Χάρτης 25 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-25/afierwma/h-cordelia-ths-bakalo-xanagrafontas-ena-keimeno-toy-erwtikoy-kanona
Το 1997 ο θεωρητικός Slavoj Zizek στο βιβλίο του The Plague of Fantasies προτείνει την συγγραφή ενός κειμένου απάντησης από την πλευρά της Κορδελίας της κεντρικής ηρωίδας στο Ημερολόγιο ενός διαφθορέα του Kierkegaard: «Δεν θα ήταν διαφωτιστικό να ξαναγραφούν τα ερωτικά κείμενα του κανόνα από μια φεμινιστική σκοπιά (για παράδειγμα, να ξαναγραφούν τα ημερολόγια από την πλευρά της γυναίκας που υπήρξε το αντικείμενο της αποπλάνησης στο «Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα» στο βιβλίο του Kierkegaard Είτε-Είτε);» αναρωτιέται ο Zizek. Δεν γνώριζε το ολιγοσέλιδο και πρωτοποριακό κείμενο της Ελένης Βακαλό με τίτλο «Δοκίμιο για τον Πρώτο 'Eρωτα, (απάντηση της Cordelia στο 'Journal du Seducteur' του Kierkegaard)» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καινούργια Εποχή το 1959. Ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα κείμενο έκπληξη που δεν είναι καθόλου ευρύτερα γνωστό.
Η Βακαλό συγγράφει το "δοκίμιο"-"απάντησή" της 111 χρόνια μετά την έκδοση του κειμένου του Søren Kierkegaard "Foreoerens Dagbog" (1843) -στην ελληνική μεταφρασμένο ως Το Hμερολόγιο ενός διαφθορέα (Κίρκεγκωρ 1964)- που περιέχεται αυτοτελώς στο έργο του Eίτε - Eίτε. Η συγγραφέας στήνει ένα μοναδικό παιχνίδι διακειμενικής ανταπόκρισης, μίμησης και ειρωνείας με το ημερολόγιο του Kierkegaard. Το "δοκίμιο"-"απάντηση" μιμείται εν μέρει την ημερολογιακή δομή του κειμένου του Δανού συγγραφέα· απαρτίζεται από σημειώσεις και σκέψεις που απευθύνονται στον «αγαπημένο» της υπογράφουσας ως «Cordelia».
Η εκ παραλλήλου ανάγνωση του κειμένου της Βακαλό και του Hμερολογίου του Kierkegaard παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ενώ στο αρχικό κείμενο του Kierkegaard η ηρωίδα σιωπά, είναι μια persona muta, βουβή αποδέκτης των ερωτικών επιστολών του Johanes, η Βακαλό της δίνει τώρα λόγο και ‘φωνή’, αρθρώνει έναν ουσιαστικό αντίλογο στον μοιραίο σαγηνευτή που την εγκατέλειψε. O ίδιος ο Kierkegaard σε κάποια ημερολογιακή του εγγραφή (1849) αναδρομικά αναφέρει πως κίνητρο για τη συγγραφή του Eίτε-Eίτε ήταν η διάλυση των αρραβώνων του (1841) με την Pεγγίνα 'Oλσεν: «Tό Eίτε–Eίτε, και ειδικά το Hμερολόγιο ενός διαφθορέα γράφτηκε για χάρη της, για να την απαλλάξει από αυτήν την σχέση»
(Kierkegaard S. 1983 Fear and Trembling// Repetition, επιμ., μτφρ., εισ. H.V. Hong & E.H. Hong, Πρίνστον, Princeton University Press, σ. xi.) Αντίστοιχα, η Cordelia της Βακαλό γράφει την απάντησή της στον “πρώτο έρωτα» ως μια καθυστερημένη οφειλή: για να τον απελευθερώσει από την τύψη, όπως λέει, που έχει γι’ αυτήν, εφ’ όσον η εγκατάλειψή της από αυτόν ήταν η αναγκαία προϋπόθεση, «ένα στάδιο» της ωρίμανσής της:
Είμαι η Cordelia όπως με βλέπεις σήμερα, σ’ αυτόν τον τρόπο, γι’ αυτό είμαι η Cordelia σου και η γυναίκα του, και η μητέρα των παιδιών μας. <…>. Mε γέννησες έτσι. Aναπτύσσοντας για μένα, όσο περισσότερο, την έκταση της έλξης, μου αποκάλυψες την έκταση και την ύπαρξη της δικιάς μου ουσίας, όλου του αντίστοιχου πεδίου που υπήρχε για μιαν άλλης φύσης ενέργεια. <…>
‘Οταν γυρνάω σε σένα είναι για κείνους να γίνω ωραία. Γιατί δικό σου είναι το όνομα Cordelia. Mε οφείλουν σε σένα. Γι' αυτό σου γράφω. <...> Tώρα σου δίνομαι πλήρως, δίνοντάς σου το τέλος, γεννώντας με τη σειρά μου ποιος είσαι. <…> Πριν σ' εγκαταλείψω τώρα αληθινά μονάχον, χωρίς ούτε το βάρος και τον δεσμό της τύψης για μένα, <…> Σε ευχαριστεί η Cordelia του άντρα μου και των παιδιών μου, η Cordelia σου.»
