Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/klimakes/xartes-sthn-epoxh-ths-epanastashs-toy-1821
Το εντυπωσιακό χαρτογραφικό περιεχόμενο της περίφημης επιστολής του Καποδίστρια στον Λοβέρδο στα τέλη του 1827, με το αίτημα επείγουσας χαρτογραφικής συνδρομής για το έργο του από τη Γαλλία, οδηγεί σε εύλογα σχετικά ερωτήματα. Περί των χαρτών της εποχής μερικές δεκαετίες πριν το ’21 και μέχρι την άφιξη του Όθωνα (ας την πούμε εποχή του ’21). Άραγε τί είδους χάρτες απεικόνιζαν τότε την Ελλάδα; Ποιό το περιεχόμενό τους; Είχε προηγηθεί εδαφική αποτύπωση για αυτές της απεικονίσεις; Και αν υπήρχαν, ήταν διαθέσιμες ευρύτερα; σε τί κλίμακες που καθορίζουν τις χαρτογραφικές χρήσεις από το μέγεθος της σμίκρυνσης του περιεχομένου τους; (στα παρακάτω δεν θα αναφέρεται η αριθμητική κλίμακα αλλά η πιο εύληπτη της αντιστοίχησης του 1 εκ. στον χάρτη σε χιλιομετρική απόσταση στο έδαφος). Χρησιμοποιούσαν χάρτες στις πολεμικές επιχειρήσεις τους οι Έλληνες το ’21, μέχρι τον ερχομό του Καποδίστρια; Και μετά; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέρουσες αν προστεθεί στο χαρτογραφικό μας ζητούμενο η πρωταρχική έγνοια του Κυβερνήτη για την αποτύπωση, απεικόνιση και τεκμηρίωση των εθνικών γαιών, ένα επείγον διακύβευμα του ελεύθερου βίου των Ελλήνων για τη γη τους από τότε μέχρι σήμερα. Αυτή η έγνοια συμπεριλάμβανε τον γεωγραφικό καθορισμό των πρώτων συνόρων, επί χάρτου και εδάφους, και έβρισκε την προσωποποίησή της στον χαρτογράφο μηχανικό Peytier (1793-1864), τον έναν από τους τέσσερις πρώτους αξιόλογους αξιωματικούς των τεχνικών όπλων που έστειλε η Γαλλία στον Καποδίστρια, στις αρχές του 1828, για την υποστήριξη του έργου του –εκ του μηδενός– σε χώρα καθημαγμένη και έρημη.
Είναι εμφανές ότι οι χάρτες της εποχής του ’21, με απεικονίσεις του ελλαδικού χώρου, έχουν έντονο γαλλικό χαρτογραφικό αποτύπωμα. Αντανακλά το ιστορικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον της Γαλλίας για τον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα για το Αιγαίο και την Πελοπόννησο. Η συχνή αναφορά της Γαλλίας στα χαρτογραφικά συζητούμενα της εποχής του ’21 δεν είναι ούτε τυχαία ούτε επιλεκτική, για τη χώρα που πρώτη εισήγαγε και επέβαλε, λίγο μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, τη χαρτογράφηση και τους χάρτες στις υποθέσεις του κράτους στο πλαίσιο της πολιτικής του Κολμπερτισμού στην οικονομία και θάλασσα (ιδιαίτερα στη Μεσόγειο). Η πολιτική αυτή ανέπτυξε και ανέδειξε τη χαρτογραφία σε επιστημονικό και στρατιωτικό διακύβευμα στρέφοντας τη γεωγραφική και χαρτογραφική έμφαση των Γάλλων και στον ελλαδικό χώρο στους επόμενους δύο αιώνες. Αυτό βέβαια ως μέρος του ενδιαφέροντός τους για το μέλλον της αυτοκρατορίας των Οθωμανών, όπως φαίνεται από την ιστορικά σημαντική χαρτογράφηση του Αρχιπελάγους στα τέλη του 17ου αιώνα –τους χειρόγραφους χάρτες των Raseau και Pétré ανέδειξε πρόσφατα η Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ– μέχρι τον πρώτο επιστημονικό χάρτη που εκδόθηκε το 1852 και απεικονίζει το σύνολο του τότε ελληνικού βασιλείου. Στο ενδιάμεσο περιλαμβάνονται πολλά γαλλικά ονόματα που ασχολήθηκαν με τη γεωγραφία και τη χαρτογραφία του θαλάσσιου και ηπειρωτικού ελληνικού χώρου πριν το 1821, γνωστά στη βιβλιογραφία.
