Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/afierwma/h-kypros-kai-ta-spitia-ths-texnhs
Εδώ μαθήτευσα στους ήχους και στα χρώματα η μοίρα εδώ σχεδίασε τον χάρτη της ζωής μου.
Θεοκλής Κουγιάλης[1]
Στο παρόν κείμενο επιχειρείται προσέγγιση της εικαστικής σκηνής στην Κύπρο κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Ο σχολιασμός αναπτύσσεται λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο που διαδραμάτισαν και εξακολουθούν να το κάνουν, ιδρύματα, εκθεσιακοί χώροι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, γκαλερί και εργαστήρια καλλιτεχνών νέας γενιάς. Μία αντικειμενική αξιολόγηση του συνολικού εικαστικού έργου τής υπό σχολιασμό περιόδου δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατή καθότι αυτή για να θεωρηθεί έγκυρη και αντικειμενική απαιτεί απόσταση χρόνου. Εναπόκειται συνεπώς στους ιστορικούς, στους κριτικούς και στους θεωρητικούς της τέχνης να το πράξουν χωρίς επιφυλάξεις στο απώτερο μέλλον.
Η περιορισμένη στον τόπο κρατική υποδομή όσον αφορά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη πολιτιστικής πολιτικής επιτρέπει τη σκιαγράφηση γεγονότων, τάσεων και πρακτικών που εκδηλώνονται μονάχα στη σφαίρα του ιδιωτικού. Το κείμενο δεξιώνεται αποκλειστικά καλλιτέχνες νέας γενιάς προκειμένου να σημειωθεί η συμβολή τους στην εδραίωση ενός νέου κλίματος κυρίως στη Λευκωσία και σε μικρότερο βαθμό ή καθόλου στις άλλες πόλεις.
Το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών (NiMAC) αποτελεί από το 1994 τον κατεξοχήν χώρο φιλοξενίας της σύγχρονης τέχνης στη Λευκωσία και στο νησί ευρύτερα. Τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, από την ίδρυση του μέχρι σήμερα, κατέχει ο δρ. Γιάννης Τουμαζής. Εκθέσεις με συμμετοχή καταξιωμένων αλλά και νέων καλλιτεχνών από Κύπρο, Ελλάδα και εξωτερικό, συνεργασίες με μουσεία, κέντρα τεχνών και πολιτιστικά ιδρύματα ευρωπαϊκών και άλλων χωρών, εκπαιδευτικά προγράμματα, διεθνή συνέδρια, διαλέξεις και άλλα δρώμενα καταδεικνύουν τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα του Κέντρου. Μαρτυρούν συνάμα την προσήλωση της διεύθυνσής του στις σύγχρονες και πρωτοπόρες τάσεις όταν μάλιστα τις πρεσβεύουν νέοι δημιουργοί.[2]
Η έκθεση εντούτοις που συγκεντρώνει τους σημαντικότερους εικαστικούς νέας γενιάς και σημειώνει με το περιεχόμενο της στον εικαστικό τοπικό χάρτη σύγχρονες αναζητήσεις και πρακτικές, δεν είναι άλλη από αυτήν που φιλοξενείται από τις 29 Νοεμβρίου 2019 και για τρεις μήνες στο Κέντρο με τίτλο hypersurfacing. Πρόκειται για ομαδική έκθεση Κυπρίων νέας γενιάς σε επιμέλεια Μαρίνας Χριστοδουλίδου.[3] Εστιάζοντας στην έννοια της «υπερεπιφάνειας», ως τόπου ανάδυσης μιας ιδέας αλλά και τόπου συνέργειας, οι καλλιτέχνες καλούνται να επινοήσουν και να πραγματώσουν έργα όχι μόνο στη βάση της προσωπικής τους πρακτικής αλλά και σε επίπεδο αλληλεπίδρασης ή σύγκλισης ιδεών. Η έκθεση κρίνεται σημαντική, κυρίως γιατί συγκεντρώνει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες νέας γενιάς και επιτρέπει στο κοινό όχι μόνο να γνωρίσει το έργο τους αλλά και να σχηματίσει μια σφαιρική εικόνα της εικαστικής παραγωγής των τελευταίων χρόνων. Αξιοσημείωτη είναι η υφολογική εγγύτητα των έργων ως επακόλουθο των στενών σχέσεων που οι εν λόγω δημιουργοί καλλιεργούν μεταξύ τους και ως συνέπεια των επιρροών που ανάμεσά τους συνυφαίνονται. Η αγγλοσαξονική, κυρίως ακαδημαϊκή τους κατάρτιση, τα ταξίδια και η πρόσβαση στο διαδίκτυο για διάλογο αλλά και ενημέρωση όσον αφορά στην ευρύτερη ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκηνή της τέχνης αποτελούν στοιχεία που προσδίδουν στα εκθέματα σύγχρονο χαρακτήρα, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο και σε επίπεδο ιδέας. Η χρήση ευτελούς πρώτης ύλης που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων στην υπό σχολιασμό έκθεση δεν υπονοεί άρνηση για κάθε τι πολύτιμο ή δαπανηρό. Με κατασκευές, βίντεο και φωτογραφίες διατυπώνεται η αξίωση των δημιουργών για μια κοινή αντίληψη του κόσμου στη βάση πρακτικών με χαρακτήρα ετερόκλητο αλλά και με στιλιστική απόρροια κοινής βάσης.