Aγάπησα, παντρεύτηκα και έχω παιδιά. <...> Στις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές αισθάνομαι πως είμαι η Cordelia σου. Περίπου όπως ξέρει μια ηθοποιός πως είναι η "Γενεβιέβη". Πάντα αναλογιζόμουνα τι είναι περισσότερο πραγματικότητα για τον ηθοποιό...<...>
Η Βακαλό θεωρεί πως η σύλληψη της φιγούρας του σαγηνευτή Ιωάννη είναι ελλειμματική, της λείπει η δραματική διάσταση εφόσον «το έτερο υποκείμενο καταργείται γίνεται απλό αντικείμενο». Ο «αισθητικός», αλλά και στρατηγικά υπολογιστής, διαφθορέας (Ιωάννης) διακατέχεται από την ανάγκη για αυτοβεβαίωση, μια ανάγκη που η Βακαλό θεωρεί στην ρίζα της «λυρική», εγωκεντρική, στον άξονα υπαγωγικής σχέσης υποκειμένου–αντικειμένου. Τοποθετώντας ως αντίρροπη δύναμη στην μονοσήμαντη φιγούρα του διαφθορέα την «γυναίκα-υποκείμενο» αποκαθίσταται η οικονομία μιας δραματικής έντασης και παύει η λυρική αυτοαναφορά, το μοναχικό αυτάρεσκο καθρέφτισμα. Κι ακόμα: η άσκηση της έλξης της γοητείας του άντρα στη γυναίκα υπαγορεύεται από την γυναίκα· η ανάγκη της να ολοκληρωθεί προ[σ]καλεί την άσκηση αυτής τη έλξης και γοητείας πάνω της. Η σημερινή Cordelia καταφάσκει την σαγήνευσή της από τον Ιωάννη ως ένα αναγκαίο στάδιο της ωρίμανσής της, τον περιέχει πλέον ως προϋπόθεση:
Το κείμενο ‘απάντηση’ σηματοδοτεί μια πορεία μετάβασής της από την κοριτσίστικη αθωότητα στην κατάφαση
της ενήλικης γυναικότητάς της. H Cordelia γίνεται γυναίκα όχι στον πρώτο έρωτα, αλλά μετά, όταν λυτρώνεται, όταν βλέπει μακροσκοπικά το νόημα και την σκοπιμότητα της γοητείας του και της εγκατάλειψής της. Αφού ολοκληρώνεται ο κύκλος, παραδίδεται οριστικά στον Iωάννη η ιστορία, μια νέα εκδοχή της αυτή την φορά, εφ’ όσον η Cordelia είναι πέραν της ιστορίας αυτής, εξ ου και η δυνατότητα να μιλάει, να του απευθύνεται, να εξιστορεί. Tον δικαιώνει αποδεσμεύοντάς τον από την αυτάρεσκη ευθύνη. Συμπίπτει εδώ, με εντυπωσιακό θα λέγαμε τρόπο, η σκέψη της Βακαλό με αυτήν του Jean Baudrillard, ο οποίος γράφοντας για τον διαφθορέα του Kierkegaard στο βιβλίο του Seduction (1990), θεωρεί πως «o διαφθορέας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο ήρωας ενός ερωτικού στρατηγικού σχεδίου. Είναι μόνον ο ενδιάμεσος μεσολαβητής μιας διαδικασίας που οδηγεί πολύ πέρα από αυτόν. Ούτε ωστόσο το ‘θύμα’ είναι εντελώς αθώο, εφ’ όσον ως ωραία και γοητευτική παρθένος είναι από μόνη της μια πρόκληση που μόνο από τον θάνατό της μπορεί να εξισορροπηθεί (ή με την αποπλάνησή της, το ισοδύναμο δηλ. φόνου)».
Η Cordelia χάνεται και ξανακερδίζει τον εαυτό της, ακέραιο και ολοκληρωμένο, στο γύρισμα του χρόνου, μέσα από τη γραφή. Σε αυτό το κείμενο που η συγγραφέας το έγραψε σε ηλικία 33 ετών το 1954 (δημοσιεύτηκε 5 χρόνια αργότερα) φαίνεται καθαρά πώς εννοεί τον έρωτα η Βακαλό και την δυναμική του. Αυτές οι σκέψεις είναι θαυμάσια ορατές και στην ποίησή της. Ο έρωτας είναι μια αμοιβαία γονιμοποίηση και διπλή κυοφορία, η ‘γέννηση’ του ενός από τον άλλο. Στον έρωτα ο άνδρας «εγκυμονεί», γίνεται ο περιέχων τη γυναίκα, όσο και η γυναίκα προϋποθέτει τον άνδρα. Αυτή την διαλεκτική και συνθετική ισοδυναμία κινήσεων αποζητά η συγγραφέας· κινήσεις που δεν συμπίπτουν πάντα στον χρόνο, δεν είναι ταυτόχρονες, αλλά είναι «ανεπαισθήτως διαδοχικές». Το νόημα του πόνου στον έρωτα, για την γυναίκα, μας επισημαίνει η Βακαλό, δεν εξαντλείται στην αισθητική αυταξία του (μελαγχολία ή αυτοκαταστροφή), αλλά δικαιώνεται ως μια αναγκαία στιγμή του τραγικού που εκβάλλει στην κάθαρση, στην υπέρβαση, στην δημιουργία, «γιατί ο πόνος ξέρομε εμείς πως γεννά, και δεν κλείνεται για καμιά από μας η ζωή μονάχα στον εαυτό της».
Εμπλέκεται εδώ μια αντιπαλότητα αρχετύπων: του Πυγμαλίωνα και της μητριαρχικής φιγούρας. Η Βακαλό ανατοποθετεί τον μύθο του σαγηνευτή Ιωάννη ("μου φαίνεται πως έχω να νανουρίσω ένα παιδί μου») μέσα από το πολύσημο πρόσωπο της Cordelia (γυναίκας, ερωμένης, μητέρας, κοπέλας) και όχι αντιπαραβάλλοντας στον Ιωάννη ένα θηλυκό του καθρέφτη, μια μοιραία γυναίκα. ΄Οταν η Cordelia "ξυπνάει" ο πρώην αγαπημένος της δεν είναι μια τραγική φιγούρα, αλλά ένα πρόσωπο απαραίτητο για την ολοκλήρωσή της. Για την Βακαλό το λάθος που είχε στη σύλληψή του ο μύθος του διαφθορέα του Κίρκεγκωρ, ήταν ότι παρέμενε στην αγωνία, στη δραματικότητα της σχέσης και παρέβλεπε το δράμα και την καθαρτήρια λύτρωση, το σκόπιμο τέλος. Όταν ο Ιωάννης κατακτά την Κορδελία, την εγκαταλείπει, κι εκεί θεωρεί πως τελειώνει η σχέση του μαζί της, αλλά και ο σκοπός της συνάντησής τους, γι’ αυτό και καταλήγει στην τελευταία του ημερολογιακή εγγραφή φαντασιωνόμενος την καταστροφή του δημιουργήματός του, την μεταμόρφωσή της σε άντρα (Κίρκεγκωρ 1964:147).
