Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/klimakes/mikres-sofies
Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις γιατί συμβαίνουν. Κι υπάρχουν βιβλία που δεν ξέρεις γιατί υπάρχουν. Ζωές που δεν καταλαβαίνεις με ποιον τρόπο τις ζουν οι άνθρωποι που τις έχουν. Θέλω να τις λέω
ζωές μες στις ζωές.
Κοιτώντας σήμερα το βιβλίο της Σοφίας Χουλιαρά Μικρές σοφίες για να πετάξεις
(Καλειδοσκόπιο 2020), – κοιτώντας το με τον τρόπο που κοιτάς έναν ανθισμένο κήπο και ξέρεις πως κι εκείνος σε κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα), σκεφτόμουν πως στέκομαι με δυο φορεσιές μπροστά στην είσοδο ενός μόλις γεννημένου κόσμου. Στο βάθος, ανάμεσα σε χρωματιστές στοές και αινιγματικές μορφές που σε παρακολουθούν σε κάθε σου βήμα χωρίς να φαίνονται – μορφές στο μεταίχμιο χαράς και λύπης, μ’ εκείνη την ελπιδοφόρα ράθυμη μελωδία που αφήνει τα καλοκαίρια στους οψιγιάδες η σταφίδα που ξεραίνεται στον ήλιο – συναντώ κάτι όχι λιγότερο από ένα εργαλείο προσευχής, την ίδια την καρδιά ετούτου του παράξενα φωτισμένου κόσμου.
Ποιο άστρο φωτίζει αυτό το μικρό σύμπαν και ποιο βλέμμα φιλτράρει το φως του; Θα προσπαθήσω να πω, με εφορμήσεις και με οπισθοχωρήσεις, με τον τρόπο δηλαδή που το ίδιο το βιβλίο μου φαίνεται πως προτείνει.
Στην είσοδο
Εδώ ο τεχνίτης δεν προαναγγέλλει τον εαυτό του με τυμπανοκρουσίες κήρυκα, μα με την χιονισμένη ησυχία ενός τοπίου ξεχασμένου στις παρυφές των παιδικών αναμνήσεων, τοπίου που σε καθηλώνει με την επίμονη αυτοτέλειά του. Γιατί, παρόλες τις πτητικές του υποσχέσεις, το βιβλίο παραμένει πεισματικά ακίνητο στα χέρια σου, όπως η γη παραμένει επίπεδη στα όνειρά μας, παρά τους ισχυρισμούς των συνωμοσιολόγων ότι τάχα μου είναι στρογγυλή και ταξιδεύει με ταχύτητα 107.182 χιλιομέτρων την ώρα, χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν.
Μες σ’ αυτήν την πολλαπλώς υπερηχητική ακινησία της ζωγραφισμένης λίμνης που είναι το σώμα του βιβλίου, ο τεχνίτης ρίχνει το δόλωμα “μιας γλώσσας που την χειρίζεσαι με συλλαβές”. Ομόκεντροι κύκλοι ανοίγονται, το πρόσωπο των νερών συσπάται αδιόρατα. Κι ύστερα πάλι τίποτα. Το δόλωμα τυλίγει σταθερά τη φορεσιά του χαμαιλέοντα γύρω απ’ το αγκίστρι, προσκαλώντας σε δείπνο ένα ψάρι που ξέρει από ξένες γλώσσες, μα που εθελουσίως θα αφεθεί στο αγκίστρι της προσποιητής αμεριμνησίας του –– και ιδού μέσες άκρες η στρατηγική του ψαρέματος.