Για δύο σχεδόν δεκαετίες (2002-2017) το Κέντρο Ευαγόρα και Κάθριν Λανίτη (Χαρουπόμυλος) στη Λεμεσό συμβάλλει στην εντόπια καλλιτεχνική σκηνή με αναδρομικές, θεματικές και περιοδεύουσες εκθέσεις, όπως και άλλου τύπου δρώμενα. Η Catherine Luis Nikita διευθύνει τον χώρο από την ίδρυση μέχρι την άρση λειτουργίας του, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της όχι μόνο στην προβολή των εκάστοτε φιλοξενούμενων καλλιτεχνών, αλλά και στην ιδέα αποκέντρωσης της τέχνης. Το εν λόγω Ίδρυμα επιχειρεί, με άλλα λόγια, μια μετατόπιση του φιλότεχνου κοινού εκτός πρωτεύουσας, αίτημα το οποίο βρίσκει αναμφίβολα μεγάλη ανταπόκριση. Στις εκθέσεις φιλοξενούνται Κύπριοι, Ελλαδίτες και ξένοι καλλιτέχνες, με την παρουσία της νέας γενιάς πάντα αισθητή. Αναφέρω ενδεικτικά μερικές από αυτές: Hyperlinks (2004)[4] σε επιμέλεια Έφης Στρούζα, Recto Verso (2005) και Maniera Cypria (2012)[5] σε επιμέλεια της δρ. Νάντιας Αναξαγόρου, Αίσθηση και νόηση. Η νεκρή φύση στο έργο Κυπρίων καλλιτεχνών (2015)[6] σε επιμέλεια της δρ. Ελένης Νικήτα και Τοπία. Επιλογές από την Κρατική Συλλογή (2017)[7] σε επιμέλεια του δρ. Σάββα Χριστοδουλίδη.
Σημαντικός για τα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου αποδεικνύεται και ο ρόλος της Λεβέντειου Πινακοθήκης. Ανοίγει στο κοινό τον Μάρτη του 2014. Φιλοξενεί τα έργα της Συλλογής του Αναστάσιου Γ. Λεβέντη, τα οποία, μετά τον θάνατό του (1978), διαχειρίζεται το Ίδρυμα Λεβέντη. Η Συλλογή αποτελείται από τρεις ενότητες: τη Συλλογή του Παρισιού με έργα δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής (17ου-20ού αιώνα), τη Συλλογή Έργων Ελλήνων Καλλιτεχνών (20ού αιώνα) και τη Συλλογή Κυπρίων Καλλιτεχνών πρώτης και δεύτερης γενιάς.
Το ενδιαφέρον της Διεύθυνσης της Πινακοθήκης δεν περιορίζεται εντούτοις αποκλειστικά στην προβολή του περιεχομένου της Συλλογής. Συνέδρια, διαλέξεις, εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα, διεθνείς συνεργασίες και εκδόσεις στοιχειοθετούν τον ποικιλόμορφο χαρακτήρα του χώρου. Μια νέα πολιτική για την εντόπια σύγχρονη τέχνη αποτελεί προτεραιότητα για τη διευθύντρια της Πινακοθήκης Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ, αλλά και αντικείμενο προσωπικού ενδιαφέροντος. Η παρουσία και η συμβολή νέων καλλιτεχνών στα δρώμενα του εν λόγω Ιδρύματος είναι εμφανής.
