Χάρτης 26 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-26/tehnasmata/peri-ths-agwnias-twn-apolesoentwn
Στην αρχή μοιάζει σαν ένας αυτόκλητα ευχάριστος κνησμός στο στήθος, μία παυσίλυπη κίνηση του νου, ένας ενθουσιασμός ή μία πεποίθηση πως όλος ο κόσμος μας ανήκει διαρρήδην και κάποιος δεν χρειάζεται να πληρώσει τίποτα για να τον κάνει δικό του.
Ο Søren Kierkegaard αναφέρει στη μελέτη του για την θρησκευτική αγωνία πως ο πρώτος Άνθρωπος, ο Πρωτόπλαστος, είναι το ίδιο και το αυτό μ’ όλους τους ανθρώπους που ακολούθησαν∙ συντηρεί κι επωάζει μέσα του ολόκληρη την Ιστορία της αμαρτίας, μ’ όλα τα περίπλοκα πλοκάμια της, απλωμένα εις τους βράχους των αιώνων.
Η αμαρτία ξεκινά με μία απροσδιόριστη αγωνία που ενεργεί κατά το δοκούν – ωσάν μία ανεξάρτητη συνείδηση – αγωνία που με τη σειρά της ακολουθεί πάντοτε μετά του Μηδενός, μιας και σύμφωνα με τον Δανό υπαρξιστή, είναι η φυσική απόρροια του.
«Αγωνία είναι η ψυχολογική κατάσταση που προηγείται του αμαρτήματος, που το πλησιάζει όσο το δυνατόν κοντύτερα, μ’ όση περισσότερη ανησυχία μπορεί, χωρίς εντούτοις να εξηγεί το αμάρτημα […]».[1]
Ως μονίμως μετεξεταστέος, ο απανταχού κλέφτης, στρατοπεδεύει ρικνός απάνω στη ποδιά του τίποτα, δηλαδή στην αφετηρία της αγωνίας του, μίας κατάστασης λιμνάσματος που δεν κατέχεται ποτέ εν ολοκληρία και δεν επιθυμεί να προσδιοριστεί επ’ ουδενί.
Ο αμαρτωλός άνθρωπος αίρεται από μία έλξη που δεν γνωρίζει επακριβώς∙ ταλαντεύεται αρχικά μέσα στον ενθουσιασμό της αθωότητας του που είναι πάντοτε πνεύματος στερούμενη, ραγίζοντας τα τσόφλια του αυγού και πέφτοντας στον κόσμο ως παραγινωμένο νήπιο, μιμούμενος σε όλα του τον Πρωτόπλαστο.
Ο Αδάμ –γενναία υπόθεση και μάλλον κάπως ριψοκίνδυνη– προτού δοκιμάσει το μήλο, δεν σκέφτηκε, ούτε μία στιγμή, πως ήθελε να γίνει Θεός παίρνοντας τη θέση του Πατέρα. Επιθύμησε ένα φρούτο σχηματικά και μόνο σαν ένα καλαίσθητο αντικείμενο. Παρ’ όλα αυτά, αφαιρώντας το απ’ το δέντρο, απεκδύεται αυτομάτως το μόνιμο άλλοθι του: την αθωότητα. Τώρα πλέον κουβαλά στο σώμα αλλά και στην καρδιά του την καυτή σφραγίδα του αμετάκλητου∙ δεν έχει καμία δικαιολογία μπροστά στην άρχουσα Εξουσία του Θεϊκού.
«Πήγε να φύγει χωρίς να πληρώσει!» θα ξεστομίσει κάποιος κακεντρεχής μάρτυρας. Μα στον Παράδεισο κάποτε όλα ήταν δωρεάν – εκτός του απαγορευμένου καρπού φυσικά.
«Γνώριζε την απαγόρευση του Πατέρα κι έτσι ο κνησμός μεγεθύνθηκε λόγω της αγωνίας του! Είναι αθώος! Δεν φταίει αυτός, είναι η Φύσις τέτοια!». Θα υποστηρίξει κάποιος άλλος αυτόκλητος συνήγορος.
Σκόλοπας ἐν σαρκί.
Κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να πει με ακρίβεια τι συνέβη, μιας και οι θρησκείες στηρίζονται εν γένει στην γοητευτική και καλοστημένη λογοτεχνική ανακρίβεια τους για να μας διδάξουν. Βρίσκει κανείς μονίμως τα θεμέλια τους καρφωμένα σε κινούμενη άμμο, η σύσταση της οποίας είναι τα διφορούμενα νοήματα. Βέβαια, αυτό δεν τις προσομοιάζει ακριβώς με κάποια αρχαϊκή μυθολογία ούτε και τις υποβιβάζει στο να αποτελούν μία κοινή οντότητα. Οι θρησκείες δεν είναι κλώνοι μίας και μοναδικής αρχέγονης πίστης. Εν αντιθέσει, η αγωνία μέσα στη θρησκεία είναι βιωμένη κι εμπεριστατωμένη πολλάκις, κυρίως απ’ τους πιστούς της, όπως και η αγωνία στη λογοτεχνία είναι βιωμένη απ’ τους συγγραφείς κι εν συνεχεία δίδεται αριστοτεχνικά προς τους αναγνώστες της.[2]
Φαινομενικά η αγωνία εξυφαίνεται και
απ’ την απαγόρευση. Ο «διαολισμός» που μία απαγόρευση μπορεί να επιφέρει είναι ακραία κραταιός, φέρει καρηβαρία και πνιγμονή στο υποκείμενο που τη βιώνει.
Ίσως ο κλέφτης να ᾽ναι απνευμάτιστος άνθρωπος –δεν είναι βέβαια κανόνας– και γι’ αυτόν να μην υπάρχει καμία υπάρχουσα αυθεντία, παρ’ όλα αυτά η λάθρα πράξη του συνομιλεί διαρκώς ενώπιος ενωπίω με τον θάνατο. Η μάσκα του θανάτου έχει πέσει, τη στιγμή ακριβώς όπου η χείρα του κλέφτη απαλλοτριώνει. Πλέον ο πράκτωρ της αφαίρεσης «μεταμορφώνεται σε παρατηρητή που αναγνωρίζει τον πανταχού παρόντα Άγνωστο, ο οποίος διαρκώς γοητεύει τους πάντες με τις κολακείες του και μαστιγώνει τους αθώους με την άγρια παραφορά της ηδονής».[3]
Η πράξη της κλοπής, προς στιγμήν, φανερώνει τον θάνατο κάτω απ’ όλα του τα προσωπεία. Αντί όμως αυτό να τρομοκρατεί και να φρικιάζει τον κλέφτη, τον εξυψώνει σ’ ένα δοκησίσοφο σταβλίτη μίας στρεβλής Ιπποσύνης, ιδιωτικό αρνητή του θανάτου μεν, ταλανισμένο και λοξό Απόστολο δε.
Ποια όμως η ώσμωση της υλικής κλοπής με την ιδεατή; Όταν κάποιος αφαιρεί κάτι από εντός μας δεν είναι ανάγκη να ‘ναι μόνο το πορτοφόλι μας. Ωστόσο η αγωνία της λεκτικής ή πνευματικής απαλλοτρίωσης είναι ιδιάζουσας απόχρωσης και κινείται παράλληλα με την πορεία της υλικής. Ιδεατή αφαίρεση διενεργείται παντού την κάθε στιγμή –ίσως να μην το αντιλαμβανόμαστε άμεσα βέβαια– μιας και οι συνέπειες της δεν είναι βραχύχρονες όπως εκείνες της υλικής εξαδέλφης της.
Η ζωή από μόνη της είναι μία διαρκής απαλλοτρίωση. Από τη στιγμή που ο Χρόνος ξεκινά να βαραίνει παρειές και οστά, εκ γενετής, έγκειται μία πανταχού παρούσα ανομολόγητη αφαίρεση πάνω στ’ ανθρώπινα σύνολα.
Όταν ο κλέφτης κοιτά πίσω απ’ τον ώμο του για να δει αν τον παρακολουθούν, παρευθύς συντελείται μία μετάλλαξη των ιστών του, τόσο σβέλτη κι αστραπιαία, τόσο απολαυστικά λανθασμένη που τελικά ο ίδιος εκπίπτει της εύνοιας της αποχαύνωσης του, της ηρεμίας ή της συγκόλλησης με το περιβάλλον του. Ο κλέφτης είναι και δεν είναι ζωντανός, είναι και δεν είναι παρών.
Από τη μία, φαινομενικά, αποτελεί μέρος του όλου, απ’ την άλλη είναι ριζικά αποκομμένος απ’ τον ίδιο του τον εαυτό, οπότε και απ’ την κοινωνική, θρησκευτική ή ανθρωπολογική του περιβολή. Αυτός που αφαιρεί είναι ένα παραπλανητικό άθυρμα του εαυτού του τ’ οποίο αδυνατεί να γυρίσει στην αρχική του κατάσταση της απολεσθείσας του αθωότητας.
