Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/afierwma/optikh-shmeiologia-me-ton-tropo-ths-elenhs-bakalo
Όχι πως δεν διαβάστηκε, δεν αγαπήθηκε και δεν εκτιμήθηκε στη ζωή της και μάλιστα νωρίς-νωρίς, αλλά το πλήρες εύρος τής δημιουργικής προσωπικότητάς της δεν είναι ευρύτερα γνωστό, και αυτό θα επιχειρήσω να αναπληρώσω εδώ.
Διότι ναι μεν η Ελένη Βακαλό υπήρξε ποιήτρια πρώτης γραμμής, ταυτόχρονα και τεχνοκριτικός κορυφαία και με καταλυτική επιρροή αλλά ήταν, επιπλέον και μια διανοούμενη της αισθητικής θεωρίας και μάλιστα της πολύ-πολύ σύγχρονης.
Αναφέρομαι κυρίως για την εξ ιδίων ανακάλυψη και εφαρμογή περιοχών όπως η σημειολογία και ο στρουκτουραλισμός. Ως κατεξοχήν θεωρητικό της κείμενο σ’ αυτές τις περιοχές είναι Η Έννοια των Μορφών, μεθοδικό αλλά και γριφώδες, στα όρια της μεταφυσικής, καθώς και πολλά δοκίμια ή κριτικά της σημειώματα γραμμένα με τέτοιο πνεύμα, στην εφαρμοσμένη (applied) διάσταση.
Αν ψάξουμε τις πηγές και τις παραλληλίες αυτής της πτυχής του έργου της, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη στενή φιλολογική και καλλιτεχνική επαφή της με τη Νόρα Αναγνωστάκη και τον ευρύτερο κύκλο του περιοδικού Κριτική που εξέδιδε ο Μανόλης στη Θεσσαλονίκη, στη δεκαετία του 1960, όπου έγραφαν επίσης ο Δημ. Μαρωνίτης, ο Τ. Σινόπουλος κ.ά. κυρίως δοκίμια για τη λογοτεχνία και την Τέχνη. Η συγγένεια με τους αντίστοιχους προβληματισμούς τής γαλλικής σχολής ήταν προφανής, αλλά δεν επρόκειτο τόσο για μεταφορά ιδεών, όσο για αυτόφωτο κριτικό στοχασμό, που είχε κάποια παραλληλία με την εκλογίκευση των αντίστοιχων κειμένων του Ρολάν Μπαρτ εκείνης της εποχής (Rhetorique de l Image κ.ά.), αλλά πιθανότατα ως προέκταση παλαιότερων αριστερών προβληματισμών στο δίπολο «φόρμα και περιεχόμενο» που είχαν στο μεταξύ μεταμορφωθεί σε «σημαίνον-σημαινόμενο».
Εκεί επίσης ανάγω και ένα άλλο σημειολογικό θεώρημα της εποχής, τον ρόλο τού πολιτισμικού περιβάλλοντος που καθορίζει τόσο τον πομπό όσο και τον δέκτη μιας καλλιτεχνικής μορφής, εκτός βέβαια από την ίδια τη μορφολογική σύνταξή της. Θυμίζω ότι αργότερα, το 1969, ο Ουμπέρτο Έκο –επηρεασμένος καθοριστικά από τον κύκλο του Τάρτου στην ΕΣΣΔ– είχε δημοσιεύσει το Struttura Assente, συστηματοποιώντας τέτοιους δομικούς συσχετισμούς.
Όλα αυτά για την Βακαλό έρρεαν ως αυτονόητες μέθοδοι αλλά και ως εφαρμογές στην τεχνοκριτική της πορεία, και θα πρέπει να συντέλεσαν στον χαρακτηρισμό της ως δυσνόητης. (Ακόμη θυμούνται οι παλιότεροι τις παρέες συζητήσεων που οργανώνονταν με θέμα την αποκρυπτογράφηση του νέου κειμένου της Βακαλό!) Πιστεύω, αλλά δεν μπορώ να επιχειρηματολογήσω, ότι και στην ποίησή της υπήρχε μια ανάλογη δομή, τόσο στη μέθοδο όσο και στα νοήματα.
