλές από κατοίκους των περιοχών που αποτύπωναν οι Γάλλοι δυσχέραιναν, μέχρι εγκατάληψης, το έργο τους ―ιδίως στις περιοχές της Μάνης. Τον Ιούλιο οι τοπογράφοι, με το υλικό του μέχρι τότε έργου τους, συγκεντρώθηκαν στη Μεθώνη για να αξιολογηθεί η κατάσταση. Στο πεδίο έμεινε μόνο ο Peytier να περιτρέχει από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη για να συμπληρώνει τριγωνισμούς και κενά. Εξαντλημένος επέστρεψε τότε στη Γαλλία μαζί με άλλους της ομάδας και όλο το υλικό της εργασίας των δύο χρόνων, αφήνοντας στη Μεθώνη έξι τοπογράφους και μια χώρα σε ανεξέλεγκτη αναταραχή που προμήνυε νέα εμφύλια δεινά. Στο Dépôt ο Peytier αρχίζει την επεξεργασία για τη σύνταξη και παραγωγή του εξάφυλλου (με δύο συνοδά φύλλα) πρώτου επιστημονικού χάρτη της Πελοποννήσου. Θα εκδοθεί στο Παρίσι το 1832 σε κλίμακα διπλάσια εκείνης του ημι-επιστημονικού χάρτη του Lapie, του 1826· 1 εκ. στον χάρτη αντιστοιχούσε τώρα σε 2 χλμ. στο έδαφος. Τον Σεπτέμβριο 1831 εξεγερμένοι Μανιάτες αντίπαλοι του Καποδίστρια θα επιτεθούν, λεηλατήσουν και καταλάβουν την Καλαμάτα. Οι εναπομείναντες λίγοι τοπογράφοι απομονώθηκαν στη Μεθώνη περιμένοντας ευκαιρίες για να ολοκληρώσουν τις αποτυπώσεις στο ακρωτήριο Ταίναρο (κάβο Ματαπά) και στις δύσβατες περιοχές της Μάνης, τις μόνες που έμεναν αχαρτογράφητες. Από τη στρατιά του Maison και του διαδόχου του Schneider, υπηρετούσαν ακόμη στην Πελοπόννησο περίπου πέντε χιλιάδες Γάλλοι. Τον Μάιο τοποθετήθηκε επικεφαλής τους ο στρατηγός Guéhéneuc, ο οποίος διέταξε τον προϊστάμενο των τοπογράφων Barthélemy να αναλάβει στην Καλαμάτα μια «ειδική» αποστολή διαπραγμάτευσης με τους Μανιάτες, ενώ η κυβέρνηση του Καποδίστρια οργάνωνε δράση εναντίον τους. Μέχρι την επίλυση αυτής της μείζονος εμφύλιας κρίσης ο Barthélemy, διακινδυνεύοντας τη διατάραξη των σχέσεων του Καποδίστρια με τους Γάλλους, πλησίασε τους εξεγερμένους Μανιάτες. Φαίνεται ότι τότε εξασφάλισε τη συναίνεσή τους για να ολοκληρωθεί από τέσσερις τοπογράφους η χαρτογράφηση της Μάνης, την οποία είχαν αποφύγει όλοι μέχρι τότε, συμπεριλαμβανομένων των Βενετών για τη σύνταξη των χαρτών τους, του 1707. Η εμφύλια κρίση της Καλαμάτας κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Καποδίστρια τον Οκτώβριο 1831 και τα πολιτικά επακόλουθά της. Σε κλίμα καχυποψίας οι τοπογράφοι του Barthélemy αποσύρθηκαν στη Μεθώνη προς το τέλος του ταραγμένου έτους, για τις επεξεργασίες των αποτυπώσεων, μέχρι τον Μάιο 1832 όταν ανακοινώνεται επίσημα από το Dépôt η ολοκλήρωση των εργασιών στην Πελοπόννησο. Η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την παραμονή των Γάλλων στρατιωτικών και οι τοπογράφοι από αυτούς εργάστηκαν για την ολοκλήρωση των αποτυπώσεων