Ωστόσο, η Βακαλό δεν επικαλείται εδώ μια απλή αναστροφή μεγεθών (θηλυκός Δον Ζουάν – αρσενικό θύμα), δεν στέκεται στην δραματική σύγκρουση ισοδύναμων αντιπάλων (αρσενικός διαφθορέας- θηλυκός διαφθορέας), αλλά προτάσσει την τελική ελευθερία και κατάφαση της πολλαπλότητας, την πρόσληψη του εαυτού πέρα από την προοπτική του δυϊσμού, του είτε-είτε. Λύτρωση είναι για την Cordelia της Bακαλό η επαναπόδοση («γέννηση») του Iωάννη από την ίδια μέσα στην πορεία της ζωής της. Αυτού του είδους η «γέννηση» και απελευθέρωση του διαφθορέα από τα δεσμά της τύψης συνιστά μια μητριαρχική στάση απέναντι στην δύναμη της σαγήνης του μια στάση που έχει προοικονομήσει την εγκατάλειψη για να πραγματωθεί. Αυτή η κατάφαση της σκοπιμότητας του πόνου στην μητρότητα, είναι εντέλει για την συγγραφέα η συνθήκη η απαλλαγμένη από ενοχές, ενώ ο Iωάννης έχει τη χριστιανική χαρακτηριστική ενοχή, την τύψη για την εγκατάλειψη της Cordelia. Tον απαλλάσσει έτσι από την τύψη και την ενοχή, βγάζοντας τον εαυτό της από τη θέση του θύματος. H κάθαρση, το πέραν του τραγικού, συνιστά την αμιγώς ελληνική εκδοχή του μύθου του διαφθορέα που προτείνει η Βακαλό.
Ο Iωάννης του Kierkegaard είναι ένας διανοητικός διαφθορέας με πλήρη αυτογνωσία, συνείδηση και στρατηγική υπολογισμού. Οδηγεί την αθώα Κορδελία στον έρωτα αναπτύσσοντας την ένταση και την έκταση της επιθυμίας στην ψυχή και το σώμα της με έναν συγκεκριμένο διανοητικό τρόπο, εμβολίζοντας πρώτα το φαντασιακό της: «δοκίμασα να αναπτύξω τον πνευματικό έρωτα μέσα της» (Κίρκεγκωρ 1964). Την ξελογιάζει πρώτα μέσα από ένα είδωλό του που πλάθεται στην φαντασία της ηρωίδας μέσα από τα βιβλία που της δίνει ο ίδιος να διαβάσει, και στην συνέχεια ο ίδιος προσομοιώνεται προς την συμπεριφορά των ηρώων των βιβλίων.
Η αντίθεση που υπονοείται είναι αυτή ανάμεσα στην τέχνη και στην φύση. Ο διανοητικός, αισθητικός διαφθορέας αναλαμβάνει να εξολοθρεύσει την φυσική, αθώα και ασυνείδητη ομορφιά της Κορδελίας με τεχνητά και λογοτεχνικά στρατηγήματα. Συλλαμβάνει την ζωή ως τέχνη, ρυθμίζει την στάση του σαν καλλιτέχνης απέναντι στο δημιούργημά του, άλλος Πυγμαλίων απέναντι στο άγαλμά του. Ο συνδυασμός αυτός του μέντορα, εραστή και λογοτέχνη συναντάται πολύ νωρίς ήδη από τον Οβίδιο στο τρίτο βιβλίο της Ars Amatoria
του και φθάνει έως τα μυθιστορήματα αγωγής [Bildungsroman] του 17ου και 18ου αιώνα. Απόληξη αυτής της παράδοσης θεωρείται το μυθιστόρημα Felix Krull του Thomas Mann, ο οποίος σε σημειώσεις του αναφέρει πως το έγραψε έχοντας υπόψη του τον διαφθορέα του Kierkegaard.
Στην αντίπερα όχθη του αισθητισμού, η Cordelia της Βακαλό επιχειρεί την ίδια αναγνωστική ακροβασία, διαβάζει το ημερολόγιο του Iωάννη που είναι ο αγαπημένος της προκειμένου να ανατοποθετήσει τις δικές της εμπειρίες και να ανασκευάσει το ιστορικό τους νόημα για την ίδια. Μέσα από το κειμενικό / χρονικό χάσμα που διανοίγεται, οικειώνεται την ετερότητά της δια παντός, ερμηνεύει και αφηγηματοποιεί το παρελθόν. Είναι η γυναίκα-υποκείμενο που του γράφει μια επιστολή με την σειρά της.
Η Βακαλό ξαναγράφει την ιστορία του διαφθορέα από την σκοπιά της Κορδελίας. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που αξίζει το ενδιαφέρον μας και για τις θέσεις που πρεσβεύει, αλλά και για το πρώιμο του χαρακτήρα του, αφού δημοσιεύεται το 1959, πολύ νωρίτερα δηλ. από την πρόσφατη επανεγγραφή –από την πλευρά της γυναίκας– των μεγάλων δυτικών αφηγήσεων από τον Οιδίποδα έως τον Φάουστ (Ιοκάστη, Μαργαρίτα), μια τάση που συναντάμε ιδιαίτερα στην πρόσφατη γερμανική λογοτεχνική παραγωγή. Μέσα από την φιγούρα της Cordelia της Βακαλό προτείνεται ουσιαστικά μια γυναίκα-υποκείμενο (αφήγησης / γραφής) που υπερβαίνει κάθε δυϊσμό ή διχοτομία στην βάση οποιουδήποτε «είτε-είτε». Η ίδια λογική διέπει την τελική αντίληψή της για τον σαγηνευτή· ο διαφθορέας ουσιαστικά διαφθείρεται από τον διαφθειρόμενο, από τον γοητευόμενο που έχει και την τελευταία λέξη. Πρόκειται για την τόσο προσφιλή στην Ελένη Βακαλό διαλεκτική των συζεύξεων που διαπερνά όλο το φάσμα της ποιητικής γραφής και δοκιμιακής της σκέψης.
