Χάρτης 2 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-2/dokimio/oeologia-ths-nyxtas-a
Για τα λεφτά τα κάνεις όλα
Για τα λεφτά δε μ’ αγαπάς.
Γιώργος Λεκάκης – Δημήτρης Μηλιός
Στηριγμένη με τους αγκώνες στην μπάρα, ελαφρά σκυμμένη, το ένα πόδι λίγο λυγισμένο προς τα εμπρός, το άλλο τεντωμένο προς τα πίσω, σε μια στάση που τονίζει τους γοφούς και αποκαλύπτει το –ήδη αρκετά αποκαλυπτικό– μπούστο. Ή χορεύει στατικά, κουνώντας κυρίως τους γοφούς δεξιά κι αριστερά, σηκώνοντας το ένα ή και τα δύο χέρια πάνω από το κεφάλι. Καπνίζει με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό (εκείνη που στη διάρκεια της μέρας μπορεί ούτε τη μυρωδιά του καπνού να μην αντέχει) – το χέρι που κρατά το τσιγάρο στηρίζεται στον αγκώνα, με την παλάμη να λυγίζει προς τα πίσω και με μισόκλειστα μάτια, φέρνει το τσιγάρο στο στόμα, τραβά βαθιές ρουφηξιές, ενώ το ξεφύσημα του καπνού κατευθύνεται ευθεία μπροστά. Ή ενθρονισμένη σ’ ένα σκαμπό από την έξω πλευρά της μπάρας, απόκοσμη θεότητα προορισμένη να τη λατρεύουν, ισορροπεί τη γόβα στα δάχτυλα του αριστερού της ποδιού και υπολογίζει πόσα ποτά πρέπει να την κεράσουν για να τη βγάλει και σήμερα – ενώ συγχρόνως ανησυχεί για το αν θα ξυπνήσει εγκαίρως να πάει τον μικρό στο σχολείο˙ μάλλον θα πάει κατευθείαν μετά τη δουλειά, ειδάλλως δεν προλαβαίνει, να θυμηθεί μόνο ν’ αλλάξει ρούχα, να γίνει γυναίκα της μέρας, αξιοσέβαστη – ή έτσι νομίζει τουλάχιστον, γιατί η μυρωδιά της νύχτας δεν ξεπλένεται. Ούτε οι χαρακτηρισμοί.
Σκηνή πρώτη – και τελευταία, λήψη πρώτη – και τελευταία: δεν αποτίουμε φόρο τιμής σε κάποιο χολιγουντιανό νουάρ ή σε μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ – ούτε καν στα Κορίτσια στο βούρκο του Βασίλη Παπάζογλου. Δεν θα μιλήσουμε για κορίτσια δυστυχή, παραπλανημένα ή παραστρατημένα (και οπωσδήποτε «αμαρτωλά»). Ενάντια σε διάφορες φεμινιστικές θεωρίες και κυρίως ενάντια σε ταλιμπανικές εκδοχές εφαρμοσμένου φεμινισμού –που βρίσκεται σε διαρκή αναμέτρηση με μια λιγότερο ή περισσότερο υποστατή αντικειμενοποίηση και σεξουαλική εκμετάλλευση της γυναίκας (καταλήγοντας συχνά σε άτοπες και άκρως αντιερωτικές σκιαμαχίες)– θα διερευνήσουμε μια δυνατότητα αντιστροφής: τη δυνατότητα, δηλαδή, η γυναικεία σεξουαλικότητα, στην προσλαμβάνουσα παράσταση και συνθήκη της (από τις demi-mondaines του υιού Δουμά, τις grandes horizontales του μπαλζακικού μελισσιού και τις βικτοριανές fallen women του Θάκερεϊ και του Ντίκενς έως τις σύγχρονες ιέρειες της πληρωμένης ερωτικής διασκέδασης στις Δυτικές –και όχι μόνο– μητροπόλεις) να γίνεται αντιληπτή ως πραγματικό φυσικό πλεονέκτημα και να αξιολογείται ως ευκαιρία, είτε γίνεται λόγος για περιστασιακή άσκηση επιρροής και εξουσίας στο ανδρικό φύλο είτε για συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης της ανδρικής κυριαρχίας.
