Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/diereynhseis/eleyoeria-drash-taxythta-mhxanh
O Φουτουρισμός αποτελεί το πιο στομφώδες και μεγαλεπήβολο πολιτιστικό κίνημα του 20ού αιώνα, το πρώτο που προσπάθησε άμεσα και συνειδητά να αγγίξει ένα μαζικό κοινό. Φουτουρισμός ήταν καταρχήν «η ακραία, ευρηματική όσο και παρεμβατική τέχνη που αποθέωνε το στιγμιαίο και την ίδια την ταχύτητα, που διεκδικούσε τη δυναμική του αυτοσχεδιασμού, που επεδίωκε την ταύτιση τέχνης και ζωής, ενώ στόχευε στην έκπληξη, στο σοκ, στη σύμπραξη του θεατή» (Βαροπούλου 2008). Αρχικά λογοτεχνικό κίνημα, οι ιδέες του Φουτουρισμού εισχώρησαν στα εικαστικά, στην αρχιτεκτονική, στις θεατρικές και παραστατικές τέχνες, στη διαφήμιση και στο design.
Η ίδρυση του φουτουριστικού κινήματος χρονολογείται στις 20 Φεβρουαρίου 1909, όταν ο εισηγητής του, ο πρώην συμβολιστής Ιταλός ποιητής Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι (Filippo Τommaso Μarinetti, 1876-1944) έγραψε και δημοσίευσε στην παρισινή εφημερίδα Le Figaro το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο, Η ίδρυση και το Μανιφέστο του Φουτουρισμού.
Σκοπός και αξίωση των φουτουριστών ήταν να αλλάξουν τη νοοτροπία μιας αναχρονιστικής κοινωνίας. Πηγή έμπνευσής τους ήταν η βιομηχανική πόλη, οι μηχανές, η ταχύτητα, οι πτήσεις και γενικά τα τεχνολογικά και βιομηχανικά επιτεύγματα της εποχής τους, όπως φαίνεται από το εμβληματικό τετράπτυχο: «Ελευθερία, δράση, ταχύτητα, μηχανή».
Η δημοσίευση του μανιφέστου είχε σκοπό να προσελκύσει τολμηρούς προσήλυτους από όλα τα πεδία. Από τους πρώτους που προσχώρησαν ήταν οι ζωγράφοι Umberto Boccioni, Carlo Carrà, Luigi Russolo, Giacomo Balla και Gino Severini (Τίσνταλ, Μποτσόλα 1984, σσ. 8-9).
Η μορφή του κόσμου από τα μέσα ακόμη του 19ου αιώνα άλλαζε καθημερινά και με δραματικό τρόπο εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο παλιός κόσμος πέθαινε και μαζί του πέθαιναν οι θεσμοί που τον στήριζαν. Επίσης, κυοφορούνταν κολοσσιαίες αλλαγές στη νοοτροπία του ανθρώπου. Ο Aϊνστάιν και ο Πλανκ είχαν αποκαλύψει καινούργιους τρόπους για τη θεώρηση του κόσμου, ενώ καινούργια και εκπληκτικά μέσα επικοινωνίας ήταν ήδη σε συνεχή και καθημερινή χρήση. Το μέλλον λοιπόν για τον Μαρινέτι «θα έπρεπε να ξεκινά από ένα ιδεατό σημείο μηδέν σαρώνοντας το παρελθόν από το οποίο είχε προκύψει. Γύρω από το σημείο αυτό θα αναπτυσσόταν ο κόσμος μιας ουτοπίας την οποία κυβερνούσαν η βιομηχανία, το σίδερο και η ταχύτητα. Και όποιος αρνιόταν να επιβιβαστεί στο όχημά της θα πέθαινε μαζί με τον παλιό κόσμο» (Βιστωνίτης 2014).
