Χάρτης 27 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-27/theatro/o-mayritanos-ths-benetias
[Πηγή: “Gli Hecatommithi” του Giovanni Battista Giraldi Cinthio (1566) στο συλλογικό τόμο «Αφηγηματικές και δραματικές πηγές του Σαίξπηρ», επιμέλεια Geoffrey Bullough]
————— ≈ —————
Προλογικό σημείωμα
Ανδρέας Στάικος
Ο Giovanni Battista Giraldi, γνωστός περισσότερο με το μετωνύμιο Cinthio, δημοσίευσε στα 1565 τους εκατό μύθους του («Gli Hecatommithi»), μια εκτεταμένη σειρά αφηγήσεων, μίξη φαντασίας και πραγματικότητας. Στις περισσότερες ιστορίες του αντλούσε τα θέματά του από τους σημαντικούς συγγραφείς του παρελθόντος, ιδίως από τον Βοκκάκιο, προσδίδοντάς τους στοιχεία της σύγχρονης εποχής. Δεν παραμελούσε και τα συμβάντα της καθημερινότητας, καταφεύγοντας ακόμη και σε δικαστικά ή αστυνομικά χρονικά.
Στους «Εκατό μύθους» ανήκει και ο «Μαυριτανός της Βενετίας», αφήγηση που περιέχει σε μορφή λαϊκού μελοδράματος και σε ύφος «αφελές» και πλουμιστό, τα κύρια στοιχεία της ίντριγκας, των καταστάσεων και των χαρακτήρων που θα αποτελέσουν, σχεδόν έπειτα από τέσσερις δεκαετίες, τα συστατικά του σαιξπηρικού «Οθέλλου» (1604). Ο Cinthio στην αφήγησή του είχε ονοματίσει τον κεντρικό ήρωα με το δηλωτικό της καταγωγής του επίθετο Μαυριτανός και ποτέ Οθέλλος, ενώ αντιθέτως ονομάτισε την ηρωίδα Δυσδαιμόνα, όπως την ονομάτισε και ο Σαίξπηρ.
Η ιστορία του «Μαυριτανού της Βενετίας», κατά την άποψη, αληθοφανή κατά πάσα πιθανότητα, εμπνεύσθηκε από μια περιβόητη δίκη του δέκατου έκτου αιώνα που είχε συγκλονίσει την Βενετία.
Οι «Εκατό Μύθοι» του Cinthio μεταφράστηκαν, αρκετά πρώιμα, στη γαλλική γλώσσα στα 1584, πολύ νωρίτερα από την πρώτη μετάφραση στα αγγλικά (1753). Πιθανότατα λοιπόν ο Σαίξπηρ να είχε άμεση πρόσβαση στη γαλλική μετάφραση ή έμμεση μέσω αφηγήσεων ή περιλήψεων του «Μαυριτανού της Βενετίας».
Η παρούσα μετάφραση βασίζεται στην αγγλική μετάφραση του Geoffrey Bullough επιμελητή της παρούσας έκδοσης, ο οποίος επιμελήθηκε και αναθεώρησε την αγγλική μετάφραση του 1753.
Η ελληνική μετάφραση της Εμμανουέλας Κοντογιώργου με επιδεξιότητα και ευλυγισία, επιχειρεί να αποδώσει, όπως είχε πράξει και ο μεταφραστής του αγγλικού κειμένου, μια γλώσσα πλούσια σε χρώματα, πτυχή και τόνους. Να συνδυάσει την απλότητα και την αφέλεια του λαϊκού αναγνώσματος με κάποια εξεζητημένα στοιχεία λόγιας γλώσσας, που κάποιες σπάνιες φορές ηχούν ως μαργαριτάρια. Η ελληνική μετάφραση επιχειρεί να αποδώσει την αφηγηματική γλώσσα μιας εποχής, όταν ακόμη οι ευρωπαϊκές γλώσσες δεν είχαν παγιωθεί, δεν είχαν ακόμη αποκτήσει ομοιογένεια και συνοχή.
Στους «Εκατό Μύθους» του Cinthio η γλώσσα έχει ήδη προ πολλού εγκαταλείψει την παιδική ηλικία της –όπου όμως διακρίνονται κάποια ίχνη της– και βαδίζει ολοταχώς με εμπόδια και ατυχήματα στην ωρίμανση και την καλλιέργεια.
Όμως η ανεπιτήδευτη χάρη ζει και βασιλεύει!
————— ≈ —————
Από την Εισαγωγή
( απόσπασμα που προτείνει ο μεταφραστής του παρόντος και επιμελητής της έκδοσης Geoffrey Bullough )
————— ≈ —————
Άλωση της Ρώμης, 1527
Μια ομάδα ευγενών, ανδρών και γυναικών, για να ξεφύγουν από την καταστροφή σαλπάρουν για τη Μασσαλία. Στον δρόμο, οι άντρες συζητούν πως μπορεί να επιτευχθεί η γαλήνη στον έρωτα. Περιγράφονται τα διάφορα είδη της αγάπης: η αγάπη για τα θεία, η ανθρώπινη αγάπη που κυβερνάται από τη λογική και η ικανότητα της κρίσης έναντι στις ορέξεις της σάρκας. Η συζήτηση στρέφεται κυρίως στην αγάπη μέσα στο γάμο. Ο Φάμπιο, ως μεγαλύτερος και πιο σοφός λέει:
«Πιστεύω ακράδαντα πως τη γαλήνη που υπάρχει στην αγάπη, τη βρίσκει κανείς στη θρησκευτική ένωση, μόνο έτσι μπορεί να γίνει σωστή επιλογή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως για την αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει ήρεμη ζωή, παρά μόνο όταν το ανδρόγυνο ενωθεί ενώπιον του Θεού, αναζητώντας στην αγκάλη Του, σύνεση και σοφία. Αυτή είναι η μοναδική επιθυμία που οδηγεί στην αλήθεια· ένας άντρας και μια γυναίκα, ενωμένοι με τα ιερά δεσμά του γάμου να ζήσουν γαλήνια αυτή τη θνητή ζωή που μας δόθηκε. Εν κατακλείδι, θέλω να πω ότι η πιο λογική αγάπη είναι αυτή που έχει σκοπό της τον γάμο και πως η ηρεμία των αληθινών εραστών κατευνάζει τους ερωτικούς πόθους με όμορφες συζητήσεις. Πάντοτε κάτω από τη σκέπη μιας νόμιμης ένωσης».