Έτσι και το βιβλίο σε έχει, απ’ τον τίτλο του κιόλας, παραπειστικώς ενημερώσει ότι επίκειται η δωρεά μιας ανθοδέσμης τεχνικών που θα σου επιτρέψουν μια πτήση μέσα σου ή έξω σου, ανάλογα πώς ορίζεται η επικράτεια του μέσα και του έξω. Εδώ, ο εναέριος χώρος πάνω απ’ την υφαλοκρηπίδα των βεβαιοτήτων είναι μια διαρκής γκρίζα ζώνη. Και τη στιγμή που το αφεντικό των συλλογισμών σε έχει πείσει να διαβάσεις τις συμβουλές του, εκεί που σκύβεις να φορέσεις στο δοκιμαστήριο του καταστήματος “μικρές σοφίες” στο κατάλληλο νούμερο, αποθησαυρισμένες όμως από μια απρόσμενη για τα δεδομένα του κόσμου σου καθημερινότητα, εκεί καταλαβαίνεις πως ο οικοδεσπότης που παρακολουθεί απ’ τη γωνιά σε έχει ήδη ξεγελάσει, επιτελώντας το όντως έργο του, που είναι βεβαίως το να σε πάει στον προορισμό σου, κατά πώς υποσχέθηκε, μα από μια άλλη, απρόσμενη, διαδρομή. Κι αυτό γιατί η ευθεία, και πιο σύντομη κατά πώς λένε, διαδρομή έχει από αιώνες καταπλακωθεί απ’ τα υλικά των κατολισθήσεων του ορθού λόγου, του επαρκούς και του αδιαμφισβήτητου, τόσο ώστε από κείνη τη διαδρομή να είναι πλέον αδύνατον να ταξιδέψει κανείς. Τώρα είναι η ώρα που ο μικρός τσαρλατάνος του οικήματος θα σε μεταφέρει στον καινούργιο σου τόπο μέσω τεχνικών σταχυολογημένων απ’ τις κιτρινισμένες σελίδες των κόμικς της δεκαετίας του ’70, μέσω διακτίνισης επί παραδείγματι. Κι ενώ εσύ νόμιζες πως ταξίδευες, ήσουν ήδη ΕΚΕΙ. Εκεί, η υποθαλάσσια ηλιοφάνεια του κόσμου της Σοφίας, σου χαμογελά, με τη γλώσσα έξω, ψηλά απ’ το λοφάκι της υπεροχής της, με αγάπη και με τρυφερότητα. Το καταλαβαίνεις απ’ τις φυσιογνωμίες των παράξενων όντων που σε κυκλώνουν σαν για να σε αγκαλιάσουν και να παίξουν μαζί σου.
Η ψαριά
Τώρα ο ιχθύς του διαφεύγοντος νοήματος θα τεντώσει τα βράγχιά του για να καταπιεί το δόλωμα-γλώσσα, αν το λέω επαρκώς καθαρά. Αυτό που πρόθυμα πλέον σπαρταρά στο αγκίστρι μας, προσποιούμενο το θύμα, είναι ένα “Δώρο ασημένιο ποίημα”, κατά πώς έλεγε γενναιόδωρα ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης πριν φορέσει το κουστούμι του νομπελίστα, δηλαδή όχι κάτι λιγότερο από μια από παλιά δοκιμασμένη μέθοδος συλλαβισμού του κόσμου μας. Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα …, Όμως εδώ ποτέ δεν θα φτάσουμε στο ωμέγα. Στον δρόμο μάς αλλάζουν το αλφαβητάρι, μας ανακατώνουν τα φωνήεντα με τα σύμφωνα, τις γριές βαρείες με τις μεσόκοπες δασείες, το τρυφερό φαλάκι της άνω τελείας με την παύλα που λιποθυμά κάθε τόσο μπροστά στα δύσκολα, και ξάφνου καταπλακωνόμαστε απ’ το αποσυναρμολογημένο ψηφιδωτό συμβόλων που κάποτε μιλούσαν τη γλώσσα μας. Εδώ δε βρίσκουμε γλώσσα καμιά. Ο έξυπνος ψαράς -που για λίγο φόρεσε τη μάσκα της Σοφίας, ή της Σοφίας που μιλά