Οι φουτουριστές ήταν αποφασισμένοι να αντιτάσσονται σε ό,τι παλιό –όπως στις παλιές τεχνοτροπίες, την παράδοση, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες και την αρχαιολογία– και να προετοιμάσουν τη χώρα τους –οπισθοδρομική, ανίσχυρη και στραμμένη προς το ένδοξο παρελθόν της– να εισχωρήσει δυναμικά στον 20ό αιώνα, κι ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν η είσοδος της Ιταλίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.[1] Ο πόλεμος ήταν δοξασμένος ως «μοναδική υγεία του κόσμου», το μόνο μέσο για να καταστραφούν τα πάντα, και η αδυσώπητη και εσκεμμένη βιαιότητα ήταν το διακριτικό γνώρισμα του Φουτουρισμού.
Η αίσθηση που προκάλεσε το πρώτο μανιφέστο του Φουτουρισμού υπήρξε τεράστια. Η επίθεση εναντίον του ένδοξου ιταλικού παρελθόντος ερχόταν από τις σελίδες της πιο έγκυρης εφημερίδας της πρωτεύουσας του πολιτισμένου κόσμου. Ακολούθησαν κι άλλα μανιφέστα του Μαρινέτι, με αποτέλεσμα από το 1909 ως το 1924 μόνο στη Γαλλία να γνωρίσουν 28 εκδόσεις (Βιστωνίτης 2014). Τα μανιφέστα του Φουτουρισμού είχαν σκοπό να αποδείξουν, ξεκάθαρα και δυναμικά, ότι το κίνημα εισέβαλε ήδη σε κάθε τομέα της ζωής, πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό.
Ο Φουτουρισμός έπαψε να υφίσταται ως οργανωμένο κίνημα τη δεκαετία του 1920, εξαιτίας του χαμού πολλών εκφραστών του στη διάρκεια των πολέμων, με τον Μαρινέτι να έχει απομείνει ο μοναδικός υποστηρικτής.
Οι ρίζες του Φουτουρισμού βρίσκονται σε ένα ολόκληρο σύμπλεγμα από πολιτικές, πολιτιστικές και φιλοσοφικές τάσεις των αρχών του 20ού
αιώνα. Η βία, ο πόλεμος, η αναρχία, ο εθνικισμός, η εξύμνηση της τεχνολογίας και της ταχύτητας, το μίσος για το παρελθόν, όλα αυτά είχαν εκφραστεί και πρωτύτερα. Αυτό που ήταν καινούργιο ήταν ο τρόπος που συνδέθηκαν και συντέθηκαν (Τίσνταλ, Μποτσόλα 1984, σσ. 24-27).
Η αγάπη για τη βία και η δηλωμένη πίστη στον ευεργετικό χαρακτήρα της καταστροφής ήταν βασικά γνωρίσματα στους κύκλους των Γάλλων συμβολιστών, οι οποίοι επηρέασαν πάρα πολύ τον νεαρό Μαρινέτι. Συγγραφείς όπως ο Mαλαρμέ και ο Βαλερύ εξέφραζαν το μίσος τους για την ευτελή, χυδαία και γεμάτη ιδιοτέλεια ζωή του σύγχρονου αστού εξυψώνοντας το εξαιρετικό, το ανήθικο και το περιπετειώδες.
Τις μεγαλύτερες επιδράσεις στο κλίμα συμβολισμού της νεανικής φάσης του Μαρινέτι στο Παρίσι τις εξασκούσαν ο Ζορζ Σορέλ και ο Φρειδερίκος Νίτσε. Ο Σορέλ εξίσωνε τη βία με την ελευθερία και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ταξική πάλη συντελεί στην υγεία της κοινωνίας, ενώ η μισανθρωπία του Nίτσε εκδηλώνεται στο αντιφατικό πάντρεμα αναρχίας και εθνικισμού που χαρακτηρίζει τους φουτουριστές και γενικότερα όλη αυτή την περίοδο.
Ο τραχύς Νατουραλισμός του Zoλά, οι ύμνοι του Ουόλτ Ουίτμαν για τη ζωή, η ένθερμη πίστη του Εμίλ Βεράρεν στην επιστήμη του μέλλοντος, η ποίηση του Ζιλ Λαφόργκ, η φιλοσοφία του Μπερξόν διέπλασαν επίσης τον νεαρό ιδρυτή του Φουτουρισμού.
