Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/afierwma/xymeno-gala
Η μητέρα πάντοτε ανησυχούσε όταν έβρεχε. Στεκόταν στο παράθυρο και παρατηρούσε τον ουρανό ψιθυρίζοντας προσευχές. Είχε, βλέπετε, την έγνοια του πατέρα που ήταν έξω στον δρόμο. Εγώ τότε δεν καταλάβαινα γιατί χολόσκαγε. Βροχή ήταν θα περνούσε. Μόλις άκουγε το κλειδί στην πόρτα έβαζε τον σταυρό της, ξεφυσούσε ανακουφισμένη. Υποδεχόταν τον καταβρεγμένο πατέρα λες και βγήκε από τις φλόγες του πολέμου. Κι εκείνη την ημέρα, όταν ήταν να φύγει, έβρεχε πάλι. Μα η ανησυχία της, για πρώτη φορά ήταν βάσιμη, ακόμα και για μένα.
——— ≈ ———
Μια φωτογραφία από την παλιά γειτονιά βρέθηκε μπροστά μου καθώς έψαχνα για χαρτιά επίσης παλιά, μα απαραίτητα. Ήμασταν εγώ, τα ξαδέρφια κι ο πατέρας. Η φωτογραφία τραβήχτηκε όταν θα ’μουν έξι χρονώ. Στεκόμασταν στην αυλή του πατρικού μου. Παίζαμε κάτω από τον πλάτανο που φύτεψε ο πατέρας με τα χέρια του. Τρέχαμε γύρω γύρω κι εκείνος μας έριχνε νερό με το λάστιχο. Θα ’ταν του Κατακλυσμού. Την φωτογραφία μάλλον την τράβηξε η μητέρα. Γι’ αυτό και λείπει. Εκτός κι αν από τότε είχε αρχίσει να δουλεύει και τις αργίες.
——— ≈ ———
Στο πάρκινγκ είδα έναν σκαραβαίο, κίτρινο με δερμάτινα καθίσματα. Τον ίδιο είχε και η μητέρα πριν πάρει προαγωγή. Παλιά πηγαίναμε εκδρομές στο βουνό. Παίρναμε ένα καλάθι για πικ νικ και την φωτογραφική και οργώναμε τα δάση οι τρεις μας. Η μητέρα λάτρευε να βγάζει φωτογραφίες. Νομίζω τις περισσότερες φωτογραφίες μου τις έχω από εκείνη την εποχή. Εγώ να σκαρφαλώνω σ’ ένα βράχο μπροστά από έναν καταρράκτη. Να μαζεύω μούρα. Να τρέχω σ’ ένα ξέφωτο. Να αιωρούμαι καθώς με ρίχνει ο πατέρας ψηλά. Και να γελάω. Οι μέρες εκείνες μύριζαν πεύκο και χώμα. Ακόμα και τώρα όταν μυρίζομαι αρωματικό χώρου πεύκο θυμάμαι τις εκδρομές, όταν ήμασταν οι τρεις μας.
——— ≈ ———
Πάντοτε ήθελα ένα σκύλο. Δεν είχα προτίμηση στη ράτσα. Ήθελα απλώς ένα σκύλο για παρέα. Οι περισσότεροι φίλοι μου είχαν. Θα τον φρόντιζα. Το είχα υποσχεθεί άπειρες φορές. Ο πατέρας όμως ούτε ν’ ακούσει. Την μητέρα δεν την πείραζε. Κι εκείνη μικρή ήθελε, μα δεν την άφηνε να πάρει η γιαγιά. Νομίζω, ο πατέρας φοβόταν να συνδεθεί. Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί όταν ήταν μικρός στο χωριό λάτρευε τον σκύλο του παππού. Μου ’χε πει χιλιάδες φορές η γιαγιά την ιστορία πώς τον καβαλούσε και τον έκανε λέει άλογο. Εγώ φώναζα τότε, δεν καταλάβαινα γιατί δεν με άφηνε να πάρω σκυλάκι, μιας και δεν είχα ούτε αδερφάκι για να παίζω. Όταν χώρισαν, η μητέρα μού πήρε ένα κουτάβι από καταφύγιο. Εκείνο δεν με άφηνε να το πλησιάσω. Κάθε φορά που πήγαινα να το αγγίξω έσκουζε. Στο τέλος, δεν ξέρω και ’γω πώς, έφυγε από το σπίτι. Το ψάχναμε μέρες. Δεν το βρήκαμε ποτέ. Τώρα, ούτε εγώ αφήνω τα παιδιά μου να πάρουν σκύλο. Ακόμα δεν ξέχασα πόσο κλάμα έριξα όταν έφυγε.