πόλεων και οχυρών και για την προετοιμασία της χάραξης επί του εδάφους των συνόρων του νέου κράτους, με επικεφαλής της οριοθέτησης τον Barthélemy. Ήταν μια επίπονη επιχείρηση στο αφιλόξενο και δύσκολα προσπελάσιμο χιονοσκεπές ορεινό έδαφος της Στερεάς, κατά τον σκληρό χειμώνα του 1832-1833, με στερήσεις, ασθένειες και προκλήσεις από τη βόρεια πλευρά των συνόρων. Τις παρενοχλήσεις της οριογράφησης επεσήμαναν αρνητικά και οι Baker και Scalon. Τον Μάρτιο 1833, σχεδόν ένα μήνα μετά την άφιξη του Όθωνα και των Βαυαρών, επέστρεψε στην Ελλάδα ο Peytier με αποστολή τις χαρτογραφήσεις στην Αττική, ενώ στην Άρτα ο Barthélemy συνέχιζε το γεωδαιτικό και τοπογραφικό έργο της οριοθέτησης, το οποίο δυσκόλευε η οθωμανική πλευρά και τοπικοί πληθυσμοί που αντιδρούσαν στην οριοθέτηση. Βιαιοπραγίες, εμπρησμοί, ληστείες και εξεγέρσεις, ανάγκασαν το γαλλικό κλιμάκιο να αποσυρθεί στην Πρέβεζα, μέχρι την αποκατάσταση της τάξης. Τους καλοκαιρινούς μήνες οι εργασίες διακόπηκαν και για τον κίνδυνο ασθενειών. Ο Barthélemy και οι Γάλλοι τοπογράφοι επιστρέφουν στη Μεθώνη, ο Baker στη Ζάκυνθο και ο Scalon στη Λαμία. Τον Αύγουστο αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γάλλοι στρατιώτες από την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω λίγους τοπογράφους τους, οι οποίοι θα συνέχιζαν το έργο της οριογράφησης και χαρτογράφησης στη βόρεια Στερεά. Ο Peytier εργάζεται στην Αττική, αντιμετωπίζοντας και αυτός ακραία εχθρότητα με κίνδυνο της ζωής του. Οι επίτροποι της χαρτογράφησης στην Άρτα έψαχναν τρόπους αντιμετώπισης της βίαιης αντίδρασης των τοπικών πληθυσμών (και των Κλεφτών στην άλλη πλευρά των συνόρων). Ο Baker πρότεινε τη βοήθεια των Βαυαρών, που απέκλειε ο Barthélemy ζητώντας να συνοδεύονται οι Γάλλοι χαρτογράφοι στο έργο τους από Έλληνες και Οθωμανούς επιτρόπους με αντίστοιχη φρούρηση. Η οθωμανική πλευρά αρνήθηκε συμμετοχή, ενώ από ελληνικής πλευράς υπήρξε ανταπόκριση ―συμμετείχε ο Γιαννάκης Στάϊκος, έμπιστος του Κωλέττη, γνώστη των περί των χαρτών. Μετά από σχεδόν έναν άγονο χρόνο, χωρίς την ολοκλήρωση του τριγωνισμού στο μεγαλύτερο μέρος των συνόρων και χωρίς τις ενδεδειγμένες αποτυπώσεις, η επιτροπή οριοθέτησης συγκεντρώθηκε τον Ιούλιο 1834 στο Άργος. Με το όποιο υλικό έχει κατορθώσει να συγκεντρώσει συνέταξε χάρτη των πρώτων συνόρων της Ελλάδας σε δύο φύλλα. Κάποιες σκέψεις για επιστροφή των τοπογράφων τον Σεπτέμβριο στη βόρειο Στερεά, προκειμένου να ολοκληρώσουν το έργο της οριογράφησης, απορρίφθηκαν ως ανέφικτες από την εξαντλημένη και εύλογα αγανακτισμένη επιτροπή, δηλώνοντας ότι qu’elle n’en voyait pas l’utilité; que sa carte, bonne ou mauvaise, était prête et qu’elle considérait sa mission comme remplie.