Ο Πόντζο διαφωνεί με τον Φάμπιο, καθώς όπως λέει «υπάρχουν πολυάριθμες αποδείξεις πως ο γάμος δεν είναι ούτε γαλήνιος, ούτε ειρηνικός όπως προσπαθείς να μας πείσεις. Οι γυναίκες είναι επικίνδυνα όντα· γι’ αυτό και οι πατεράδες τους πληρώνουν τεράστια ποσά για να τις ξεφορτωθούν». Στη συνέχεια παραθέτει τον Μένανδρο: («Καλύτερα να θάψεις μια γυναίκα παρά να την παντρευτείς».) και άλλους διάσημους άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του Βασιλιά Αλφόνσο της Νάπολης ο οποίος έλεγε: «Για να υπάρχει γαλήνη ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα, θα πρέπει ο άνδρας να είναι κουφός και η γυναίκα του τυφλή». Το να παντρευτεί κανείς, σημαίνει πως βάζει στο κεφάλι του ατελείωτους μπελάδες. Ο Φάμπιο αντιτείνει πως αν υπάρχει κατανόηση στον γάμο όλα μπορούν να λυθούν.
Με παρόμοια επιχειρήματα και αδιάσειστες θέσεις και από τις δύο πλευρές προχωρά η συζήτηση. Διαφωνούν για το αν μπορεί να υπάρξει αγάπη εκτός γάμου και αν ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν εμπλουτιζόταν με παράνομες εξωσυζυγικές σχέσεις, όποτε αυτό ήταν απαραίτητο. Ο Φάμπιο αμέσως επιτίθεται στους παρευρισκόμενους:
«Δεν υπάρχει ομορφιά, φίλοι μου, όταν δεν υπάρχει αρετή, κι όταν δεν υπάρχει αρετή, δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη, γιατί η αγάπη γεννιέται μόνο μέσα στα καλά πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο όποιος επιθυμεί να εκφράσει έναν δίκαιο λόγο για την ομορφιά θα πρέπει να ξέρει να θαυμάζει όχι μόνο το σώμα, αλλά κυρίως το πνεύμα και τα ενδιαφέροντα όσων παρουσιάζονται ενώπιον του· και μόνο αν βρεθεί ένα εκλεπτυσμένο πνεύμα σε αρμονία με την ομορφιά του σώματος, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία, πως αυτή η ψυχή θα είναι ευγενής και αξιαγάπητη και θα εντυπωσιάσει όσους επιθυμούν να σχετιστούν μαζί της, σε μια ζωή πέρα από τους ανέντιμους πόθους της σάρκας».
Ο Κούρτιος, ο οποίος για πολύ ώρα δεν είπε λέξη, πήρε τον λόγο και έκανε μια πρόποση προς τιμήν της απιστίας ανάμεσα στο αντρόγυνο. Αμέσως όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του περιμένοντας να ακούσουν την ιστορία του. Ο Κούρτιος, αφού κάθισε αναπαυτικά στη θέση του, είπε:
«Πιστεύω πως ούτε οι άντρες ούτε οι γυναίκες μπορούν να αποφύγουν το ερωτικό πάθος, καθώς είναι στην ανθρώπινη φύση να ενδίδει σε αυτό, τόσο πολύ, που είναι το ισχυρότερο αίσθημα που κατοικεί στις ψυχές μας. Εντούτοις, νομίζω πως μία ενάρετη γυναίκα έχει τη δύναμη να συγκρατηθεί, όταν αισθάνεται να καίγεται από την επιθυμία· έτσι ποτέ δεν θα αφήσει την ανέντιμη λαγνεία να αμαυρώσει την ταπεινότητα που μια κυρία οφείλει να διατηρεί τόσο ακηλίδωτη, όσο μια λευκή ερμίνα. Ακόμη, είμαι πεπεισμένος ότι οι γυναίκες, οι ελεύθερες από τα δεσμά του γάμου, αμαρτάνουν λιγότερο προσφέροντας το σώμα τους για την ικανοποίηση των ανδρών, από την παντρεμένη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, έστω και με έναν μόνο άνδρα. Όμως συμβαίνει κάποιες φορές, μια γυναίκα πιστή και γεμάτη αγάπη, να πέφτει θύμα της δολερής πλεκτάνης ενός αχρείου μυαλού και της αδυναμίας ενός άλλου να πιστεύει αβασάνιστα τις συκοφαντίες, χωρίς εκείνη να σφάλλει καθόλου· έτσι δολοφονείται από τον πιστό της σύζυγο. Όσα θα σας πω αποδεικνύονται στην ιστορία που πρόκειται να σας διηγηθώ:
————— ≈ —————
Ήταν κάποτε στην Βενετία ένας Μαυριτανός, ένας άνδρας πολύ θαρραλέος, που είχε αποδείξει την ανδρεία του σε καιρό πολέμου καθώς διοικούσε το στρατό με επιδεξιότητα και σωφροσύνη. Πριν καν τελειώσει ο πόλεμος, είχε γίνει πολύ αγαπητός στη Σινιορία* η οποία συνήθιζε να ανταμείβει αδρά κάθε ανδρεία πράξη που προωθούσε τα συμφέροντα της Δημοκρατίας. Στο μεταξύ, μια νεαρή κι ενάρετη Λαίδη απαράμιλλης ομορφιάς, με το όνομα Δυσδαιμόνα, ωθούμενη όχι από τη γυναικεία της ορμή αλλά από την καλή ψυχή του Μαυριτανού, τον ερωτεύεται κι εκείνος νικημένος από την ομορφιά και το ευγενές πνεύμα της, καταγοητεύεται μαζί της. Τόσο ισχυρή και αμοιβαία ήταν η αγάπη τους που, αν και οι γονείς της Λαίδης έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να παντρευτεί άλλον, εκείνοι ενώθηκαν κάτω από τα ιερά δεσμά του γάμου και ζούσαν μαζί με τόση ομόνοια και γαλήνη, ώστε ούτε μια φορά δεν αντάλλαξαν λόγο που να μην ήταν στοργικός και γεμάτος αγάπη.