Από τις αρχές του 1800 και μετά αναζωπυρώνεται το γαλλικό χαρτογραφικό ενδιαφέρον για τον ελλαδικό χώρο. Ήταν τέλη Ιουλίου του 1802, μόλις τρεις μήνες μετά τη Συνθήκη της Αμιένης που έδινε τέλος στους πρώτους μετα-επαναστατικούς πολέμους της Γαλλίας (1792-1802), όταν οι γεωγράφοι μηχανικοί της χαρτογραφικής στρατιωτικής υπηρεσίας (του περίφημου Dépôt de la Guerre) έστειλαν μια σημαντική έκθεση στην τριμελή Υπατεία –επικεφαλής της ο ιδιαίτερα ενδιαφερόμενος για χάρτες Ναπολέων. Στην έκθεση οι χαρτογράφοι του Dépôt έδιναν τοπογραφικές πληροφορίες «περί της εδαφικής ασφάλειας της Ελλάδας». Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το χαρτογραφικό αυτό ενδιαφέρον του Dépôt εξηγείται από δύο στοιχεία: α) την άδοξη δίχρονη γαλλική ενσωμάτωση των Επτανήσων και απέναντι ακτών, μετά τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο το 1797 και την πτώση της Γαληνοτάτης και β) το βρετανικό ενδιαφέρον για την περιοχή του Ιονίου όπως φαίνεται από την ειδική, στρατιωτικού-αναγνωριστικού τύπου, αποστολή από τους Βρετανούς στην Πελοπόννησο του Leake (1777-1860), στις αρχές του 1802, για τη συλλογή γεωγραφικών-στρατηγικών δεδομένων και πληροφοριών, πριν τη Συνθήκη της Αμιένης και μετά την ισχυρή ρωσική παρουσία στο Ιόνιο.
Οι τρεις νέοι γαλλικοί νομοί που ιδρύθηκαν το 1797 στο Ιόνιο ήταν της Κέρκυρας/Corcyre με έδρα την Κέρκυρα, της Ιθάκης/Ithaque με έδρα το Αργοστόλι και της Θάλασσας-Αιγαίο/Mer-Egée με έδρα τη Ζάκυνθο. Γρήγορα όμως, μετά από ισχυρή ρωσική επέμβαση (1798-1799) και εκδίωξη των Γάλλων ιδρύθηκε η ημι-ανεξάρτητη Επτάνησος Πολιτεία το 1802, με πράξη που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Αμιένης. Ο ικανός Βρετανός στρατιωτικός μηχανικός και αρχαιοδίφης Leake, γνωστός για την οχύρωση των Δαρδανελίων και διαπλεκόμενος στην επιχείρηση «απαλλοτρίωσης» των μαρμάρων του Παρθενώνα, επανέρχεται για μεγαλύτερο διάστημα στην Πελοπόννησο και ανατολική Στερεά για χαρτογραφική δραστηριότητα μεταξύ του 1804 και 1810. Οι Βρετανοί έβλεπαν τον Ναπολέοντα να στρέφεται δριμύτερος στην Αδριατική και στο Ιόνιο και σχεδίαζαν την απόκρουση μιας πιθανής απόβασης των Γάλλων στην Πελοπόννησο. Ο χάρτης του Leake δημοσιεύεται το 1830, σε κλίμακα 1 εκ. του χάρτη να αντιστοιχεί σε περ. 6 χλμ. στο έδαφος, αλλά ανήκει στην περίοδο της πριν μερικές δεκαετίες δραστηριότητάς του εκεί.
Η δίχρονη παρουσία των Γάλλων χαρτογράφων στους τρεις νομούς που ίδρυσαν το 1797-1799 ως συνέχεια του γαλλικού κράτους στα νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα και Λευκάδα με τα γύρω τους μικρότερα νησιά, την Κεφαλλονιά και Ιθάκη, τη Ζάκυνθο με τις Στροφάδες και τα Κύθηρα με τα Αντικύθηρα, αλλά και το Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα και τον Αστακό στις απέναντι ακτές, άφησε μικρό αλλά ενδιαφέρον τοπογραφικό και χαρτογραφικό έργο. Υπάρχουν παραδείγματα του έργου αυτού που χρησιμοποιήθηκαν από το Dépôt αργότερα όπως και κτηματολόγια, π.χ. της Βόνιτσας του 1798 που διαβάζουμε στο αρχείο του στρατιωτικού χαρτογράφου Lapie (1777-1850). Ο Lapie είναι ένας από τους τρεις πλέον αντιπροσωπευτικούς χαρτογράφους με ελληνικό ενδιαφέρον, μαζί με τον γεωγράφο και λόγιο Barbié du Bocage (1760-1825) και τον νεότερο στρατιωτικό χαρτογράφο Peytier, τον οποίο η οικονομία της αξιολόγησης θα μπορούσε να συγκρατήσει, ως κύριο εκπρόσωπο της γαλλικής χαρτογραφίας της εποχής του ’21.