Γεννημένος στις 22 Δεκεμβρίου 1876 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κοσμοπολίτης και ωστόσο ακραίος εθνικιστής, ο Μαρινέτι έρχεται σε επαφή με τις ιδέες των αναρχικών της Μονμάρτης στο Παρίσι στα τέλη του 19ου
αιώνα μέσω του Αλφρέντ Ζαρί (Jarry). Ζει σαν ένας αγνός ιδεαλιστής, ανάμεσα σε μονομαχίες, δίκες, σκάνδαλα.
Το 1910 εκδίδει ένα χαοτικό μυθιστόρημα, υπό τον τίτλο Mafarka le Futuriste, όπου αντικατοπτρίζεται και αναπτύσσεται διεξοδικώς η θεωρία του. Στη συλλογή ποιημάτων Guerra sola igiene del mοndo (1915) ο Μαρινέτι χαιρετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου και ενθαρρύνει τη συμμετοχή της Ιταλίας.
Το 1918 ιδρύει το Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα (Partito Politico Futurista) και ο ίδιος αποτελεί έναν από τους πρώτους υποστηρικτές του φασιστικού ιταλικού κόμματος που θεωρεί ως μία φυσική συνέχεια του Φουτουρισμού. Ο «πατέρας» του Φουτουρισμού φεύγει από τη ζωή στις 2 Δεκεμβρίου 1944.[2]
Άλλοι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού Φουτουρισμού είναι οι ποιητές Aldo Palazzeschi, Luciano Folgore, Corrado Govoni, Paolo Buzzi.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία, ο Μαρινέτι και οι φουτουριστές προσπαθούν να δημιουργήσουν νέες μορφές τέχνης και μια νέα αισθητική, η οποία θα μεταμορφώσει κυριολεκτικά την τέχνη· εγκαταλείπουν όλους τους καθιερωμένους ποιητικούς ρυθμούς και προωθούν τη χαλαρή και ανορθόδοξη σύνταξη, την ολοκληρωτική απουσία στίξης, τα λεγόμενα γεωμετρικά ή σχηματικά και ταυτόχρονα φωνητικά ποιήματα, τις τεχνικές του κολάζ και του μοντάζ, τη μέθοδο των ελεύθερων λέξεων σε συνδυασμό με τις πιο αναπάντεχες και συναρπαστικές εικόνες, ένα εντελώς νέο ποιητικό λεξιλόγιο, το οποίο περιλαμβάνει ακόμη και μαθηματικά σύμβολα (Κατσιγιάννη 1982).
Στις 11 Μαΐου 1912 δημοσιεύεται στο Μιλάνο το Τεχνικό Μανιφέστο της Φουτουριστικής Λογοτεχνίας, όπου επιχειρείται η μετάβαση από τον «ελεύθερο στίχο» στις «ελεύθερες λέξεις», μέσα από την κατάργηση της σύνταξης, του επιθέτου και της στίξης. Οι συμβάσεις της σελίδας όφειλαν να αρθούν, το συντακτικό να αποσυναρμόζεται, τα τυπογραφικά στοιχεία να μετατοπιζόνται, ώστε να αφήνουν τη γραμμένη αράδα να σχηματίζει «μια αλυσίδα εξεικονισμένων αισθήσεων και αναλογιών» που θα παρακάμπτει τη διάκριση ανάμεσα στο κείμενο ως σημασιολογική μονάδα και στο κείμενο ως object d’ art (αντικείμενο τέχνης) (Κατσιγιάννη 1982).
Η θέληση του Φουτουρισμού να αγγίξει ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό είναι το κλειδί για την κατανόησή του. Η επιδίωξη των φουτουριστών να αγγίξουν τις πλατιές μάζες συνδέεται στενά με την αλλαγή στη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό, ένα κοινό που δεν έπρεπε να είναι πια παθητικό και υποτακτικό αλλά που θα αντιδρούσε βίαια και στιγμιαία. Υπό την αιγίδα του Μαρινέτι, η προβολή της κουλτούρας αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά σαν να ήταν πολιτική καμπάνια. Για να προβάλει το κίνημά του, ο Ιταλός ποιητής όχι μόνο χρησιμοποίησε όλα τα διαθέσιμα μέσα –τα μέσα δηλαδή μιας σημερινής προεκλογικής εκστρατείας: εφημερίδες, καταιγισμός διαφημίσεων, θέατρα και στάδια– αλλά επινόησε και καινούργια.