μέσα από τη Σοφία, πώς να το ξέρεις τώρα αυτό;- σκαρώνει και υπερασπίζεται με μέγιστη απλότητα (έτσι, να ξεγελάσει και τον ίδιο του τον εαυτό κατά πώς είθισται στα σοβαρά τα πράγματα), σκαρώνει έναν πολύγλωσσο αντιπερισπασμό μες στα βαθιά της λίμνης του βιβλίου, προκειμένου τα δίχτυα του να πέσουν πάνω μας από κει που δεν το περιμένουμε. Κανείς άλλωστε δεν μας ενημέρωσε πως μόλις πατήσουμε το πόδι μας σε τούτον τον πολύχρωμο λαβύρινθο, όλα θα μας μιλούν στη γλώσσα της σιωπής, ο υποβολέας θα γρυλίζει τα φωνήεντά του μέσα απ’ τη μήτρα του ακόμα ασυλλάβιστου των εικόνων, όπως και μέσα απ’ το αγαπητικό μέγεθος του βιβλίου που σε προσκαλεί να το κρατήσεις στα χέρια σου, μέσα απ’ τον ήχο των σελίδων του που λες και σχεδιάστηκαν κατάλληλα από εν ενεργεία αεροναυπηγούς όχι μοναχά για να πετάξουν με τις ελαφριές προθέσεις τους αλλά κυρίως για να τρίβονται η μια στην άλλη και να χουρχουράνε στον παράλληλό τους κόσμο, σαν τον ιερό γάτο του ενός παραμυθιού που είναι ολάκερη η ανθίζουσα λυρική πλευρά μας. Κι αυτή η πλευρά δεν είναι εκείνο το κακόμοιρο διακοσμητικό τερτίπι που νανουρίζει την άγνοια των ανόητων, εκείνων που διαβάζουν τον κόσμο με ένα νούμερο γυαλιά λες κι είναι λίστα με ψώνια, αλλά το μοναδικό σωσίβιο που μας απέμεινε στο απομαγευμένο σύμπαν που ώρα την ώρα (άκου τον ήχο τώρα!) τσιμεντάρουν οι μπετονιέρες των ειδησεογραφικών πρακτορείων πάνω στο τρυφερό οικόπεδο της παιδικής μας ηλικίας, της μόνης ηλικίας δηλαδή, αν θέμε να ‘μαστε κάπως σοβαροί με τη ζωή μας.
Δίχτυ ασφαλείας
Κι άραγε υπάρχει σήμερα ζωή μας, ή βρισκόμαστε μίλια μακριά απ' τα σύνορα μιας χώρας όπου κάποτε άνθιζαν οι συλλογικότητες, σε ένα κάποτε
ακόμα ζωντανό μες στις δεξιά-αριστερά οπλισμένες νάρκες της μνήμης; Υπάρχει ακόμα τόπος κοινός απ’ όπου θα κοιτάζουμε τον κόσμο σαν παιδιά, ή μήπως εκείνο το προνόμιο παραχωρήθηκε οριστικά στην επικράτεια της ναφθαλινωμένης ιστορίας των κινημάτων, σε δεκαετίες που ήταν εφικτό να ονειρεύεσαι μες στις πλατείες παρέα μ’ άλλους αλαφροΐσκιωτους, τότε που αυτό ήταν τιμή κι όχι αφορμή για πρόστιμο απ’ τους ειδικούς;
Και να που κάθε ευλογημένη χειρονομία (κι εδώ χειρονομεί το ίδιο το βιβλίο) που εμπεριέχει την υπόσχεση πως όλα αυτά για τα οποία μιλά υπάρχουν, τα κάνει όντως υπαρκτά. Μα αυτό, θα μου πείτε, είναι το εύφορο έδαφος των παραμυθιών. Να μην ξεχάσω να επιμείνω σήμερα πως αυτό είναι το εύφορο έδαφος της ίδιας της πραγματικότητας. Εφόσον γινόμαστε κι εμείς, με κάποια συνεσταλμένη περηφάνια, φορείς εκείνης της χειρονομίας ως καταγωγής και στόχου του εαυτού, εκείνου του ταλαίπωρου ζώου που κουρνιάζει στις σκιές, καλή ώρα, περιμένοντας κατάλληλο καιρό για να πετάξει στον ουτοπικό του ουρανό.