Ήρθε η ώρα που οι λόρδοι της Βενετίας, προχώρησαν σε μια ανασυγκρότηση των στρατιωτικών τους δυνάμεων στην Κύπρο και επέλεξαν τον Μαυριτανό για να διοικήσει τα στρατεύματα που θα έστελναν εκεί. Παρόλο που ήταν ευγνώμων για την τιμή που του έγινε, --με τόσο υψηλό βαθμό και εύνοια ανταμείβονται οι ευγενής και πιστοί άνδρες που έχουν αποδειχθεί πολύτιμοι-, η ευτυχία του εξαφανίστηκε μόλις συλλογίστηκε τη Δυσδαιμόνα· το μεγάλο και γεμάτο κινδύνους ταξίδι δεν θα της έκανε καλό. Η Λαίδη, που δεν είχε άλλη χαρά σε αυτή τη ζωή από τον Μαυριτανό, ήταν πολύ ευτυχισμένη από την διάκριση με την οποία τιμήθηκε ο σύζυγος της για να ανδραγαθήματα του από την πιο ισχυρή Δημοκρατία, που δεν έβλεπε την ώρα να επιβιβαστεί στο καράβι με τους άνδρες του και να τον συνοδέψει σε ένα τόσο τιμημένο πόστο. Στο μεταξύ, την έθλιβε βαθιά που έβλεπε τον Μαυριτανό τόσο σκεπτικό χωρίς να ξέρει τι βασάνιζε το νου του κι έτσι μια μέρα που δειπνούσαν του είπε:
«Γιατί, Μαυριτανέ μου, μετά από αυτήν την τόσο τιμητική διάκριση που σου χάρισε η Σινιορία, είσαι τόσο μελαγχολικός;»
Ο Μαυριτανός είπε στη Δυσδαιμόνα: «Η αγάπη μου για σένα καταστρέφει τη χαρά για την τιμή που μου δόθηκε, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να επιλέξω: είτε θα σε πάρω μαζί μου εκθέτοντάς σε στους κινδύνους της θάλασσας ή για να αποφύγεις τις κακουχίες, θα σε αφήσω στη Βενετία. Η πρώτη επιλογή αναπόφευκτα με βαραίνει περισσότερο, καθώς όποια ταλαιπωρία υποστείς και ό,τι κίνδυνος βρεθεί στο δρόμο μας, θα με γεμίζει με υπερβολικό άγχος. Η δεύτερη επιλογή, σημαίνει πως πρέπει να σε αφήσω εδώ, μια πράξη που θα ήταν άκρως μισητή για μένα, καθώς το να σε αποχωριστώ θα ήταν σαν να άφηνα πίσω την ίδια μου τη ζωή».
«Αλίμονο, άνδρα μου», αναφώνησε η Δυσδαιμόνα μόλις άκουσε τα λόγια του, «Τι σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό σου; Γιατί αφήνεις τέτοιες ιδέες να σε ταράζουν; Επιθυμώ μόνο να είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας, ακόμη κι αν πρέπει να περάσω μέσα από φωτιά κι όχι νερό για να διασχίσω τη θάλασσα πλάι σου. Αν πράγματι υπάρξουν κίνδυνοι, επιθυμώ να τους μοιραστώ μαζί σου και θα ήμουν τυχερή αν σε συντρόφευα στις κακουχίες. Μην προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως θα προτιμούσα να μείνω ασφαλής στη Βενετία γιατί οι δυσκολίες, όταν είμαστε μαζί, θα είναι σαν να ταξιδεύω πάνω σε μια καλογυαλισμένη γαλέρα, ενώ αν με αφήσεις εδώ θα αισθάνομαι για πάντα πως η αγάπη σου για μένα δεν είναι τόσο δυνατή, όσο άλλοτε».
Tότε ο Μαυριτανός, γεμάτος χαρά, τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της γυναίκας του, την έσφιξε δυνατά επάνω του, της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί και είπε: «Είθε ο Ύψιστος να κρατήσει για πάντα ζωντανή την αγάπη μας, αγαπημένη μου γυναίκα!» Λίγο καιρό αργότερα, αφού σφυρηλάτησε τη νέα του πανοπλία και έκανε όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες για το ταξίδι, επιβιβάστηκε στη γαλέρα μαζί με τη Λαίδη και όλη του την κουστωδία· άνοιξαν πανιά, άφησαν τη Βενετία και με την πιο ήρεμη θάλασσα έφτασαν στην Κύπρο με τη μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ο Μαυριτανός είχε στη συντροφιά του έναν Δεκανέα με το πιο όμορφο παρουσιαστικό αλλά με την πιο δολερή ψυχή. Ο Δεκανέας είχε την εύνοια του καλόπιστου Μαυριτανού ο οποίος δεν είχε υποπτευθεί τη μοχθηρία του· ο Δεκανέας αν και δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, είχε το ταλέντο να κρατά τον πραγματικό του εαυτό κρυμμένο βαθιά στην ψυχή του και να μεταμφιέζει τη μοχθηρία του με κολακευτικές φιλοφρονήσεις και ευγενέστατα λόγια, με τόση επιτυχία που η συμπεριφορά του έμοιαζε τους ευγενικούς τρόπους ενός Αχιλλέα ή ενός Έκτορα. Αυτός ο διπρόσωπος άνδρας, είχε επίσης πάρει μαζί του στην Κύπρο την γυναίκα του, μια γυναίκα, νεαρή, έντιμη και ειλικρινή. Όντας Ιταλίδα, έγινε πολύ αγαπητή από τη Λαίδη και περνούσε μαζί της το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Στην ίδια συντροφιά υπήρχε κι ένας Λοχίας, επίσης πολύ αγαπητός στον Μαυριτανό. Αυτός ο τίμιος άνδρας πήγαινε συχνά στο σπίτι του Μαυριτανού και δειπνούσε με τον ίδιο και τη γυναίκα του. Η Λαίδη, καθώς γνώριζε την ιδιαίτερη αδυναμία του άντρα της προς το πρόσωπό του, σε κάθε ευκαιρία του έδειχνε τη συμπάθειά της και αυτή της την ευγένεια ο Μαυριτανός την εκτιμούσε ιδιαιτέρως.
Ο διαβολικός Δεκανέας χωρίς να λογαριάζει καθόλου την ιερότητα των όρκων που έδωσε στη γυναίκα του, ούτε τη φιλία, την αφοσίωση και τις υποχρεώσεις που όφειλε στον Μαυριτανό, ερωτεύτηκε τρελά τη Δυσδαιμόνα και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν πως θα την πλησιάσει. Ποτέ όμως δεν θα τολμούσε να εκφράσει φανερά το πάθος του φοβούμενος πως αν ο Μαυριτανός το αντιλαμβανόταν θα τον σκότωνε αμέσως. Επομένως, αναζητούσε διάφορους τρόπους, όσο πιο ύπουλα μπορούσε για να φανερώσει τον πόθο του στη Λαίδη. Όμως εκείνη, που κάθε της σκέψη ανήκε στο Μαυριτανό, δεν σκέφτηκε ποτέ τον Δεκανέα ούτε κανέναν άλλον. Ό,τι κι αν δοκίμαζε ο Δεκανέας για να της εξάψει το ενδιαφέρον δεν την άγγιζε καθόλου, ήταν σαν να μην είχε γίνει ποτέ. Κατόπιν τούτου, φαντάστηκε πως η Λαίδη δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματά του γιατί ήταν ερωτευμένη με το Λοχία και από τούδε το εξής, έκανε τα πάντα για να τον βγάλει από τη μέση. Όχι μόνο του έγινε εμμονή να τον καταστρέψει, αλλά και η αγάπη του για τη Δυσδαιμόνα μετατράπηκε στο πιο άσπονδο μίσος· μελετούσε πως θα οδηγούσε τα γεγονότα στην ευτυχή για εκείνον κατάληξη: όταν ο Λοχίας θα πέθαινε, αν εκείνος δεν μπορούσε να απολαύσει τη Λαίδη τότε δεν θα την απολάμβανε ούτε ο Μαυριτανός. Κλωθογύριζε στο νου του πολλές πλεκτάνες, όλες σατανικές και δόλιες. Στο τέλος αποφάσισε να την κατηγορήσει για μοιχεία, κάνοντας τον άντρα της να πιστέψει πως ο Λοχίας ήταν ο μοιχός. Όμως, γνωρίζοντας την αγάπη που είχε ο Μαυριτανός για τη Δυσδαιμόνα και τη φιλία του με τον Λοχία, παραδέχτηκε πως θα ήταν αδύνατον να τον πείσει για τις κατηγορίες αν πρώτα δεν τον εξαπατούσε με κάποιο έξυπνο τέχνασμα. Επομένως, περίμενε υπομονετικά τον ευνοϊκό τόπο και χρόνο έτσι ώστε να ξεκινήσει τη δολερή πλεκτάνη του.