Ο Μαρινέτι ήταν ικανότατος στις σχέσεις του με τις εφημερίδες και εξασφάλιζε εκπληκτική δημοσιογραφική κάλυψη στον Φουτουρισμό. Όπως αναφέραμε, έβγαιναν ασταμάτητα κάθε λογής μανιφέστα, που κάλυπταν ένα πλατύ φάσμα θεμάτων και που κυκλοφορούσαν σε όλο τον κόσμο (Τίσνταλ, Μποτσόλα 1984, σσ. 11-16).
Η αδιάκοπη δημοσίευση όσο το δυνατόν περισσότερων βιβλίων εξασφάλιζε στον Μαρινέτι δημοσιότητα και γόητρο. Δεν αρκούσε όμως ο γραπτός λόγος. Ο Μαρινέτι είχε σκοπό να αγγίξει όλα τα στρώματα της κοινωνίας, κι ανάμεσά τους και τον μεγάλο αριθμό των αναλφάβητων Ιταλών. Ένας τρόπος για να κατορθωθεί αυτό ήταν η προπαγάνδα στους δρόμους, οι «αποστολές τιμωρίας» –στις οποίες εξαπέλυαν επιθέσεις κατά παντός– εικαστικές εκθέσεις και θεατρικές βραδιές με «φωτοδυναμικές» εικόνες, με σκηνογραφίες καθαρά τεχνοκρατικού χαρακτήρα, με μηχανικά κοστούμια, με αφηρημένους, πλαστικούς και γλυπτικούς χώρους, που παρήγαγαν μουσική χρησιμοποιώντας τους θορύβους της φύσης και τους ήχους των αντικειμένων (Βαροπούλου 2008).
Ωστόσο, η πιο αποτελεσματική και χαρακτηριστική εκδήλωση ήταν η επινόηση της λεγόμενης Φουτουριστικής Βραδιάς, ενός συνδυασμού «θεάτρου, συναυλίας, πολιτικής συνάθροισης, συζήτησης και εξέγερσης» (Τίσνταλ, Μποτσόλα 1984, σ. 17). Συνήθως οι βραδιές τελείωναν με πολυτάραχες συμπλοκές ανάμεσα σε αγανακτισμένους θεατές που γιουχάριζαν και καλλιτέχνες, οι οποίοι επικροτούσαν τις εκδηλώσεις της αποδοκιμασίας τους. Το ιδανικό ήταν η Βραδιά να καταλήξει σε μια διαδήλωση που θα απλωνόταν στους δρόμους και στα μπαρ της πόλης, για να ακολουθήσουν αγανακτισμένα άρθρα στον τύπο της επόμενης μέρας. Μια τελειοποιημένη προέκταση της Φουτουριστικής Βραδιάς ήταν οι περιοδείες στην Ευρώπη, που έδειχναν ότι η ζωντανή κουλτούρα μπορούσε να παρακολουθήσει την ταχύτητα και την κινητικότητα του σύγχρονου κόσμου.
Οι φουτουριστές ανέπτυξαν και μια συγκεκριμένη μορφή θεάτρου, το Φουτουριστικό Συνθετικό Θέατρο που, χάρη της χρήσης κάθε μηχανικού μέσου (ακόμα και του κινηματογράφου) μπορούσε να μεταφέρει στο βαριετέ μάχες, κούρσες, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, ταξίδια, ώστε να πετύχει την αίσθηση του θαύματος. Στον 20ό αιώνα ο Φουτουρισμός στάθηκε ένα ορόσημο για τον ακσιονισμό και το happening, για την performance, τις θεατροποιημένες πρακτικές της καθημερινής ζωής, το μουσικό θέατρο όπου πρωτοστατούν οι μηχανές, οι ήχοι και το φως (Βαροπούλου 2008).