Η πρόνοια των χαρτογράφων του Dépôt το 1802, για την ανάγκη παραγωγής ενός ενημερωμένου χάρτη της Πελοποννήσου, περιοχής γεωπολιτικού διακυβεύματος για τις διαφαινόμενες πολεμικές εξελίξεις, αναφέρεται στο παρωχημένο του περιεχομένου των παλαιότερων υπαρχόντων χαρτών που θα μπορούσαν όμως να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις για τη σύνταξη ενός νέου ενημερωμένου χάρτη. Η έκθεση του Dépôt προς την Υπατεία κάνει πρώτα λόγο για κάποιους βενετικούς χάρτες του Μοριά «της εποχής των Βενετών εκεί». Πρόκειται, προφανώς, για τους χάρτες των αρχών του 18ου αιώνα τους οποίους συνέταξαν οι Βενετοί στρατιωτικοί μηχανικοί ανεξάρτητα από το βενετικό κτηματολόγιο. Δύο χειρόγραφοι χάρτες τις Πελοποννήσου του 1707 –άγνωστοι μέχρι πρόσφατα– σημαντικής ακτογραμμικής μορφικής ακρίβειας, με εξαίρεση τη «δύσβατη» για τους Βενετούς (και όχι μόνο) περιοχή της Μάνης! Είναι χάρτες σε μεγάλη κλίμακα για την εποχή τους (1 εκ. στον χάρτη αντιστοιχεί σε περ. 2,5 χλμ. στο έδαφος) και μάλλον παρέμειναν απόρρητοι μέχρι την πτώση της Γαληνοτάτης. Είναι πολύ πιθανόν οι χαρτογράφοι του Dépôt να είδαν και μελέτησαν τους χάρτες αυτούς στη Βενετία, όταν ο Ναπολέων παραβλέποντας τις εντολές του Διευθυντηρίου για τον χειρισμό της αμφίθυμης Γαληνοτάτης, κατέλαβε την πόλη τον Νοέμβριο του 1796 και λεηλάτησε τον στόλο της και το Αρσενάλι. Η Βενετία παραδόθηκε στους Γάλλους τον Μάιο του 1797 και με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο παραχωρήθηκε στην Αυστρία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου με τους Αυστριακούς να την καταλαμβάνουν τον Ιούνιο του 1798. Επανήλθε σε γαλλική τροχιά την περίοδο 1806-1814, για να ξαναπεράσει στους Αυστριακούς μετά την πτώση του Ναπολέοντα και για μισό αιώνα, μέχρι το 1866. Δεν είναι γνωστό αν τους βενετικούς χάρτες του Μοριά, για τους οποίους γράφουν στην Υπατεία το 1802 οι χαρτογράφοι του Dépôt, μετέφεραν οι Αυστριακοί από τη Βενετία στη Βιέννη την περίοδο 1798-1806 ή μετά το 1814, διότι εκεί βρίσκονται σήμερα, στα πολεμικά της αρχεία. Το σπουδαιότερο όμως που επισημαίνουν οι Γάλλοι χαρτογράφοι για τους βενετικούς χάρτες είναι τα «ένα στα δέκα» λανθασμένα τοπωνύμια. Παρόμοια προβλήματα παρουσίαζαν και οι παλαιότεροι γαλλικοί χάρτες της Πελοποννήσου, της γενεαλογίας των χαρτών του d’Anville (1697-1782), κορυφαίου χαρτογράφου του 18ου αιώνα, όπως ήταν ο χάρτης του Leclerc του 1785.