{Ανατύπωση από το βιβλίο Μαρία Κακαβούλια, Μορφές και Λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό, Νεφέλη, σσ. 289-296}
«(Απάντηση της Cordelia στο Journal du Seducteur του Kierkegaard)»
Ανατύπωση από το περιοδικό Καινούργια Εποχή (1959) σελ. 136-141
——————————
(Μετά από 10 χρόνια)
Αγαπημένε μου, σε λέω πρώτη φορά έτσι από τότε, χωρίς καμιά τύψη. Γιατί ξέρω πως είσαι ο αγαπημένος μου για πάντα, – τουλάχιστον ακόμη – χωρίς γι’ αυτό να στερώ τίποτα από κανέναν άλλον. Σήμερα είμαι βέβαια. Γι’ αυτό το λέω. Ούτε φεύγω, ούτε επανέρχομαι. Φύλαξε την Cordelia σου, από σένα τον ίδιον, ακριβώς γιατί είμαι η Cordelia.
Είναι ένα περίεργο πράγμα τούτη η αιφνίδια γνώση. Ζεις πρώτα, ύστερα κυκλώνεις, μία προς αυτήν την κατεύθυνση μία προς την άλλην, το γεγονός, το χωρίζεις κ’ εξαντλείς τις όψεις του, κάποτε και τις πιο απίθανες, εκείνες που μόνο από ορισμένη στάση δική σου θα έβλεπες, και ξαφνικά μια μέρα, σε μια στιγμή που ούτε το συλλογιόσουνα καθόλου, έρχεται σα χτύπημα στο μυαλό σου, ολόκληρο, ανοιχτό στην έκταση και σφιχτό στη σύνθεση της ύλης, το νόημά του, με όλες του τις όψεις ενωμένες, αχώριστα όμως, λες κ’ είναι έτσι κάτι καινούριο απ’ την αρχή, και το γνωρίζεις τότε. Γνωρίζεις ακόμη, εκείνη την ώρα ιδιαίτερα, πως δεν μπορείς να το περιγράψεις ούτε αυτό, ούτε τη γνώση του. Φοβάσαι πως θα σκορπίσει πάλι, να μη το χάσεις. Εκείνη την ώρα μόνο την ονομασία του μπορείς να πεις και να βλέπεις πως λες περισσότερα παρ’ ό,τι κι αν έλεγες άλλο. Να, έτσι, μ’ όλο που πήρα να σου γράψω την απάντησή μου δεν θα σου γράψω σήμερα τίποτα άλλο. Μετά, νομίζω πως πραγματικά ό,τι να είναι τελειώνει.
(Ύστερα από μία εβδομάδα)
Υπάρχουν ορισμένες συμπτώσεις που συνήθως τις λένε μοιραίες, και που βέβαια εγώ θα αποφύγω να σου τις χαρακτηρίσω έτσι, μ’ όλο που δεν θα μπορούσα να τις πω και οπωσδήποτε αλλιώς. Υπάρχει λοιπόν μία τέτοια σύμπτωση, που μ’ έφερε, ύστερα από 10 χρόνια, αυτήν τη στιγμή, ξανά τόσο κοντά σου. Σκέφτομαι πώς, ενώ όλα με οδηγούσαν εδώ, μπορούσε να μη συμβεί ποτέ να ανταμώσω τούτη την ώρα. Κυρίως να μη δω έτσι, όχι μόνο πού με οδηγούσε, αλλά πως κάπου με οδηγούσε ολόκληρη η ζωή μου.
Ένας φίλος του άντρα μου μου έφερε ένα βράδυ το Ou bien ou bien του Kierkegaard συστήνοντάς μου να το διαβάσω. Άρχισα μεθοδικά από τα «Διαψάλματα». Σου λέω πως είχα μιαν απώθηση. Τώρα δεν μπορώ να μην την συνδέσω με την αίσθηση της πρώτης μου επαφής μαζί σου. Αισθανόμουνα πως με οδηγούσε στην ανάλυση και ακριβώς αυτό δεν το ήθελα. Δεν ξέρω όμως γιατί, - και δεν μου συνέβηκε πρώτη φορά αυτό, - ενώ έπαψα να το διαβάζω, δεν το επέστρεψα και στον φίλο μας που σου είπα. Ερχόταν τακτικά να μας δει και μιλούσαμε για όλες μου τις σκέψεις. Σε λίγον καιρό ξανάρχισα τα Etapes erotiques. Δεν είχα φροντίσει να πάρω κανένα άλλο βιβλίο. Μ’ όλο που λογάριαζα μάλιστα να το δώσω πίσω, θυμάμαι πως δεν το είχα βάλει εκεί που βάζω συνήθως τα βιβλία που πρέπει να επιστρέψω, αλλά στο ράφι εκείνο της βιβλιοθήκης που τοποθετώ ό,τι έχω για διάβασμα, κοντά στη μεγάλη πολυθρόνα.
Θα μου επιτρέψεις εδώ να προσθέσω μερικές σημειώσεις που είχα κρατήσει σχετικά με τον μύθο του Don Zuan, συμπληρωμένες εκ των υστέρων μετά από όσα συνέβηκαν για μένα στο διάστημα αυτό. Αλλιώτικα δεν είμαι σίγουρη πως θα μπορέσω να κρατήσω μια σωστή σειρά για να σου αναφέρω ό,τι απ’ αυτές τις σκέψεις μου θα έχει κάποια σημασία, στην κατάλληλη θέση. Το ελάττωμά μου αυτό ξέρω ότι το είχες προσέξει, ήμουν όμως βέβαιη ότι σου άρεσε τότε και στο τέλος συνειδητά το τόνιζα κάπως.