Στο πλαίσιο του προγράμματος Young Artist Corner (2015-16) φιλοξενούνται στο χώρο υποδοχής της Πινακοθήκης έργα νέων Κυπρίων εικαστικών, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο φιλότεχνο κοινό να τους γνωρίσει.[8]
Τον Οκτώβριο του 2016, νέοι φωτογράφοι προσκαλούνται και συμμετέχουν επίσης στην έκθεση «Genius Loci – Ιωάννης Κισσονέργης και Βρετανοί τοπιογράφοι». Με αφορμή το αφιέρωμα στον πατέρα της τοπιογραφίας στην Κύπρο και τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, οι δημιουργοί καλούνται να δώσουν με σύγχρονο φωτογραφικό βλέμμα όψεις του νησιού.[9]
Νέοι Κύπριοι και Ελλαδίτες καλλιτέχνες φιλοξενούνται στην έκθεση Πενταδάκτυλος – Contemporaries, από τον Μάρτη του 2019 και για έξι μήνες. Στο πλαίσιό της επιχειρείται μια νέα θέαση και ερμηνεία της εμβληματικής οροσειράς του νησιού, όπως το προσδιορίζει ο επιμελητής της διοργάνωσης εικαστικός Σάββας Χριστοδουλίδης.[10] Σημαντικά θεωρούνται επίσης τα εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά και ενήλικες, που η Πινακοθήκη οργανώνει και φιλοξενεί με ευθύνη και καθοδήγηση νέων δημιουργών.[11]
Αξιοσημείωτα σημαντική για την εδραίωση νέου κλίματος στον χώρο των τεχνών και την ανάδειξη νέων δημιουργών θεωρείται η συμβολή του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Point Center for Contemporary Art που λειτουργεί στο κέντρο της Λευκωσίας από το 2008. Ιδρύεται και διευθύνεται από την κριτικό τέχνης Αντρέ Ζηβανάρη. Προγράμματα φιλοξενίας, διαλέξεις, εργαστήρια και εκθέσεις ως αποκύημα ερευνητικών προγραμμάτων στοιχειοθετούν, μεταξύ άλλων, το προφίλ του χώρου. Ανοικτό σε διάλογο, σε προτάσεις και σε πρακτικές που καταδεικνύουν μια πολιτική του χώρου με διεθνή προοπτική και όραμα, απαλλαγμένο από την εντόπια υφολογική στενότητα, το Point Center στηρίζει και προβάλλει νέους καλλιτέχνες όπως τη Χάρι Επαμεινώνδα[12] και τον Χριστόδουλο Παναγιώτου.[13] Η μετοχή τους στο διεθνές σύστημα της τέχνης σηματοδοτεί συνάμα και μία νέα εποχή για την τέχνη της Κύπρου και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Στενή συνεργασία με τον ίδιο οργανισμό διατηρεί επίσης η Λητώ Κάττου,[14] καλλιτέχνις της νέας γενιάς, της οποίας το έργο έχει διεθνές εκτόπισμα.
Νέοι εικαστικοί δίνουν το παρόν τους σε γκαλερί που ανοίγουν τα τελευταία χρόνια στη Λευκωσία κυρίως. Υπενθυμίζω ότι η απουσία κρατικής πολιτικής για τον πολιτισμό και ο περιορισμένος αριθμός συλλεκτών και ενημερωμένων για σύγχρονες τάσεις φιλότεχνων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τις επιλογές εικαστικών προτάσεων, όσο και τη βιωσιμότητα των εμπορικών εκθεσιακών χώρων.
Το 2000 ανοίγει στη Λευκωσία η Γκαλερί Archimede Staffolini με πρωτοβουλία της ιστορικού τέχνης Παυλίνας Παρασκευαΐδου. Η θέση της για τη σύγχρονη τέχνη αποτελεί τομή στο εικαστικό κατεστημένο της πρωτεύουσας. Νέοι Κύπριοι και ξένοι καλλιτέχνες φιλοξενούνται στο χώρο με προτάσεις, οι οποίες εμπίπτουν σε μια νέα προοπτική θεώρησης του δημιουργικού εγχειρήματος και συμβάλλουν συνάμα στην καθιέρωση μιας νέας αντίληψης της αγοράς της τέχνης. Αναφέρω, μεταξύ άλλων, τους Πόλυ Πεσλίκα, Σωκράτη Σωκράτους, Λευτέρη Τάπα, Ian Dawson και Charles Avery. Το φιλότεχνο κοινό της πρωτεύουσας αποδεικνύεται εντούτοις ανέτοιμο να υιοθετήσει την καινοτόμο πρόταση της ιδιοκτήτριας και διευθύντριας του χώρου με αποτέλεσμα η λειτουργία του να διαρκέσει μόνο μέχρι το 2005.