Μετά απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι εδώ απλώνεται μπροστά μας ένα δίχτυ. Όχι δίχτυ ψαρέματος, μα ασφαλείας, προορισμένο να ομαλοποιεί τις πτώσεις απ’ τους γκρεμούς κάθε επίπλαστης πραγματικότητας, ένα αντικείμενο που δεν επιτρέπεται πλέον να το ονομάζεις βιβλίο, αφού δεν καταναλώνεται οριζόντια, με τους τρέχοντες όρους, με τον τρόπο που και τα ψάρια που πολλαπλασίασε ο Ιησούς δεν πρέπει να ‘τανε στ’ αλήθεια ψάρια, αφού κανείς ψαράς δεν τα ψάρεψε, μα εκουσίως αρνήθηκαν τη φύση τους για να βρεθούν στο πιάτο των ανέλπιστα συνδαιτυμόνων. Έτσι κι αυτές εδώ οι πολύχρωμες σελίδες που σε κοιτάνε συγκρατώντας το σιβυλλικό τους χαμόγελο, δεν αρτιώνουν ένα βιβλίο -πολύ περισσότερο ένα βιβλίο με μικρές σοφίες- παρά ένα περιβόλι με μικρές Σοφίες, όπως κι αν το μεταφράζει αυτό η δική σας γλώσσα, ένα μηχάνημα που κρύβει την πολυπλοκότητά του, όπως τα υποβλητικά υποβρύχια μηχανήματα του πλοιάρχου Νέμο, ένα αντικείμενο αυτομάγευσης, ένα δώρο-ξόρκι που το φοράς κατάσαρκα, έτσι όπως οι μανάδες κάποτε κρεμούσανε στα φανελάκια των παιδιών τους ένα εξαίρετο τριγωνικό μαξιλαράκι που έκρυβε άγνωστα υλικά, όμως αυτό το μαξιλαράκι με το αυστηρό περιεχόμενό του νανούριζε αληθινά όνειρα, σάλπιζε ένα εγερτήριο στην πίστη προς το άτρωτο της καλοσύνης μπροστά στη λεπτομέρεια του κακού. Έτσι δούλευαν τα καλολαδωμένα γραναζάκια του κόσμου μας, κι έτσι ακόμα δουλεύει κάθε κατασκευή που τιμά τον πατέρα της και τη μητέρα της.
Εδώ, πατέρας και μητέρα είναι ένα πλούσιο παρελθόν – ίσως μια πλούσια ηλικία της παιδικής κυοφορίας, που περπάτησε ξυπόλυτη, αθόρυβη, ακροποδητί, παράλληλα με την πραγματική ηλικία της Σοφίας– ηλικία που άνθισε ανάμεσα σε ζωγραφικούς γρίφους και εύστοχα πτερόεντα έπη, πατρός τε και μητρός τε.
Χρόνος και Μπάμπουσκες
Και να που οι αισθήσεις ανακατατάσσονται, έτσι καθώς ορίζει ετούτη η δεύτερη παράλληλη ηλικία, ηλικία της Σοφίας και ηλικία όλων: Ανοίγεις την πρώτη σελίδα, κι αντί να δεις τα χαραγμένα πάνω της, ακούς την ηχώ της κίνησής σου μέσα της. Κι είναι αυτός ο ήχος που στο εξής θα μονολογεί πίσω απ’ τις λέξεις. Και παρακάτω πάλι κάτι σε αποσπά, πάλι ένα δεύτερο διαόλι σε διατεταγμένη υπηρεσία αναλαμβάνει τον αποπροσανατολισμό. Κι ύστερα πάλι παρακάτω, και πάλι παρακάτω, και τότε υποπτεύεσαι πως είσαι ήδη βαθιά στο σπήλαιο, που ίσως να ‘ναι και υποθαλάσσιο, και νιώθεις πια απ' το κακό του κόσμου προφυλαγμένος. Κοιμάσαι, περπατάς, κολυμπάς, ζεις, δεν ζεις, και καμιά απ' αυτές τις καταστάσεις δεν στάζει φόβο, όλα ακουμπούν με μια αδιόρατη εμπιστοσύνη στην καλή έκβαση του ταξιδιού, εμπιστοσύνη που διαπερνά τις εικόνες, τους ήχους, τη μυρωδιά του χαρτιού, τις λίγες λέξεις του κειμένου, απονοηματοδοτώντας τες οριστικά, και ξαναμοιράζοντας τις έννοιες όπως ο ουρανός εκείνο το μάννα που ποτέ δε δοκιμάσαμε, και γι’ αυτό ακόμα επιστρέφει στα όνειρά μας σαν πεινούμε. Έτσι κι αυτές οι λέξεις γίνονται με τη σειρά τους λέξεις μες στις λέξεις, μπάμπουσκες που κρύβουν το βαθύτερο νόημά τους σε μια κάθε φορά μικρότερη κοιλιά. Κι οι εικόνες γίνονται εικόνες μες στις εικόνες, τα χρώματα χρώματα μες στα χρώματα, και ούτω καθ' εξής, σ’ αυτήν την διαρκή κωπηλασία της τρυφερότητας στα ήσυχα νερά.