(Πριν 6 περίπου μήνες)
Η έλλειψη της μετάθεσης στο αντίκρυσμα του υποκειμένου από το ένα πρόσωπο στο άλλο, είναι η βασική έλλειψη στη σύλληψη της δραματικότητας του μύθου. Έτσι το έτερο υποκείμενο καταργείται, γίνεται απλό αντικείμενο, που, στον Don Zuan φθάνει στην τελευταία μορφή του, στον απρόσωπο αριθμό, ενώ στον Φάουστ η Μαργαρίτα καταργείται όταν παύει η χρησιμότητά της για την απόληξη της προσωπικής τελείωσης του Φάουστ (Β΄ μέρος).
Το πρόβλημα για τον καθένα είναι να βεβαιωθεί ο ίδιος. Η σύγχρονη μορφή της σκέψης είναι από φύση της λυρική. Σε μια τέτοια πορεία αποκαθιστάς την δραματική σχέση μόνον αν παραθέσεις, όχι αν αντιθέσεις, το έτερο υποκείμενο στην δική του λυρική τροχιά. Αυτό άλλωστε δεν είναι και το μοναδικό στήριγμα του σύγχρονου θεάτρου; Φαντάζομαι λοιπόν το ισοδύναμο γυναικείο πρόσωπο στο δράμα του Don Zuan σε μια υποθετική παράθεσή του.
Η συνεχής αριθμητική διαδοχή αντικειμένων του έρωτα δεν μπορεί να αποκαταστήσει αυτό το «έτερο πρόσωπο» παρά μόνον για τη λυρική δικαίωση του ήρωα, πέραν ασφαλώς της λυρικής του υπόστασης – όχι όμως όπως ο Kierkegaard δέχεται για την δραματική αρτίωση του μύθου, αν πραγματικά την δραματικότητα τη δούμε σε μιαν ισοδύναμη σχέση.
Μια γυναίκα – υποκείμενο, στον Don Zuan ουσιαστικά θέλγεται από αυτή την άσκηση του πόθου του, ίσαμε όλη την έκταση της αγωνίας που αναπτύσσει. Μόλις παύσει να υπάρχει η αγωνία παύει να υπάρχει ο Don Zuan . Για την αιωνιότητά του χρειάζεται την επανάληψη. Αλλά το σχήμα της επανάληψης προϋποθέτει τη στιγμιαία έστω παύση. Δεν είναι κλειστός κύκλος ταυτόσημος στην αρτιότητά του με το αιώνιο. Τη στιγμή ακριβώς της κατάργησής του, θα πρέπει, για την αντίστοιχη γυναικεία προσωπικότητα, αυτήν που υπάρχει από δική της ενέργεια, έστω και ασύνειδη, να παύει και η ελκτική δύναμη. Η γυναίκα είναι εκ νέου άθικτη. Βρίσκεται έτσι πάλι ως προς εκείνον ακυρίευτο αντικείμενο απέναντί του. Η αέναη ανανέωση της σχέσης σε μια τέτοια αντίληψη γίνεται δυνατή, ένα συνεχές επαναλαμβανόμενο σχήμα και μπορεί να βρει εκεί η αγωνία το είδος της δραματικής της φύσης. Υπάρχουν δύο πρόσωπα που είναι το ένα για το άλλο, σε μια ανεπαίσθητη διαδοχή, που μοιάζει σύγχρονη, ο έρωτας και η απειλή.
Τώρα που ξαναδιαβάζω τις σημειώσεις μου αυτές αναγνωρίζω πως δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση των αμφιβολιών που με βασάνιζαν αυτά τα δέκα χρόνια. Είναι ό,τι αόριστα αναλογίστηκα, –χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνω–, πως θα μπορούσα να κάνω, σαν αντίδραση μάλλον παρά σαν αυτόνομη πράξη, όταν δεν μου ήτανε ακόμη δυνατόν αλλιώτικα, με ό,τι υπήρξα, να σε δικαιώσω.
Ο φίλος μας αμέσως μου παρατήρησε πως έτσι το γυναικείο αντίμαχο πρόσωπο ήταν μια «μοιραία γυναίκα», ακυρίευτη. Δεν θα δεχόμουν ποτέ δίπλα στον Don Zuan, μια μοιραία γυναίκα. Παραμένει υπόθεση και στη ζωή. Διαφώνησα πως δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Απλώς ήθελα ένα αιώνιο γυναικείο στοιχείο να σταθεί αντίκρυ στην αιωνιότητα του Don Zuan για να την ακεραιώσει, και να την διατηρεί μέσα στο δ ρ ά μ α. Όχι να παρατείνει απλώς τη δραματικότητα.
Βλέπω σήμερα πως αν ήταν στραβά όλα αυτά υπήρχε σε σπέρμα μέσα τους η αλήθεια. Το λάθος ήταν πως έμενα πάλι στην αγωνία. Έπρεπε να την περάσω. Η Ελληνική τραγωδία σκοπεύει το πέραν του τραγικού. Αυτό δεν είχα δει.
Αργότερα άρχισα να διαβάζω το ημερολόγιό σου. Στην αρχή πίστεψα κ’ εγώ πως ήταν πραγματικά το ημερολόγιο του Johanes. Ήταν έξοχα στημένη η παγίδα, όπως άλλωστε και την πρώτη φορά, όταν νόμισα πως η ιστορία μας ήταν μονάχα η ιστορία των δύο μας. Η τελευταία φάση της αγωνίας ήταν αυτή, η αποκάλυψη της παγίδας. Ύστερα, ξαναϋφαίνεται το ημερολόγιό σου μπλεγμένο με το δικό μου.
Μια πίκρα μόνο διχασμού στα ενωμένα μας πρόσωπα, όπως τα έβλεπα και δεν μπορούσα γι’ αυτό να ξεχωρίσω το δικό μου, ανοίγει μόλις τώρα, κ’ ίσως να ήταν η τελευταία βοήθεια που πήρα από σένα για το ελευθέρωμά μου.