Παρόλα όσα συνέβαιναν με τη χαρτογράφηση της χώρας και των συνόρων της, σε ένα άλλο σύμπαν από εκείνο που σχεδίαζε ο Καποδίστριας λίγα χρόνια πριν, ο Όθων ζήτησε από τους Γάλλους να ολοκληρώσουν τον χάρτη της Ελλάδας, αναλαμβάνοντας η χώρα το μισθολογικό κόστος. Οι Γάλλοι δέχτηκαν, ζητώντας εγγύηση προστασίας των έξι τοπογράφων τους και του επικεφαλής τους, που θα εργάζονταν επί τετραετία αποτυπώνοντας τη Στερεά και Εύβοια, ώστε να ολοκληρωθεί ο πρώτος επιστημονικός χάρτης της χώρας. Ο Peytier επέστρεψε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1836 συμπληρώνοντας έξι χρόνια επικίνδυνης παραμονής στα βουνά της Ελλάδας, στην αφιλόξενη για τη χαρτογραφία χώρα. Από τους συνολικά δεκαοκτώ Γάλλους που τοπογράφησαν την Πελοπόννησο τρεις πέθαναν στο πεδίο και δέκα αποσύρθηκαν λόγω σοβαρής βλάβης της υγείας τους. Δεν έγραψε λοιπόν τυχαία ο Peytier ότι: C’est la géodésie qui me ruine la santé et je n’en veux plus faire en pays de montagne, à quelque prix que ce soit, ενώ σε ένα συνοπτικό χειρόγραφο που άρχισε να γράφει από το 1837 μέχρι τον Μάρτιο 1838, κατέγραψε τη φυσική και ανθρωπογενή κατάσταση στην Ελλάδα των 17-20 κατοίκων ανά τετρ. χλμ., όπως τη γνώρισε, προσέλαβε, χαρτογράφησε και ζωγράφισε. Μετά τους Bocage και Lapie, o Peytier αποτελεί το τρίτο γαλλικό όνομα με σημαντικό χαρτογραφικό αποτύπωμα στην Ελλάδα.
Είκοσι χρόνια μετά τον επιστημονικό χάρτη της Πελοποννήσου του 1832 ακολούθησε στην ίδια κλίμακα η έκδοση στο Παρίσι το 1852 του εικοσάφυλλου χάρτη όλης της τότε χώρας, που θα έχει τη δική του ιστορία. Και οι δύο χάρτες παρέμειναν στο Παρίσι ως ιδιοκτησία του Dépôt και όχι του νέου κράτους, όπως είχε σχεδιάσει ο Καποδίστριας. Η απεικόνιση στο Άργος, το 1834, των πρώτων συνόρων του νέου κράτους ―γεωδαιτικά και τοπογραφικά ατεκμηρίωτων― εκδόθηκε ως δίφυλλο χαρτογράφημα στο Λονδίνο στο τυπογραφείο της βρετανικής κυβέρνησης (χωρίς αναγραφή κλίμακας) και όχι ως επιστημονικός χάρτης, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει. Δυστυχώς δεν το επέτρεψε η εμφυλιοπολεμική κατάσταση της χώρας, η παραδοσιακή οθωμανική παρέκκλιση από οτιδήποτε μπορούσε να προσδιορίσει κάποια συμφωνία της ευρωπαϊκής διπλωματίας, αλλά και η διαχρονική απέχθεια των Ελλήνων στην τεκμηρίωση της γης τους· μαζί με την ένοπλη βία οργανωμένων ομάδων εκτός και εντός συνόρων. Η χαρτογράφηση της χώρας ατύχησε από την αρχή, μεταξύ επιδημιών, εμφυλίων, θανάτων, ληστειών, κακουχιών, μηχανορραφιών και άλλων δεινών.
Από όλα όσα εξιστορούνται εδώ, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο γνωστά, αρχίζει ήδη να διαφαίνεται, νομίζω, ότι οι χάρτες από την αρχή του νέου κράτους ως κατάδεσμοι ―απειλητικώς πλανόμενοι ή υποχθονίως κρυπτόμενοι― ακύρωναν τις όποιες προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός πλήρως ευρωπαϊκού κράτους, χωρίς αστερίσκους, εκκρεμότητες και ιδιαιτερότητες σχετικά με την τεκμηρίωση και διευθέτηση του ζητήματος των γαιών, μέχρι σήμερα. Το σχέδιο για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νέου κράτους δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί χωρίς τη χωρική τεκμηρίωση και χαρτογράφηση των γαιών του.
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία:
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
H. Berthaut. Les Ingénieurs Géographes Militaires 1624-1831. Paris, Service Géographique de l’Armée, 1902. Πηγή: Gallica-BnF.
S. A. Papadopoulos. ‘Capitaine Peytier: Mémoire sur la Grèce’. Ερανιστής, 51[-52], Ιούν.-Αύγ. 1971, 121-164.