Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/klimakes/oi-periplanhseis-sthn-ellada-toy-axiotimoy-gewrgioy-koxran
Κατά μία περίεργη συγκυρία την τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 19ου
αιώνα τρία μέλη της μεγάλης σκωτικής οικογένειας των Cochrane συνδέθηκαν με την Ελλάδα.
Αρχή έγινε από το ναύαρχο Thomas Cochrane (μετέπειτα 10ο Lord of Paseley and Ochiltrie και 10ο Earl of Dundonald), με τον αμφιλεγόμενο έως ανύπαρκτο φιλελληνισμό και την συζητήσιμη συμβολή του στα επαναστατικά δρόμενα των ετών 1827-28· στη συνέχεια το 1837, ο ακαθορίστου βαθμού συγγενής του κύριος George Cochrane με εκφρασμένα φιλελληνικά αισθήματα στο δίτομο έργο: Wanderings in Greece· και τέλος ο εξάδελφος του πρώτου, κοινοβουλευτικός άνδρας, Alexander Baille Cochrane (1ος Baron of Lamington) το 1840 με την έκδοση: The Morea: with some remarks on the present state of Greece, έναν μικρό τόμο 140 σελίδων με μερικά έντονα φιλελληνικά ποιήματα, βυρωνικού ύφους, ακολουθούμενα από μια διακήρυξη για συνταγματική πρόοδο στην ελληνική πολιτεία.
Για τον George Cochrane δεν έχουμε παρά μερικές έμμεσες πληροφορίες, αντλημένες κυρίως από το ίδιο το τυπωμένο έργο του, που τυχαίνει να είναι ένα από τα πέντε σχετικά δημοσιεύματα Βρετανών περιηγητών του ίδιου έτους για την Ελλάδα: R.T. Claridge, A Guide along the Danube, from Vienna to Constantinople, Smyrna, Athens, The Morea, The Ionian Islands and Venice. From the notes of a journey made in 1836, Λονδίνο 1837, Edward Giffard, A short visit to the Ionian Islands, Athens and the Morea, Λονδίνο 1837, Francis Hervé, A residence in Greece and Turkey; with notes of the journey through Bulgaria, Servia, Hungary, and the Balkans, 2 τόμοι Λονδίνο 1837 και Adolphus Slade, Turkey, Greece and Malta, 2 τόμοι Λονδίνο 1837.
Πέντε παρόμοιες εκδόσεις σε ένα χρόνο εκείνη την εποχή δεν είναι αριθμός ευκαταφρόνητος, και φυσικά αντανακλά το ανερχόμενο ενδιαφέρον της ευρύτερης βρετανικής κοινωνίας για το νέο κράτος της Βαλκανικής (ήδη, την άνοιξη του 1834, ένας άλλος ταξιδιώτης, ο Grenville Temple μετρούσε κάπου δεκατρείς Άγγλους επισκέπτες στην Αθήνα, ενώ λίγο αργότερα το 1840 κυκλοφορεί και ο πρώτος ταξιδιωτικός οδηγός από τον John Murray).
Αν και θα μπορούσε να πει κανείς πως μόνον η δημοσίευση του Edward Giffard πλησιάζει τον Cochrane, ωστόσο και με αυτόν η διαφορά τους έχει να κάνει τόσο με την αιτία της έλευσης, τη διάρκεια, όσο και με την παρουσία στους ελληνικούς μόνον τόπους, στο ενδιαφέρον για τα σύγχρονα, αλλά και στο κίνητρο. Με άλλα λόγια o Cochrane δεν είναι ένας περιηγητής ή ένας περαστικός ταξιδιώτης, με την τυπική έννοια, κάποιου δηλαδή ρομαντικού που αναζητεί τα ερείπια της αρχαίας εποχής ή διατρέχει την Ανατολή με περιπετειώδη διάθεση, αλλά ένας αρχικά κατά τύχη επισκέπτης, που διείδε στη συνέχεια (ή τουλάχιστον, νόμισε ότι διείδε) κάποιες νέες προοπτικές στην αναδυομένη ανεξαρτησία της ελληνικής κοινωνίας. Είναι φανερό μέσα από τα 48 κεφάλαια του δίτομου έργο του, που τύπωσε ο πετυχημένος Henry Colburn στον επί του αρ.13 της οδού Great Marlborough εκδοτικό οίκο του, όσο είναι ακόμη φανερό και πόσο γρήγορα έφτασε από ένας απλός νεαρός ακόλουθος σε έναν ώριμο άνδρα με επιχειρηματικές επιδιώξεις, που τολμηρά (αν και ίσως λίγο αφελώς) διατυπώνει.