Σου δόθηκα αληθινά πιο πριν απ’ ό,τι πιστεύεις, όταν έφτασα στην στιγμή να σε φωνάζω με τ’ όνομά σου, σε μιαν έρημη έκταση, μόνη, όπου είχα γύρω μου γη και πάνω μου ουρανό με τον ήλιο ψηλά. Ήμουν βέβαιη πάντα πως εσύ την ήξερες και τη γεύτηκες, τέτοια που ήτανε αυτήν την στιγμή, αφού εσύ την είχες οδηγήσει. Η χρονική απλώς μετάθεση, έχει σημασία γιατί μεταθέτει την αξία του γεγονότος. Πιο πολύ απ’ όλα, τούτη η πρώτη συναίσθηση της ανάγκης του άλλου εγκαινιάζει την ερωτική ζωή μας.
Κι ούτε θα ήθελα, –καθώς λες και συ–, αποκαθιστώντας αλληλουχία γεγονότων στα πράγματα, να παρουσιάζει «ψυχολογικό ενδιαφέρον» κυρίως η απάντησή μου. Θα μετατοπιζόταν το νόημά της που είναι, νιώθω, –τώρα–, το πλήρες δόσιμό μου σε σένα.
Σκέψου ακόμη, αναλαμβάνεις σε τούτο το ημερολόγιό σου ουσιαστικά την αμαρτία επειδή δεν μπορείς να δεις πως ήταν δυνατόν πια για σένα να λυτρωθείς παρά μέσα απ’ την αμαρτία. Την παρατεινόμενη πρώτη μορφή της αθωότητας φοβάσαι, και για κείνην θέλεις να έχεις τύψεις. Νομίζω πως την νοσταλγείς μάλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο ελαφρώνεις, καθώς τ’ αρνιέσαι, το άλλο, το μεγάλο βάρος της ύπαρξης της ίδιας. Η παραδοχή της αμαρτίας είναι μονάχα προϋπόθεση για να συγχωρεθούμε. Η προοπτική μιας εξαρχής κατάργησής μας. Δεν μπορεί να έχει σχέση με σένα, ούτε να σε δω εγώ έτσι, για να σε λέω όποτε θα ξανάρχεσαι «αγαπημένε».
Τα θύματα χρειάζονται για όσους δεν μπορούν να αντέξουν ως το τέλος τη μοναξιά τους, για όσους είναι απαραίτητο έτσι ή αλλιώς να θριαμβεύουν σα να πορεύτηκαν έξω κ’ ενάντια στον κόσμο. Έρχομαι φέρνοντάς σου, ας πούμε τον Παράδεισο, τον μετά θάνατο παράδεισο. Καταλαβαίνεις; Αυτή είναι η απάντησή μου, κ’ η καταδίκη σου αν θέλεις από μένα. Δεν μου είχες δώσει τη βεβαιότητα πως μ’ αγαπούσες μα με είχες κάνει εμένα να σ’ αγαπώ. Μετά βασανίστηκα για να διακρίνω αν με είχες στ’ αλήθεια αγαπήσει.
Ξανακοίταξα όλα τα γεγονότα -όσα έμεναν στην ανάμνησή μου-, μα ήταν τόσο λίγα και παραμικρά, που δεν μπορώ να πω ότι αυτά σχημάτισαν ποτέ το ρεύμα της θερμότητας που στάθηκε η σχέση των δύο μας. Η ανησυχία αν μ’ αγαπούσες ήρθε κατόπι. Τότε ερχόμουνα και σου έφερνα το πρόσωπό μου. Μου άρεσε να το βλέπεις. Ήμουν περισσότερο απ’ ό,τι ήμουν εκείνη την ώρα, όταν βρισκόμουν κοντά σου. Δεν θυμάμαι τι σου έλεγα και πώς φερνόμουν. Νομίζω μάλιστα πως δεν θυμόμουνα ούτε αμέσως μετά. Διαβάζω τις δικές σου σημειώσεις τώρα για κάθε συνάντησή μας και βρίσκω σ’ αυτές την Cordelia. Τη γνώρισες πριν από μένα και μου τη γνώρισες, και αυτό είναι ο έρωτάς μας. Ούτε αυτά τα ίδια τα γεγονότα που περιγράφεις. Έχω την ίδια ησυχία που είχα και τότε.
(Μετά από μικρή διακοπή)
Πριν προχωρήσω παρακάτω κάθισα και ταχτοποίησα τα προηγούμενα. Γιατί είναι δύσκολο να κλείσεις σε φράσεις, όχι μόνο το αποτέλεσμα, μα και αυτήν τη σύμπτωση των δυνάμεων που τις γεννά. Να είναι ο τρόπος που ακολουθείς μια μάχη, πάντα το ένιωθα σα να με έσωζε απ’ το χαμό. Δεν έχει σημασία να διασώσεις το θέμα σου, μα να διασώσεις και τον εαυτό σου. Αυτήν την έννοια άλλωστε δεν έχει στο τέλος και ολόκληρη η απάντησή μου;
Ο ρόλος του Don Zuan στην ζωή της γυναίκας είναι η αποκάλυψη της γυναικότητάς της στην πιο μύχια ουσία της γυναικότητας αυτής. Κάτω απ’ τα καλύμματα της αθωότητας του κοριτσιού, της παιγνιδιάρας γνώσης λίγο μετά, της αισθηματικής αδράνειας καμιά φορά, εκείνος γνωρίζει τη γυναίκα με το αιώνιό της βάρος της ύλης που ζητά να δοθεί για να μετατραπεί σε ενέργεια. Σκοπεύει κατ’ ευθείαν στο στόχο αυτόν τον κρυμμένο, και η εξάσκηση της γοητείας του συνίσταται ακριβώς στο να τον φανερώσει, να ρίξει τα καλύμματα για να τον έχει απέναντί του γυμνό και απροστάτευτο στην δύναμή του, που δεν είναι εχθρικιά πια μα ο ίδιος ο προορισμός και του στόχου. Κάτι παρόμοιο γίνεται με κάθε «εσύ» νομίζω.