Η λέξη «κονσομασιόν» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μικρής διάρκειας πληρωμένη γυναικεία συντροφιά που παρέχεται σε ορισμένα είδη νυχτερινών κέντρων. Η συγκεκριμένη πρακτική ξεκίνησε από τα καμπαρέ του Παρισιού, όπου το «χαρτί» δεν έβγαινε από τα μπαλέτα, αλλά από τα ποτά που κερνούσαν οι πελάτες τις αρτίστες. Σύντομα υιοθετήθηκε και στην Ελλάδα με ανάλογα καμπαρέ που δημιουργήθηκαν στην Τρούμπα και τόσο συχνά βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Καθιερώθηκε ως θεσμός στη δεκαετία του ΄70 –εποχή όπου η γυναικεία παρέα ήταν δύσκολη–, εισχώρησε σταδιακά στις πρακτικές της λαϊκής διασκέδασης με την άνθηση του «σκυλάδικου» και οριστικοποίησε τη θέση του σε εξειδικευμένα πλέον μαγαζιά τη δεκαετία του ΄80, αποτυπώνοντας έναν τύπο και τόπο συνάντησης και συσχέτισης ανδρών και γυναικών η οποία ορίζεται ως διαδικασία θεσπισμένης ανταπόδοσης, που λαμβάνει τη μορφή χρηματικής συναλλαγής με ερωτικό περιεχόμενο και ταυτοχρόνως ερωτικής σχέσης με χρηματικό περιεχόμενο. Η κονσομασιόν δεν αφορά στο σεξ – το φάντασμα της επιθυμίας, με τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των μορφών της, στοιχειώνει την εκλιπούσα πραγματικότητα του σεξ. Αφορά σ’ αυτήν ακριβώς τη συνάντηση όπου διανοίγεται η δυνατότητα για το ζωτικό ψεύδος μιας ερωτικής ιστορίας (την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη, και τα δύο μαζί ή το καθένα ξεχωριστά, επικαλούνται ως προοπτική ή ως υπόσχεση), όπου το σεξ αιωρείται ως υπονοούμενο –και προαπαιτούμενο– και όπου θραύσματα της σεξουαλικότητας διεισδύουν στον λόγο.
Βασική συνθήκη αυτής της κατηγορίας έμφυλων σχέσεων είναι το περιβάλλον του μπαρ, στο οποίο αντανακλάται και αναπαράγεται η κοινωνική σηματοδότηση αυτής της συνάντησης. Στο μπαρ συνυφαίνονται θεσμικά δύο τομείς δραστηριότητας –έρωτας και εργασία– που στις κοινωνικές κανονικότητες είτε δεν συνδέονται είτε η μεταξύ τους σύνδεση δημιουργεί επιπλοκές. Οι κοινωνίες, ωστόσο, από καταβολής κόσμου παράγουν θεσμούς στους οποίους αναθέτουν να επιτελέσουν το άρρητο, το σκοτεινό, το μη κανονικό, παρέχοντας στους ανθρώπους τη δυνατότητα να δανείζονται σταθερούς κώδικες της κανονικότητας, προκειμένου να τους υπερβούν στιγμιαία και να τους ενισχύσουν μακροπρόθεσμα: η κονσομασιόν συνιστά έναν χώρο όπου μπορεί να παρατηρήσει κανείς τις επιτελέσεις τού μη κανονικού, του παραβατικού, μια και η ερωτική επικοινωνία «μολύνεται» μεν από την ανάμειξη του χρήματος, την ίδια τη στιγμή όμως του ευτελισμού της ακτινοβολεί νοσηρή λάμψη και μυστήριο, συμπυκνώνοντας την αμφισημία και την αμφιθυμία του πολιτισμού και της κοινωνίας όπου παράγεται.
Η επιτέλεση της ερωτικής επιθυμίας στην κονσομασιόν διαπλέκεται με την παραστασιακή επιτέλεση του φύλου. Έτσι αναδύονται κοινωνικά τοποθετημένες αρρενωπότητες και θηλυκότητες, που άλλοτε καταφάσκουν και άλλοτε αμφισβητούν το κυρίαρχο μοντέλο. Επιπλέον το γυναικείο σώμα μετασχηματίζεται σε εργαλείο-εμπόρευμα, καταδεικνύοντας τη ρευστότητα της ενσώματης υποκειμενικότητας.