Κι ύστερα ξέρεις πως αρχή, μέση και τέλος δεν κατοικούνε πια εδώ, πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια αίθουσα του ανακτόρου, απ’ όποια γωνία κι αν στρίψεις ο λαβύρινθος θα σε φέρει στην ηλιόλουστη γαλήνη μιας ευγένειας που θεραπεύει τις πληγές που άνοιξε μέσα σου ο κόσμος των ασχημονούντων.
Έτσι και η Σοφία στο τέλος του μαγικού της κουτιού παραδέχεται πως οι ζωγραφιές ξεχείλισαν σαν μονοκοντυλιές απ' την ανάγκη ενός ενήλικα που μεγάλωσε ήδη τους γονείς του όπως μεγάλωσε το παιδί του, και πως ο κόσμος που φέρει απαιτεί τα κεκτημένα του, να ξεχυθεί και να πετάξει με τη δική σου αναπνοή μέσα απ’ στόμα του κουτιού, με το δικό σου φιλί της ζωής στον κόσμο των πριγκίπων. Κι ύστερα, σε ένα σημείο του λαβυρίνθου, σημείο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην είσοδο, βρίσκουμε αφημένο, λες τυχαία, το κλειδί, την αποκρυπτογράφηση αυτής της γραμμικής Α:
«Στον Μάρκο». Και δίπλα ένα πουλί-σύννεφο. Κι αυτός ο Μάρκος είναι ο γιος της Σοφίας, που μπαίνει πανέτοιμος στο κυκλικό ταξίδι των πνεόντων. Υπάρχουμε γιατί με κάθε μας αναπνοή κρατάμε ζωντανό το πτητικό περιβάλλον του Μάρκου και κάθε πνέουσας μορφής που τον ακολουθεί. Κι ο Μάρκος είμαστε εμείς.
Ξόρκια
Μ’ αυτά τα τελευταία, καταλήγω πως η Σοφία διέπραξε την οριστική της εξαπάτηση απέναντι στις καλόπιστες αισθήσεις μας: Γιατί το βιβλίο δεν είναι καν ένα μαξιλαράκι-φυλαχτό, όπως είπα παραπάνω. Είναι, πολύ περισσότερο, ένα αντικείμενο που δεν χρειάζεται να το ‘χεις μαζί σου για να σε φυλάξει απ΄ το κακό, γιατί, σαν κάθε ωραίο στον κόσμο πράγμα, υπάρχει κι όταν δεν υπάρχει, λέει τα ξόρκια του ακόμα κι όταν δεν είσαι μπροστά του, έτσι όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους μας, ζωντανούς ή νεκρούς, έτσι όπως συμβαίνει και με την ποίηση, τη γραμμένη ή την μες στα στόματα και τις ζωές αφηρημένων φίλων επιμένουσα, έτσι όπως συμβαίνει και με τη ζωγραφική, την κρεμασμένη στους τοίχους των μουσείων ή την αενάως κι ανεξόδως ομιλούσα, των νεφών, των υδάτων, των ονείρων, κι έτσι όπως τελικά συμβαίνει και με τη ζωή, που γίνεται Ζωή αν τύχει και μια μέρα ανέλπιστα διαβάσουμε τις οδηγίες χρήσης της, ή αν το κάνουν κάποιοι φίλοι για λογαριασμό μας, κι έτσι είναι που συμβαίνει και με τους σοφούς που από παιδιά θέλαμε λέει να τους συναντήσουμε, κι ύστερα ανακαλύπταμε πως όσο εκείνοι απουσίαζαν τόσο εμείς μιλούσαμε μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλη τους, γι’ αυτό ήταν πάντα εδώ, είτε το θέλαμε είτε όχι, μ’ όλη την παρηγόρια της αγκαλιάς τους που ήτανε πια δική μας αγκαλιά, μ’ όλη την άκτιστη σημασία τους που όρθωνε πύργους κραταιούς εν μια νυκτί, όταν την χρειαζόμασταν, γιατί και το άκτιστο είχαμε στο μεταξύ μάθει πως συλλαμβάνεται με μια αφηρημένη κίνηση, έτσι ακριβώς που συλλαμβάνεται η ζωή κι ο θάνατος. Και έτσι πλέον ξέραμε πως κι οι σοφοί ένα δόλωμα ήταν, να αλιεύσουμε τον αδικημένο, που μαστόρευε τα όπλα του στο υπόγειο, όπλα για κάθε μάχη.