Καμία πράξη όμως δεν μας δίνει πίσω στην ολοκλήρωση μας όπως η αφαίρεση. Και η ολοκλήρωση καμία σχέση δεν είχε ποτέ με την αθωότητα.
Τα ήσσονα αλλά επίμονα γυμνάσματα της αφαίρεσης είναι η γέφυρα για ένα αθέατο του διάβημα, τόσο προσωπικό όπως το όνειρο αλλά και τόσο παρακλητικό όσο μία υποσυνείδητη τάση του προς τη σύλληψη, την αποκάλυψη, τον εμπαιγμό, τον εξευτελισμό και τελικά την επίπληξη και την τιμωρία του.
Ο άνθρωπος επιθυμεί το αμάρτημα διότι μπορεί να το πράξει.[4]
Ωστόσο η αγωνία του κλέφτη τον απομονώνει πλήρως και τον διαθέτει εύκαιρο στον κόσμο μονάχα σε στιγμές κρυφής υπερηφάνειας για τις καινοφανείς απαλλοτριώσεις του:
«Ντυνόταν πάντα καλά, συχνά με σπορ τουίντ σακάκια και γκρίζα φανελένια παντελόνια. Μια ευρωπαϊκή χάρη στους τρόπους του κι ένας ελαφρά Σκανδιναβικός τονισμός στην ομιλία συμπλήρωναν την εμφάνιση του. […] Δούλευε πάντα μόνος. Είχε καλή τύχη κι ήταν αποφασισμένος να μην την νοθέψει. Καμιά φορά η επαφή μ’ έναν τυχερό αλλάζει την τύχη του άτυχου, γενικά όμως συμβαίνει το αντίθετο[…]».[5] Η περιγραφή ενός κατ’ εξακολούθησιν κλέφτη στο μείζον έργο του W.S. Burroughs, για αρχή, μας κινεί χαριτωμένα την περιέργεια, αλλά αν κάποιος φέρει ένα περισσότερο οξυδερκές βλέμμα κι εμβαθύνει λίγο παραπάνω μέσα στα ελαφρώς τετριμμένα υποφαινόμενα, συμπεραίνει πάραυτα πως ο συγγραφέας, όταν περιγράφει τον κλέφτη, μιλάει στον καθρέπτη κι όχι στον αναγνώστη και – ίσως ασύνειδα ίσως και όχι, αυτό δεν το ξέρουμε, κι ούτε θα το μάθουμε ποτέ – παραλληλίζει σε μία και μόνο φράση την έξη του στα οπιούχα, με την έξη του στην καλή τύχη και παραπλεύρως την αναγκαστική συμπόρευση του με την μαγική αφαίρεση (Είχε καλή τύχη κι ήταν αποφασισμένος να μην την νοθέψει).
Είναι αποδεδειγμένο το πως η λογοτεχνία και η θρησκεία είχαν πάντοτε συγκλίνουσες και κάπως μαζοχιστικές συγχρωτίσεις με τους απατεώνες και τους «αλαφροχέρηδες» της ανθρώπινης Ιστορίας.
Η αγωνία του κλωπός εισέρχεται ακόμη περισσότερο τώρα στο ενδότερο του εαυτού όταν αρχίζει να διαρρηγνύει εντελώς τα τοιχώματα της αθωότητας και να ενσαρκώνεται σαν πνεύμα που θέλει απαραιτήτως να τιμωρηθεί απ’ τον αόρατο διώκτη του. Κι αυτή ακριβώς είναι η Νέμεσις του κλέφτη, γι’ αυτό και κάποτε αναπόφευκτα θα πιαστεί, όχι γιατί το μάτι του Θεού Τιμωρού είναι άγρυπνο ή διότι ο Νόμος είναι δίκαιος ή πληρέστερος από τον ίδιο, αλλά γιατί ο κλέφτης εκ βαθέων αποζητά να τιμωρηθεί μ’ όλο του το Είναι.
Αυτός είναι κι ο λόγος που ο απατεώνας ποτέ δεν θα σταματήσει να ‘ναι απατεώνας, ακόμη κι αν μετανοήσει προς στιγμήν, ακόμη κι αν εκτίσει όλες τις αέναες θητείες του στον πόνο.