Σύντομα, το πλήρωμα του χρόνου ήρθε. Ο Μαυριτανός αφαίρεσε από τον Λοχία το βαθμό του γιατί τράβηξε σπαθί και πλήγωσε έναν στρατιώτη της φρουράς. Η Δυσδαιμόνα λυπήθηκε πολύ με το συμβάν και προσπάθησε πολλές φορές να συμφιλιώσει το Μαυριτανό μαζί του. Τότε ο Μαυριτανός εκμυστηρεύτηκε στον πονηρό Δεκανέα ότι η γυναίκα του τον πίεζε τόσο πολύ για την υπόθεση του Λοχία που σύντομα θα τον ανάγκαζε να αποκαταστήσει το βαθμό του. Ο αισχρός άνδρας, εκείνη τη στιγμή, είχε την ιδανική ευκαιρία για να θέσει σε εφαρμογή τις απάτες που είχε σχεδιάσει. Έτσι είπε:
«Ίσως η Δυσδαιμόνα να έχει τους λόγους της και επιμένει για εκείνον τόσο πολύ!»
«Και ποιοι είναι αυτοί ο λόγοι;», ρώτησε ο Μαυριτανός.
«Δεν επιθυμώ», είπε ο Δεκανέας, «να μπω ανάμεσα σε ένα αντρόγυνο, αλλά αν είσαι πιο παρατηρητικός θα το καταλάβεις μόνος σου».
Όσες ερωτήσεις κι αν του έκανε ο Μαυριτανός, δεν θα απαντούσε ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, τα λόγια του Δεκανέα άφησαν ψύλλους στα αφτιά του Μαυριτανού, ο οποίος παραδόθηκε στην αδιάκοπη σκέψη όσων είχαν ειπωθεί. Έγινε μελαγχολικός, και μια μέρα που η γυναίκα του προσπαθούσε να κατευνάσει το θυμό του εναντίον του Λοχία, ικετεύοντας τον να μην καταδικάσει στην αφάνεια τις πιστές υπηρεσίες και τη φιλία τόσων χρόνων για κάτι τόσο ασήμαντο, ειδικά από τη στιγμή που ο Λοχίας είχε συμφιλιωθεί με τον στρατιώτη, ο Μαυριτανός ξέσπασε από θυμό και της είπε:
«Θα πρέπει να υπάρχει μία πολύ σοβαρή αιτία που σε κάνει να υπερασπίζεσαι τόσο πολύ κάποιον που, αν και δεν ούτε αδερφός σου, ούτε καν συγγενής σου, τον έχεις τόσο πολύ μέσα στην καρδιά σου!»
Η Λαίδη, γεμάτη αβρότητα και ευγένεια απάντησε:
«Δε μου αρέσει καθόλου να είσαι θυμωμένος μαζί μου. Το μόνο κίνητρο που με αναγκάζει να μιλώ είναι η θλίψη που σε βλέπω να στερείσαι έναν τόσο αγαπητό φίλο, όπως έχει αποδείξει πως ήταν για σένα ο Λοχίας. Δεν διέπραξε ένα τόσο απεχθές έγκλημα για να αξίζει τόση έχθρα από μέρους σου. Αλλά εσείς οι Μαυριτανοί είστε τόσο ευέξαπτοι από τη φύση σας, με το παραμικρό οργίζεσθε και γίνεστε εκδικητικοί».
Ακόμη πιο εξαγριωμένος ο Μαυριτανός απάντησε: «Κι όποιος δεν το πιστεύει, σύντομα θα έχει αποδείξεις! Η εκδίκηση που θα πάρω για όποια αδικία έχει γίνει εις βάρος μου, θα είναι τόσο σφοδρή, που θα με ικανοποιήσει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι!»
Η Λαίδη τρομοκρατήθηκε από τα λόγια του, πρώτη φορά έβλεπε τον άνδρα της θυμωμένο μαζί της, έτσι του απάντησε ταπεινά:
«Ευγενείς είναι οι λόγοι που με έκαναν να μιλήσω αλλά αν είναι να σε βλέπω τόσο θυμωμένο μαζί μου, δεν θα ξαναπώ κουβέντα για το ζήτημα».
Εντούτοις, ο Μαυριτανός βλέποντας με πόσο ζήλο η Δυσδαιμόνα παρακαλούσε για τον Λοχία, υπέθεσε πως τα λόγια του Δεκανέα υπονοούσαν ότι η Δυσδαιμόνα ήταν ερωτευμένη μαζί του, έτσι βυθισμένος σε μελαγχολία πήγε να βρει τον παλιάνθρωπο και τον ενθάρρυνε να μιλήσει ανοιχτά. Ο Δεκανέας πρωτίστως δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να αποκαλύψει κάτι που θα δυσαρεστούσε τον Μαυριτανό, όμως έπειτα από λίγο προσποιήθηκε πως υπέκυψε στην πίεση και είπε:
«Οφείλω να ομολογήσω ότι με θλίβει βαθύτατα που πρέπει να σου αποκαλύψω πράγματα που θα σου προκαλέσουν αβάσταχτο πόνο· αλλά αν επιθυμείς πραγματικά να μάθεις, τότε κι εγώ έχω το καθήκον να μεριμνώ για την τιμή του αφέντη μου· έτσι παίρνω κουράγιο για να απαντήσω στο αίτημά σου. Πρέπει να μάθεις ότι η Δυσδαιμόνα δυσαρεστείται να βλέπει πως ο Λοχίας έχει πέσει στη δυσμένειά σου γιατί πολύ απλά διασκεδάζει μαζί του, όποτε εκείνος έρχεται σπίτι σου. Η γυναίκα σου σε αποστρέφεται πια, γιατί είσαι μαύρος».