Λυπάμαι που δεν ξέρω να μιλώ για βιβλία. Ξέρω μονάχα να αναρτώ την άγνοιά μου σε περίοπτη θέση, μήπως και γίνει κάποτε οθόνη για όποιον ξέρει. Μα δε γκρινιάζω, έτσι μοιάζει να δουλεύει το μηχάνημα.
Οικογένειες
Θα σκεφτόμουν τώρα πως η Σοφία είναι παιδί του πατέρα της, του Νίκου, κι αυτό είναι ως ένα βαθμό μια αλήθεια. Και μιλώ πρώτα για τον πατέρα, γιατί εκείνος καθώς λένε είναι που νομοθετεί, εκτός και αποκαλυφθεί πως όλα ετούτα είναι πονηριές των πατεράδων απ’ τον άμβωνα μιας κοινωνίας που ευλογεί τα γένια των δασκαλάκων της. Προσπερνώντας, ερήμην πρόχειρων αποδεικτικών μέσων, αυτήν την πιθανότητα, ο πατέρας είναι που σχεδιάζει και ως ένα σημείο συναρμολογεί το ιπτάμενο νησί που πάνω του θα συμβεί το θαύμα μιας υγιούς ενηλικίωσης, την κιβωτό που μέσα της θα επιβιώσει ό,τι έχει ανθεκτικό σθένος απ’ τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Και μπορώ να φανταστώ εκείνον, τον Νίκο τον Χουλιαρά, ακόμα και σαν πατέρα-απόντα, όπως όλοι οι πατεράδες υπήρξαν, να αφήνει με τον πλέον προνοητικό τρόπο μικρές χειροβομβίδες τρυφερότητας προς την κόρη του (κάτι σαν εκείνο το φυλαχτό άφατης τρυφερότητας που εκρήγνυται μες στην ψυχή μας όταν τραγουδάμε “τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε” του Βαμβακάρη), χειροβομβίδες κρυμμένες στα πιο απίθανα μέρη για τη στιγμή του μέλλοντός της που θα ήταν έτοιμη να τις απασφαλίσει. Και τον φαντάζομαι να αφήνει μικρά κομμάτια αφοπλισμένης μνήμης, ως τη στιγμή που θα ‘ταν έτοιμη να τα καταναλώσει, ως τη στιγμή που, ως εκ θαύματος, αυτά θα άνοιγαν τα μάτια τους στη ζωή, τη στιγμή ακριβώς που ο πατέρας θα ‘ταν οριστικά -εάν υπάρχει τέτοιο οριστικά- απών, δηλαδή οριστικά εγκατεστημένος μέσα μας. Ναι, σκέφτομαι πως ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού προς αυτό το τρυφερό πλάσμα που υπήρξε και είναι η Σοφία, σχημάτισε στον ορίζοντα τής τώρα ζωής των οικογενειών, αυτό που υπήρξε ο σπόρος του πατέρα.