Όμως, κατά το Dépôt, είχε έλθει πλέον ο καιρός για ένα νέο χάρτη εφόσον μεταγενέστερες αποστολές Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων προσέφεραν νέα καλύτερα γεωγραφικά δεδομένα με οδοιπορικά, μετρήσεις και περιγραφές, όπως εκείνα της αποστολής του ανήσυχου διπλωμάτη και ελληνιστή Choiseul-Gouffier (1752-1817), διαθέσιμα στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών. O Gouffier ταξίδεψε νεαρός το 1776, λίγα χρόνια μετά τα Ορλοφικά, στις ακτές του Αιγαίου, του Μοριά και στις Κυκλάδες. Τον συνόδευσε ο διάσημος και έμπειρος Chabert (1724-1805), παθιασμένος αστρονόμος, υδρογράφος και χαρτογράφος των ακτογραμμών και ο ικανός αρχιτέκτονας-αρχαιολόγος και μηχανικός-χαρτογράφος Foucherot (1776-1813). Ο Gouffier κυκλοφορεί από το 1778 σε φυλλάδια και μετά σε τόμους τις εντυπώσεις του από την Ελλάδα, με τις σημαντικές –και για την υπόθεση του Φιλελληνισμού– ταξιδιωτικές του εμπειρίες με εικονογραφήσεις και χάρτες. Ο πρώτος τόμος εκδίδεται το 1782 και ο δεύτερος σε δύο μέρη, το 1809 και το 1822. Το έργο του Gouffier για την Ελλάδα είχε επιπλέον σημασία γιατί αναδείκνυε ευρύτερα το διακύβευμα του Αιγαίου ως μείζον γεωπολιτικό ζήτημα στις σχέσεις μεταξύ της οθωμανικής και ρωσικής αυτοκρατορίας, αλλά και της Ευρώπης γενικότερα, δεδομένης και της επιρροής που άσκησε η μακρά προνομιούχος παραμονή του κοντά στη ρωσική Αυλή (1792-1802), μετά την πρεσβευτική του θητεία στην Κωνσταντινούπολη (1784-1791). Για την εκτέλεση του έργου ενός νέου χάρτη της Πελοποννήσου, ο ίδιος ο Ναπολέων, ως πρώτος Ύπατος, ανέθεσε τη διεύθυνση της κατασκευής του στον Bocage, ελληνιστή και «πλέον μορφωμένο περί την ελληνική τοπογραφία», μοναδικό και καλύτερο μαθητή του d’Anville. Το υπουργείο των Εξωτερικών κλήθηκε να δώσει γεωγραφικές πληροφορίες από τα αρχεία του και καθορίστηκε ο προϋπολογισμός του έργου με την ιδιαίτερη αμοιβή του Bocage. Η προθεσμία για την ολοκλήρωσή του χάρτη; μόλις τρεις μήνες «εν όψει των πολιτικών γεγονότων»! Το έργο πολλών, γνωστών και άγνωστων, συνέβαλε στο πρόγραμμα σύνταξης του νέου αυτού χάρτη της Πελοποννήσου των αρχών του 19ου αιώνα, όπως τα στρατιωτικής στόχευσης ταξιδιωτικά κείμενα του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη Feris (1765-1836) –γνωστού ως Beaujour– τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για έναν πρόχειρο χειρόγραφο συνοδευτικό χάρτη του Bocage του 1801. Επίσης, ενσωματώθηκαν οι τοπικές αποτυπώσεις του Foucherot και οι απεικονίσεις του Fauvel (1753-1838), αξιοποιήθηκαν οι τοπογραφικές εργασίες του μηχανικού Vallongue, του 1798, στην εκτεταμένη επικράτεια του γαλλικού νομού της Ιθάκης/Ithaque και όσες παλαιότερες απεικονίσεις κρίθηκαν χρήσιμες, όπως του Ναβαρίνου του μηχανικού υδρογράφου Verguin του 1735, των Δαρδανελίων του Coronelli και βενετικά τοπογραφικά σχέδια του 1697, που βρέθηκαν στη Βενετία το 1796. Ο νέος χάρτης αποδόθηκε σε «διατέμνουσα κωνική χαρτογραφική προβολή» κατά τα κρατούντα στη γαλλική χαρτογραφία της εποχής και σε κλίμακα 1 εκ. στο χάρτη να αντιστοιχεί σε περ. 5 χλμ. στο έδαφος. Οι ένθετες επιπεδογραφίες περιοχών ιδιαίτερου ενδιαφέροντος απεικονίστηκαν σε μεγαλύτερες κλίμακες (στρατηγικοί τόποι και τοποθεσίες, πόλεις, περάσματα και θαλάσσια στενά, αγκυροβόλια και λιμένες). Το πλέγμα των μεσημβρινών και παραλλήλων σχεδιάστηκε από τις αστρονομικές μετρήσεις και τους γεωμετρικούς υπολογισμούς του Chabert, μαζί με διαθέσιμες αστρονομικές μετρήσεις του μοναχού, διπλωμάτη, αστρονόμου και περιηγητή Beauchamp (1752-1801).