Αυτά τα λόγια μπήχτηκαν σαν μαχαίρι στην καρδιά του Μαυριτανού. Όμως, αν και πίστεψε τα λόγια του Δεκανέα, ήθελε να μάθει περισσότερα, έτσι με αγριεμένο βλέμμα είπε:
«Δεν ξέρω τι με κρατάει και δεν κόβω εδώ και τώρα την εξωφρενική σου γλώσσα που τολμά να αρθρώνει τέτοιες προσβολές ενάντια στη Λαίδη μου!»
Τότε ο Δεκανέας είπε: «Κύριε μου, δεν θα επιθυμούσα άλλη ανταμοιβή για τις στοργικές μου υπηρεσίες, όμως το καθήκον και το ενδιαφέρον μου για σένα με έφτασαν ως εδώ και με υποχρεώνουν να επαναλαμβάνω πως το ζήτημα είναι ως έχει, ακριβώς όπως το άκουσες· αν η Λαίδη σου, με την υποκριτική αγάπη της για σένα έχει θολώσει τόσο πολύ την κρίση σου και δεν βλέπεις αυτό που θα έπρεπε να δεις, δε σημαίνει ότι ψεύδομαι. Ο Λοχίας, μου εκμυστηρεύτηκε τα πάντα με τόση λαχτάρα όπως ένας ερωτευμένος που δεν εννοεί την ευτυχία του αν προηγουμένως δεν τη διηγηθεί σε κάποιον». Και μετά από μια παύση πρόσθεσε: «Αν δεν φοβόμουν την οργή σου, θα έπρεπε να τον είχα τιμωρήσει εγώ όπως του άξιζε και να τον σκότωνα. Όμως τώρα που σου αποκάλυψα όσα πρέπει να ξέρεις και βλέπω ποια είναι η ανταμοιβή μου, θα ήταν καλύτερα να είχα κρατήσει σιγήν ιχθύος διότι η πράξη μου αυτή με κάνει να πέσω στη δυσμένειά σου».
Τότε ο Μαυριτανός γεμάτος απελπισία είπε: «Αν δεν το δω με τα ίδια μου τα μάτια δεν το πιστεύω. Αν δεν μου φέρεις αποδείξεις τότε σε διαβεβαιώ, θα ευχόσουν να μην είχες γεννηθεί ποτέ».
«Θα ήταν πολύ εύκολο να το αποδείξω, τότε που συνήθιζε να έρχεται στο σπίτι σου, όμως για έναν ασήμαντο λόγο τον έδιωξες από κοντά σου· εντούτοις εικάζω πως ακόμα θα απολαμβάνει τη Δυσδαιμόνα όποτε του δίνεται η ευκαιρία αλλά θα πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τώρα που ξέρει ότι έχεις στραφεί εναντίον του. Όπως και να ‘χει, δεν έχω χάσει την ελπίδα μου. Θα καταφέρω να σου δείξω αυτό που δεν θέλεις να πιστέψεις». Και μετά από αυτά τα λόγια χωρίσανε.
Ο Μαυριτανός, σε άθλια κατάσταση, λες και είχε χτυπηθεί από το πιο μυτερό βέλος, γύρισε στο σπίτι και περίμενε την ημέρα που ο Δεκανέας θα του έδειχνε την αλήθεια που θα τον έκανε δυστυχισμένο για πάντα. Την ίδια στιγμή, ο Δεκανέας ταλανιζόταν από ένα σημαντικό πρόβλημα: την αγνότητα της Λαίδης. Ο αδιάβλητος χαρακτήρας της τον δυσκόλευε τρομερά να βρει έναν τρόπο να τη διαβάλει· εν τούτοις ο απατεώνας μηχανεύτηκε μια καινούργια πανουργία.
Η γυναίκα του Μαυριτανού, όπως σας είπα, επισκεπτόταν συχνά στη γυναίκα του Δεκανέα και κάθονταν μαζί για αρκετές ώρες. Ο Δεκανέας παρατήρησε πως η Λαίδη είχε πάνω της ένα μαντήλι κεντημένο στο χέρι, που ο Μαυριτανός σύμφωνα με τα έθιμά του της το είχε προσφέρει κι εκείνη το κρατούσε πάνω της σαν φυλαχτό· ο Δεκανέας σχεδίαζε να της το κλέψει και κατ´ αυτόν τον τρόπο να ετοιμάσει το τελικό του χτύπημα. Ο κακούργος είχε ένα κοριτσάκι τριών ετών και η Δυσδαιμόνα το αγαπούσε πολύ. Μια μέρα, μόλις η άτυχη Λαίδη έφτασε στο σπίτι του αχρείου, πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά του, το πήγε στη Λαίδη κι εκείνη το κράτησε σφιχτά στο στήθος της. Ο άτιμος, είχε μεγάλη επιδεξιότητα στα δάχτυλα και κατάφερε να αρπάξει το μαντήλι από τη ζώνη της τόσο ανεπαίσθητα που εκείνη δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό· ο πιο πανούργος άντρας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος απομακρύνθηκε κατευχαριστημένος.
Η Δυσδαιμόνα, δίχως να έχει υποψιαστεί τίποτα, επέστρεψε στο σπίτι της και όντας απασχολημένη με άλλες σκέψεις δεν αντιλήφθηκε την απουσία του πολύτιμου δώρου. Μερικές μέρες αργότερα, αναζητούσε το μαντήλι και καθώς δεν το έβρισκε πουθενά φοβήθηκε μήπως ο Μαυριτανός ζητήσει να το δει, κάτι που έκανε συχνά.
Στο μεταξύ, ο μοχθηρός Δεκανέας, άδραξε την κατάλληλη ευκαιρία και μπήκε στο δωμάτιο του Λοχία, όπου με πονηρή δεξιότητα άφησε το μαντήλι στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Ο Λοχίας δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του μέχρι το επόμενο πρωινό, όταν ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί πάτησε κατά λάθος το μαντήλι που είχε πέσει στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε βρεθεί στο σπίτι του το μαντήλι της Δυσδαιμόνας και καθώς γνώριζε πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη θέλησε να της το επιστρέψει. Έτσι, περίμενε ώσπου να φύγει ο Μαυριτανός και χτύπησε την πίσω πόρτα. Φαίνεται πως η τύχη συνωμοτούσε με το Δεκανέα για να προκαλέσει το θάνατο της δυστυχισμένης Λαίδης· ο Μαυριτανός άκουσε το χτύπημα στην πόρτα κι αμέσως πήγε στο παράθυρο και φώναξε θυμωμένα: «Ποιος χτυπά;». Ο Λοχίας φοβούμενος μήπως τον ανακαλύψει και του επιτεθεί, εξαφανίστηκε. Ο Μαυριτανός έτρεξε στον δρόμο και κοίταξε τριγύρω αλλά δεν υπήρχε κανείς. Έπειτα, επέστρεψε στο σπίτι γεμάτος θανατερό πάθος και ρώτησε τη γυναίκα του ποιος χτύπησε την πίσω πόρτα.