Μπορώ στη συνέχεια να φανταστώ την θερμοκρασία μιας σωματικής μητρικής φροντίδας να φέρνει τους βαθμούς Κελσίου ή Φαρενάιτ στα κατάλληλα για την κυοφορία επίπεδα, στο απόλυτο και πολλαπλά ποθητό εκείνο πλαίσιο που μέσα του ανοίγει τα μάτια της στον κόσμο η ψυχή μας. Γιατί χωρίς αυτό τίποτα. Ξέρω ακόμα, συμπτωματικά, πως στην προκείμενη περίπτωση μια γενναιόδωρη οδός προς τον εσωτερικευμένο κόσμο της παιδικής ηλικίας και προς τις τέχνες, ό,τι και να σημαίνει αυτό, έμεινε αδιαπραγμάτευτα ανοιχτή εξαιτίας μιας τέτοιας μητρικής φροντίδας. Έτσι λένε οι φίλοι. Και δεν ήμουν εκεί για να ξέρω. Και επειδή -ακόμα κι αν είχα τη δικαιοδοσία- δεν θα μπορούσα να χρεώσω ή να πιστώσω τίποτα σε κανέναν, θα πω εδώ πως όλα τα λόγια του πατέρα και της μάνας περιέχονται στο παρόν του γιου και της κόρης, πως - όπως λέει η Σοφία στο βιβλίο- η μονοκοντυλιά του χρόνου γέννησε τον κόσμο του βιβλίου, ταυτόχρονα με τη συνειδητοποίηση ότι είχε ήδη μεγαλώσει μαζί με το παιδί της και τον πατέρα της. Και αυτός ο πατέρας είναι ταυτόχρονα σύμβολο και πραγματικός.
Σήμερα σκέφτομαι πως αυτό που είναι οι γονείς το χρωστούν στα παιδιά τους, όχι σαν υστεροφημία που φορά τα στενά της ρούχα, μα σαν ανακάλυψη της μέσα τους Αμερικής, σαν να ‘ταν απαραίτητο ο γιος κι η κόρη να διαπλεύσουν έναν Ειρηνικό για να βεβαιωθεί ο πατέρας ή η μάνα πως η ζωή υπήρξε όντως στρογγυλή, υδρόγειος με σχήμα κατάλληλο για να ταξιδέψει, Βόγιατζερ φορτωμένο όχι μοναχά τις μουσικές του Μπαχ και τα ιερογλυφικά του Ντα Βίντσι, μα όλες εκείνες τις μυστικές χειρονομίες, τις ξεχασμένες απ' τους φυσικούς τους μάρτυρες, που θα αποδείξουν αυτοστιγμεί στα μάτια των εξωγήινων πως κάποτε σ’ αυτό το άστρο έζησαν άνθρωποι με αίτημα την αθανασία, ή για να το πω κάπως λιγότερο άκομψα, με πείνα για ωραίο λόγο ύπαρξης.
Έτσι, μέσα (και) απ' αυτό το βιβλίο με τις μικρές σοφίες, η μικρή Σοφία του Νίκου και της Αφροδίτης, ανακηρύττει σήμερα τον πατέρα της και τη μάνα της ενηλίκους. Δικαιώνονται και υπάρχουν ως παιδιά της κόρης τους, εάν δεν παραλογίζομαι οριστικά, η ζωή τους αποκτά το απόλυτα ζυγιασμένο νόημα μες στο ιλιγγιώδες παιχνίδι των πρωθύστερων, του χρόνου και των συγγενειών, η σάρκα βάζει την υπογραφή της, η βούλα του αυτοκράτορα κατακυρώνει την κληρονομιά εκατέρωθεν.
Εδώ ο κόκορας σφάζεται εκ των υστέρων, αλλά στην πραγματικά πραγματική του ώρα, στα θεμέλια μιας οικογένειας που έχει μεν προϋπάρξει, μα που μ’ αυτά τα ραντισμένα θεμέλια αποκτά τώρα τις δέουσες ρίζες, είναι οριστικά προφυλαγμένη απ' τα καπρίτσια του Εγκέλαδου.