Ο νεαρός αστός, αξιότιμος κύριος (Esquire) George Cochrane βρισκόταν στη Βραζιλία και προσελήφθη εκεί το καλοκαίρι του 1824 από τον επιφανή συγγενή του, ναύαρχο Cochrane, ως προσωπικός γραμματέας του. Τον επόμενο χρόνο τον ακολούθησε στην επιστροφή του στην Αγγλία και μετά την ανάθεση (Αύγουστος 1825) της αρχηγίας του νέου συγχρονισμένου ατμοκίνητου στόλου από τους Έλληνες αντιπροσώπους έφτασε μαζί του στην Ύδρα το Μάρτιο του 1827. Η ζωηρή έκφραση θαυμασμού για τη χώρα εκπλήσσει: «I shall not forget my first arrival in that beautiful and interesting country», έκφραση που θα παραμείνει απαράλλακτη ως το τέλος της αφήγησής του. Στο διάστημα Ιανουάριος - Ιούνιος του 1828, ταξιδεύει στη Μασσαλία για τη παραλαβή του “Ερμή”, ενός νέου ατμόπλοιου του ελληνικού στόλου, και το Δεκέμβριο φεύγει πάλι, καθώς ο ναυάρχος Cochrane αποχωρεί οριστικά από την Ελλάδα. Τα σχετικά ιστορικά περιστατικά, καταγράφονται χωρίς κρίσεις (είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της ήττας στον Ανάλατο / Φάληρο), εκτός από μια γενικόλογη συνολική εκτίμηση «για τον υπέρμαχο της ελευθερίας ένδοξο συγγενή του» στο τέλος του 8ου κεφαλαίου.
Ύστερα από έξι χρονια, ξαναγυρίζει από μόνος του πλέον στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1834, με ένα μεγάλο σχέδιο στο μυαλό του, το οποίο τόσο τον είχε ενθουσιάσει, ώστε να διακόψει την εκπαίδευσή του ως συνήγορος στον ιστορικό νομικό σύλλογο του Middle Temple, του Λονδίνου. Το σχέδιο είναι να αναλάβει τη σύνδεση του Πειραιά με τη Μασσαλία, μέσω Γένοβας, Νάπολης, Μάλτας, και από εκεί με τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, και πέρα ως τα λιμάνια του Δούναβη και ως τη Βιέννη, με την εκμετάλλευση μοντέρνων ατμόπλοιων, που θα προσφέρουν στους ταξιδιώτες άνεση, πολυτέλεια, οικονομική και γρήγορη πρόσβαση σε ενδιαφέροντες, ιστορικούς και αξιοθέατους τόπους. Μια σύχχρονη απάντηση ίσως στο μακρύ και πολυέξοδο ταξίδι, που αποτύπωνε ακόμη το πιο πάνω αναφερθέν βιβλίο του R.T.Claridge. Το ναυτιλιακό αυτό εγχείρημα δεν θα ευοδωθεί τελικά, παρόλο που ο Cochrane θα πάρει από τον ίδιο τον Όθωνα έγκριση και αποκλειστικό δικαίωμα και στο διάστημα Ιανουάριος - Αύγουστος του 1835 θα κινηθεί για να βρει χρηματοδότηση στην Αγγλία. Το Σεπτέμβριο του 1835 θα ξαναγυρίσει στην Αθήνα προκειμένου να ζητήσει να του επιστραφεί η χρηματική εγγύηση, που είχε καταβάλει. Τον Αύγουστο του 1836 από την Πάτρα θα αποχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα με ένα παράσημο, του Ιππότη του Τάγματος του Σωτήρος (προφανώς της πέμπτης τάξης του Αργυρού Σταυρού), σύμφωνα τουλάχιστον με την υποσημείωση στη σελίδα τίτλου του βιβλίου.