Ένας νέος χάρτης είχε γεννηθεί από νέες γεωγραφικές πληροφορίες και επεξεργασίες της εποχής του –των αρχών του 19ου αιώνα. Το περιεχόμενό του απεικόνιζε μέρος του ελλαδικού χώρου με σημαντική γεωπολιτική σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Ο μονόφυλλος χάρτης του Μοριά του Bocage, παρέμεινε για χρόνια απόρρητος και χαράχθηκε στις αρχές του 1808 για να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα πλέον Ναπολέοντα στο μεσοδιάστημα των πολέμων του. Μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος νέος της εποχής του ’21 που απεικονίζει την περιοχή και τα τοπωνύμια όπου θα επικρατήσει η Ελληνική Επανάσταση και θα οριστεί η επικράτεια του νέου κράτους. Όμως και αυτός, όπως όλοι οι προηγούμενοι της Πελοποννήσου και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, ήταν ημι-επιστημονικός. Το υπόβαθρο-βάση της σύνταξης αυτού του είδους χαρτών δεν αποτελούσε ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο συστηματικών και συμβατών μεταξύ τους επιστημονικών γεωδαιτικών και τοπογραφικών μετρήσεων που χαρακτηρίζουν την επιστημονική χαρτογράφηση. Στηρίζονταν σε ετερογενή δεδομένα διαφορετικών τυπολογιών και προελεύσεων, όπως οι διαδεδομένες σημειακές αστρονομικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό του γεωγραφικού στίγματος (του πλάτους και μήκους), τα επιπεδομετρικά σχέδια τοποθεσιών, οι εμπειρικές και αποσπασματικές τοπογραφικές εκτιμήσεις, τα οδοιπορικά (γεωγραφικές περιγραφές περιηγητών, διπλωματών και στρατιωτικών), τα σχέδια με έμπειρο ελεύθερο χέρι –τα croquis– οι επεξεργασμένοι παλαιότεροι χάρτες και άλλες πληροφορίες, από το πλήθος που συνέλεγαν τότε οι κάθε τύπου ενδιαφερόμενοι σε περιόδους ειρήνης και πολέμων. Χρήσιμο παράδειγμα, για να καταλάβει κανείς τη μηχανική της σύνταξης των ημι-επιστημονικών χαρτών του ελλαδικού χώρου (και όχι μόνον) είναι οι φάκελοι-συλλογές τέτοιων δεδομένων που φυλάσσονται στην Eθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BnF) καταχωρημένοι με τα ονόματα των d’Anville και Bocage, για διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Αναφέρονται στις περιόδους πριν την εφαρμογή της επιστημονικής χαρτογράφησης της Πελοποννήσου, η οποία έγινε από τα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του. Το υλικό για τον ελλαδικό χώρο, που χρησιμοποιείται για τη σύνταξη των ημι-επιστημονικών χαρτών περιγράφεται λεπτομερώς από τον Bocage στο εκτεταμένο εισαγωγικό κείμενό του για τα Ταξίδια του Νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα (1788), το διάσημο έργο του Barthélemy (1716-1795), σημαντικό έναυσμα του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Με βάση τέτοια δεδομένα κατασκευάζονται οι αντιπροσωπευτικοί γαλλικοί ημι-επιστημονικοί χάρτες του ελλαδικού χώρου της εποχής του ’21 που υπογράφουν ο Bocage –τους αποκαλεί ημι-τοπογραφικούς– και ο Lapie το 1822 και 1826. Όσο για την κλίμακα (τη σμίκρυνση), που όλο ξεφεύγει της προσοχής μας ως το φάντασμα των χαρτών, πρέπει να σημειωθεί ότι –κατά κανόνα– στους ημι-επιστημονικούς χάρτες του ελλαδικού χώρου της εποχής του ’21, το 1 εκ. στην επιφάνειά τους αντιστοιχεί σε περ. 4, 5, 6 έως 8 χλμ. στο έδαφος. Αυτές είναι οι κλίμακες μέχρι την τομή της επιστημονικής γαλλικής χαρτογράφησης του 1828-1832 και μέχρι το 1852, των γεωγράφων μηχανικών του Peytier, που απέφερε τους πολύφυλλους επιστημονικούς χάρτες του νέου ελληνικού κράτους σε κλίμακα 1εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε 2 χλμ. στο έδαφος. Η διαφορά είναι μεγάλη, αν συνυπολογίσει κανείς και την ακρίβεια της επιστημονικής χαρτογράφησης, την εξέλιξη της γεωδαιτικής και τοπογραφικής μεθοδολογίας και μετρολογίας.