Και να που –με κάθε ευχή μου προς τη Σοφία που ρεμβάζει στον ίσκιο αυτού του αειθαλούς δένδρου– το βιβλίο θροΐζει τα φύλλα του απ’ την ησυχία του διπλανού δωματίου. Και να γιατί μια Σοφία μέσα στη Σοφία δεν ψεύδεται όταν λέει πως με αυτές τις μικρές σοφίες μπορείς να πετάξεις. Φαντάζομαι τώρα πρακτικούς ανθρώπους έτοιμους να ειρωνευτούν τον πιλότο και την πτήση που μας υποσχέθηκε. Κι αμέσως μετά τους βλέπω έντρομους να αντιλαμβάνονται πως καμιά γη δε σηκώνει το βάρος τους κάτω απ' τα πόδια τους. Και να που είναι όμορφα, όμορφα πολύ σ’ αυτή την πτήση.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Ένα τραγούδι, ένα ποίημα, μια ζωγραφιά, ένα σύννεφο στο ηλιοβασίλεμα, μια μυστική σπηλιά, μια πέτρα στην Πεντέλη που τη χτυπά ο ήλιος και φωτίζει, ένα κύμα στον Σαρωνικό, από πάντα ξαδερφάκι, ένα βουνό μες στη σκέψη που το δείχνει ολόκληρο, από δυτικά προς τα ανατολικά, το χέρι της μικρής Σοφίας μες στην αγκαλιά του Κακίση και που θεμελιώνει τα άξια, μια πεταλούδα που δεν θα ξαναδώ, μα που είναι η ίδια πάντα πεταλούδα που επιστρέφει σαν περπατώ αμέριμνος στους κήπους, έτσι που κάθε πρόσωπο είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο, κάθε κίνηση των δαχτύλων που κρατούν το πινέλο αντίκρυ στον καμβά είναι η ίδια πάντα κίνηση που κάποτε ξεκίνησε απ’ την ανάγκη, κι αυτή η κίνηση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί κι ας έχουν περάσει εκατομμύρια χρόνια απ’ την πρώτη της φορά, κι ίσως ποτέ της δεν θα ολοκληρωθεί όσο υπάρχουν άνθρωποι, είναι χειρονομία-πελαργός κι είναι χειρονομία-πέλαγος, που δεν μπορείς να δεις ολόκληρο μα που μέσα στη σκέψη σου σε σηκώνει στην αγκαλιά του και σε ταξιδεύει σ’ όλα σου τα ταξίδια, δίχως αυτό θα ήσουνα φυλακισμένος στο λευκό της αχρονίας, στην ανημπόρια μιας ακινησίας που δεν την αντέχει ο νους σου με τα 86 δισεκατομμύρια κύτταρά του, και κάπως έτσι ήταν που κάποιος κάποτε τόλμησε εκείνο το πρώτο σκάλισμα στο δέρμα της σπηλιάς, εκείνο που στοιχειώνει και γιατρεύει τις μέρες μας ως τα σήμερα, και να γιατί το βιβλίο της κάποτε μικρής Σοφίας μπορεί να είναι ένα φυλαχτό του χρόνου, ένα πέταγμα που κάνει ορατό το μυστικό σχήμα του ανέμου, που καταδίδει εκείνα που το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει δίχως την υπογράμμιση της πένας του προπάτορα, δίχως το σοφό μελάνι της σοφίας που είναι το ίδιο το σοφό μελάνι της Σοφίας, τώρα και πάντα, μέσα σ’ αυτό το πάντα για το οποίο μας μιλά κάθε άξιο στον κόσμο πράγμα, ακόμα και χωρίς να το θέλει …
Εδώ η αξία βρίσκεται λίγο πέρα απ’ τις κρίσεις, και δεν έχει και καμιά σημασία. Το βιβλίο έφτασε στο γραμματοκιβώτιό μου, περιμένοντας αυτές τις 30 μέρες του εγκλεισμού, ήρθε λες περπατώντας απ’ το κέντρο της Αθήνας, ή απ’ το κέντρο της αγάπης για τα πράγματα, που μεταμορφώνει κάθε ψυχαναγκασμό σε χαρταετό πολύτιμο, με πτήση κραταιή πάνω απ’ το φάντασμα της μοίρας.
Μέσα σ’ αυτήν την πτήση, το να περιγράφεις με λόγια ένα ταξίδι είναι το αντίστοιχο μιας πτώχευσης, εκτός και είσαι ο Όμηρος, οπότε το ταξίδι είναι η ίδια η περιγραφή. Μπορούσα λοιπόν μόνο να μιλήσω για τις αισθήσεις που μου ξύπνησε η πτήση. Κι αυτό αποσπασματικά, αφού δεν επιτρέπεται να τραγουδήσεις απρόσεκτα μπροστά σε κρύσταλλα. Εκείνο που θα μείνει στο πάτωμα του σαλονιού μετά το τέλος της γιορτής θα ‘ναι μια φούχτα θρύψαλα αγάπης. Ας περπατήσουμε στις μύτες των ποδιών, μην ξυπνήσει ο απρόσεκτος δράκος.