Έτσι ο Cochrane βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο κατά τα διαστήματα: α) Μάρτιος - Δεκέμβριος του 1827, σε έναν επαναστατημένο τόπο και μάλιστα σε μια κρίσιμη και καταθλιπτική φάση, που ορίζουν οι καταστρεπτικές ήττες και η επιδείνωση της στρατιωτικής και πολιτικής ζωής, β) Ιούνιος - Δεκέμβριος του 1828, πέντε μόλις μήνες αφότου ανάλαβε ο Καποδίστριας, όπου διαπιστώνει ήδη μια γρήγορη πρόοδο και βελτίωση στην κοινωνία, γ) Οκτώβριος - Δεκέμβριος του 1834 και δ) Σεπτέμβριος 1835 - Αύγουστος του 1836, οθωνικά πλέον χρόνια, στην καμπή μιας νέας πολιτειακής φάσης με τo τέλος της Δεύτερης Αντιβασιλείας, την ενηλικίωση του Όθωνα (1η Ιουνίου 1835) και την Αρχικαγκελαρία του Armansperg, κυρίως όμως με εμφανή την ραγδαία εξέλιξη του κράτους και τις νέες οικονομικές και αναπτυξιακές προκλήσεις μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ο συγγραφέας αυτή την εποχή γνωρίζει καλύτερα και τα 40 από τα 48 κεφάλαια του έργου του σε αυτήν αναφέρονται.
Οι παρατηρήσεις του, είτε πρόκειται για πρόσωπα, ναυτικούς, πλοιάρχους και ναύτες, στρατιωτικούς, καπετάνιους και απλούς στρατιώτες, φιλέλληνες, αγρότες και γυναίκες, επώνυμους και ανώνυμους, είτε για καταστάσεις και ήθη, στρατιωτικά συμβούλια, βασιλικούς χορούς, θρησκευτικά πανηγύρια και γιορτές, επίσημη και λαϊκή (δημοτική, μάλλον) μουσική, συνήθειες της αστικής ή αγροτικής ζωής, είναι δοσμένες με περιγραφική οξύνοια, καίριες λεπτομέρειες και πάντοτε με ένα πνεύμα συμπάθειας και κατανόησης.
Υπάρχουν φυσικά και οι κοινοί τόποι των περιηγητικών βιβλίων, οι μακρινές εκδρομές ή εξορμήσεις στα περίχωρα, η επίσκεψη σε αρχαιολογικούς χώρους, αναφορές σε πολιτικές συζητήσεις ή περιγραφές του κόσμου των ξένων και του παλατιού, τα ξενοδοχεία, οι ιδιοκτήτες και οι υπηρεσίες τους, αλλά και σκηνές πρωτότυπες, όπως η συζήτηση με έναν σπετσιώτη καπετάνιο, ο εκκεντρικός Αμερικανός φιλέλληνας με το τουφέκι από το Κεντάκι ή η συνάντηση με έναν απόμαχο αγρότη στην Αθήνα, η οργάνωση ενός κυνηγιού ή η συγκινητική παρουσίαση της Αθηναίας σπιτονοικοκυράς του, μιας χήρας με παιδιά, που προσπαθεί να εξοικονομήσει την επισκευή του σπιτιού της, οι ημερήσιες ασχολίες του και τα μαθήματα Ελληνικών, το προξενιό που του έγινε, το νέο σπίτι και ο προσεγμένος, βοτανικός κήπος ενός Άγγλου στα περίχωρα της Αθήνας, το δείπνο του αλλοπρόσαλου Σκώτου νομικού Edward Masson στο Ναύπλιο. Ο συγγραφέας παραθέτει εικόνες με γραφικότητα και η έκφρασή του λόγου του είναι λιτή με αδιόρατη καμιά φορά αφέλεια και ελαφρύ συχνά χιούμορ.