Ο μιλιταρισμός του Φουτουρισμού ήταν επόμενο να συναντηθεί με τις ιδέες του ιταλικού Φασισμού. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παραβλέπει τις ριζοσπαστικές πλευρές του Φουτουρισμού, που οδήγησαν τον Μαρινέτι στη ρήξη του με τον Μουσολίνι το 1920, και εξισώνει τον Φουτουρισμό με τον Φασισμό, θεωρώντας και τους δύο οργανικά στοιχεία της ίδιας τάσης:
[...] Fiat ars - pereat mundus («τέχνη ας γίνει και γαία πυρί μιχθήτω») λέει ο φασισμός και περιμένει, όπως διακηρύσσει ο Μαρινέτι, ότι ο πόλεμος θα ικανοποιήσει καλλιτεχνικά την αλλαγμένη από την τεχνολογία αισθητηριακή αντίληψη. Αυτή είναι προφανώς η τελείωση του δόγματος l’art pour l’art («η τέχνη για την τέχνη»). Η ανθρωπότητα που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, τώρα έχει γίνει θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωση της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την οδηγεί να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητηριακή απόλαυση πρώτου μεγέθους. Αυτή είναι η κατάσταση της πολιτικής, της οποίας την αισθητικοποίηση προωθεί ο φασισμός (Benjamin 2013).
Στενοί λοιπόν οι δεσμοί ή μάλλον δυο συνεπείς διακλαδώσεις ενός «κινήματος» που ήταν η λογική συνέπεια της ανάγκης για την περιφρούρηση των κατακτήσεων και την επέκταση των διεκδικήσεων της αστικής τάξης της Ιταλίας.
Οι πύρινοι λόγοι του Μαρινέτι στο δημοσιευμένο μανιφέστο στη συντηρητική Figaro
παραλληλίζονται με τις ρητορικές εξάρσεις του σοσιαλιστή Μουσολίνι στην εποχή που διηύθυνε την εφημερίδα Avanti και τις θυελλώδεις πορείες το 1920-22 του Μουσολίνι των «Fasci» (φασιστικού κόμματος) για την κατάληψη της Ρώμης (Θεοχαρόπουλος 2015). Ο Μαρινέτι και ο Μουσολίνι έχουν βέβαια διαφορετική κοινωνική καταγωγή, αριστοκράτης ο πρώτος, λαϊκής καταγωγής ο δεύτερος. Όπως εύστοχα τονίζουν οι ιστορικοί, ενώνει και τους δύο η νιτσεϊκή ιδέα του «Ανθρώπου του πεπρωμένου», η λατρεία του πολέμου σαν την «υγιεινή του κόσμου», της μηχανής, της ταχύτητας, του αεροπλάνου, ο θαυμασμός τους στα πρώτα χρόνια στη λυτρωτική δύναμη του Αναρχισμού.
Με τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, διακεκριμένο στέλεχος του ιταλικού φασιστικού κόμματος, μέντορας του οποίου υπήρξε ο Μπενεντέτο Κρότσε, το 1925 ο Μαρινέτι συνέγραψε το Μανιφέστο των φασιστών διανοουμένων,[3] που εκτός από τους ίδιους, το υπέγραψαν κάποιοι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιταλίας, μεταξύ τους ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, ο Λουίτζι Πιραντέλο.
Αρκετοί φουτουριστές καλλιτέχνες στην Ιταλία προσχώρησαν στο φασιστικό κόμμα το 1920, χωρίς να φθάσουν στις πρώτες γραμμές του κράτους, τούτο όμως αδικεί το πρωτοποριακό καλλιτεχνικό κίνημα που χαρακτηρίζεται ως επίσημη τέχνη του φασιστικού κράτους.[4] Κοιτάζοντας τα πράγματα από κάποια χρονική απόσταση, μπορούμε να δούμε ότι ούτε η βιαιότητα ούτε η αισθητικοποίηση της πολιτικής ήταν φαινόμενα που περιορίζονταν στον Φουτουρισμό, αντίθετα ήταν αναπόσπαστο μέρος και άλλων κινημάτων, όπως του Νταντά, της προεπαναστατικής ρωσικής τέχνης και, αργότερα, του Σουρεαλισμού. Μολονότι οι οδομαχίες που υποκινούσαν οι φουτουριστές στάθηκαν ο άμεσος πρόδρομος της φασιστικής τακτικής των αντιποίνων, το 1919 τα δύο κινήματα γνώρισαν το αποφασιστικό ιδεολογικό σχίσμα, καθώς αποδείχτηκε ότι η πραγματική στρατηγική του Μουσολίνι να συμβιβαστεί με την Εκκλησία και τη μοναρχία, δεν συμβάδιζε πια με τα ιδεαλιστικά και ριζοσπαστικά αιτήματα του Μαρινέτι. Ωστόσο, λόγω της φιλίας του με τον Μουσολίνι, προκειμένου να παρέχει στήριξη στο φουτουριστικό κίνημα, ο ποιητής συνέχισε να δέχεται διάφορες θέσεις από το καθεστώς, συνταξιοδοτήθηκε από τη μουσολινικής έμπνευσης Ιταλική Ακαδημία και στρατεύτηκε στα ιταλικά στρατεύματα του ανατολικού μετώπου το 1942.