Η Δυσδαιμόνα με ειλικρίνεια είπε πως δεν ήξερε. Τότε ο Μαυριτανός είπε:
«Μου φάνηκε πως ήταν ο Λοχίας».
«Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ή κάποιος άλλος», είπε.
Ο Μαυριτανός συγκράτησε την οργή του, αν και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα πριν συμβουλευτεί το Δεκανέα, κάτι που έκανε αμέσως. Πήγε στο σπίτι του και τον ικέτευσε να βρει τον Λοχία και να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Ο Δεκανέας, απόλυτα ευχαριστημένος, υποσχέθηκε πως θα το κάνει αμέσως. Την επόμενη μέρα, μίλησε με το Λοχία ενώ ο Μαυριτανός στεκόταν σε ένα σημείο όπου δεν μπορούσαν να τον αντιληφθούν αλλά εκείνος μπορούσε να τους βλέπει· τους έβλεπε να μιλούν ζωηρά και να χειρονομούν έντονα ενώ ο Λοχίας γελούσε δυνατά. Φυσικά ο Δεκανέας του μιλούσε περί ανέμων και υδάτων, και μάλιστα τον διασκέδαζε έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι περνάνε καλά. Μόλις χωρίσανε, ο Μαυριτανός βρήκε το Δεκανέα για να μάθει όσα ειπώθηκαν:
«Δεν μου έκρυψε τίποτα. Μου είπε ότι απολαμβάνει τη γυναίκα σου κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία και την τελευταία φορά που ήταν μαζί, του έδωσε το μαντήλι που της χάρισες, όταν της ζήτησες να σε παντρευτεί».
Ο Μαυριτανός ευχαρίστησε τον Δεκανέα και έφυγε. Ήταν πια προφανές ότι αν η Δυσδαιμόνα δεν είχε το μαντήλι τότε όλα θα ήταν όπως τα είπε ο Δεκανέας.
Μια μέρα μετά το δείπνο ενώ συζητούσαν με τη Λαίδη για διάφορα θέματα, τη ρώτησε για το μαντήλι. Η δυστυχισμένη γυναίκα, που έτρεμε τη στιγμή αυτή, έγινε κατακόκκινη στο άκουσμα του αιτήματος και για να κρύψει την αναστάτωσή της (κάτι που ο Μαυριτανός πρόσεξε αμέσως), έτρεξε στο μπαούλο προσποιούμενη ότι το ψάχνει. Έπειτα από αρκετή ώρα είπε:
«Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το βρω· μήπως το έχεις εσύ;»
«Αν το έχω εγώ τότε γιατί να στο ζητήσω;», απάντησε, «Αλλά είμαι σίγουρος πως την επόμενη φορά θα έχεις καλύτερη τύχη».
Και λέγοντας αυτά, βγήκε από το σπίτι και άρχισε να σκέφτεται με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να σκοτώσει τη γυναίκα του και τον Λοχία, έτσι ώστε να μην κριθεί ένοχος. Η εκδίκηση του έγινε έμμονη ιδέα· αναπόφευκτά η Λαίδη αντιλήφθηκε πως κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά του απέναντί της. Πολλές φορές του έλεγε:
«Τι σου συμβαίνει; Τι σε βασανίζει; Κάποτε ήσουν ο πιο ευτυχισμένος και τώρα είσαι ο πιο μελαγχολικός άντρας του κόσμου!»
Ο Μαυριτανός επινοούσε διάφορες δικαιολογίες αλλά εκείνη δεν πίστευε λέξη κι ενώ δεν μπορούσε να σκεφτεί ποια πράξη της τον έκανε τόσο δύσθυμο, υπέθεσε πως την είχε βαρεθεί, από τη στιγμή μάλιστα που δεν έκαναν πια έρωτα. Πολλές φορές έλεγε στη γυναίκα του Δεκανέα:
«Δεν ξέρω τι να συμπεράνω από τον άντρα μου. Μέχρι πρότινος εκδήλωνε συνεχώς την αγάπη του για μένα, αλλά τις τελευταίες μέρες έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Φοβάμαι πως θα γίνω ζωντανό παράδειγμα για τις νεαρές κοπέλες, να μην παντρεύονται ενάντια στη θέληση των γονιών τους· και οι Ιταλίδες θα πάρουν παράδειγμα από μένα ώστε να μη συνδέσουν τη ζωή τους με κάποιον που η Φύση, η Θρησκεία και ο τρόπος ζωής του είναι τελείως διαφορετικός από τον δικό μας. Όμως, επειδή γνωρίζω ότι ο άντρας σου είναι πολύ κοντά στον δικό μου και του έχει εμπιστοσύνη, σε εκλιπαρώ, αν έχεις μάθει κάτι που μπορεί να με βοηθήσει, μη διστάσεις να μου το πεις». Αυτά είπε στη φίλη της με βαριά αναφιλητά.
Η γυναίκα του Δεκανέα γνώριζε τα πάντα (ο άντρας της ήθελε να τη χρησιμοποιήσει σαν πιόνι στο τέχνασμά του για να προκαλέσει το θάνατο της Λαίδης, όμως εκείνη δεν συμφώνησε), δεν τολμούσε όμως να αποκαλύψει τίποτα από φόβο για τον άντρα της. Είπε μονάχα:
«Να φροντίζεις τον άντρα σου όσο πιο καλά μπορείς, να μην του δίνεις κανένα λόγο να σε υποψιάζεται και να κάνεις τα πάντα για να του δείχνεις την αγάπη και την πίστη σου».
«Όσα λες τα κάνω», είπε η Λαίδη, «αλλά δεν βοήθησαν καθόλου».
Στο μεταξύ ο Μαυριτανός, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει κι άλλες αποδείξεις, καθώς κατά βάθος ένιωθε την τεράστια αγάπη της Δυσδαιμόνας και παρακάλεσε τον Δεκανέα να δει με τα μάτια του αν το μαντήλι ήταν στην κατοχή του Λοχία. Ο αχρείος, παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος, υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει σάρκα και οστά στη μαρτυρία του.
