Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/hartaki/xairetismoys-apo-giapwneziko-khpo-synenteyxh-me-ton-pano-tserola
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Ο Πάνος Τσερόλας σπούδασε γεωλογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Έκανε μεταπτυχιακό στο περιβάλλον και πραγματοποιεί διδακτορική διατριβή στη γεωλογία πετρελαίων. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης και ενέργειας, ενώ αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Για μικρούς αναγνώστες έγραψε τα βιβλία: Ο προϊστορικός ζωγράφος, εικονογράφηση ση Λέλα Στρούτση (Κέδρος 2014, λίστα White Ravens 2015), Τζου, ο δεινόσαυρος Ανζού, εικονογράφηση Λέλα Στρούτση (Κέδρος 2015, βραβείο περιοδικού Ο Αναγνώστης), Στα ίχνη του ντουκουζούρι, εικονογράφηση Αποστόλης Ιωάννου (Κέδρος 2016), Λόκι: Η απόπειρα δολοφονίας μιας δολοφόνου φάλαινας, εικονογράφηση Αποστόλης Ιωάννου (Κέδρος 2017). Για (πιο) μεγάλους έγραψε: Περί έρωτος / «Izzy Questions», e-book (Paper Publishing 2014), Ασημένια θάλασσα (Κέδρος 2015, βραχεία λίστα Εταιρείας Συγγραφέων), Η συνωμοσία της βανίλιας (Κέδρος 2016).
1. Πώς έρχεται η ιδέα ή η αρχή μιας ιστορίας; Περιγράψτε μας τι γίνεται στο μυαλό σας. Είναι εικόνα, λέξη, επιστημονική γνώση; Αν η επιστημονική γνώση είναι το πρώτο υλικό, τι προκύπτει στην πορεία; Πώς εξισορροπείται η επιστημονική γνώση με τις ανάγκες της μυθοπλαστικής αφήγησης; Πώς έρχεται η πρώτη πρόταση/παράγραφος της ιστορίας; Στη συνέχεια;
Υπάρχει σίγουρα ένα «ελάχιστο γρανάζι» πίσω από κάθε ιστορία, πιθανότατα να είναι και κάτι κοινό, όμως δυσκολεύομαι να το εντοπίσω με ακρίβεια. Θα μπορούσα, όμως, να πω με (μικρή) σιγουριά πως δεν είναι ούτε κάτι μονοσήμαντο, όπως μια λέξη ή μια εικόνα ή μια πληροφορία, ούτε κάτι ευρύ, όπως μια θεματική ή ένα εύρημα ή μια γενική πλοκή. Ενώ όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να γεννήσουν μια ιδέα, όλες αυτές οι ιδέες μάλλον συμπληρώνουν και πλαισιώνουν μια ιστορία, παρά την ορίζουν. Όμως μια ιστορία δεν είναι άθροισμα ιδεών ή ευρημάτων. Χρειάζεται συνεκτική ύλη για να μπορέσουν όλα τα υλικά της να δέσουν. Εν προκειμένω, θα έλεγα πως η αρχή κάθε ιστορίας είναι το ύφος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα ειπωθεί. Με τη σειρά του το ύφος δεν είναι κάτι που προκύπτει ακριβώς αυθόρμητα, ούτε είναι μια «εσωτερική φωνή». Το ύφος είναι μια συνομιλία με τη λογοτεχνία, προκύπτει μέσα από την ανάγνωση. Εκεί, λοιπόν, οι πρώτες λέξεις επιτελούν μια πολύ σημαντική λειτουργία: Εγκαθιδρύουν το ύφος που θα αναπτυχθεί η ιστορία, την κοίτη πάνω στην οποία θα κινηθεί. Αυτό το ύφος διαμορφώνει και τους κανόνες του κόσμου της ιστορίας, που στη μυθοπλασία είναι ισχυρότεροι των φυσικών κανόνων της πραγματικότητας. Η ανάγνωση γεννά τη γραφή και όχι τα εξωτερικά ερεθίσματα. Ή, καλύτερα, η ανάγνωση είναι αυτή που ξέρει πώς να αξιοποιήσει τα εξωτερικά ερεθίσματα, το βίωμα, τις ιδέες, τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που γεννιούνται καθημερινά στο κεφάλι μας. Μαζί της, στην αναζήτηση του ύφους που είναι κατ’ αρχήν θέμα αισθητικό, βρίσκονται και άλλες μορφές της καλλιτεχνικής δημιουργίας: ο κινηματογράφος, η μουσική, η ζωγραφική, όλα σαφώς παίζουν τον ρόλο τους στη διαμόρφωση μιας «φωνής» που συναντάει κανείς σε ένα γραπτό.