Αν για κάθε γυναίκα η εμφάνιση του Don Zuan στη ζωή της είναι αποκαλυπτική, για τη κοπέλα, η τελείωση της γοητείας του πάνω της, σημαίνει την ίδια τη γέννησή της. Πρώτη φορά καταλαβαίνει αυτό το βάρος της ύλης που συνιστά τη μορφή της. Κάτω από την ελαφράδα της ανυποψίαστης περηφάνιας και της ντροπής της, της ελευθερίας της και της αγορίστικης αυτάρκειας, αυτής της ύπαρξης που είναι ακόμη πολύ πνεύμα για να νιώθει η ίδια τον εαυτό της, και αυτού του πνεύματος που αξεδιάλυτα ακόμη μπλέκεται κάθε στιγμή, σαν τρυφερό κλωνάρι αμπελιού, με τις αόριστες ανησυχίες και τις παράδοξες μελαγχολίες, πρώτη φορά της νιώθει να είναι ορισμένη όπως δεν είναι ο αέρας ή το νερό, μα όπως είναι ο κόσμος με τον αέρα και το νερό.
Σ’ αυτόν τον ρόλο του Αδάμ που απ’ την πλευρά του θα γεννηθεί η Εύα, υπάρχει η θετική όψη του Don Zuan. Εκείνη που είναι το θύμα του τον δικαιώνει. Ό,τι βρισκότανε εν δυνάμει, δημιουργείται, απ’ τ’ άγγιγμά του μες τη ζωή. Ο μύθος του Don Zuan κοιταγμένος απ’ τη γυναίκα δεν είναι αγωνία καταλυτική, γιατί ο πόνος ξέρομε εμείς πως γεννά, και δεν κλείνεται για καμιά από μας η ζωή μονάχα στον εαυτό της.
Παίρνω τον Don Zuan έτσι απλά όπως σήμερα, και μου φαίνεται πως έχω να νανουρίσω ένα παιδί μου. Η δραματική τελείωση του αισθάνομαι ακαθόριστα πως πρέπει κάπως να περάσει από δω. Μονάχα που ζητώ να με συγχωρέσεις που δεν μπορώ να την κάνω, για μια στιγμή σαν αυτή, πιο πλούσια τη φωνή μου.
(Προσθέτω εκ των υστέρων)
Στη σημερινή ώριμή μας σκέψη θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε την ισορροπία της γνώσης του αντικειμένου που μοιραία ακρωτηριάσαμε και καταστρέψαμε όταν ήμασταν νέοι, με τη συνείδηση της σχέσης μιας παράλληλης υποστάσεως υποκειμένων, όπως άλλωστε το είδες ότι το υποψιαζόμουν. Μόνο που ο μονόλογός τους δεν θα παρατίθεται για τον θεατή, θα υπάρχει το άγγιγμά τους, η ξενητιά αυτή που δεν μας καταργεί αλλά μας ορίζει. Ίσως, το πω στο παιδί μου όταν θα το αποβγάζω.
Γι’ αυτό οφείλει να σωθεί η Cordelia. Η Μαργαρίτα καθώς χάνεται δεν μπορεί να ελευθερώσει τον Φάουστ. Μετά ανταμώνει την Ελένη. Η Cordelia πρέπει να είναι η Μαργαρίτα και η Ελένη. Το νόημα του πρώτου έρωτα να μην είναι ο χαμός, μα η συνείδηση. Μία Ελένη που μέσα της κρατά πηγή για την αιώνια ομορφιά της τη Μαργαρίτα. Να ξαναλούζεται στην πρώτη, την αναμάρτητη ουσία, για να μπορεί να πράττει, -χωρίς να διαλύεται- , την γυναικότητά της, βεβαίωση στη ζωή της ολόκληρη, του Don Zuan.
Η ιστορία μας θα μπορούσε να ήταν η γέννησή της.
Ο φίλος μας που του μίλησα γι’ αυτές μου τις σκέψεις έκανε μιαν απρόοπτη παρατήρηση. Του αρέσει το είδος αυτό του διαλόγου που οδηγεί στην ακροβασία καμιά φορά. Η χρονολογική σειρά, μου είπε, που εμφανίζονται στην ιστορία αυτές οι γυναικείες μορφές, Εύα, Ελένη, Μαργαρίτα, αντιστοιχεί ίσως στην φορά που ακολούθησε μες στην πορεία της συνείδησής μας γενικώτερα η αντίληψη του «μύθου».
Ένα άλλο πρόβλημα που με απασχολεί μετά απ’ την συζήτηση μαζί του, είναι αν το δράμα που σχεδιάζω μπορεί να έχει την ορισμένη του μορφή μέσα στον ορισμένο της χρόνο. Εδώ απλώνεται έξω απ’ το σχήμα του, σαν ζωή που δεν ορίζεται παρά μόνο απ’ τα στάδια της συνείδησής μας, και όχι απ’ τον χρόνο. Η Cordelia όμως υπάρχει σε όλα της τα στοιχεία και σε όλο το διάστημα απ’ αρχής. Δεν είναι ανύπαρκτη σαν αριθμός, είναι απλώς ανεικονική, «ενέχουσα εικόνα» και έτσι μπορεί να αποτελέσει το άλλο σκέλος σε μια δραματική σχέση.
Αν εσύ έχεις να σχηματίσεις από την αγάπη σου τόσο συγκεκριμένο το πρόσωπό της ώσπου να το δεις ο ίδιος κάποτε ένα ακέραιο πρόσωπο, ξένο και μόνο, είναι γιατί δεν ήσασταν ο έρωτας και η απειλή μονάχα ο ένας για τον άλλον, μα κι ο καθένας απ’ την ίδια ρίζα, έρωτας και απειλή ο ίδιος για τον εαυτό του.
Η ώρα εκείνη που έτσι σε κάλεσα, τώρα το ξέρω πως ήταν το τραγικό σημείο. Δεν προετοίμαζε, αγαπημένε μου, την προδοσία, μα εκείνη την αναπόφευκτη τελείωση δύο ανθρώπων που νιώθουν τον εαυτό τους χωριστόν, πάντα όμως ο ένας σε σχέση με τον άλλον, γι’ αυτό κ’ έχουν ανάγκη ο ένας του άλλου. Υπήρξα όμως στην ιστορία αυτή προ του τραγικού και είμαι τώρα μόλις πέραν του τραγικού γι’ αυτό στέκεται τέτοια, πολύτιμη η ώρα εκείνη.