Ο Σάββας Τσοχατζίδης, ο γνωστός σήμερα καθηγητής Γλωσσολογίας στο ΑΠΘ, επέμενε να είναι το κείμενό του για την Ελένη Βακαλό το πρώτο-πρώτο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού μας Κώδικας-Κείμενα Σημειωτικής
που εκδώσαμε στη Θεσσαλονίκη το 1975, και το οποίο λίγο αργότερα έγινε ευρωπαϊκό με συνεργασία των Ουμπέρτο Έκο, Ρ. Μπαρτ, Γ. Λοτμαν, κ.ά. «Η διαδικασία μιας τιτλοφόρησης» ήταν ο τίτλος και το θέμα του και ασχολιόταν με το πώς ομαδοποιούσε η Βακαλό τις παλιότερες ποητικές της συλλογές, θεωρώντας αυτήν την διαρκή επανένταξη ως δομικό στοιχείο νοήματος εν εξελίξει. Το εκκρεμές μεταξύ ποίησης και εικαστικών προσεγγίσεων είναι άλλωστε κατεξοχήν επικοινωνιολογικό ζήτημα.
Ίσως αυτό το κείμενο να ήταν η αφορμή που με έφερε κοντά στη Βακαλό τότε, το 1975, και έκτοτε οι συναντήσεις μας στην Αθήνα ήταν τακτικές. Γύρω στο 1984 είχαμε ήδη γεμίσει πολλές ώρες σε κασέτες μαγνητοφώνου συζητώντας όχι μόνο περί ελληνικής τέχνης και αισθητικής προσέγγισης, αλλά και για τη λειτουργία του λόγου ως προς τα οπτικά φαινόμενα. Σχεδόν αμέσως ο στόχος των συναντήσεών μας έγινε ένας: η έκδοση των κριτικών της σημειωμάτων και δοκιμίων από το 1952 και εξής με εισαγωγή και σχολιασμό δικό μου.
Η συνεργασία είχε προχωρήσει, όμως πρόβλημα άλυτο δημιουργήθηκε όταν ανέλαβα κριτικός τέχνης στην εφημ. Τα Νεα και συνειδητοποίησα ότι υπό τη σκέψη της Βακαλό ήταν αδύνατο να διαγράψω δική μου πορεία. Έτσι η έκδοση αναβλήθηκε επ ᾽ αόριστον, και εν τέλει πραγματοποιήθηκε απο τις εκδόσεις Κέδρος με επιμέλεια της κριτικού Όλγας Δανιηλοπούλου. Μου έμειναν ωστόσο οι ενοχές που δεν ολοκλήρωσα αυτή την εργασία που είχα αυτοβούλως αναλάβει, να συσχετίσω δηλ. την εμφανή ή υποβόσκουσα σημειολογική / στρουκτουραλιστική υπόσταση των κειμένων της με τις ανάλογες τού διεθνούς χώρου, καθώς πράγματι ήμουν αυτός που θα μπορούσα να το κάνω τότε, έχοντας πρόσφατη την εμπειρία μου ως αρχισυντάκτης του Κώδικα και την εποπτεία των τάσεων και των φορέων αυτού τού προβληματισμού.
Για τη Βακαλό ως κριτικό και θεωρητικό τέχνης κατεξοχήν, θα αναδημοσιεύσω τώρα αποσπάσμα όσων είχα γράψει στη στήλη μου στα Νέα, στήλη στην οποία η Βακαλό ήταν η προκάτοχος μου επί 25 χρονια:
«Η μεγάλη τεχνοκριτικός ερεύνησε και δίδαξε την αξία της ιδιαίτερης ματιάς κάθε κοινωνίας πάνω στην τέχνη της. Σαν πνευματική μαία, η κριτικός των Νέων και του Ζυγού φρόντισε να έλθουν στο φως οι κυοφορούμενες νέες τάσεις, άρτιες και –για πρώτη φορά στην Ελλάδα– συνοδευόμενες από αυτόφωτη αισθητική θεωρία, σε μια εποχή που διεθνής και τοπικός πολιτισμός άλλαζαν μεταξύ τους ρόλους. Η Βακαλό καθόρισε τους ορίζοντες της κριτικής, αναδύοντας από τα έργα τέχνης αισθητική φιλοσοφία, όπως βγάζουμε το κρασί απ’ τα σταφύλια.