Στα γαλλικά ονόματα της εποχής του ’21, με χαρτογραφική αναφορά, πρέπει να προστεθεί και του γνωστού πολυμαθούς γιατρού, περιηγητή και διπλωμάτη Pouqueville (1770-1838). Τα γεωγραφικά του κείμενα περί του ελλαδικού και ευρύτερου χώρου, με χάρτες περιοχών και τόπων, αποτέλεσαν σημαντικές πηγές για τις χαρτογραφικές απεικονίσεις της εποχής του ’21, μετά τον χάρτη του Bocage του 1808, μαζί με τοπογραφικές επιπεδογραφίες ιστορικών τοποθεσιών, π.χ. την Τριπολιτσά –τη συναντάμε αργότερα στα απομνημονεύματα του Raybaud (1795-1894), ως χάρτη του 1821. Έχουμε λοιπόν εδώ τη σχέση μεταξύ γεωγραφικών-ιστορικών κειμένων και χαρτογραφίας-χαρτών, όπως στον χάρτη του λιγότερου γνωστού Palma, κλίμακας 1 εκ. στον χάρτη να αντιστοιχεί σε περ. 4,5 χλμ. στο έδαφος, που τυπώθηκε στην Τεργέστη το 1811. Πηγές του είναι κείμενα του Pouqueville και υψηλόβαθμων Γάλλων αξιωματικών, όπως ο χαρτογράφος μηχανικός Guilleminot (1774-1840) και ο Tromelin (1771-1842). Ο δεύτερος ήταν επικεφαλής τάγματος στις επιχειρήσεις στη Δαλματία το 1809 και διακρίθηκε στην πλέον πολύνεκρη μέχρι τότε μάχη του Ναπολέοντα (στο Βάγκραμ) με τη νίκη επί της Αυστρίας, δέκα μόλις χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βιέννης. Μετά τη νίκη αυτή ακολούθησε η σχεδόν τρίχρονη γαμήλια ειρήνη του Ναπολέοντα με τη Βιέννη. Ήταν η περίοδος που σηματοδότησε την αρχή του τέλους του με την καταστροφική εισβολή στη Ρωσία το 1812, την οδυνηρή ήττα στη Λειψία το 1813 και το οριστικό τέλος του στο Βατερλό το 1815. Εκεί ο Tromelin, ως διοικητής της τελευταίας ταξιαρχίας στο πεδίο της μάχης, ήταν αυτός που ζήτησε από τον Ουέλλιγκτον τα ταξιδιωτικά έγγραφα για την αναχώρηση του Ναπολέοντα από την Ευρώπη. Ο ίδιος, τον Αύγουστο του 1828 –μήνα της απόβασης των στρατευμάτων του Maison στην Πελοπόννησο– δημοσιεύει, υπογράφοντας ως Τ, ένα ενδιαφέρον στρατιωτικό οδοιπορικό πόνημα αντιμετώπισης της οθωμανικής κρίσης νότια του Δούναβη με συγκεκριμένες προτάσεις και για το ελληνικό ζήτημα. Στη μικρή αυτή έκδοση περιγράφει με λέξεις έναν χάρτη, νότια του Δούναβη και τα σύνορα ενός ευρύχωρου κράτους της Ελλάδας, υπό την αιγίδα της Γαλλίας, Βρετανίας και Αυστρίας.