Γυναίκες με υψηλό δείκτη επιβίωσης, οι κονσοματρίς ή «μπαρόβιες» αποδεικνύονται ικανές να τροφοδοτούν τη φαντασία – διασχίζοντας την απόσταση από μια κίβδηλη ποιητική του πόθου ώς τη νατουραλιστική αναπαράσταση ενός κόσμου που λαθροβιούσε πάντοτε, συχνά σε καθεστώς βλάσφημης ανθοφορίας, στις σκιές, στο μισοσκόταδο, στο ημίφως και ακόμη συχνότερα εκτός της επικράτειας του καλού γούστου: ουράνιες και πάνδημες Αφροδίτες, αδέσποτες μαντόνες με αδηφάγα στόματα και μάτια λυπημένα, εύθυμα ή απαθή, αγέρωχες σφίγγες με το μυστικό τους επτασφράγιστο. Μέσα σ’ ένα κυρίαρχο αρσενικό σύστημα (που παραμένει ωστόσο ένας εύθραυστος σχηματισμός καθώς χρήζει υπεράσπισης μέσω περιχαρακώσεων, θεσμών και τεχνασμάτων), μέσα σε κάθε κυρίαρχο σύστημα (που εξ αυτού καθίσταται αρσενικό) προελαύνουν με τη νικηφόρα στρατηγική της πρόκλησης για να ενσαρκώσουν τη δυνατότητα του παιχνιδιού και της συμβολικής εμπλοκής. Υλοποιούν την απαίτηση προς το αρσενικό να είναι το φύλο του, να επωμίζεται το μονοπώλιο του σεξ και της ευχαρίστησης – κι επομένως να φτάνει την ηγεμονία του στα άκρα και να την ασκεί μέχρι θανάτου. Η εικόνα του άνδρα που περιστοιχίζεται από γυναίκες που διεκδικούν την παρουσία του –και την περιουσία του– είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος. Και κάπου ανάμεσα σε λυρικές εξάρσεις, λογοτεχνικές εξιδανικεύσεις, φεμινιστικές κορώνες και διαπρύσια ηθικοπλαστικά κηρύγματα, οι γυναίκες που υπηρετούν τη μυθολογία μιας τέτοιας θηλυκότητας (συνυφασμένης με έννοιες ιερότητας και ευτέλειας), ενισχύουν άθελά τους τις καθηλώσεις σε μια ανοικειότητα που τις καθιστά μη διαχειρίσιμες – και γι’ αυτό περισσότερο επιθυμητές ως υποστάσεις εξαγοράσιμες ή ανταλλάξιμες, με απώτερο σκοπό τον έλεγχο, την περιστολή ή την καταστολή.
Αν το γυναικείο σώμα καθίσταται αντιληπτό (και) ως συμβολικό σύστημα, τότε το νόημα προκύπτει μέσα από ενδυματολογικά σημεία-σύμβολα που εκβάλλουν σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα και η θηλυκότητα είναι το κοινωνικό προϊόν που προκύπτει από τις πολλαπλές διαδράσεις ανάμεσα στις γυναίκες ως κοινωνικούς δράστες και στα κείμενα για τη θηλυκότητα. Τα ανατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου μεταφράζονται μέσα από το κοινωνικό φύλο και αφού μέρος του κοινωνικού φύλου αποτελεί και η περιβολή, τότε η φούστα, το κραγιόν, το ντεκολτέ, τα ψηλά τακούνια και λοιπά συναφή αξεσουάρ μπορούν να ερμηνευτούν ως μετωνυμίες της θηλυκότητας και εμπρόθετες δηλώσεις που αφορούν στη διαχείριση της δύναμης, τη διαφοροποίηση των φύλων και την κινητοποίηση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Εξάλλου σ’ έναν κόσμο όπου οι δι-υποκειμενικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από ανταλλαγές αγαθών, μοναδικός τρόπος ελέγχου των συμβολικών ανταλλαγών είναι ο μετασχηματισμός του γυναικείου σώματος σε προϊόν που είτε ευαγγελίζεται τη μοναδικότητα είτε την αποποιείται, για να περιέλθει σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης ή και από κοινού χρήσης, στον βαθμό που δεν ανήκει σε έναν και μόνο άνδρα.