[…] Η πολιτιστική μας ταυτότητα άλλαξε πολύ στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μάθαμε να σκεφτόμαστε με οπτικές γλώσσες. Με ποιους δασκάλους; Πως συντονίστηκαν οι εικαστικές τέχνες με αυτή τη νέα εποχή; Με δικές μας απόψεις ή με εισαγόμενες θεωρίες; ...Η απώλεια της Ελένης Βακαλό και το μέγεθος της προσφοράς της, υποχρεώνει σε απολογισμούς εφ᾽ όλης της ύλης. Ποια η πνευματική διαθήκη της;
[…] Στην αντίληψή μας για τους Έλληνες ζωγράφους, στους φιλότεχνους αναγνώστες, στους μαθητές της σχολής της, και εμεσότερα, στη ποίησή μας, άφησε πάρα πολλά. Ιδίως στους Έλληνες ζωγράφους που εμφανίστηκαν στις δεκαετίες 1950-1980, όταν το διεθνές με το τοπικό άρχισαν να μοιάζουν.
[...] Τα κείμενα της Βακαλό καταθέτουν πολύτιμες ερμηνευτικές προεκτάσεις για τους καλλιτεχνικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς, από σκοπιές στοχαστικές, σύγχρονες, συχνά προφητικές. Διαφωτίζουν τις αλλεπάλληλες συναντήσεις τής νεοελληνικής τέχνης με το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον της, με το παρελθόν ή τις εσωτερικές αντιφάσεις της.
[...] Ταυτόχρονα, η Βακαλό μας κληρονομεί και ένα άλλο πολύτιμο υλικό, μυστηριώδες σε πρώτη όψη, αλλά θησαυρό αληθινό. Είναι η κωδικοποίηση όσων αντίκρυσε το διεισδυτικό βλέμμα της για λογαριασμό αυτών που μεθαύριο θα αναζητούν μεθοδικότερα το τι ακριβώς έγινε εδώ. Αναζήτησα και βρήκα, νομίζω, την αιτία: Η Βακαλό άφηνε τις σπουδαγμένες γνώσεις, τις ευαισθησίες και τις αισθητικές μεθόδους της να επαναπροσδιορίζονται δημιουργικά από το εν Ελλάδι αντικείμενό της και όχι από το συρμό των εισαγομένων προτύπων, όπως οι περισσότεροι παλαιότεροι και νεότεροι συναδελφοί της.
[...] Στην πνευματική της δύναμη βρήκα το υπόδειγμα ώστε να προσπαθήσω να τη μιμηθώ και να την προεκτείνω όταν, ως κριτικός με μόνιμη βάση την Αθήνα, χρειάστηκε να εγκαταλείψω την ευρωπαϊκή μου καριέρα. Υπήρχε συγγένεια ιδεών και νοοτροπιών από την πρώτη στιγμή μεταξύ μας, αλλά από ένα σημείο και πέρα λειτουργούσα πλέον ως μαθητής προς τον δάσκαλο.
[...] Δεν ήταν όπως οι άλλοι τεχνοκριτικοί της γενιάς της η Βακαλό. Ήταν μια ποιήτρια της τεχνοκριτικής, αναγεννούσε την όραση, την θεωρία οπτικής αντίληψης, την αναφορά στο πολιτισμικό υπόβαθρο και τις νοούμενες σταθερές του. Λυπάμαι που το ξαναγράφω, αλλά οι περισσότεροι νέοι τεχνοκριτικοί ή πανεπιστημιακοί εξακολουθούν να θεωρούν –όπως κι εγώ, όταν την πρωτογνώριζα– ο,τιδήποτε νεοελληνικό ως λιγότερο σημαντικό από όσα σπούδασαν ή είδαν έξω. Προτιμούν τα έτοιμα, τη ‘δουλειά γραφείου’, τη συναρμολόγηση έτοιμων ιδεών ή κειμένων, τεχνοκριτική βασισμένη στη βιβλιογραφία, όχι βγαλμένη από τα έργα και την συγκίνηση της ερμηνείας.
[...] Η μεγάλη τεχνοκριτικός μάς δίδαξε ότι η ‘εργασία πεδίου’ (fieldwork), το διεισδυτικό στίψιμο των άμεσων φαινομένων, είναι η μόνη έρευνα που αποδίδει θεωρητική καινοτομία και διαρκέστερο νόημα».