Η χριστιανική πλευρά της πίπτουσας ράβδου είναι και η πιο ενδιαφέρουσα εδώ, αισθητικά ανώτερη απ’ την κάπως ενοχλητικά ρηχή Φροϋδική ερμηνεία της ανταγωνιστικότητας προς τον πατέρα[6] που ψιττακίζουν στ’ αυτιά μας ευλαβικά οι ψυχίατροι από τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Φοβούμενος την Θεία τιμωρία, ο κλέφτης αδυνατεί να πάψει τις «εχθροπραξίες» του μέχρι να τιμωρηθεί, ενώ γνωρίζει την τύχη του εξ αρχής, δεν είναι ικανός να υπερβεί το κύμα της αγωνίας που τον πλημμυρίζει. Από την άλλη αυτοπαρουσιάζεται σαν ένας έκλαμπρος Μεσσίας, απαλλοτριώνοντας όπως ένα αδηφάγο Κράτος θα έκανε, για να κοινωνήσει και να κοινωνηθεί. Σηκώνει στις μαστιγωμένες του πλάτες τις σεμνοπρεπείς, μύχιες κλοπές των άλλων, τις οποίες μάλλον εκείνοι ποτέ δεν διέπραξαν εξ ολοκληρίαν, παρά μόνο μέσα στη σκέψη τους ενώ ταυτόχρονα αυτοοικτίρονται, συγκολλώντας κομμάτι, κομμάτι την εύθραυστη ηθική τους.
Ο κλωψ είναι ο προφήτης, ο εντολοδόχος κι εκπληρωτής των απαγορευμένων απαλλοτριώσεων τρίτων - τα κρανία τους είναι βιτρίνες φορτωμένες πολύτιμο εμπόρευμα, το οποίο και χαζεύει με τις ώρες, γοητευμένος. Είναι εκείνος που κάνει πράξη τώρα
αυτό που οι άλλοι απλά ονειρεύονται να κάνουν κάποτε. Είναι η αντιστροφή της σκηνής του δαίμονα που σκιαγραφεί ο Lessing τη στιγμή του θανάτου. Εδώ ο κλέφτης σβήνει μόνος του το σαπρακωμένο κερί του βίου του μόνο και μόνο για να μπορέσει να εναγκαλιστεί με τον δαίμονα μέσα στο σκότος της κάμαρης του.
Στην ουσία της η κλοπή δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία ελάσσονα, φαιδρή κι αποτυχημένη αυτοχειρία. Μία οικειοθελής κι ακόρεστη ζέση προς την ιδιωτική εξαφάνιση.
Το σαρκίο του κλέφτη έχει πάψει το στριφογύρισμα του, το στιγμιαίο του σπασμό και βόμβο. Πλέον η χείρα
διενεργεί μόνη της την πράξη διαμέσου της οποίας ο ίδιος, ο κλέφτης, διαπερνά την ορατή κατάσταση της αποστραγγισμένης πραγματικότητας του και ξεπερνά ακόμη και το Μηδέν. Με αρνητικό πρόσημο πλέον, πασίχαρος κι ενδυναμωμένος απ’ τις χυμώδεις εκκρινόμενες παραβάσεις του –εμπύρετος πρόδρομος της Αποκάλυψης– προχωρεί προς το τέλος.
Κι είναι αυτά ακριβώς τα βήματα του πριν απ’ τη μεγάλη Έξοδο, εκεί όπου η αγωνία του έχει μερέψει και το απογυμνωμένο πνεύμα του περιμένει την αμείλικτη τιμωρία. Εκείνος στέκει ασθμαίνοντας προς στιγμήν, περιμένοντας, κρυφά ερεθισμένος. Επιτέλους το πνεύμα ξάπλωσε πάνω του, μειλίχιο και εξημερωμένο, οιστρηλατημένο απ’ την αγωνία.
Είναι η μοναδική και πιο μεγάλη ώρα, τα δευτερόλεπτα της κλοπής, όπου προσορμίζει με τον πόδα του επί μίας κατάφυτης πεδιάδας, μίας Ιδεατής του Μεταφυσικής. Μεταφυσική η οποία πρόκειται να ξεφουσκώσει άδοξα και λίαν συντόμως, καταπιέζοντας τον προς την Λογική και την Ανία και τελικά προς την επερχόμενη κι αναπόφευκτη επανάληψη.
Η διείσδυση του κλέφτη στον απολεσθέντα απόκεντρο του Κήπο αποκρυσταλλώνεται μόνο μέσω της πράξης της απαλλοτρίωσης, κι ενώ απέναντι της αισθάνεται το δέος και την ανάσα του αιωρούμενου κνούτου, την ίδια στιγμή μοιάζει ουδέτερος και παθητικός, σαν να μην υπήρξε ο εαυτός του ποτέ, παρά μόνο η στιγμιαία σκιά του.