——— ≈ ———
Η θεία Άννα έχασε τον άντρα της σε νεαρή ηλικία. Έμεινε μόνη με ένα παιδί, την ξαδέρφη μου που ήταν πέντε χρονώ όταν πέθανε ο πατέρας της. Εκείνη με φρόντιζε όταν η μητέρα δούλευε. Πριν φύγει ο πατέρας, περνούσα τα απογεύματα μαζί του. Διαβάζαμε τα μαθήματά μου και μοιραζόταν τα όνειρά του για το πώς θα περνούσα στο πανεπιστήμιο και θα γινόμουν πυρηνικός φυσικός. Εγώ ήθελα τότε να γίνω αστροναύτης και πάντα διαφωνούσα μαζί του. Μια μέρα που επέμενα ότι θα γίνω αστροναύτης και τσίριζα ότι δεν θα πάω εγώ να σπουδάσω φυσική μου πέταξε ότι τα παιδάκια που έχουν μυωπία δεν μπορούν να ταξιδέψουν στο διάστημα. Έκλαιγα τόσο πολύ που με πόνεσε η κοιλιά μου. Θυμάμαι ήρθε στο δωμάτιό μου ύστερα από ώρα να με παρηγορήσει. Μου χάιδεψε την πλάτη και μου είπε, φίλε μου μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις, αρκεί να έχεις όρεξη και να διαβάζεις τα μαθήματά σου. Εννοείται πως δεν τον πίστεψα. Κι εκείνη ήταν μία από τις στιγμές που με προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα.
Η χειρότερη προσγείωσή μου, που ήταν σχεδόν ανώμαλη τολμώ να πω, ήταν εκείνη που ήρθαν μαζί με την μητέρα και κάθισαν απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας για να μου πουν κάτι σημαντικό. Τους κοιτούσα πάνω από το ποτήρι μου με το γάλα καθώς μου εξηγούσαν ότι η μαμά και ο μπαμπάς δεν αγαπιούνται πλέον και θα ζουν σε διαφορετικά σπίτια. Δεν σημαίνει ότι δεν θα σε αγαπάμε εσένα το ίδιο όπως και πριν, είπε η μητέρα λίγο πριν χυθεί το γάλα στο πάτωμα κάνοντας λιμνούλες στο σχήμα του μπαμπούλα που τότε έμενε κάτω απ’ το κρεβάτι μου.
——— ≈ ———
Μπήκα τινάζοντας το πανωφόρι μου. Είχε γίνει μούσκεμα από την βροχή. Ο πατέρας κάπνιζε σε μια γωνιά. Είχε μπροστά του τον κατάλογο και προσπαθούσε να διαλέξει τι θα παραγγείλει. Κοιτούσε πάνω από τα γυαλιά του και κρατούσε τον κατάλογο σε απόσταση. Έτσι έκανε ακριβώς όταν του έφερνα τον έλεγχό μου. Λυπόταν που δεν σκάμπαζα και πολλά στη φυσική και στα μαθηματικά. Είχε ενταφιάσει τελείως το όνειρό του να γίνω πυρηνικός φυσικός την ημέρα που βραβεύθηκε το πρώτο μου σενάριο. Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με έναν αστροναύτη που χάνεται σε μια αμμοθύελλα στον Άρη. Θυμάμαι κι εκείνη την ημέρα όταν τον πήρα να του πω τα νέα, έβρεχε καταρρακτωδώς.
Όταν μπήκα ανάβλεψε και με χαιρέτησε με μια αγκαλιά. Κάτσε εδώ δίπλα μου, μου είπε, τραβώντας την καρέκλα. Είσαι σίγουρος για αυτό που πας να κάνεις, με ρώτησε κοιτάζοντάς με στα μάτια. Ένευσα καταφατικά. Δεν θα είναι εύκολο. Το ξέρω, μπαμπά. Η μητέρα σου το ξέρει; Της το είπα χθες. Και τι λέει για όλα αυτά; Προτίμησα να απαντήσω με το ανασήκωμα των ώμων. Είχε πει ότι είμαι ίδιος ο πατέρας μου παρά το ότι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην του μοιάσω.
Τα ’παιξα μπαμπά, του είπα. Δεν του αρέσει να μιλάω έτσι. Όμως ένευσε ότι καταλαβαίνει. Ήθελα να του πω ότι καταλαβαίνω κι εγώ τώρα γιατί το έκανε, μα σιώπησα. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Μου δίνεις κι εμένα ένα, έκανα, μα έριξε κάτω το ποτήρι που είχε μπροστά του και χύθηκε το περιεχόμενό του. Και στα παιδιά πώς θα το πεις, το σκέφτηκες; Τον κοίταξα και κατάλαβε. Πρόσεξε, να είσαι ειλικρινής και ίσιος μαζί τους. Ναι, μπαμπά. Θα σε συγχωρέσουν, θα δεις, θα καταλάβουν κάποτε, μου είπε χαμογελώντας και σκουντώντας με στο μπράτσο, έτσι όπως έκανε κάθε φορά που μου πρότεινε να παίξουμε ένα νέο παιχνίδι.
Το χυμένο περιεχόμενο του ποτηριού έμοιαζε ξανά με μπαμπούλα μα αυτήν την φορά άντεχα να το κοιτάξω.