Κοντά στο 1821 και πριν την ίδρυση του κράτους, ο Lapie συνεχίζει τη γαλλική χαρτογραφική «κυριαρχία» στις απεικονίσεις του ελλαδικού χώρου, με τους δύο σπουδαίους γνωστούς χάρτες του, τον πολύφυλλο του 1822 και τον τετράφυλλο του 1826. Και οι δύο φαίνεται να διασταυρώνονται με άλλους δύο αξιοσημείωτους πολύφυλλους αυστριακούς στρατιωτικούς χάρτες της ίδιας περιόδου (ο ένας ως συνέχεια του άλλου) και μεγάλης ακτογραμμικής ομοιότητας με τους χάρτες του Lapie. Χαρτογράφος τους είναι ο Weiss (1791-1858) λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα από ότι ο Lapie. Τον άγνωστο μέχρι σήμερα –όχι μόνο στην Ελλάδα– πρώτο χάρτη που υπογράφει ο Weiss το 1823 ελπίζουμε να αναδείξουμε το 2021 στο ΑΠΘ, ενώ ο δεύτερος του 1829 έγινε περισσότερο γνωστός κυρίως λόγω του χαρτογραφικού του απόηχου από την μετέπειτα χρήση του στον Κριμαϊκό Πόλεμο ως ενημερωμένη βρετανική επανέκδοση.
Ποιά όμως ήταν η σχέση των Ελλήνων με τους χάρτες της εποχής του ’21 και μέχρι την ίδρυση του κράτους; Είναι βέβαιο ότι οι μορφωμένοι και οι ευκατάστατοι Έλληνες της ευρωπαϊκής Διασποράς και των μεγάλων κέντρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν από νωρίς επαφή με τη γεωγραφία και με ιστορικούς χάρτες στις σπουδές τους (κυρίως στη Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) αλλά και από την εύπορη ευρωπαϊκή τους ζωή γενικότερα. Ήταν χάρτες σε σμίκρυνση σελίδας βιβλίου, λυτοί μονόφυλλοι ή δίφυλλοι κάπως μεγαλύτερων διαστάσεων –σε μικρές πάντα κλίμακες– χωρίς λεπτομέρειες, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τότε υπήρξε η άνοδος της χρήσης της εικονογράφησης συνοδευτικής των κειμένων, η οπτικοποίησης της γνώσης και η διάδοση των εικόνων και γραφημάτων ως ισχυρών μέσων οπτικής εκλαΐκευσης στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια, στους άτλαντες, στα φυλλάδια των επιστημονικών εταιρειών και των εγκυκλοπαιδειών. Σε αυτό το νέο περιβάλλον πληροφόρησης και γνώσης μέσω οπτικών γραφημάτων (όπως είναι και οι χάρτες) εντάσσονται ως λόγια έργα άλλης γενεαλογίας η δωδεκάφυλλη Χάρτα του Ρήγα και ο τετράφυλλος Πίναξ του Γαζή στο τέλος του αιώνα της εισβολής των εικόνων. Δεν συνέβαινε βέβαια το ίδιο με τους στρατιωτικούς χάρτες που ως απόρρητοι δεν ήταν γνωστοί στο κοινό. Αυτοί ήταν μεγαλύτερης κλίμακας, κατά κανόνα λυτοί, γεωμετρικά ακριβέστεροι, πολύφυλλοι και εκτυπωμένοι (όταν δεν ήταν χειρόγραφοι) σε τυποποιημένα φύλλα, η σύνθεση των οποίων δημιουργούσε τον ενιαίο χάρτη. Οι οπλαρχηγοί του ’21, πρέπει να είχαν συναντήσει και λόγιους χάρτες, από τους μορφωμένους που ήλθαν στην Ελλάδα, αλλά και στρατιωτικούς, αποσπάσματα ή αντιγραφές τους που θα χρησιμοποίησαν για τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων και στα πεδία των μαχών, απελευθερωτικών και εμφυλίων, εφόσον οι περισσότεροι είχαν έλθει και σε επαφή με τους πολυάριθμους Φιλέλληνες. Αυτοί οι ξένοι, κυρίως στρατιωτικοί, όπως π.χ. ο Fabvier και πολλοί άλλοι, ως χαρτογραφικά έμπειροι είναι αδύνατον να μην έφεραν μαζί τους χάρτες. Αλλά και ποιος θα μπορούσε άραγε να ισχυριστεί ότι ο Κολοκοτρώνης δεν θα είχε δει και χρησιμοποιήσει χάρτες, ήδη από τη νεανική ναυτική του εμπειρία και τη θητεία του στον βρετανικό στρατό στη Ζάκυνθο μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη, ή ότι δεν θα είχε βρει να φέρει μαζί του χάρτες για τον Αγώνα. Όμως, πουθενά δεν φαίνεται χάρτης στα ζωγραφικά έργα που τον απεικονίζουν –όπως άλλωστε και των άλλων Ηρώων του ’21– ούτε έστω ως «διακοσμητικό» όπλο του πολέμου. