Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/pyxides/mikrh-klimaka-nikolas-kaloghros-baggelhs-probias-biky-tselepidoy-tasos-psarrhs
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
———————— ≈ ————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση
«όταν ξημέρωσε»
Τιμιμούν
Στον Αλέξανδρο Λ.
Τρεις νύχτες πριν την Πρωτοχρονιά είχε πανσέληνο και το χωριό γιόρταζε. Ήτανε φιλοξενούμενος αλλά μπήκε στο γλέντι γρήγορα. Άλλωστε ήταν δικός τους κι ας μη μιλούσε τη διάλεκτο κι ας μην είχε ξαναρθεί ποτέ. “Nous sommes des Berbères, pas des Arabes”* όπως του τόνισε και ο παππούς του ο Μαμαντού.
Οι άντρες έπιναν κρασί από φοίνικα και κάπνιζαν από ξύλινες πίπες. Οι γυναίκες χόρευαν ρυθμικά γύρω από τη φωτιά. Υπήρχαν τύμπανα και ούτια. Του έκανε καλό να είναι εκεί. Ήταν το μέρος όπου ένιωθε επιτέλους να ανήκει.
Όταν ξημέρωσε, βγήκε για φρέσκο νερό. Απέξω στέκονταν τέσσερις κοπέλες. Του χαμογέλασαν ντροπαλά. Του πρόσφεραν δυο πιατέλες με φαγητά κι ένα φυλαχτό. Παρατήρησε κάτι κόκκινες δαχτυλιές πάνω στην εξώπορτα. Ευχαρίστησε και γύρισε μέσα.
Σε λίγο ξύπνησε και ο γερο-Μαμαντού. Τον ρώτησε τι τελοσπάντων σήμαιναν όλα αυτά. Γέλασε πολύ δυνατά για αγουροξυπνημένος υπερήλικας και έκατσε να του εξηγήσει το έθιμο. Ήταν ο μοναδικός ανύπαντρος στο χωριό και μάλιστα μουσαφίρης. Έτσι, όσα κορίτσια ήταν στην αρχή του έμμηνου κύκλου τους είχαν έρθει από νωρίς για να τον καλοπιάσουν με τη μαγειρική και να τον δελεάσουν με τις «ζωγραφιές» τους.
Άκουγε αμήχανος κι έκανε να δοκιμάσει από το φαΐ. Με αντανακλαστικά αντιλόπης ο γερο-Μαμαντού του χτύπησε το χέρι. Άρπαξε τις πιατέλες και πέταξε όλο το φαΐ στις κότες. Ύστερα γέλασε πονηρά.
«Αν φας από αυτό, εγγονέ, δε θα φύγεις ποτέ από δω…»
*γαλλικά: «Είμαστε Βέρβεροι, όχι Άραβες»
Θαύμα
Ήμουν τέσσερα χρόνια άνεργος. Είχα εξαϋλωθεί.
Η μάνα μου είχε μια φίλη, δούλευε βαποράκι σε λύκεια. Της είπε για έναν Ρώσο, μετανάστη, με χρυσή βίζα. Έψαχνε κατεπειγόντως υπάλληλο.
Παλιοδουλειά, μα εξαιρετικά λεφτά. Δύο νύχτες τη βδομάδα, τρεις, ανάλογα τις καύλες, έκανα νυχτέρι μέσα σε μια ντουλάπα (μεγάλη σαν γκαρσονιέρα) στην κρεβατοκάμαρα του Μοσχοβίτη, ενώ διασκέδαζε στο απέραντο κρεβάτι με γυναίκες (ή άντρες). Όποτε καταλάβαινα πως στο σεξ θα έλεγαν αισχρή λέξη έπρεπε να κραυγάζω, ένα διαπεραστικό ΜΠΙΙΙΙΠ, να μην φτάνει η βρισιά στα αυτιά μιας θαυματουργής Βυζαντινής εικόνας στο κομοδίνο δίπλα, ανάμεσα στα ρώσικα βιάγκρα, τους δονητές και τα πρακτικά φακελάκια με τις δόσεις ναρκωτικά.