Η αναπαράσταση της προκλητικής εμφάνισης εντοπίζεται στη Δυτική χριστιανική παράδοση σε κείμενα θεολόγων και Πατέρων της Εκκλησίας ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. (αναφέρονται ενδεικτικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Κυπριανός), όπου ανιχνεύονται αντιλήψεις σχετικές με την εγγενή προκλητικότητα του γυναικείου σώματος (τη φυσική κατασκευή του, τις καμπύλες του) που έχει ως απειλούμενους αποδέκτες τους άνδρες και το βλέμμα τους. Η δημιουργία όμως της πρόκλησης και η σεξουαλική φόρτιση επιτυγχάνονται εντός ενός παιχνιδιού κάλυψης/αποκάλυψης – και σίγουρα εκτός της λυσσαλέας σύμπραξης του φεμινιστικού κινήματος με την τάξη της αλήθειας: επιτέλεση του γυναικείου σώματος στη συνθήκη της κονσομασιόν ειδικότερα –και σε κάθε συνθήκη γενικότερα– σημαίνει ότι το σώμα λειτουργεί ως εντύπωση (στις καλύτερες των περιπτώσεων ως ιδιοφυΐα των εντυπώσεων) και όχι ως βάθος επιθυμίας, ότι γίνεται αντιληπτό ως διαστρέβλωση κάθε αλήθειας, ως συνωμοσία σημείων και ως έξαρση της επιζήμιας χρήσης τους. Σημαίνει επίσης το ξεδίπλωμα μιας βεντάλιας συνδηλώσεων που αφορούν στην προτίμηση της νύχτας, στην αίσθηση της ανάλωσης και στην επιστήμη της εγκατάλειψης – στη βαθιά θρησκευτική και καταχθόνια, εν τέλει, τέχνη της σπατάλης: αυτή ακριβώς η σπατάλη βρίσκεται στον πυρήνα της καψούρας που δοξάζει η κονσομασιόν – η μοναξιά του άνδρα αβοήθητη όσο ποτέ και η γυναίκα απέναντι αντίξοη («και πιο πολύ αντίξοη η γυναίκα που τον αγάπησε»)˙ γιατί η καψούρα είναι πάντα αρσενική και πασχίζει να υποκαταστήσει το σεξουαλικό πάθος ως «τον πυρήνα της βούλησης για ζωή», αν και η ίδια αποτελεί ενός είδους συμβολικό Todestrieb. Την ίδια σπατάλη εντοπίζει κανείς στον πυρήνα των σκυλάδικων τραγουδιών – που είναι όλα τους παραλλαγές στο μοτίβο της παράνομης σχέσης και του «τρελού έρωτα» για μια γυναίκα ανάξια και αναξιόπιστη (η οποία εμπνέει ωστόσο τον έρωτα εξαιτίας αυτών ακριβώς των χαρακτηριστικών της)˙ και ενδέχεται επίσης να έχει σταθεί (όχι και τόσο απρόθυμος) μάρτυρας της εγκαθίδρυσής της στο κέντρο της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας, όπως συμπυκνώθηκε μεγαλοπρεπώς στο παπανδρεϊκό νεύμα που κατέβασε τη Δήμητρα από το αεροπλάνο.
Το θηλυκό ως σύγχυση επιφάνειας και βάθους, ως μεταμφίεση, ως εντύπωση που ακυρώνει το βάθος του αρσενικού: αντί οι γυναίκες να αντιμάχονται αυτή την «προσβλητική» διατύπωση, θα ήταν προτιμότερο να την υπερασπίζονται συχνότερα, γιατί εκεί βρίσκεται το μυστικό της δύναμής τους – αν τη χάσουν, εγείροντας το βάθος του θηλυκού απέναντι σ’ εκείνο του αρσενικού, μάλλον θα πενθήσουν μια δυσαναπλήρωτη απώλεια˙ εξάλλου εδώ, στη (βαρβερική) κάτω νύχτα όλα σωπαίνουνε. Και για κάθε εκδοχή συντριπτικής πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε χρειάζεται, για να επιζήσουμε, διόλου στο ακέραιο και βαθιά τραυματισμένοι, να διασώζουμε μέσα μας κάποιες νησίδες φτηνής έστω φαντασμαγορίας: σε παρακμιακό διάκοσμο, με ποτά αμφίβολης ποιότητας και χαμηλό φωτισμό.
Ε. Κ.
Της όμορφης, που όπλα έναν καιρό
πουλούσε, σαν ν’ ακούω το θρήνο τώρα.
Κορίτσι νά ’ταν πάλι δροσερό,
έτσι εύχεται – και τούτα λέει τα λόγια:
«Αχ, γηρατειά, σκληρόκαρδα, πικρά,
τι γρήγορα που μ’ έχετε γκρεμίσει!
Τι με κρατάει, τι; Αρκεί ένα χτύπημα
με το μαχαίρι – και θα ’χω ξοφλήσει.
Μου πήρατε το υπέρτατο προνόμιο
που η ομορφιά μού είχε εξασφαλίσει.
Γραφιάς, παπάς ή έμπορος – αδιάφορο!