Το 2010 και μόνο για δύο χρόνια λειτουργεί στη Λευκωσία η Γκαλερί Όμικρον. Η ίδρυσή της αποτελεί πρωτοβουλία του εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης Νίκου Παττίχη. Η διεύθυνση του χώρου ανατίθεται στην ιστορικό τέχνης Μαρία Στάθη και στο πρόγραμμά του περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι καλλιτέχνες Μαριάννα Χριστοφίδου, Βίκυ Περικλέους, Peter Eramian, Έβελυν Αναστασίου, Ελίνα Ιωάννου και ο Ελλαδίτης Κωστής Βελώνης. Παρότι η διάρκεια λειτουργίας του χώρου είναι σύντομη, η συμβολή του θεωρείται σημαντική.
Τρία χρόνια αργότερα, η Μαρία Στάθη επιχειρεί και πάλι να προσδώσει στο θεσμό ενός εμπορικού εκθεσιακού χώρου χαρακτήρα απαλλαγμένο από τα μέχρι τότε στερεότυπα κριτήρια προβολής και αγοράς έργων τέχνης. Ιδρύει και διευθύνει το δικό της χώρο στη Λευκωσία. Το Art Seen προσκαλεί και συνεργάζεται τόσο με Κύπριους όσο και ξένους καλλιτέχνες επιχειρώντας να δημιουργήσει με το πρόγραμμά της μία νέα τάξη πραγμάτων στην εικαστική σκηνή του τόπου. Αναφέρω ενδεικτικά τους νεότερους ηλικιακά συνεργάτες, Παναγιώτη Δουκανάρη, Ραϋμόντη Περώ, Αmy Stephens, Alison Turnbull, Gary Colclough και Angus Braithwaite.
Στις άλλες πόλεις της Κύπρου, το εκθεσιακό σύστημα παραμένει εδώ και χρόνια χλωμό και αδιάφορο. Επισημαίνω εντούτοις τον ρόλο αποκέντρωσης που διαδραματίζουν οι χώροι 50-1 (2010-13) και Eins (2018-) στη Λεμεσό υπό τη διεύθυνση του Τάσου Στυλιανού. Στο πλαίσιο μιας αντίξοης συγκυρίας από την ίδρυση του –της οικονομικής κρίσης του 2013– ο χώρος 50-1 λειτουργεί για μία μόνο τριετία. Επαναλειτουργεί κάτω από την ίδια διεύθυνση και την ίδια γραμμή πλεύσης το 2018, ως Γκαλερί Eins σε νέο χώρο. Οι επιλογές του ιδρυτή και διαχειριστή του χώρου καταδεικνύουν το προσωπικό του ενδιαφέρον για σύγχρονες προτάσεις και επισημαίνουν την ανάγκη μιας νέας αντίληψης, θέασης και ερμηνείας της τέχνης, ξένης μέχρι σήμερα στον τόπο και καθ’ όλα νέας. Ο Λεόντιος Τουμπουρής, η Αναστασία Μηνά, ο Στέλιος Καραμανώλης και το δίδυμο Peles Empire συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων στη λίστα συνεργατών του Στυλιανού.
Περιορίζω την αναφορά μου στους ανωτέρω εκθεσιακούς χώρους επειδή το καινοτόμο σε προτάσεις πρόγραμμά τους συμβάλλει στη δημιουργία μιας νέας εικαστικής συνείδησης με συνέπεια οποιαδήποτε κερδοσκοπική αξίωση των ιδρυτών τους να υποχωρεί. Το γεγονός αυτό καθιστά τους χώρους πρώτιστης σημασίας συγκριτικά με άλλους εκθεσιακούς, των οποίων η γραμμή δεν παρεκκλίνει από τις στερεότυπες εισηγήσεις και από το μέλημα για οικονομικά πρωτίστως οφέλη.