Στην αρχή, καταστροφή. Δεν συντονιζόμουν να καλύψω με μπιπ τις προστυχιές. Μερικές κοπέλες τις πέταγαν σαν πολυβόλα. Ο Φιόντορ πεταγόταν, άνοιγε την ντουλάπα και ολόγυμνος, ερεθισμένος, με καταχέριαζε. Χωρίς αισχρόλογα εννοείται. Όμως ποτέ δεν μου έκοβε το μεροκάματο.
Γρήγορα έμαθα να μαντεύω τα βρωμόλογα, να τα καλύπτω. Ντρεπόμουν, αλλά συνήθισα. Εξάλλου, έβγαζα περισσότερα από τους δύστυχους στο κρεβάτι – συν ότι μετά δεν χρειαζόταν να ξεπλυθώ ολόκληρος.
Στα τέσσερα χρόνια με απέλυσε. Γνώρισε, είπε, την γυναίκα της ζωής του, που δεν βλαστημούσε, είχε αθόρυβο οργασμό, σεβόταν τα εικονίσματα. Απόψε, τελευταία βραδιά. Δεν με χρειαζόταν.
Όντως. Όταν ξημέρωσε, βγήκα από την ντουλάπα, πήρα το μεροκάματο, συν γενναιόδωρο φιλοδώρημα, από τον συγκινημένο ολιγάρχη, τον φίλησα ευλαβικά στο στήθος… και έφυγα.
Περπατούσα στη Βουλιαγμένη, έξι τα ξημερώματα. Απόλυτη ησυχία, βίλες, κατάνυξη. Θλίψη με επιβράδυνε και ένας θόρυβος, σούρσιμο φιδιού, με τρόμαζε. Γύρισα να κοιτάξω. Η εικόνα με ακολουθούσε.
Όποιος κι αν είσαι
Μάζεψες τα πόδια στο στήθος όταν ξημέρωσε, κουλουριάστηκες, γύρισες προς το μέρος μου και είπες με το κεφάλι κάτω από τα σεντόνια: «Θα βρέξει σήμερα, θα δεις. Θα γίνουν όλα αυτά τα γκρίζα σύννεφα βροχή. Θα βρέξει με το τσουβάλι!» Και σαν το σαλιγκάρι έβγαλες το κεφάλι σου από τα σεντόνια και στύλωσες το βλέμμα στο λευκό ταβάνι.
Τι κρυφακούει ο άντρας του διπλανού διαμερίσματος απόψε
Εκείνη η ξεψυχισμένη κουβέντα σηματοδοτούσε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης και για τους δύο, ήδη η γυναίκα του είχε ξεκινήσει να λέει όχι στο συζυγικό κρεβάτι, να μην το στρώνει με το σώμα της, όπως είχε υποσχεθεί με χίλιους όρκους, να το αφήνει όπως είχε αφήσει σιγά σιγά κι όλα τα άλλα. Εκεί απόψε η σκιά του άντρα της θα γινόταν ίδια με τη σκιά του μοναχικού άντρα του διπλανού διαμερίσματος, μια τρομακτική σκιά, θα έψαχνε εναγωνίως μια απάντηση στο ερώτημα της νύχτας, θα χωρίσουμε; Και η αμφιβολία αγκαλιά, αυτός ο μοναδικός τώρα πια φίλος, κάτι επώδυνα ασαφές. Ολόγυρα, η ζωή τους απλωμένη σε στρώματα συγκινήσεων χωρίς άκρες, το άσπρο ενός προσώπου ασβέστης που καίει. Το ποτήρι του ήταν πάλι άδειο, ένα άσφαιρο όπλο στα χέρια του, κι αυτό εκείνη τη στιγμή το ερμήνευσε ως ένα παρόμοιο προμήνυμα, στραμμένο αυτή τη φορά όχι προς το λεπτό χώρισμα του τοίχου, αλλά προς το μέρος του. Ποιος ο λόγος να κρατάει κανείς ένα άσφαιρο όπλο, σκέφτηκε να ρωτήσει τον γείτονα. Θα γνώριζε να του πει, πάνε χρόνια που τον είχε εγκαταλείψει και η δική του γυναίκα. Το άφησε στο κομοδίνο, και μαζί άφησε και τη σκέψη του. Αλλά όλα αυτά όταν ξημέρωσε.