Με την πρωτοκαθεδρία, λοιπόν, των κανόνων και νόμων του αισθητικού κόσμου του ύφους, οι κανόνες του φυσικού μας κόσμου και η όποια επιστημονική ακρίβεια δεν ανταγωνίζονται τη μυθοπλασία. Μπορούν να αφομοιωθούν στο πλαίσιο δράσης των ηρώων ή και μπορούν να ανατιναχθούν πλήρως για την εξυπηρέτηση του μύθου. Μπορούν και να συνδυαστούν διάφοροι νόμοι, φαντασίας και πραγματικότητας, για να συνθέσουν κόσμους που «θα μπορούσαν και να είναι αληθινοί» χωρίς να είναι. Όμως το ύφος είναι ο ρυθμιστής της πρόσληψης: Η/ο αναγνώστρια/ης θα ενταχθεί πρωτίστως στον αισθητικό κόσμο και ύστερα θα αποδεχθεί (ή όχι) τον μυθοπλαστικό.
2. Έχετε κάποια θέματα που σας επισκέπτονται ξανά και ξανά, ή εμμονές, π.χ. η ανάγκη για περιπέτεια σε ολόκληρο τον κόσμο;
Σαφώς υπάρχουν κάποια θέματα που με τραβούν και σαν αναγνώστη και σαν δημιουργό, αλλά επιλέγω, σε αυτήν τη φάση τουλάχιστον, να αποτραβιέμαι από αυτά και να εξερευνώ συνεχώς καινούρια. Υπάρχει πάντα χρόνος για τις εμμονές, άλλωστε γρήγορα βρίσκει κανείς το know-how για να τις αναπτύξει, αλλά δεν υπάρχει απλόχερα ο χρόνος για εξερευνήσεις, πειραματισμούς και κολύμπι σε λιγότερο οικείες θάλασσες. Αναμφίβολα, το σύνολο των βιωμάτων και επιρροών τείνουν να διαμορφώνουν συγκεκριμένες ανησυχίες, προβληματισμούς και αγωνίες. Επιπροσθέτως, τείνουν να διαμορφώνουν και συγκεκριμένους μηχανισμούς για την αναμέτρηση με όλα αυτά. Αν κανείς σκαλίσει μεθοδικά για να βρει το «κουκούτσι», αναπόφευκτα θα συναντήσει μια πολύ κλειστή ομάδα οικουμενικών (διαχρονικά, πολιτισμικά, γλωσσικά) θεμάτων γύρω από τα οποία αγωνιούν και υποφέρουν τα βιβλία που έχουμε διαβάσει. Οι μορφές και διαδρομές της επιθυμίας, ο θάνατος, η απώλεια, η αναζήτηση της ευτυχίας είναι, μεταξύ άλλων, θέματα που μπορεί να φαντάζουν «γενικά» αλλά αυτές είναι οι πραγματικές εμμονές και κανείς/καμιά δεν δραπετεύει. Και αν δραπετεύει, αντικαθιστώντας αυτές τις εμμονές με κάποιες άλλες, δεν είναι παρά μετωνυμίες. Οπότε ο καλύτερος ίσως τρόπος να αναμετρηθεί κανείς με μια εμμονή δεν είναι μια άσκηση κατά πλάτος (να την αναπτύσσει διεξοδικά από όλες τις μεριές) αλλά κατά βάθος, να σκάψει για να βρει το υπόλοιπο παγόβουνο.
3. Τα βιβλία σας, είτε γνώσεων για παιδιά, περιπέτειας για παιδιά, είτε τα βιβλία σας για ενήλικες, στήνονται συνήθως σε ένα διεθνές σκηνικό, με πολλές γεωγραφικές αναφορές και λεπτομέρειες, και κοσμοπολίτικο πνεύμα. Γιατί; Και πώς αυτό επηρεάζει την ιστορία, τους ήρωες, τις περιγραφές σας;
Είναι, αναμφίβολα, απελευθερωτική (μυθοπλαστικά και αναγνωστικά) αυτή η απόδραση από το «εδώ και τώρα». Ευνοεί και τη γραφή ως παιχνίδι. Το «εδώ και τώρα» είναι η αναπόφευκτη μήτρα κάθε ιστορίας, που δεν είναι παρά μια μπολιασμένη με φαντασία και παιχνίδι μυθοπλαστική προέκταση του βιώματος. Όλα επιστρέφουν εν τέλει σε αυτό, και ας γίνεται αυτή η επιστροφή μέσα από δεκάδες φίλτρα και μηχανισμούς που το κάνουν να φαίνεται σε (γεωγραφική, χρονική κ.ο.κ.) απόσταση. Αλλά η γραφή διαχωρίζεται από την καταγραφή (ένα βιωματικό ημερολόγιο, ας πούμε) σε διάφορους τομείς. Κατ’ αρχάς το ύφος, στη συνέχεια το μυθοπλαστικό φίλτρο, ακολούθως το παιχνίδι με τον χώρο και τον χρόνο. Εν τέλει, αν κάτι είναι να (απο)δειχθεί, είναι ότι αυτό που φαντάζει τόσο ιδιαίτερο, γεωγραφικά, χρονικά, προσωπικά, δεν είναι παρά ένας βλαστός από ένα πολύπλοκο μεν, οικουμενικό δε ρίζωμα της ανθρώπινης κατάστασης.