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί σοβαρά ότι οι αγωνιστές του ’21, επειδή πολεμούσαν στη γη τους, χρησιμοποιούσαν μνημονικούς χάρτες και δεν τους ήταν απαραίτητοι οι κανονικοί. Η μόνη διαδεδομένη ζωγραφική απεικόνιση μεγάλης μορφής του ’21 με χάρτη είναι του Μαυροκορδάτου στο έργο του Hess που επιβλέπει (με γυαλιά) την οχύρωση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία του 1822. Ίσως επειδή να ήταν γνωστό στον ζωγράφο ότι ο Μαυροκορδάτος είχε σπουδάσει στη Γενεύη την οχυρωματική, όπου η γνώση και χρήση χαρτών και τοπογραφικών επιπεδογραφιών ήταν υποχρεωτική. Έμπειροι με χάρτες του θαλάσσιου χώρου θα ήταν χωρίς αμφιβολία και οι πλοίαρχοι των περισσότερων από τα 615 ελληνικά καράβια από όλο το Αιγαίο, μεγάλων και μικρών, οπλισμένων και άοπλων, όπως καταγράφει τους αριθμούς τους για το 1813 ο Pouqueville και μεταφέρει με έμφαση ο Weiss στον πρώτο χάρτη του, του 1823. Όμως ούτε και οι ναυτικοί Ήρωες του ’21 απεικονίζονται ζωγραφικά με χάρτες. Αντίθετα σε πολλές άλλες χώρες της εποχής το ζωγραφικό θέμα στρατιωτικών με χάρτες είναι συνηθισμένο και δημοφιλές, όπως π.χ. στο πορτρέτο του στρατηγού Maison (1771-1840) αρχηγού της γαλλικής εκστρατείας στην Πελοπόννησο, έργο του Cogniet στις Βερσαλίες (1835), διακρίνεται με ευκρίνεια χάρτης με τίτλο την Ελλάδα.
Δεν συναντούμε συχνά ιστοριογραφικές αναφορές για το θέμα της χρήσης χαρτών από τους Έλληνες της εποχής του ’21. Ενδεχομένως γιατί θεωρείται άνευ ενδιαφέροντος. Από την ξένη βιβλιογραφία εντοπίσαμε δύο που αξίζει να επισημανθούν. Η πρώτη, του 1826, του Dufour, μαθητή του Lapie, μας πληροφορεί ότι Έλληνες ναυτικοί στο Αιγαίο ναυμαχούν και πυρπολούν τα πλοία των Οθωμανών χρησιμοποιώντας χάρτη του δασκάλου του ...vaut-on connoitre dans quelles eaux et su quelles plages les enfans de la Grèce régénérée joignent, attaquent et brûlent les vaisseaux des Ottomans, if faut consulter l’Archipel dressé par M. Le chevalier Lapie... Στη δεύτερη, του 1827, ο Quérard σημειώνει ότι ο απόρρητος, για πολλά χρόνια, μονόφυλλος χάρτης της Πελοποννήσου του Bocage (1802), που εκδόθηκε το 1808, χρησιμοποιήθηκε στις επιχειρήσεις του Αγώνα στο Μοριά ...aujourd’hui elle sert à faire la guerre dans cette contrée..., χωρίς άλλες λεπτομέρειες.
Αλλά πώς ήταν άραγε οι πέντε χάρτες της ημι-επιστημονικής γενεαλογίας πριν τη σύνταξη του πρώτου επιστημονικού χάρτη της Πελοποννήσου και νήσων του Peytier, που άρχισε το 1828 και εκτυπώθηκε το 1832; Ο μονόφυλλος χάρτης του Bocage (1808), ο πολύφυλλος και ο τετράφυλλος του Lapie (1822 και 1826) και οι πολύφυλλοι του Weiss (1823 και 1829) και ποια ήταν τα ιστορικά και χαρτογραφικά συμφραζόμενά τους;
_____________
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία:
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.H. Berthaut. Les Ingénieurs Géographes Militaires 1624-1831. Paris, Service Géographique de l’Armée, 1902. Πηγή: Gallica-BnF.
Ε. Λιβιεράτος. Αρχιπέλαγος 1685-1687 στους Χάρτες του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2018. ISBN 978-960-243-708-7.