Ο Λοχίας είχε στο σπίτι του μια οικονόμο, η οποία κεντούσε τα πιο περίτεχνα εργόχειρα σε λινό ύφασμα και μόλις είδε το μαντήλι, ξεκίνησε να φτιάχνει ένα ακριβές αντίγραφο για την ίδια πριν επιστραφεί στη Δυσδαιμόνα. Ενώ κεντούσε, ο Δεκανέας παρατήρησε ότι δούλευε κοντά σ’ ένα παράθυρο όπου μπορούσε να τη δει καλά όποιος περνούσε απ’ έξω. Έτσι, έφερε τον Μαυριτανό να τη δει σε μια στιγμή που θαύμαζε το τέλειο αντίγραφο που είχε κεντήσει και τότε ο άτυχος άνδρας δεν είχε πια καμία αμφιβολία πως η πιο ενάρετη γυναίκα ήταν μοιχαλίδα. Σχεδίαζε με τον Δεκανέα τον θάνατο των δύο άπιστων. Ο Μαυριτανός τον ικέτευε να σκοτώσει το Λοχία, υποσχόμενος αιώνια ευγνωμοσύνη. Ο Δεκανέας αρνήθηκε να αναλάβει αυτήν την αποστολή καθώς ο Λοχίας ήταν επιδέξιος και γενναίος μαχητής· όμως, μετά από πολλές ικεσίες κι ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, πείστηκε να προκαλέσει την Τύχη του.
Λίγο καιρό μετά το συμβάν, μια σκοτεινή νύχτα, καθώς ο Λοχίας έβγαινε από το σπίτι μιας εταίρας που συνήθιζε να επισκέπτεται, ο Δεκανέας τον πλησίασε ύπουλα από πίσω με το ξίφος του ανά χείρας και καταφέρνοντάς του ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα στα πόδια τον έκανε να πέσει στο έδαφος, κι εκεί με ένα δεύτερο χτύπημα ακρωτηρίασε το δεξί του πόδι. Ο Δεκανέας όρμησε πάνω του για το τελειωτικό χτύπημα όμως ο Λοχίας, όντας συνηθισμένος στο αίμα και τον θάνατο, είχε ήδη προλάβει να τραβήξει το δικό του ξίφος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώ την ίδια στιγμή φώναζε: «Με σκοτώνουν!»
Ο Δεκανέας, άκουσε κόσμο να τρέχει, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων στρατιωτών που βρίσκονταν εκεί κοντά και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε μακριά για να μη συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Λίγες στιγμές αργότερα επέστρεψε προσποιούμενος πως έτρεξε στο άκουσμα των φωνών για να δει τι συμβαίνει. Μπερδεύτηκε με τον κόσμο και δείχνοντας το κομμένο πόδι, έκρινε ότι ο Λοχίας αν δεν ήταν ήδη νεκρός θα πέθαινε σύντομα από την πληγή. Ο αχρείας άνδρας, ενώ ενδόμυχα πετούσε απ’ τη χαρά του, εξωτερικά θρηνούσε για τον Λοχία λες και ήταν ο αδερφός του.
Το επόμενο πρωί, τα νέα της συμπλοκής έφτασαν στα αφτιά της Δυσδαιμόνας, και χωρίς να φαντάζεται την καταστροφή που θα μπορούσε να επιφέρει η αντίδρασή της, έδειξε τη μεγαλύτερη οδύνη για το συμβάν. Η αθωότητα της Λαίδης έβγαλε τον χειρότερο εαυτό του Μαυριτανού. Αναζήτησε αμέσως τον Δεκανέα και του είπε:
«Το ξέρεις ότι η ανόητη γυναίκα μου θρηνεί με αναφιλητά για το ατύχημα του Λοχία και κοντεύει να χάσει το μυαλό της;»
«Τι άλλο περίμενες να συμβεί;», του απάντησε, «Τον είχε ερωτευτεί με όλη της την καρδιά».
«Όλη της την καρδιά ναι!», απάντησε ο Μαυριτανός, «Θα ξεσκίσω όση καρδιά της απέμεινε και θα ανακουφίσω τον κόσμο από ένα τόσο ύπουλο πλάσμα, ειδάλλως να μην με αποκαλούν άντρα!»
Προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν το φονικό όπλο θα ήταν δηλητήριο ή μαχαίρι και τότε ο Δεκανέας είχε μια ιδέα:
«Σκέφτηκα έναν τρόπο που θα σε ικανοποιήσει και δεν θα μας υποψιαστεί κανείς: το σπίτι σας είναι πολύ παλιό και η οροφή στο υπνοδωμάτιο έχει πολλές ρωγμές. Προτείνω να τραυματίσουμε βαριά τη Δυσδαιμόνα στο κεφάλι με ένα σακί γεμάτο άμμο ώστε να μην φαίνονται τα σημάδια από τα χτυπήματα. Όταν είναι πια νεκρή θα γκρεμίσουμε την οροφή και θα σπάσουμε το λαιμό της Λαίδης· αν βρεθεί κάτω από τα ερείπια όλοι θα υποθέσουν ότι ο θάνατός της προκλήθηκε από ατύχημα».
Το απάνθρωπο σχέδιο ικανοποίησε τον Μαυριτανό και το μόνο που έλειπε ήταν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία. Ένα βράδυ, ο Μαυριτανός έκρυψε τον Δεκανέα στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας και μόλις το ανδρόγυνο ξάπλωσε, εκείνος, σύμφωνα με το σχέδιο έκανε έναν θόρυβο. Στο άκουσμά του ο Μαυριτανός είπε στη γυναίκα του:
«Το άκουσες αυτό;»
«Ναι το άκουσα», απάντησε.
«Σήκω και πήγαινε να δεις τι είναι».
Αμέσως η άτυχη Δυσδαιμόνα σηκώθηκε και μόλις πλησίασε την ντουλάπα, ο Δεκανέας πετάχτηκε έξω και καθώς ήταν δυνατός και σωματώδης, την έριξε κάτω με το πρώτο χτύπημα. Η Λαίδη μετά βίας μπορούσε να αναπνεύσει και με όση φωνή της απέμεινε, φώναξε τον Μαυριτανό σε βοήθεια όμως εκείνος πετάχτηκε από το κρεβάτι και της είπε:
«Σατανική γυναίκα, επιτέλους ανταμείβεσαι όπως σου αξίζει. Έτσι καταλήγουν οι γυναίκες που αντί να αγαπούν τους άντρες τους, τους φορούν κέρατα στο κεφάλι!»
Η Λαίδη καταρρακωμένη ένιωθε πως το τέλος ήταν κοντά (ο Δεκανέας μόλις την είχε χτυπήσει ξανά) και ανοίγοντας τα ρόδινα χείλη της για τελευταία φορά, επικαλέστηκε τη Θεία Δίκη να είναι μάρτυρας της αγνότητάς της, τη στιγμή που η επίγεια δικαιοσύνη απέτυχε. Πριν προλάβει να μιλήσει ξανά ένα τρίτο χτύπημα την αποτελείωσε και έμεινε ακίνητη για πάντα, σφαγιασμένη από τον άθλιο Δεκανέα. Έπειτα, την τοποθέτησαν στο κρεβάτι, της έσπασαν το κρανίο και γκρέμισαν την οροφή. Όλα είχαν τελεσθεί βάσει σχεδίου, κι έτσι ο Μαυριτανός άρχισε να φωνάζει σε βοήθεια. Στο άκουσμα των ουρλιαχτών, οι γείτονες έτρεξαν και βρήκαν τη Λαίδη νεκρή κάτω από τα ερείπια -ο θάνατός της έκανε τους πάντες να θρηνήσουν τον αιφνίδιο χαμό της.