Αν άντρα απλώς τον είχατε γεννήσει,
μου χάριζε όσα πλούτη είχε κερδίσει
κι ας το μετάνιωνε – αν του είχα κάνει
τη χάρη και στα χέρια του είχα αφήσει
αυτό που αρνιούνται τώρα ώς κι οι ζητιάνοι.
Σε πλήθος άντρες το έχω αρνηθεί.
Δεν ήταν κι η πιο έξυπνη ιδέα!
Αγόρι σκάρτο είχα ερωτευτεί
κι απλόχερα του έδινα. Ωραία
ήταν να παίζω, σε πολλούς παρέα
να τάζω· αλλ’ αυτόν τον αγαπούσα.
Βάνυσος ήταν κι ήθελε από μένα
μονάζα όσα μάζευα και ζούσα.
Κι αν με ποδοπατούσε όμως, κι αν μ’ έδερνε,
για πάντα εγώ τον είχα αγαπήσει.
Στο πάτωμα με έριχνε και μ’ έσερνε –
μα όταν φιλιά ερχόταν να ζητήσει,
τα είχα όλα αμέσως λσμονήσει.
Μ’ όλη του τη κακία, την απληστία
μ’ αγκάλιαζε... Από σβέρκο είχα ψωνίσει!
Τι απόμεινε; Η ντροπή κι η αμαρτία...
Τριάντα χρόνια πάνε πια που πέθανε.
Γριά έχω απομείνει, έχω ασπρίσει.
Τα χρόνια τα ωραία συλλογίζομαι,
ποια ήμουν και ποια έχω καταντήσει.
Ολόγυμνη ο καθρέφτης μου αν με δείξει,
αν δω πώς άλλαξα, πώς· τώρα φαίνομαι,
πώς το φτωχό κορμί μου έχει στραγγίξει
και ζάρωσε και έλιωσε, τραλαίνομαι.
Πού πήγαν τα ξανθά μαλλιά, το λείο
το μέτωπο, τα φρύδια τα γραμμένα,
το ευρύ μεσόφρυδο, το βλέμμα το όμορφο,
που ’πιανε τα πιο έξυπνα πουλιά,
τ’ αυτάκια, ζυγιασμένα και κομψά,
η μύτη, ευθεία, τέλεια πλασμένη,
το αυλάκι στο πηγούνι, η κοντυλένια,
πάμφωτη όψη, τ’ άλικα τα χείλη;
Οι ωραίοι εκείνοι ώμοι, οι χυτοί,
τα μπράτσα τα μακριά, τ’ αβρά τα χέρια,
ρόγες μικρές, γοφοί σωστοί, στητοί,
καλά να πιάνεις, όλα τους φτιαγμένα
ν’ αντέχουνε την κλινοπάλη του έρωτα,
κι εντέλει εκείνο εκεί το βουναλάκι
σ’ αδρούς, γερούς μηρούς να στέκει, υπέροχα
κρυμμένο στο πυκνό του το κηπάκι;
Ψαρά μαλλιά, ρυτίδες, αχ! στο μέτωπο,
πεσμένα φρύδια· έσβησαν τα μάτια
που γέλαγαν, κοιτούσαν στο σωρό
κι οι έμποροι ήσαν ζώα λαβωμένα.
Μύτη κυρτή – πού πήγε η τσαχπινιά;
Αυτιά που χνουδιασμένα έχουν κρεμάσει.
Ωχρή όψη, νεκρή – άδειασε πια.
Πηγούνι, χείλη – φούσκες που έχουν σκάσει
Έτσι του ανθρώπου η ομορφιά τελειώνει.
Μπράτσα κοντά και χέρια σκεβρωμένα
κι ώμοι ολότελα πια κουφωμένοι.
Τα στήθη – κοίτα πόσο ζαρωμένα!
Οι ρόγες κι οι γοφοί – μια απ’ τα ίδια.
Το βουναλάκι – άσ’ το! Κι οι μηροί
οι δύσμοιροι θυμίζουνε λουκάνικα
που στο τσιγγέλι τά ’χουν αναρτήσει.
Φτωχές, κουτές γριές, τ’ αλλοτινά
τα χρόνια έτσι τώρα τα θρηνούμε,
στο χώμα καθισμένες ανακούρκουδα.
Σωρό από κουβαράκια σαν να φτιάχνουμε
μπρος στη μικρή φωτιά όπου ζεσταιόμαστε –
καλάμια που λαμπάδιασαν και σβήσαν.
Μας θέλαν κάποτε, όμορφες υπήρξαμε...
Πολοί άλλοι και πολλές τα ίδια ζήσαν.
Γ. Κ.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Φρανσουά Βιγιόν ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