Ξεχωριστό χαρακτηριστικό του έργου είναι η ιδιαίτερη εμμονή σε οικονομικές αναφορές, από το συνεχή υπολογισμό μικρών πραγμάτων, όπως το κόστος ενός γεύματος στην εξοχή ή ενός πρωινού στην Αθήνα, ως το μηνιαίο κόστος διαβίωσης, τις τιμές βασικών αγαθών, αλλά και της αγοράς ενός οικοπέδου ή μιας αγροτικής έκτασης. Και πέρα από αυτά συνεχίζει με προτάσεις για οικονομική ανάπτυξη, σκέψεις για επενδύσεις και υποδείξεις τρόπων εξέλιξης στις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει το νέο κράτος. Καταγράφει σημαντικές πληροφορίες για το Στρατό, τα προβλήματα στα σύνορα, αλλά και την ασφάλεια στο εσωτερικό (εκείνα τουλάχιστον τα χρόνια, ας σημειώσει κανείς εδώ ότι προειδοποίηση για τη ληστεία βρίσκεται για πρώτη φορά στην 4η έκδοση του Οδηγού του Murray, το 1872), τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, την Εκκλησία, την Εκπαίδευση, τις δυνατότητες του λιμανιού του Πειραιά, τις πλουταπαραγωγικές πηγές αλλά και τη δυνατότητα επέκτασης και βελτίωσης των καλλιεργειών, ως και αυτήν ακόμη την πιθανότητα εγκατάστασης αποίκων (επηρεασμένος σίγουρα από τις σχετικές βρετανικές διερευνήσεις της προηγούμενης δεκαετίας του ΄20, για την ανάπτυξη των καλλιεργιών και την αποικιοποίηση της Νότιας Αμερικής). Δεν αφήνει μάλιστα την ευκαιρία να προτρέψει τους Άγγλους συμπολίτες του να επενδύσουν στην Ελλάδα, ώστε να βοηθήσουν στην πρόοδο και ισχυροποίηση της χώρας. Είναι άλλωστε ακριβώς η περίοδος που ο Αρχικαγκελάριος Armansperg στηρίζεται στην ενίσχυση των σχέσεων του με τη Μ. Βρετανία.
Αυτός λοιπόν ο Cochrane, που δεν ήταν επιφανής ναύαρχος, ούτε φέρελπις πολιτικός, ούτε καν ένας περιηγητής που διατρέχει τον έναν τόπο μετά τον άλλον, παρά ένας απλός αξιότιμος κύριος, ο George Cochrane (Esquire), όταν συνάντησε μια “ενδιαφέρουσα” χώρα και έναν λαό, “έξυπνο”, “τολμηρό”, “ικανό και εργατικό”, “φιλομαθή και προοδευτικό”, “ανοιχτόκαρδο και ευχάριστο συνομιλητή”, που ένας “μακροχρόνιος επαναστατικός αγώνας τον έφερε σε απόλυτη ένδεια”, δεν του αρκούσε η άμεση και με δηλωτικό τρόπο έκφραση της συμπάθειάς του, αλλά εντελώς πρωτότυπα βρήκε να συνδυάσει και στον τίτλο ακόμη του βιβλίου του το “περιπλάνηση” με το “θαυμασμό, με τυπωμένη την απλή λέξη “wandering” και τη συνήχησή της “wondering” αφανή.
Σημείωση. Το βιβλίο του George Cochrane, Wanderings in Greece, μόλις κυκλοφόρησε από τη σειρά ετήσιων εκδόσεων της alphatrust σε μετάφραση της Ισμήνης - Λουίζας Ταμβακάκη. Εδώ αναδημοσίευση του Πρόλογου. Ο George Cochrane σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος (Barrister -at -Law) και στις επόμενες δεκαετίες δημοσίευσε στο Λονδίνο τέσσερα τεύχη με προοδευτικές εισηγήσεις σε κοινωνικο-οικονομικά θέματα: On the employment of the poor in Great Britain and Ireland, 1845. The way to make railroad shares popular, 1846. Opinions on Loans of Government Stock; Respectfully addressed to the landed, commercial, and professional word, 1847. On the Economy of the Law; Especially in relation to the Court of Chancery,1855 [έξι εκδόσεις ως το 1866, όπου σε νέο Πρόλογο δηλώνει ότι είναι 65 ετών].
Η γυναίκα του, μια όμορφη Ψαριανή, έγνεθε βαμβάκι, όπως ήταν το συνήθειο των Ελληνίδων. Μόλις μπήκε ο άνδρας της, σηκώθηκε και με σύστησαν σ’ εκείνη. Με υποδέχτηκε με ανώτερο τρόπο και με τον αέρα μιας γυναίκας συνηθισμένης στην καλή κοινωνία. Αφού με καλωσόρισε αποσύρθηκε σε μια μικρή κόγχη και μου έφτιαξε ένα ποτήρι δροσερή λεμονάδα με τα χέρια της. Στο μεταξύ, ένας υπηρέτης έφερε πίπες.