Η πρωτοβουλία ωστόσο η οποία θα συμβάλει στην εδραίωση νέων δεδομένων για τις εικαστικές τέχνες στη Λευκωσία κατά κύριο λόγο, προέρχεται από τη μεριά των καλλιτεχνών και συνίσταται στην υποστήριξη του θεσμού ανοικτού και πολυδύναμου εργαστηρίου με καθαρά μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Από το 2003 μέχρι το 2012 ο εικαστικός Φάνος Κυριάκου[15] προτείνει το Midget Factory. Πρόκειται για μικρό υποστατικό στην Παλιά Λευκωσία, του οποίου ο καλλιτέχνης αξιοποιεί τη βιτρίνα. Η πρόσβαση στον χώρο δεν είναι εφικτή. Συνεπώς, ο επισκέπτης αρκείται σε μια θέαση εκ των έξω των εικαστικών προτάσεών του. Κατά τις βραδινές ώρες το περιεχόμενο της βιτρίνας γίνεται αντιληπτό με την ενεργοποίηση λαμπτήρων ανίχνευσης κίνησης. Η πρόταση του Κυριάκου μπορεί να θεωρηθεί υψίστης σημασίας. Μέσα από αυτήν αναθεωρούνται οι έννοιες του δημιουργικού εγχειρήματος, του εργαστηριακού πλαισίου, της εκθεσιακής συνθήκης, ενώ παράλληλα εγκαταλείπεται η προοπτική οικονομικού οφέλους για τον καλλιτέχνη. Τόσο με το Midget, όσο και με το έργο του, ο Κυριάκου προαναγγέλλει παρεμφερείς από μέρους άλλων νέων καλλιτεχνών εισηγήσεις και πρακτικές, αισθητά αντιληπτές και αξιοσημείωτες τα χρόνια που ακολουθούν. Αναφέρω ενδεικτικά τη Στοά Αισχύλου (2007-2010), από τους Δημήτρη Νεοκλέους και Πανίκο Τεμπριώτη, τον χώρο Νεωτερισμοί Τομάζου (2011-2018) από τους Μαρία Τομάζου, Ορέστη Λαζούρα και Μαρίνα Ξενοφώντος, τις Thio Ppalies (2015-) από τους Peter Eramian και Στέλιο Καλλινίκου, το Κοraï Project Space (2017-) από τους Ανδρέα Μαλλούρη και Θεόδουλο Πολυβίου, το The Island Club (2017-) από τον Χριστόδουλο Παναγιώτου, το Drive-Drive (2018-) από τις Ραΐσσα Αγγελή και Νάγια Σάββα και το Party Contemporary (2019-) από τον Φάνο Κυριάκου και τη Ναταλί Γιαξή.[16]
Η συμβολή των χώρων αυτών στη διαμόρφωση ενός νέου κλίματος στον τομέα των τεχνών είναι αναμφίβολα σημαντική. Αποτελούν εργαστήριο, σημείο συγκέντρωσης και επικοινωνίας μεταξύ νέων κυρίως καλλιτεχνών, υποστηρίζουν προγράμματα φιλοξενίας (residencies) για Κύπριους αλλά και ξένους, ευνοούν συνεργασίες, φιλοξενούν εκθέσεις και κυρίως στοχεύουν στην καλλιέργεια δεσμών που αβίαστα συνυφαίνονται με αποτέλεσμα οι χώροι στο σύνολο τους να αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα παραγωγής τέχνης.
«Τι φοβερό να γεννηθείς σε ένα χωριό που είναι σταυροδρόμι. Πικρό προνόμιο», λέει ο Γιάννης Τσαρούχης επιχειρώντας να κατανοήσει το χάσμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση αλλά και τη στενότητα που ένα μικρό αλλά κομβικό γεωγραφικό σημείο απολαμβάνει ή αποστρέφεται.[17] Η τέχνη της Κύπρου για δεκαετίες θεωρήθηκε τέχνη της περιφέρειας. Ό,τι γεννιόταν στο νησί παρέμενε σε πλαίσιο ενδογένειας και η εντόπια δημιουργία σπάνια γινόταν κοινωνός ενός ευρύτερου συστήματος της τέχνης, κυρίως ευρωπαϊκού, αλλά ούτε και αρωγός του. Η προοπτική αυτή αναφαίνεται στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, εδραιώνεται αδιάλειπτα στη συνείδηση νέων καλλιτεχνών και βρίσκει τέλος την εφαρμογή της στις ιδεολογικές προσεγγίσεις, τις ποικίλες πρακτικές και την απρόσκοπτη επαφή τους με μητροπολιτικά κέντρα. Στη βάση έγκυρης ενημέρωσης, ανοικτού διαλόγου και προσήλωσης σε κάθε τι το καινοφανές, επίκαιρο, αληθινό ή ανυπόστατο, οι νέοι ηλικιακά δημιουργοί προτείνουν έργα, τα οποία στο σύνολό τους διακρίνονται για την εσωτερική τους επάρκεια ή τη μορφική τους αρτιότητα, κυρίως όμως έργα που υπόκεινται σε «συντακτική παράβασης», δηλαδή υφολογικά τολμηρά στις αποκλίσεις τους. Αυτό αποτελεί μάλλον απόρροια της ανάγκης τους το έργο να ορίζεται ως αναγωγή ιδέας στη σφαίρα του μέλλοντος. Η Nathalie Heinich το λέει αλλιώς: Το γίγνεσθαι της σύγχρονης τέχνης «εναπόκειται στην ανανέωση μέσα από την επέκταση των ορίων και την επιταχυνόμενη απώλεια της ισχύος
των μορφών που ήδη έχουν εξερευνηθεί».[18]