Ο Μαρινέτι και οι φουτουριστές, σε τελευταία ανάλυση, δεν είχαν κανένα όπλο για να τα βγάλουν πέρα με τον Φασισμό, για να αναχαιτίσουν τη διαβρωτική εκείνη διαδικασία που απορροφούσε τα ωμότερα μηνύματά τους και έκανε πέρα τα υπόλοιπα, και κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό με αυτόν.
Η νέα αντιμετώπιση της πραγματικότητας εκ μέρους των φουτουριστών είχε τελικά ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη αγωνία για τον άνθρωπο, και ειδικά για τον καλλιτέχνη, που πλέον ζούσε σε έναν κόσμο μεταβαλλόμενο με φανταστική ταχύτητα με την οποία έπρεπε να καταφέρει να συμβαδίζει ώστε να μην αφανιστεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Walter Benjamin, Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, Επέκεινα, Τρίκαλα 2013.
Sandro Briosi, Μαρινέτι, La Nuova Italia, Φωρεντία 1972.
Άννα Κατσιγιάννη, Eλληνικός φουτουρισμός, «H Kαθημερινή», 17/6/1982.
Filippo Tommaso Μarinetti, Φαντασία δίχως χαλινάρι, στα Μανιφέστα του Φουτουρισμού, μτφρ. Βασίλης Μωυσίδης, Αιγόκερος 1987.
Filippo Tommaso Μarinetti, Ίδρυση και Μανιφέστο του Φουτουρισμού, στα Μανιφέστα του Φουτουρισμού, μτφρ. Βασίλης Μωυσίδης, Αιγόκερως 1987.
Καρολάιν Τισνταλ, Άντζελο Μποτσόλα, Φουτουρισμός, μτφρ Δημοσθένης Κούρτοβικ, Υποδομή 1984.
ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ελένη Βαροπούλου, 1909, φουτουρισμός: Η αποθέωση του στιγμιαίου, «Το Βήμα», 28/12/2008 http://www.tovima.gr/society/article/?aid=248330 (τελευταία πρόσβαση: 5/4/2016).
Αναστάσης Βιστωνίτης, Ο φουτουρισμός, ο φασισμός και η πρωτοπορία, «Το Βήμα», 27/7/2014 http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=618779 (τελευταία πρόσβαση: 3/4/2016).
Λουκάς Κ. Θεοχαρόπουλος, Φάκελος φουτουρισμός - Ο ιταλικός φουτουρισμός και ο φασισμός του Μουσολίνι, «Στίγμα Λόγου», 14/1/2015 http://stigmalogou.blogspot.gr/2015/01/blog-post_14.html (τελευταία πρόσβαση: 6/4/2016).
Δημήτρης Καργιώτης, Ο φουτουρισμός γιορτάζει τα 100 χρόνια, «Η Καθημερινή», 15/03/2009 http://www.kathimerini.gr/352496/article/politismos/arxeio-politismoy/o-foytoyrismos-giortazei-ta-100-xronia (τελευταία πρόσβαση: 5/4/2016).
Στρατής Πανταζής, Η αρχή και το τέλος του ιταλικού Φουτουρισμού, «Η Αυγή», 7/7/2014 http://www.avgi.gr/article/3218056/i-arxi-kai-to-telos-tou-italikou-foutourismou (τελευταία πρόσβαση: 3/4/2016)