Συζήτησα με τη σύζυγο του Κανάρη μέσω του καπετάνιου [του Σπετσιώτη, που συνοδεύει τον αφηγητή]. Βρήκα τη συζήτηση μαζί της τόσο ευχάριστη όσο και την εμφάνισή της. Οι Ψαριανές μοιάζουν με τις αρχαίες Ελληνίδες (όπως δηλαδή τις φανταζόμαστε εμείς) όσο καμιά άλλη Ελληνίδα. Τα σκούρα γαλάζια μάτια και οι μακριές βλεφαρίδες είναι το χαρακτηριστικό των Ψαριανών γυναικών. Η σύζυγος του Κανάρη είχε αυτά τα χαρακτηριστικά σε εξαιρετικό βαθμό, με ένα δέρμα αλαβάστρινο. Το κάλυμμα του κεφαλιού ήταν όπως το προτιμούν οι συμπατριώτισσές της, που διαφέρει αρκετά από τον τρόπο που το φορούν οι Υδραίες. Γύρω από το κεφάλι της ήταν τυλιγμένα δύο μακριά κομμάτια διάφανο λευκό ύφασμα, που έπεφταν πίσω σαν μιας Αγγλίδας νύφης. Το αγοράκι τους, που ήταν περίπου έξι χρονών, ήρθε κοντά μου, κάθισε στα γόνατά μου, μου πήρε από το χέρι το τρίκοχο καπέλο κι είπε πως θα ήθελε να γίνει στρατιώτης και περπατούσε κορδωμένος στο δωμάτιο με το καπέλο στο κεφάλι.
[ Επίσκεψη στο σπίτι του Κανάρη στην Αίγινα (Ιούνιος 1826). Η σύζυγος και ο γιος του. Τόμος Α΄, Κεφάλαιο IV ]
Η τοποθεσία του κυνηγιού απείχε δυόμισι περίπου μίλια από την πόλη, αριστερά του Πειραιά. Κόβοντας δρόμο από τον ελαιώνα στα δεξιά, φτάσαμε σ’ ένα μέρος γεμάτο ψηλά βούρλα…Κουρασμένοι από το κυνήγι, μπήκαμε σ’ ένα μικρό καλύβι, που το είχε ένας φτωχός άνδρας, η γυναίκα του και τρία παιδιά. Η γυναίκα έφτιαχνε βαμβάκι, στριφογυρίζοντας το αδράχτι με μεγάλη δεξιότητα. Ο άντρας κάπνιζε ήρεμα την πίπα του, ντυμένος όπως οι Αθηναίοι χωρικοί, με λευκό τουρμπάνι, πανωφόρι από προβιά, φουστανέλα και μακριές κάλτσες, από προβιά κι αυτές.
Ο Δημήτρης, ο υπηρέτης μας, τους είπε πως θα θέλαμε κάτι να φάμε, και οι καλοί άνθρωποι έφεραν αμέσως λίγο από το εξαιρετικό μαύρο ψωμί τους, για το οποίο φημίζονταν οι Αθηναίοι, και μας έβρασαν αυγά. Το ποτό δεν το ευχαριστηθήκαμε, γιατί το κανονικό ελληνικό κρασί (αν εξαιρέσουμε το αρχαίο του όνομα) περιέχει τόση ρετσίνα που μόνο οι ντόπιοι μπορούν να το πιουν. Όμως το ρωμαϊκό ρητό de gustibus κ.λπ. ισχύει ακόμα, τον δέκατο ένατο αιώνα, όπως και δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Γιατί όταν προσφέραμε στον Έλληνα χωρικό το υπόλοιπο του εξαιρετικού γαλλικού κρασιού που είχαμε μαζί μας σ’ ένα φλασκί, είπε πως αυτό με τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την παραγωγή των δικών του λόφων και πεδιάδων.
Ο Δημήτρης, που ήταν ο διερμηνέας μας, έπιασε κουβέντα με τον χωρικό και τον ρώτησε με την προτροπή μας τι έκανε στον πόλεμο. Απάντησε πως ήταν στρατιώτης με τον στρατηγό Καραϊσκάκη και βρισκόταν στον Πειραιά όταν σκοτώθηκε ο διάσημος αρχηγός. Έπειτα έπιασε μια μεγάλη και ζωηρή ιστορία για τις εκστρατείες του και κατέληξε δηλώνοντας πως στο τέλος του πολέμου βρέθηκε με εκατό δολάρια˙ με τα μισά αγόρασε είκοσι στρέμματα γη κι έχτισε μια καλύβα˙ προτιμούσε να καλλιεργεί τη μικρή του περιουσία και να φροντίζει την οικογένειά του παρά να είναι στρατιώτης.