Ο χωρισμός μας μου οφειλόταν. Μου οφειλόταν έτσι να πονέσω για να στο πω ετούτο τώρα, και να μπορώ να σε ξαναδώσω, εγώ αυτήν την φορά απ’ την αρχή, στην άλλη γυναίκα, όχι επανάληψη, όπως εσύ νομίζεις ή θέλεις να νομίζεις, πάντα, μα μια ολοκαίνουργη ιστορία.
Έφτασα στο τελικό μέρος. Παρατηρώ, ξαναδιαβάζοντας όσα έχω γράψει· πως ακολούθησα ανάλογους τρόπους για να διαφεύγω, όπως και τότε, κυκλώνοντας μονάχα με σχόλια και συναισθήματα ό,τι ήταν αληθινό «πράγμα». Ίσως όμως μ’ αυτόν τον τρόπο φτάνει κανείς αναπότρεπτα πια εκεί, γιατί έχει εξαντλήσει τους άλλους δρόμους, αναγκάζοντας τον εαυτό του ολόκληρον, τώρα, ευθύ, στην πιο κοντά στη σάρκα του αλήθεια.
Αγάπησα, παντρεύτηκα, και έχω παιδιά. Μπορεί αυτό ακριβώς να συνέτεινε σε όλο τον σχηματισμό της άποψής μου. Στις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές αισθάνομαι πως είμαι η Cordelia σου. Περίπου όπως ξέρει μια ηθοποιός πως είναι η «Γενεβιέβη». Πάντα αναλογιζόμουνα τί είναι περισσότερο πραγματικότητα για τον ηθοποιό και ως ποιο σημείο φτάνει η προδοσία. Νομίζω είναι το ίδιο καθώς την ώρα του έρωτα δεν σ’ εμποδίζει που από νωρίς μιλούσατε για το φαΐ ή για τα ρούχα. Δεν είναι διχασμός αυτό, ούτε είναι ασκήμια. Πλουταίνει η ώρα η μία την άλλην, και είσαι έτσι ολόκληρη ο εαυτός σου. Η διαρκής μετάβαση απ’ την μορφή στην ουσία, απ’ την ουσία στην μορφή, δίνει την ομορφιά σε όλα. Ο τρόπος αυτής της μετάβασης είναι που ξεχωρίζει τον ένα απ’ τον άλλον. Ίσως είναι η ίδια η ουσία.
Είμαι η Cordelia όπως με βλέπεις σήμερα, σ’ αυτόν τον τρόπο, γι’ αυτό είμαι η Cordelia σου και η γυναίκα του, και η μητέρα των παιδιών μας. Ως τώρα απέφευγα και τη σκέψη μου ακόμη που στρεφόταν σε σένα νομίζοντας πως ήταν για κείνους απάτη. Η αγωνία των δέκα μου χρόνων ήταν να κυβερνήσω τον ακέραιο εαυτό μου. Ερχόνταν στιγμές που έλεγα, όταν πολύ πονούσα γι’ αυτό το σκίσιμο του κόσμου μέσα μου στα δύο, πως δεν έπρεπε να έχει έρθει ο χωρισμός μας, κι αναζητούσα τότε να βρω ποιος ήταν ο φταίχτης. Τώρα το ξέρω που ενώθηκαν όλα. Παίρνοντας μιαν ορισμένη μορφή χάνεσαι σ’ αυτό που ήσουν τότε, γενική καθαρή έννοια της γοητείας, πέρα κι απ’ τα προσωπικά χαρακτηριστικά σου που αποκτούν στο μάκρεμα του χρόνου πάλι μιαν εντελώς συμπτωματική θέση. Με γέννησες έτσι. Αναπτύσσοντας για μένα, όσο περισσότερο, την έκταση της έλξης, μου αποκάλυψες την έκταση και την ύπαρξη της δικιάς μου ουσίας, όλου του αντίστοιχου πεδίου που υπήρχε για μιαν άλλης φύσης ενέργεια.
Πέρα από την καταστροφή, σου χρωστούσα στη ζωή μου να της δώσω την πράξη, να τη βεβαιώσω σε όλες τις μορφές που ήταν να πάρει. Όταν γυρνάω σε σένα, είναι για κείνους να γίνω ωραία. Γιατί δικό σου είναι το όνομα Cordelia. Με οφείλουν σε σένα. Γι’ αυτό σου γράφω.
Καθώς λυτρώνομαι από την αγωνία το ξέρω πως λυτρώνομαι πάλι για σένα. Και σίγουρα το περιμένεις. Ένας δραματικός Don Zuan που γνώριζε πως η ελευθερία του θα βρεθεί τόσο μακρύτερα, πιο δύσκολη και ωραιότερη, στο τελευταίο άκρο της καμπύλης, αφού εκείνος οδήγησε στο υψηλότερό της σημείο. Εγώ υπήρξα η άλλη δύναμη στην τροχιά της. Χρειάζονται δύο. Τώρα σου δίνομαι πλήρως, δίνοντάς σου το τέλος, γεννώντας σε με τη σειρά μου ποιος είσαι.
Μην το πάρεις για χάρη συγγνώμης. Θέλω να είμαι ακέραια πάλι αυτήν την ώρα μπροστά σου. Μονάχα σου λέω, πως είναι η άλλη νέα υπερηφάνεια, που δεν χρειάζεται κανέναν πια, και ούτε κανένας μπορεί να τη βοηθήσει αναλαμβάνοντας το πρώτο σφάλμα, του ανθρώπου που αντίκρυ στην μοίρα του τη γνωρίζει. Η δραματική αίσθηση δεν έχει τέλος.
Πριν να σ’ εγκαταλείψω, τώρα αληθινά μονάχον, χωρίς ούτε το βάρος και τον δεσμό της τύψης για μένα, σε ευχαριστώ που μου έδωσες να έχω πάντοτε μέσα μου τη Μαργαρίτα. Σε ευχαριστεί η Cordelia του άντρα μου και των παιδιών μου, η Cordelia σου.
Cordelia
(1954 γράφτηκε, 1959 δόθηκε για να εκδοθεί)