Η κηδεία της Δυσδαιμόνας την επόμενη μέρα, προκάλεσε ανείπωτη θλίψη. Ο παντοκράτωρ Θεός, ο δίκαιος επιτηρητής της ανθρώπινης ψυχής δεν σκόπευε να αφήσει τέτοια ελεεινή ανομία ατιμώρητη. Ο Μαυριτανός είχε αγαπήσει τη Λαίδη περισσότερο κι από την ίδια του τη ζωή και μόλις στερήθηκε την ύπαρξή της, αισθάνθηκε τόση λαχτάρα που άρχισε να την αναζητά σαν τρελός σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Συνειδητοποίησε πια, ότι ο Δεκανέας ήταν η αιτία του χαμού της. Τώρα η αποστροφή και το μίσος του για τον αχρείο ήταν τόση που δεν άντεχε να τον βλέπει και αν δεν φοβόταν την αμείλικτη δικαιοσύνη των Βενετών αρχόντων θα τον είχε σφάξει δημόσια. Αντ’ αυτού, του αφαίρεσε τον στρατιωτικό βαθμό και τον απομάκρυνε από την συντροφιά του. Η στάση του σήκωσε ένα αδιαπέραστο τοίχος ανάμεσά τους και καμιά διαμάχη, όσο θανατερή κι αν ήταν, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το απαράμιλλο μίσος των δύο αντρών.
Ο Δεκανέας, ο από τους αχρείους ο χειρότερος, έψαχνε έναν τρόπο να τραυματίσει τον Μαυριτανό. Έτσι αναζήτησε τον Λοχία ο οποίος είχε αναρρώσει από την επίθεση αλλά πια είχε ξύλινο πόδι και του είπε:
«Ήρθε η ώρα να εκδικηθείς για το πόδι που έχασες. Αν έρθεις μαζί μου στη Βενετία θα σου δείξω τον δράστη· εδώ δεν τολμώ να το κάνω διότι συντρέχουν λόγοι σοβαροί, όμως σου υπόσχομαι πως όχι μόνο θα σου αποκαλύψω την ταυτότητα του αχρείου αλλά θα έρθω και ως μάρτυρας να σε εκπροσωπήσω στο δικαστήριο».
Ο Λοχίας που ένιωθε βαθιά αδικημένος, καθώς δεν γνώριζε την αλήθεια, ευχαρίστησε τον Δεκανέα και τον ακολούθησε στη Βενετία. Μόλις έφτασαν, ο Δεκανέας του είπε ότι ο Μαυριτανός του έκοψε το πόδι διότι είχε κατασκευάσει στο μυαλό του την ιδέα ότι ήταν εραστής της Δυσδαιμόνας και για τον ίδιο λόγο την δολοφόνησε.
Στο άκουσμα της φοβερής αποκάλυψης, ο Λοχίας κατέδωσε τον Μαυριτανό στη Σινιορία για τον ακρωτηριασμό του ποδιού του και τον θάνατο της Λαίδης και κάλεσε ως μάρτυρα τον Δεκανέα ο οποίος ομολόγησε πως και οι δύο κατηγορίες ήταν αληθινές. Ισχυρίστηκε πως ο Μαυριτανός τον πλησίασε και προσπάθησε να τον δελεάσει έτσι ώστε να διαπράξει τα εν λόγω εγκλήματα για χάρη του. Όταν απέτυχε να τον παρασύρει στη δίνη της κτηνώδους ζήλιας του, συνέλαβε το σχέδιο του ατυχήματος και μόλις το έφερε εις πέρας, του αποκάλυψε πως εκείνος είχε σκοτώσει την άτυχη Λαίδη. Αυτή ήταν η μαρτυρία του σατανικού άνδρα ενώπιον του δικαστηρίου.
Μόλις η Σινιορία πληροφορήθηκε την κτηνωδία που υπέστη μια πολίτης της Βενετίας από έναν Βάρβαρο, διέταξαν να συλληφθεί αμέσως ο Μαυριτανός στην Κύπρο και να παρουσιαστεί ενώπιον της Σινιορίας, όπου με πολλά βασανιστήρια προσπάθησαν να του αποσπάσουν την αλήθεια. Ο Μαυριτανός επέδειξε μεγάλη αντοχή και αρνήθηκε κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να του εκμαιεύσουν καμία πληροφορία.
Η ανθεκτικότητά του τον γλίτωσε από τον θάνατο· όμως έπειτα από αρκετές ημέρες στη φυλακή, καταδικάστηκε σε αιώνια εξορία κι εκεί δολοφονήθηκε εν τέλει από συγγενείς της Δυσδαιμόνας όπως δικαιωματικά του άξιζε.
Ο Δεκανέας επέστρεψε στην πατρίδα του και συνεχίζοντας τη συνήθη συμπεριφορά του, ισχυρίστηκε ότι ένας από τους συντρόφους του τον δωροδόκησε για να σκοτώσει έναν επιφανή ευγενή του τόπου. Ο κατηγορούμενος άνδρας συνελήφθη, υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια και όταν αρνήθηκε τις κατηγορίες, οι αρχές συνέλαβαν και τον Δεκανέα με σκοπό να βασανίσουν κι εκείνον ώστε να συγκρίνουν τις ιστορίες τους. Δεν κατάφεραν να του αποσπάσουν την αλήθεια, όμως τον βασάνισαν τόσο βάναυσα, που τα σωθικά του υπέστησαν ρήξη. Έπειτα αφέθηκε ελεύθερος, επέστρεψε σπίτι του και πέθανε με άθλιο τρόπο. Αργά, μέσα σε ανείπωτους πόνους και χωρίς κανέναν στο πλευρό του.
Κι έτσι ο Θεός εκδικήθηκε για την αθωότητα της Λαίδης. Την ιστορία, την διηγήθηκε η γυναίκα του Δεκανέα, λίγο καιρό μετά το θάνατο του, ακριβώς όπως σας τη διηγήθηκα κι εγώ σήμερα.
Τ Ε Λ Ο Σ
*Σινιορία: Κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, η ανώτατη εκπροσώπηση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας ήταν το Μέγα Συμβούλιο το οποίο αποτελούνταν από 200 ως 300 μέλη των επιφανέστερων οικογενειών της πόλης. Καθώς αυτό το σώμα ήταν πολύ μεγάλο, για την αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση, το Μέγα Συμβούλιο εξέλεγε μια δεκαμελή επιτροπή, την επονομαζόμενη Σινιορία.