[ Πρωινό κυνήγι μπεκάτσας. Ένας Έλληνας χωρικός και η οικογένειά του (Δεκέμβριος 1834). Τόμος Α΄, Κεφάλαιο X ]
Η αρχαιολογικά υπηρεσία αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο μετά τη μεταφορά
της κυβέρνησης στην Αθήνα. Είχε δοθεί εντολή να καθαριστούν τα σύγχρονα
ερείπια της Ακρόπολης και τα οικοδομήματα να συντηρηθούν όσο γινόταν.
Οι εργασίες άρχισαν την 31η
Δεκεμβρίου του 1834 και συνεχίζονται ακόμη. Τα αποτελέσματα είναι πολύ
ικανοποιητικά. Ο ναός της Απτέρου Νίκης, που είχε κατακρημνιστεί από
τους Τούρκους και τους Βενετούς στη μάχη τους για τη χώρα αυτή το 1687
μ.Χ., βρέθηκε μέσα στα ερείπια. Ήδη είναι εντελώς αποκατεστημένος και
δίνει νέα όψη σε όλο το τοπίο. Πρόσεξα επίσης πως ένα μεγάλο μέρος της
Ακρόπολης έχει ήδη καθαριστεί, κι ενώ την καθάριζαν άκουσα πως
ανακαλύφθηκαν πολλά μεγάλα κομμάτια του Φειδία, που ανήκαν στον
Παρθενώνα, αρκετά αγάλματα και ανάγλυφα, και πολλές επιγραφές, μεγάλου
ενδιαφέροντος για την αρχαία ιστορία.
Ο μηχανισμός και οι σκαλωσιές
για την αποκατάσταση των γκρεμισμένων κιόνων του Παρθενώνα ετοιμάστηκαν,
και με πληροφορούν πως σε λίγους μήνες θα ξεκινήσουν οι εργασίες. Αυτό
το θεωρώ πολύ σημαντικό εγχείρημα. Το κόστος για την εκτέλεση του ανήκει
στην Ευρώπη, και στην Αγγλία ειδικότερα. Γράφτηκαν αμέσως συνδρομές σε
όλη την Ευρώπη και συγκεντρώθηκαν 20.000 λίρες για να σταλούν στην
Ελλάδα, αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.
…Όμως η επανατοποθέτηση των κιόνων του Παρθενώνα είναι εξίσου
σημαντική και για ολόκληρη την Ευρώπη, και δεν πρέπει να γίνει οικονομία
στα έξοδα που απαιτούνται – το πενιχρό εισόδημα της Ελλάδος δεν
επιτρέπει να ξοδευτούν αφειδώς τα απαραίτητα ποσά για την ολοκλήρωση του
έργου.
Δεν θα κλείσω αυτές τις βιαστικές παρατηρήσεις για το θέμα
των ελληνικών αρχαιοτήτων χωρίς να εκφράσω μια γνώμη και μια ελπίδα
βασισμένη σ’ αυτές, που, παρότι τολμηρή, δεν θα της λείψει νομίζω η
ανταπόκριση στα στήθη όλων των αληθινών εραστών της τέχνης. Είναι η
εξής: η σεβαστή συλλογή των γλυπτών του Παρθενώνα που κατέχει το Λονδίνο
πρέπει, τον κατάλληλο καιρό, και όταν αυτό το απαράμιλλο κτίριο θα
είναι σε θέση να τα δεχθεί, ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑ.
Η εξαιρετική γενναιοδωρία αυτής της πράξης θα γινόταν αποδεκτή με
ενθουσιασμό απ’ όλη την Ευρώπη, και θα ανταπέδιδε με το παραπάνω την
εθνική θυσία (όσο μεγάλη κι αν είναι αναμφισβήτητα) που θα κάναμε.
[ Εργασίες αναστήλωσης στην Ακρόπολη και τα Ελγίνεια μάρμαρα (Ιούλιος 1836). Τόμος Β΄. Κεφάλαιο XIV ].
——————————
Τζορτζ Κόχραν, Περιπλανήσεις στην Ελλάδα, Τόμοι Α΄- Β΄, Μετάφραση Ισμήνη-Λουίζα Ταμβακάκη, Alphatrust, Κηφισιά 2020
——————————