4. Ποιος είστε όταν γράφετε παιδική λογοτεχνία και ποιος όταν γράφετε ενήλικη; Πηγάζουν από το ίδιο σημείο;
Είναι μονάχα θέμα ύφους. Οι ιστορίες σαν ιστορίες θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και με ανάποδο κοινό. Η γραφή προϋποθέτει σε έναν βαθμό και μια επικοινωνία με την παιδικότητα, νοούμενη ως κατάσταση πειραματισμού, εξερεύνησης, ανασύνθεσης και κατασκευής του κόσμου.
5. Συχνά οι ήρωες/ηρωίδες στα παιδικά/εφηβικά σας βιβλία είναι ενήλικες. Γιατί; Τι συνεπάγεται αυτό για τη συγγραφή και για την αναπαράσταση αυτών των ενηλίκων, των πεποιθήσεών τους και γενικότερα των ιδεολογιών τους;
Το ότι είναι ενήλικες δεν σημαίνει εκπτώσεις σε ό,τι αφορά την περιγραφή των χαρακτήρων τους. Θα ήθελα, προχωρώντας, να αναπτύξω ακόμα περισσότερο θεματικές και αναζητήσεις που θεωρούμε «ενήλικες», κυρίως επειδή ακόμη αναζητούμε έναν σωστό τρόπο να τις μεταφράσουμε στο παιδικό κοινό. Το οποίο, ωστόσο, δεν βρίσκεται σε κάποιο σύννεφο: βλέπει, καταλαβαίνει, γνωρίζει, αναζητεί τους κώδικες, γλωσσικούς και μη, για να εκφράσει αυτό που καταλαβαίνει. Η λογοτεχνία επιτελεί έναν τέτοιο ρόλο σε όλες τις ηλικίες. Οι αρχετυπικοί ήρωες, ή μάλλον οι ήρωες που περισσότερο προσωποποιούν έννοιες και ιδέες, παρά στέκονται ως μυθοπλαστικοί χαρακτήρες (καλοί, κακοί, τίμιοι, ηρωικοί κ.λπ.), είναι ένας παραδοσιακός και δοκιμασμένος μηχανισμός, αλλά πιθανότατα δεν έχει αρκετά καύσιμα για τις αναζητήσεις του σήμερα, ίσως παραείναι μονοσήμαντοι. Σε τελική ανάλυση, από τα χαρίσματα μέχρι τις νευρώσεις και από τις αντιφάσεις μέχρι τις βεβαιότητες, οι ενήλικες κουβαλούν την παιδική τους ηλικία ως βασικό χωροχρόνο διαμόρφωσής τους.
6. Πού γράφετε, πώς και πότε;
Παντού και πάντα, αν και τα τελευταία χρόνια έχω (δυστυχώς) εγκαταλείψει οριστικά το χαρτί. Το μεγάλο ζητούμενο είναι, όπως είπαμε, η αρχική παράγραφος. Άπαξ και αυτή θέσει το τέμπο, ως μαέστρος, η ιστορία κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί. Όμως, η αλήθεια είναι πως όσο απαραίτητοι και αν είναι οι μηχανισμοί «ορθής» διαχείρισης (αριθμός λέξεων ανά ημέρα, διορθώσεις κ.λπ.) η γραφή είναι στη ζωή μου και ως παιχνίδι, κάτι δηλαδή αυθόρμητο και παρορμητικό. Μια ιστορία, λοιπόν, μπορεί να γράφεται με 2.000 ή 3.000 λέξεις την ημέρα στο κεφάλι μου, αλλά πιθανότατα θα «ξεφουρνιστεί» σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ως επί το πλείστον το καλοκαίρι στην Εύβοια.
7. Στο βιβλίο σας "Στα ίχνη του ντουκουζούρι" υπάρχει η εξής ερώτηση: «Πώς ψάχνει κανείς κάτι που δεν υπάρχει;» Εσείς τι νομίζετε; Είναι η συγγραφική διαδικασία μια τέτοια αναζήτηση;
Υπάρχει, άραγε, κάποια πιο επεξηγηματική περιγραφή; Όχι μόνο για ένα βιβλίο αλλά και για έναν πίνακα, ένα μουσικό κομμάτι, για κάθε μορφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ψάχνω να βρω αυτό που δεν υπάρχει, που σημαίνει στην πραγματικότητα πως αναζητώ ένα ακόμα καλύτερο ερώτημα. Αυτό ίσως κάνει και η ιστορία της λογοτεχνίας. Δεν είναι ότι παρέχει μια τεράστια βιβλιοθήκη απαντήσεων. Μέσα στον χρόνο διατυπώνει ξανά και ξανά με καλύτερο τρόπο τα ερωτήματα. Έτσι ώστε να βρούμε τη διαδρομή που γεφυρώνει αυτό που δεν υπάρχει (ου-τόπος) με αυτό που οφείλουμε να κατακτήσουμε (ευ-τόπος).
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Πάνου Τσερόλα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.